Στις Ηνωμένες Πολιτείες, εδώ και έναν χρόνο τα πνεύματα εξάπτονται στη σκέψη ότι η Κίνα, εκφράζοντας τη δυσφορία της για την εξωτερική πολιτική του προέδρου Ομπάμα, θα μπορούσε να αποφασίσει, ως αντίποινα, να μην αγοράζει πλέον αμερικανικά κρατικά ομόλογα. Αν πιστέψει κανείς τις σκοτεινές προφητείες πολλών αναλυτών, μια τέτοια κίνηση θα πυροδοτούσε μια χρηματιστηριακή Αποκάλυψη, η οποία θα γονάτιζε την αμερικανική οικονομία. (1)
Η κινεζική απειλή αποτελεί βολικό επιχείρημα για να ωθήσει τον Λευκό Οίκο να συγκλίνει περισσότερο προς τη γνωστή δημοσιονομική και νομισματική ορθοδοξία. Ασκεί πίεση ώστε η κυβέρνηση Ομπάμα να εγκαταλείψει τις προσπάθειες για να πετύχει την ανατίμηση του γιουάν σε σχέση με το δολάριο από πλευράς Πεκίνου. Επίσης, το επιχείρημα αποδεικνύεται χρήσιμο για να ζητηθούν περικοπές στα προγράμματα βοήθειας προς τα φτωχότερα στρώματα, με πρώτο το σχέδιο αναμόρφωσης των συντάξεων. Από τη στιγμή που η Κίνα δεν θα «ανακυκλώνει» μέρος των γιγάντιων εμπορικών πλεονασμάτων της απορροφώντας το χρέος των ΗΠΑ, η σύνεση θα υπαγορεύσει τη συγκράτηση του δημοσιονομικού ελλείμματος με κάθε διαθέσιμο μέσο.
Το φάσμα των κινεζικών αντιποίνων κατέχει σήμερα κεντρική θέση στη δημόσια συζήτηση στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ο κίνδυνος ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Και στις δύο περιπτώσεις, επισείεται ένα κόκκινο φόβητρο για να επιβληθούν οι πιο συντηρητικές πολιτικές λύσεις.
Ωστόσο, μεταξύ των δύο περιπτώσεων υπάρχει μία μεγάλη διαφορά. Μολονότι ο φόβος ενός πυρηνικού πολέμου είχε καλλιεργηθεί υπερβολικά (στην πραγματικότητα, οι αντίπαλοι αποδεικνύονταν αρκετά φειδωλοί στις απειλές τους για καταφυγή σε πυρηνικό χτύπημα), το ενδεχόμενο ολοκαυτώματος ήταν σε κάποιο βαθμό πιθανό. Το εντελώς αντίθετο ισχύει, όμως, για την απειλή της κινεζικής εκδίκησης, η οποία έχει επινοηθεί σχεδόν εξ’ ολοκλήρου για τις ανάγκες της πολιτικής διαμάχης. Στην πραγματικότητα, εάν το Πεκίνο σταματούσε να αγοράζει αμερικανικά κρατικά ομόλογα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πλήττονταν. Μπορούμε, μάλιστα, να στοιχηματίσουμε ότι μια τέτοια εξέλιξη θα ευνοούσε την αμερικανική οικονομία. Για να πεισθεί κανείς, αρκεί να υπενθυμίσουμε κάποιες βασικές οικονομικές αρχές.
Η κεντρική τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών (Fed) και η κινεζική κεντρική τράπεζα αποτελούν τους παράγοντες-κλειδιά της αμερικανικής οικονομίας. Και οι δύο παίζουν περίπου τον ίδιο ρόλο: διοχετεύουν μέρος των τεράστιων ρευστών διαθεσίμων τους στο οικονομικό κύκλωμα, κάνοντας βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις. Η Fed επεμβαίνει συνήθως στις βραχυπρόθεσμες αγορές. Όμως, από τότε που ξέσπασε η κρίση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων (subprime), άλλαξε τακτική, ανοίγοντας τις πιστωτικές στρόφιγγες και προχωρώντας σε μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις. Ο αναπροσανατολισμός αυτός μεταφράστηκε σε μαζικές αγορές αμερικανικών κρατικών ομολόγων και ενυπόθηκων τίτλων.
Η κινεζική κεντρική τράπεζα διοχέτευσε και αυτή, από την πλευρά της, τεράστια ποσά ρευστών διαθεσίμων στο οικονομικό κύκλωμα, προχωρώντας συστηματικά σε βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις. Τη στιγμή που η κρίση εκτίνασσε στα ύψη το αμερικανικό δημοσιονομικό έλλειμμα, η κινεζική κεντρική τράπεζα έδειξε ιδιαίτερη προτίμηση στα δεκαετή αμερικανικά κρατικά ομόλογα. (2)
Ας υποθέσουμε τώρα ότι η κεντρική τράπεζα της Κίνας διακόπτει απότομα τις επενδύσεις της στο αμερικανικό χρέος, είτε για να τιμωρήσει την κυβέρνηση Ομπάμα, είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Σύμφωνα με τις υστερικές κραυγές των μέσων ενημέρωσης, κάτι τέτοιο θα προκαλούσε αναπόφευκτα κατακόρυφη άνοδο στα αμερικανικά επιτόκια και θα απομάκρυνε κάθε ελπίδα οικονομικής ανάκαμψης. Το συγκεκριμένο σενάριο τρόμου αγνοεί, όμως, μια απλούστατη λεπτομέρεια: θα μπορούσε η Fed να πάρει τη θέση της κινεζικής κεντρικής τράπεζας και να αγοράσει η ίδια τα αδιάθετα αμερικανικά ομόλογα.
Παρέμβαση της Fed
Στο ενδεχόμενο αυτό, οι ειδικοί που συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση αντιτείνουν εσπευσμένα ότι η ενισχυμένη παρέμβαση της Fed θα προκαλούσε καλπάζοντα πληθωρισμό, την επιστροφή στο «εργοστάσιο που κόβει χρήμα». Πρόκειται για έμμονη ιδέα που δεν έχει βάση. Η υγεία της αμερικανικής οικονομίας εξαρτάται από τον όγκο της διαθέσιμης ρευστότητας, όχι από την προέλευσή της. Μικρή σημασία έχει εάν οι πιστωτικές στρόφιγγες θα είναι της Fed ή της κινεζικής κεντρικής τράπεζας, αρκεί να παραμένουν ανοικτές. Όταν η Κίνα αγοράζει αμερικανικά κρατικά ομόλογα, διατηρεί τα αμερικανικά επιτόκια σε πολύ χαμηλά επίπεδα, χωρίς να προκαλεί πληθωρισμό. Επομένως, δεν υπάρχει λόγος να φοβάται κανείς την πυροδότηση πληθωριστικού φαύλου κύκλου στην περίπτωση που η Fed έπαιρνε τη θέση της κινεζικής κεντρικής τράπεζας.
Οι προφήτες της κινεζικής απειλής διαβεβαιώνουν ότι το Πεκίνο θα συνεχίσει να αγοράζει κινητές αξίες σε δολάρια για να διατηρήσει το κινεζικό νόμισμα σε λογικά επίπεδα. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να τους απαντήσει: «και λοιπόν;». Στην περίπτωση που η πρόβλεψή τους επαληθευόταν, θα βρισκόμασταν απλώς μπροστά σε μια αντιστροφή ρόλων: στην κατοχή της κινεζικής κεντρικής τράπεζας θα περιέρχονταν περισσότερες βραχυπρόθεσμες αξίες και θα μειώνονταν οι μακροπρόθεσμες, ενώ η Fed θα κινείτο προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Τίποτε, όμως, δεν δείχνει ότι η Κίνα θα ενεργήσει κατά τέτοιο τρόπο. Θα μπορούσε κάλλιστα να αρχίσει να αγοράζει λιγότερες κινητές αξίες σε δολάρια. Μέχρι τώρα, οι αγορές αμερικανικών ομολόγων επέτρεπαν στην Κίνα να κρατά τεχνητά την ισοτιμία του γιουάν σε χαμηλά επίπεδα. Εάν το Πεκίνο σταματούσε να αγοράζει αμερικανικά κρατικά ομόλογα και κινητές αξίες σε δολάρια με τα βουνά συναλλάγματος που συγκεντρώνει από το εμπορικό του πλεόνασμα, τότε το αποτέλεσμα θα ήταν να αρχίσει να ανατιμάται το γιουάν σε σχέση με το δολάριο.
Με λίγα λόγια, η κινεζική απειλή δεν σημαίνει τίποτε άλλο από μια πιθανή ανατίμηση του γιουάν. Όμως, ακριβώς αυτό ζητούν οι Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και πολλά χρόνια. Επί προεδρίας Ομπάμα, όπως και επί προεδρίας Τζορτζ Μπους του νεότερου, η αμερικανική κυβέρνηση δεν σταμάτησε ποτέ να πιέζει την Κίνα να ανατιμήσει το νόμισμα της. Μάλιστα, όταν ερωτήθηκε για το θέμα, μόλις πριν λίγο καιρό, στις 13 Μαρτίου, ο Κινέζος πρωθυπουργός Γουέν Ζιαμπάο αντιδρούσε ακόμη ζωηρά: «Μπορώ να κατανοήσω την επιθυμία ορισμένων χωρών να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, αυτό, όμως, που δεν καταλαβαίνω είναι η άσκηση πιέσεων προς άλλες χώρες με σκοπό να ανατιμήσουν το νόμισμά τους. Κατά την άποψή μου, πρόκειται για προστατευτισμό». (3) Πού βρίσκεται, λοιπόν, η «απειλή» εάν το Πεκίνο ικανοποιούσε, επιτέλους, τις επιθυμίες της Ουάσινγκτον;
Ένα ακριβότερο γιουάν θα προκαλούσε, βέβαια, άνοδο του πληθωρισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά πρόκειται για δευτερεύουσα επίπτωση που αναμένεται εδώ και πολύ καιρό. Η πολιτική του φθηνού γιουάν αποτελεί για το Πεκίνο ένα μέσο επιδότησης των εξαγωγών του στην αμερικανική αγορά -και, μάλιστα, στην παγκόσμια αγορά, αφού την ίδια νομισματική στρατηγική ακολουθεί απέναντι σε όλα τα νομίσματα και όχι μόνο απέναντι στο δολάριο. Εάν η Κίνα αρχίσει να απαλλάσσεται από τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα και αφήσει το νόμισμά της να ανατιμηθεί, το σύστημα επιδότησης των εξαγωγών της θα έχει τελειώσει.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, θα πωλούνταν ακριβότερα στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών τόσο τα κινεζικά προϊόντα όσο και τα εμπορεύματα των χωρών που έχουν συνδέσει το νόμισμά τους με το γιουάν. Ασφαλώς, αυτές οι ανατιμήσεις θα προκαλούσαν άνοδο του πληθωρισμού, καθόλου, όμως, σε τέτοιο βαθμό που να καταστραφεί η αμερικανική οικονομία. Οι ανατιμήσεις στα κινεζικά προϊόντα θα επέτρεπαν, μάλιστα, στις Ηνωμένες Πολιτείες να περιορίσουν κάπως το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών τους, που αποδεικνύεται όλο και πιο δυσβάστακτο.
Οι εισαγωγές από την Κίνα και τις χώρες που έχουν συνδέσει το νόμισμά τους με το γιουάν αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 4% του αμερικανικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Μια ανατίμηση 30% στα προϊόντα αυτά θα μεταφραζόταν σε άνοδο του πληθωρισμού κατά 1,2%. Δεν είναι ασήμαντη άνοδος, αλλά σίγουρα απέχει πολύ από τον υπερπληθωρισμό της Ζιμπάμπουε, (4) τον οποίο επικαλούνται ορισμένοι σχολιαστές, φρίττοντας... Ως μέτρο σύγκρισης, η απογείωση των πετρελαϊκών τιμών, που, μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο, το 2008, αύξησε το βαρέλι από τα 70 στα 150 δολάρια, κόστισε στις Ηνωμένες Πολιτείες επιπλέον 2% του ΑΕΠ τους. Ωστόσο, ακόμη κι όταν οι τιμές του μαύρου χρυσού εκτινάσσονταν στα ύψη, κανείς ή σχεδόν κανείς δεν ανησύχησε για το ενδεχόμενο υπερπληθωρισμού.
Τα ακριβότερα κινεζικά προϊόντα θα έκαναν την αμερικανική βιομηχανία πιο ανταγωνιστική σε πολλούς κλάδους, θα τόνωναν την οικονομική δραστηριότητα σε αμερικανικό έδαφος και θα κατέληγαν σε σημαντική μείωση των εισαγωγών -εάν όχι σε απόλυτο όγκο, τουλάχιστον ποσοστιαία. Θα παρατηρείτο τότε μια σωτήρια εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου, με την ανάπτυξη λόγω της αύξησης των αμερικανικών εξαγωγών να αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό τις αρνητικές συνέπειες μιας ανόδου των επιτοκίων.
Επομένως, δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να αναστατώνεται κανείς στη σκέψη ότι η Κίνα θα μποϊκοτάρει τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, το αντίθετο μάλιστα. Τέτοια αντίποινα θα μπορούσαν να ευνοήσουν το υποτιθέμενο θύμα τους, τις Ηνωμένες Πολιτείες...
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»