«Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010 πρέπει να ωφελήσει το σύνολο της αφρικανικής ηπείρου. Το πρόγραμμά μας, “Νίκη στην Αφρική με την Αφρική”, υλοποιεί αυτή τη βούληση. Θα δημιουργήσουμε, από τώρα έως το 2010, ένα γήπεδο με τεχνητό χόρτο σε κάθε αφρικανική ομοσπονδία», υποσχόταν ο Γιόζεφ Μπλάτερ, πρόεδρος της Διεθνούς Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (FIFA), ακριβώς έναν χρόνο πριν από την έναρξη της διοργάνωσης που ξεκίνησε στις 11 Ιουνίου, στη Νότια Αφρική. Η απλοχεριά του μοιάζει κάπως φαιδρή, καθώς απευθύνεται σε μια χώρα υπονομευμένη από τις κοινωνικές διακρίσεις που της κληροδότησε το απαρτχάιντ. Πράγματι, όμως, από την πληθωρική FIFA δεν λείπει το χρήμα. Σε βαθμό, μάλιστα, που η παγκόσμια οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση μοιάζει να μην επηρεάζει στο ελάχιστο την πλουσιότερη από τις αθλητικές ομοσπονδίες.
Το 2009, η FIFA αποκόμισε κέρδος 147 εκατ. ευρώ και αύξησε τα ίδια κεφάλαιά της, τα οποία πλέον αγγίζουν το χαριτωμένο άθροισμα των 795 εκατομμυρίων ευρώ, από την ίδρυσή της, το 1904. «Το μέλλον μοιάζει εξίσου ευφρόσυνο», επιχαίρει ο Χούλιο Γκρονδόνα, πρόεδρος της επιτροπής οικονομικών της Ομοσπονδίας. «Το Παγκόσμιο Κύπελλο (…) του 2014 ήδη χαίρει υψηλής δημοτικότητας. Εκτός από τους έξι εμπορικούς εταίρους της FIFA (1) που αυτή τη στιγμή έχουν συμβόλαιο, έχουμε ήδη υπογράψει τα πρώτα εθνικά και διεθνή συμβόλαια χορηγίας. Σ’ αυτούς τους καιρούς της οικονομικής αστάθειας, η εμβληματική διοργάνωσή μας αποδεικνύεται πως είναι μια σίγουρη αξία που συνδυάζει αγωνία για το αποτέλεσμα, διασκέδαση και αθλητισμό υψηλού επιπέδου και συνιστά μια εξαιρετική πλατφόρμα για τα εμπορικά σήματα» (2). Υπ’ αυτή την οπτική γωνία, το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010 αποτελεί «ένα εξαιρετικό εφαλτήριο για τις αφρικανικές αγορές, ακριβώς όπως το Κύπελλο του 1994 αποτέλεσε εφαλτήριο για την αμερικανική αγορά και εκείνο του 2002 για την ασιατική», σχολιάζει ο κοινωνιολόγος Πατρίκ Βασόρ, ειδικός στις σχέσεις ανάμεσα στο ποδόσφαιρο και την πολιτική (3).
Το ειδύλλιο ανάμεσα στις μάρκες και τη FIFA διαρκεί εδώ και τριάντα έξι χρόνια. Ο γάμος γιορτάστηκε στις 11 Ιουνίου 1974 στη Φραγκφούρτη, κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου που διοργάνωσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Εκείνη την ημέρα, ο Βραζιλιάνος Ζοάο Χάβελανζ κερδίζει την προεδρία της οργάνωσης απέναντι στον απερχόμενο Βρετανό Στάνλεϊ Ρους. Διαθέτει στο παρασκήνιο έναν διακριτικό όσο και αποτελεσματικό άνθρωπο επιρροής, τον Χορστ Ντάσλερ, αφεντικό της Adidas, ο οποίος «αρκούσε να μοιράσει ένα μάτσο χαρτονομίσματα στους ακόμη αναποφάσιστους αντιπροσώπους ή σε εκείνους που ήταν πρόθυμοι να χαμηλώσουν την ένταση άλλων φωνών προκειμένου να τις ενθαρρύνουν να υποστηρίξουν τον Χάβελανζ» (4). Η επόμενη ημέρα ξεκινά με μια υπόσχεση για μήνα του μέλιτος, έχοντας ως υπόκρουση τις υπογραφές όλο και πιο καρποφόρων συμβολαίων. Μεθυσμένη από τον εκκολαπτόμενο πλούτο της, η FIFA προσθέτει στο οργανόγραμμά της τις κατευθύνσεις της ανάπτυξης, του μάρκετινγκ και της επικοινωνίας.
Εκπαίδευση προπονητών, καινούριες διοργανώσεις, πρακτική άσκηση διαιτητών, ο επιχειρηματίας Ντάσλερ πείθει την Κόκα-Κόλα να χρηματοδοτήσει τα σχέδια της καμπάνιας του Χάβελανζ. Ως αντάλλαγμα, ο αμερικανικός όμιλος εξασφαλίζει «το δικαίωμα να αναρτήσει το λογότυπό της σε όλα τα Παγκόσμια Κύπελλα. Από τη στιγμή που υπέγραψε η Κόκα-Κόλα, όλος ο κόσμος ήθελε να συμμετάσχει» (5). Όλων αυτών γενομένων, η διεθνής ομοσπονδία καταλήγει «σε μια “φαουστική” συμφωνία με τις πολυεθνικές», συνοψίζει ο ιστορικός του ποδοσφαίρου Πολ Ντιτσί (6).
Πιο πλούσιοι και από ιδιοκτήτες πολυεθνικών
Ο οραματιστής Ντάσλερ διαισθάνθηκε πριν από τους ανταγωνιστές του τις αξιοθαύμαστες οικονομικές δυνατότητες της τηλεόρασης. Δημιουργώντας, το 1983, την εταιρεία μάρκετινγκ και διαχείρισης δικαιωμάτων International Sport and Leisure (ISL), ο επικεφαλής της Adidas ανάγεται σε προνομιούχο εταίρο της FIFA, στην οποία εξασφαλίζει μια πλουσιοπάροχη πρόσοδο. Όλα σύμφωνα με έναν μηχανισμό τόσο παλιό όσο και το εμπόριο: η ISL αγοράζει τα δικαιώματα από τη FIFA και τα μεταπωλεί σε τιμή χρυσού στα τηλεοπτικά δίκτυα. Μια συμφωνία χωρίς χαμένους για τους μετόχους της Adidas και μια δράκα «ιεραρχών» της ομοσπονδίας. Έως τη δόλια πτώχευση της ISL, τον Δεκέμβριο του 2001, κάποια από τα ανώτατα στελέχη της FIFA θα αποδεχθούν «δώρα» ως αναγνώριση της αφοσίωσής τους στη μάρκα με τις τρεις ρίγες.
Ειδικά ο πρώην αντιπρόεδρος, Ζαν-Μαρί Βέμπερ, επί τριάντα χρόνια φίλος του Μπλάτερ, και πέντε ακόμη διευθύνοντες της εταιρείας διώχθηκαν για απάτη. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, καταρτισμένο κατά την αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου του ελβετικού καντονιού Τσουκ, τον Μάρτιο του 2008, οι κατηγορούμενοι υπεξαίρεσαν 70 εκατομμύρια ευρώ που καταβλήθηκαν από το τηλεοπτικό δίκτυο Γκλόμπο (Βραζιλία) και τη διαφημιστική εταιρεία Ντεντσού (Ιαπωνία) για την αγορά των δικαιωμάτων μετάδοσης των Παγκοσμίων Κυπέλλων του 2002 και του 2006 (7). Παρ’ όλο που ο Βέμπερ -ο οποίος θεωρείται από τους ανακριτές η καρδιά του «συστήματος διαφθοράς»- και οι συνεργάτες του αρνούνται να αποκαλύψουν τα ονόματα των παραληπτών αυτών των «προμηθειών», η ταυτότητα δύο αξιωματούχων της FIFA έχει επισήμως αποκαλυφθεί. Πρόκειται για τον πρόεδρο της Νοτιοαμερικανικής Ποδοσφαιρικής Συνομοσπονδίας, Νικόλα Λεός, ο οποίος φέρεται να έχει λάβει 211.625 ελβετικά φράγκα (147.518 ευρώ) τον Ιανουάριο και τον Μάιο του 2000 και για τον πρώην πρόεδρο της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Τανζανίας, Μουχιντίν Ντολάνγκα, ο οποίος αποδέχθηκε 15.975 ελβετικά φράγκα (11.138 ευρώ), τον Δεκέμβριο του 1999 (8).
Κατά βάθος, τα αφεντικά της FIFA είναι μεγάλα παιδιά, παραχαϊδεμένα από τη ζωή: «Τα είκοσι τέσσερα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της και οι επτά αντιπρόεδροί της είναι πιθανώς πιο ισχυροί και σε μεγάλο βαθμό καλύτερα αμειβόμενοι από εκείνους οποιασδήποτε πολυεθνικής επιχείρησης του ανταγωνιστικού τομέα της οικονομίας. Ο πρόεδρός της, Ζεπ Μπλάτερ, του οποίου η αποζημίωση παραμένει “κρατικό απόρρητο”, φαίνεται ότι βγάζει κοντά στα τέσσερα εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο» (9). Οι έξι κατηγορούμενοι θα καταλήξουν να παραδεχθούν, μεσούσης της ακροαματικής διαδικασίας, πως, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που προηγήθηκε της πτώχευσης της ISL, κατέβαλαν γύρω στα 96,2 εκατομμύρια ευρώ σε δωροδοκίες, μέσω ενός λογαριασμού της τράπεζας LGT του Λιχτενστάιν, μικροσκοπικού φορολογικού παραδείσου, φωλιασμένου στην καρδιά της παλιάς Ευρώπης. Το ελαφρυντικό τους είναι ότι την εποχή των γεγονότων η ελβετική νομοθεσία δεν απαγόρευε τις προμήθειες. Κάτι που είχε ως αποτέλεσμα, οι παλαιοί διευθύνοντες της ISL και οι «εταίροι» τους της FIFA να κριθούν υπεύθυνοι αλλά… όχι ένοχοι.
Ο Μπλάτερ, που διαδέχθηκε τον Χάβελανζ το 1998, γαντζώνεται στο πόστο του και διαπραγματεύεται στο εξής με… τον ανιψιό του, Φίλιπ Μπλάτερ, πρόεδρο της εταιρείας Infront Sports & Media AG, κάτοχο των τηλεοπτικών δικαιωμάτων της FIFA, η οποία εδρεύει στο καντόνι Τσουκ, κατά το παράδειγμα της πρώην ISL και πολυάριθμων πολυεθνικών. Πριν αναλάβει επικεφαλής, το 2006, του ομίλου που ιδρύθηκε από τον μακαρίτη Ρομπέρ Λουί Ντρεϊφούς, βαθύπλουτο επιχειρηματία και ιδιοκτήτη της Μαρσέιγ, ο Φίλιπ Μπλάτερ εργαζόταν για λογαριασμό της McKinsey, της διάσημης εταιρείας συμβούλων. «Από το 2000 έως το 2006, η McKinsey χρέωσε στη FIFA περισσότερα από 7 εκατομμύρια δολάρια σε αμοιβές, ως αμοιβή της τιτάνιας εργασίας που παρείχε ο Φίλιπ Μπλάτερ ως σύμβουλος πολυτελείας, προκειμένου να βοηθήσει τη Διεθνή Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία να οργανωθεί» (10).
Με ή χωρίς την ISL, το μάννα της μικρής οθόνης συνεχίζει να πέφτει στην εν Ζυρίχη έδρα της FIFA. Το 2009, ο Γιόζεφ Μπλάτερ έλαβε από τα χέρια του γενναιόδωρου ανιψιού του 487 εκατ. ευρώ ως δικαιώματα μετάδοσης, εκ των οποίων τα 469 εκατομμύρια για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010, ήτοι το 60% των εσόδων της διεθνούς ομοσπονδίας (11).
Στον κόσμο της FIFA, οι χειρότερες αποκλίσεις από τους νόμους εξηγούνται από τον τρόπο ανάδειξης του προέδρου, από τον οποίο εξαρτάται η διαδικασία λήψης αποφάσεων του οργανισμού. Ανεξάρτητα από τον πληθυσμό του, κάθε κράτος διαθέτει μία ψήφο -κάτι που οδηγεί σε υπερεκπροσώπηση αραιοκατοικημένων περιφερειών και φτωχών χωρών. Και ευνοεί την ενδημική διαφθορά στην οποία είναι βυθισμένη η FIFA εδώ και δεκαετίες. Με διακόσια επτά μέλη, η Ομοσπονδία συγκεντρώνει περισσότερους εκπροσώπους και από τον ΟΗΕ, γεγονός που ανοίγει την όρεξη των υποψηφίων χωρίς υποστηρικτές: «Η FIFA έχει κάτι από έναν καλύτερο κόσμο: τα μικρά ευρωπαϊκά πριγκιπάτα και τα μικροσκοπικά νησιά έχουν το ίδιο βάρος με τις μεγάλες ομοσπονδίες», σχολιάζει σκανταλιάρικα ο Πατρίκ Μεντελεβίτς, ατζέντης παικτών και ειδικός των «ποδοσφαιρικών μπίζνες». Ακόμη και ορισμένοι κάτοχοι υπεύθυνων θέσεων βρίσκουν πως ο Γιόζεφ Μπλάτερ και οι έμπιστοί του κλωτσάνε κάπως μακριά την μπάλα. «Ο τρόπος λειτουργίας της FIFA δεν είναι πρέπων», επικρίνει σοβαρά ο Ζαν-Πιέρ Καρακιγιό, διευθυντής του Κέντρου Αθλητικού Δικαίου και Οικονομίας και στενός συνεργάτης των διοικητικών αρχών της Γαλλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας.
Σύμβουλος της ομοσπονδίας του Τρινιντάντ και Τομπάγκο, ο Τζακ Γουόρνερ ενσαρκώνει σαν καρικατούρα το σύστημα. Ο τρομερός πρόεδρος της Ποδοσφαιρικής Συνομοσπονδίας της Βόρειας και Κεντρικής Αμερικής και Καραϊβικής (CONCACAF) είναι ο κυριότερος βοηθός του Γιόζεφ Μπλάτερ. Για έναν πολύ προφανή λόγο: τα νησιά της Καραϊβικής είναι τόσο πολλά, ώστε, παρά τον λιγοστό πληθυσμό τους, η CONCACAF εξασφαλίζει τρεις έδρες στην Εκτελεστική Επιτροπή.
Διαθέτοντας προσωπική περιουσία που εκτιμάται ανάμεσα στα 15 και τα 30 εκατομμύρια ευρώ, ο Γουόρνερ εξαργυρώνει την υποστήριξή του σε υψηλή τιμή. Το 1999, η FIFA παραιτείται από μια οφειλή περίπου 9,5 εκατ. ευρώ της CONCACAF. Και, όταν το 2002, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας της Αντίγκουα και Μπαρμπούντα, Πολ «Τσετ» Γκριν ζητά από τη μητρική ομοσπονδία ένα μικρό «σπρώξιμο» για τη χρηματοδότηση ενός «Κέντρου για την Ανάπτυξη του Ποδοσφαίρου Τζακ-Οστιν- Γουόρνερ», μια επιταγή 161.439 δολαρίων (121.000 ευρώ) καταφθάνει μεμιάς στα χέρια του με προέλευση τη Ζυρίχη. Έναν χρόνο αργότερα, ο δημοσιογράφος Αντριου Τζένινγκς μεταβαίνει επί τόπου και, αντί για γήπεδο ποδοσφαίρου, ανακαλύπτει «άλογα που βόσκουν στους θάμνους, κοντά στο κουφάρι ενός φορτηγού διανομής μπίρας» (12).
Εξπέρ στην ανταπόδοση των χατιριών, ο Γουόρνερ στοιχίζεται πίσω από τον πρόεδρό του κάθε φορά που δέχεται επίθεση. Οι εκλογές του Μπλάτερ, το 1998 και το 2002, στιγματίζονται από παρατυπίες; Ο Γουόρνερ επιδεικνύει απαράμιλλη αλληλεγγύη προς αυτόν και απαιτεί παραδειγματικές κυρώσεις εναντίον των διαμαρτυρόμενων. Ο αντιπρόεδρος της Αφρικανικής Ποδοσφαιρικής Συνομοσπονδίας (CAF), Φαρά Αντό, θα υποστεί τις συνέπειες από τη δυσαρέσκεια των υποστηρικτών του Μπλάτερ. Το 1988, η κλίκα τού είχε προσφέρει 75.000 ευρώ ως αντάλλαγμα της ψήφου του. Ο Αντό επιβεβαίωσε πως δεκαοκτώ Αφρικανοί αξιωματούχοι είχαν πουλήσει την ψήφο τους, όμως, μπροστά στην ανικανότητά του να τεκμηριώσει τις κατηγορίες, η πειθαρχική επιτροπή της FIFA τον έθεσε σε διαθεσιμότητα για δύο χρόνια. Όσο για τις εσωτερικές έρευνες σχετικά με τις αμφισβητούμενες αυτές εκλογές, όλες αρχειοθετήθηκαν χωρίς να δοθεί συνέχεια.
Ελάχιστα επιρρεπής σε εναλλαγή διαθέσεων, ο Μπλάτερ είναι πιθανόν να κατέλθει ως υποψήφιος για μια τέταρτη θητεία, το 2011. «Δεν έχω ολοκληρώσει την αποστολή μου», εξήγησε χαμογελώντας κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης τύπου στην έδρα της FIFA (13). Μένει να νικήσει τον δηλωμένο αντίπαλό του, τον πρόεδρο της Ασιατικής Ποδοσφαιρικής Συνομοσπονδίας (AFC), Μοχάμεντ Μπεν Χαμάν. «Τώρα που νιώθει πως έρχεται η ώρα του, ο Μπεν Χαμάν στρέφεται εναντίον του αφεντικού του», σχολιάζει καυστικά ο Πατρίκ Μεντελεβίτς. Όπως ο Γουόρνερ, ο Μπεν Χαμάν υπήρξε ένας άνευ όρων υποστηρικτής του Μπλάτερ. Κάτι τέτοιο δεν εμποδίζει αυτόν τον τόσο κοντινό στον εμίρη του Κατάρ παράγοντα να συνηγορήσει ξαφνικά υπέρ του περιορισμού σε δύο των θητειών του προέδρου της FIFA. Διότι, επιπλέον, ο υπ’ αριθμόν ένα της FIFA «ασχολείται με τα πάντα εκτός από το ποδόσφαιρο», επιχειρηματολογεί ο Μπεν Χαμάν (14). Σύμφωνα με τον Πατρίκ Μεντελεβίτς όμως, δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως «ο διάδοχος του Μπλάτερ θα δεσμεύεται από τον κώδικα συμπεριφοράς της μεγάλης οικογένειας του ποδοσφαίρου: θα καθαρίσει γύρω-γύρω, αλλά δεν θα αλλάξει ριζικά το σύστημα».