Η « Monde Diplomatique », σε συνεργασία με τις ιστοσελίδες Owni και Slate.fr, διέθεσε επίσης τα έγγραφα διαδικτυακά μέσω ενός ειδικού ιστότοπου. Εύλογα, οι συνέπειες ως προς το θέμα της ασφάλειας θα συζητούνται για χρόνια, όμως οι συνεχιζόμενες αποκαλύψεις του WikiLeaks ανοίγουν τον δημόσιο διάλογο πάνω στην αυξανόμενη ισχύ της ψηφιακής δημοσιογραφίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Πολλές από αυτές τις συζητήσεις έχουν τις ρίζες τους σε αυτό που αποκαλώ διαδικτυακούς ή ψηφιακούς μύθους -μύθους που πηγάζουν από ρομαντικές, ντετερμινιστικές αντιλήψεις περί τεχνολογίας.
Μύθος πρώτος : Η δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Οι ειδικοί και οι σχολιαστές των μέσων ενημέρωσης συχνά ερωτώνται για το τι μας αποκαλύπτει η υπόθεση των WikiLeaks σχετικά με τη δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ιδιαιτέρως σχετικά με την ειδησεογραφική κάλυψη των πολέμων. Δεν υπάρχει κάτι λανθασμένο σε αυτή την ερώτηση, όμως καταδεικνύει σαφώς μια ανησυχητική τάση να τοποθετούνται όλες οι μορφές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ιστολόγια, Twitter, Facebook, YouTube, WikiLeaks) κάτω από την ίδια υπερμεγέθη ομπρέλα. Ο μύθος λέει πως όλα τα κοινωνικά δίκτυα είναι ομοιογενή, καθώς βασίζονται σε παρόμοιες τεχνολογίες. Το WikiLeaks, όμως, δεν έχει καμία σχέση με το Twitter ή το YouTube. Εκείνο που το διακρίνει είναι η διαδικασία επαλήθευσης από την οποία πρέπει να περάσει το υλικό που υποβάλλεται προκειμένου να αναρτηθεί στην ιστοσελίδα. Αυτό μπορεί να μοιάζει με λεπτομέρεια, αλλά πλήττει καίρια τις « τεχνο-ουτοπικές » αντιλήψεις περί « κοινόχρηστων υλικών », ιστοσελίδων όπου οποιοσδήποτε μπορεί να αναρτήσει (σχεδόν) οτιδήποτε, το οποίο όλοι μπορούν να διαβάσουν, να ακούσουν και να δουν.
Η πραγματική δύναμη του WikiLeaks δεν έγκειται τόσο πολύ στην τεχνολογία -βεβαίως και βοηθάει, υπάρχουν όμως εκατομμύρια ιστοσελίδες στον κυβερνοχώρο- όσο στην εμπιστοσύνη που έχουν οι αναγνώστες στην αυθεντικότητα αυτού που διαβάζουν. Πιστεύουν πως εκείνοι που εργάζονται στο WikiLeaks διασφαλίζουν την ακρίβεια του υλικού.
Για παράδειγμα, υπάρχουν κυριολεκτικά εκατοντάδες βίντεο από το Ιράκ και το Αφγανιστάν στο YouTube που δείχνουν τις συμμαχικές δυνάμεις να εμπλέκονται σε αμφισβητήσιμες -και σε μερικές περιπτώσεις εμφανώς παράνομες- επιθετικές πράξεις. Κι όμως, κανένα από αυτά τα κλιπ δεν είχε ούτε κατά διάνοια τον αντίκτυπο ενός και μόνο βίντεο που αναρτήθηκε στο WikiLeaks και παρουσίαζε πλήθος αμάχων (ανάμεσά τους και δύο δημοσιογράφους του Ρόιτερς) να πλήττονται θανάσιμα από μεγάλης ισχύος αεροπορικά πυροβόλα σε προάστιο της Βαγδάτης. Γιατί ; Διότι, αν και ένα ολοκληρωτικά ανοιχτό σύστημα μπορεί να φαίνεται ελκυστικό στη θεωρία, το πόσο πολύτιμη είναι μια πληροφορία εξαρτάται από τον βαθμό αξιοπιστίας της. Και το WikiLeaks έχει εγκαταστήσει έναν μηχανισμό εξακρίβωσης που το Twitter, το Facebook, το YouTube και τα περισσότερα ιστολόγια δεν διαθέτουν.
Μύθος δεύτερος : Το έθνος-κράτος πεθαίνει
Αν η υπόθεση του WikiLeaks μάς δίδαξε κάτι, είναι πως το έθνος-κράτος δεν βρίσκεται σε αποσύνθεση. Μεγάλο μέρος του λόγου περί του Διαδικτύου -και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ειδικότερα- περιστρέφεται γύρω από την υπόθεση πως ζούμε πλέον σε μια ψηφιακή κοινωνία δίχως σύνορα.
Η αντίληψη πως το έθνος-κράτος βρίσκεται σε μαρασμό είχε μεγάλη πέραση σε συγκεκριμένους ακαδημαϊκούς κύκλους για αρκετά χρόνια, όμως το WikiLeaks μας προκαλεί αμφιβολίες. Οι επικεφαλής του WikiLeaks αντιλαμβάνονται ξεκάθαρα τον ζωτικό ρόλο του έθνους-κράτους, ιδιαιτέρως σε ό,τι έχει να κάνει με τον νόμο. Παρά τον ισχυρισμό του Τζέι Ρόζεν, καθηγητή δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, πως «είναι ο πρώτος στον κόσμο ειδησεογραφικός οργανισμός χωρίς πατρίδα», το WikiLeaks έχει σαφή «σύνορα».
Ημιεπισήμως η βάση του βρίσκεται στη Σουηδία, όπου χαίρει της προστασίας που παρέχεται από τον σουηδικό νόμο σε καταμηνυτές εταιρικών και άλλων ατασθαλιών, όπως και των εγγυήσεων που αφορούν την ανωνυμία των πηγών (αν και έχουν εγερθεί ορισμένες αμφιβολίες για το αν ο σουηδικός νόμος όντως παρέχει προστασία στο WikiLeaks). Οπως ανέφερε το « New Yorker » τον Ιούνιο του 2010, το WikiLeaks φιλοξενείται σε σουηδικό διαδικτυακό πάροχο που ονομάζεται PRQ. Οποιο υλικό υποβάλλεται στο WikiLeaks διέρχεται από το PRQ και καταλήγει σε διακομιστές δικτύου που εδρεύουν στο Βέλγιο. « Γιατί στο Βέλγιο ; », θα αναρωτηθείτε. Επειδή το Βέλγιο έχει τους δεύτερους πιο ισχυρούς νόμους για την προστασία των πηγών. Επιπλέον, ο ιδρυτής του WikiLeaks, Τζούλιαν Ασάνζ, επέλεξε την Ισλανδία ως την τοποθεσία για την αποκρυπτογράφηση του από αέρος βίντεο των φόνων στη Βαγδάτη. Το 2010, η Ισλανδία ενέκρινε την Icelandic Modern Media Initiative (Ισλανδική Πρωτοβουλία Σύγχρονων μέσων ενημέρωσης), σχεδιασμένη για να μετατρέψει τη χώρα σε παγκόσμιο καταφύγιο για καταμηνυτές ατασθαλιών, για άσκηση ερευνητικής δημοσιογραφίας και ελευθερίας του λόγου.
Πέρα από το WikiLeaks, υπάρχουν και άλλα παραδείγματα της σημασίας που έχουν τα κράτη και οι νόμοι στον ρευστό ψηφιακό κόσμο. Όπως οι κατά καιρούς απαγορεύσεις ορισμένων μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε διάφορα κράτη ανά τον κόσμο. Αν και είναι αληθές πως η δομή του WikiLeaks παρακάμπτει τους νόμους κάποιων κρατών (κάτι που γίνεται εφικτό μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας), ταυτόχρονα κάνει χρήση του νομικού πλαισίου άλλων χωρών. Το WikiLeaks δεν λειτουργεί εκτός των πλαισίων του νόμου -απλώς μετακινεί ολόκληρο το παιχνίδι σε μέρη όπου οι κανόνες είναι διαφορετικοί.
Μύθος τρίτος : Η δημοσιογραφία πέθανε
Τα ρεπορτάζ για τον θάνατο της δημοσιογραφίας είναι σαφώς παραφουσκωμένα (για να παραφράσουμε τον Μαρκ Τουέιν). Η περίπτωση του WikiLeaks είναι ενδεικτική της δύναμης που έχει η τεχνολογία να μας κάνει να ξανασκεφθούμε τι εννοούμε με τον όρο « δημοσιογραφία » στις αρχές του 21ου αιώνα. Ταυτόχρονα, όμως, ισχυροποιεί τη θέση της κυρίαρχης δημοσιογραφικής τάσης στον σύγχρονο πολιτισμό. Το WikiLeaks αποφάσισε να δημοσιοποιήσει τα έγγραφα από το Αφγανιστάν στον « Guardian », τους « New York Times » και το « Spiegel » εβδομάδες πριν δημοσιοποιηθούν διαδικτυακά -σε φορείς κυρίαρχων επικοινωνιακών ομίλων και όχι σε « εναλλακτικές » (και πιθανώς πιο συμπαθητικές) εκδόσεις, όπως το « Nation », το « Ζ Magazine » ή το « IndyMedia ». Ο λόγος είναι ασφαλώς πως αυτοί οι τρεις ειδησεογραφικοί φορείς είναι κορυφαίοι διεθνώς ανάμεσα σε αυτούς που ορίζουν τα θέματα της επικαιρότητας. Λίγα μέσα -αφήνοντας κατά μέρος τηλεοπτικά δίκτυα όπως το BBC και το CNN- έχουν τόσο μεγάλη επιρροή όσο οι « New York Times » και ο « Guardian » -και η δημοσίευση των ντοκουμέντων στην αγγλική γλώσσα βοηθάει στη μεγαλύτερη διάδοσή τους. Οι άνθρωποι του WikiLeaks ήταν αρκετά υποψιασμένοι, ώστε να συνειδητοποιήσουν πως οποιαδήποτε δημοσιοποίηση των εγγράφων μέσω Διαδικτύου χωρίς προηγούμενη επαφή με επιλεγμένα μέσα ενημέρωσης θα οδηγούσε σε ένα χαοτικό ξέσπασμα άρθρων, μη επικεντρωμένων στην ουσία, σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αυτό που συνέβη ήταν πως η προσοχή στράφηκε απευθείας στα τρία εν λόγω έντυπα, στα οποία είχε ήδη συνοψισθεί και αναλυθεί μεγάλος αριθμός εγγράφων. Και ο ρόλος που είχε να επιτελέσει το WikiLeaks δεν χάθηκε σε έναν ανεμοστρόβιλο πληροφοριών. Στην υπόθεση περί θανάτου της δημοσιογραφίας (όπως και σε αυτήν περί θανάτου του έθνους-κράτους), η αλλαγή εκλαμβάνεται λανθασμένα ως εξάλειψη. Η δημοσιοποίηση των εγγράφων δείχνει πως η κυρίαρχη μορφή δημοσιογραφίας ακόμη κατέχει μεγάλη δύναμη, όμως η φύση αυτής της δύναμης έχει μεταλλαχθεί (συγκρινόμενη με 20 ή 30 χρόνια πριν).
Ενα παράδειγμα είναι η εξιστόρηση της συνάντησης μεταξύ των στελεχών των « New York Times » και του Λευκού Οίκου που ακολούθησε τη δημοσιοποίηση των πρώτων εγγράφων, το 2010, από τον διευθυντή της εφημερίδας Μπιλ Κέλερ : «Η κυβέρνηση, αν και καταδίκαζε σφόδρα το WikiLeaks για τη δημοσιοποίηση αυτών των εγγράφων, δεν υπαινίχθηκε πως οι "Times"δεν έπρεπε να γράψουν για αυτά. Αντιθέτως, στις συζητήσεις μας πριν από τη δημοσίευση των άρθρων, αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου, αν και αντέκρουαν κάποια από τα συμπεράσματα που εξάγαμε από το υλικό, μας ευχαρίστησαν που χειριστήκαμε προσεκτικά τα έγγραφα και μας ζήτησαν να προσπαθήσουμε να πείσουμε το WikiLeaks να αποσιωπήσει πληροφορίες που θα μπορούσαν να κοστίσουν ζωές. Αυτό το μήνυμα το περάσαμε εκεί που έπρεπε». Είναι εκπληκτική αυτή η παραδοχή εκ μέρους του διευθυντή της πιο έγκριτης εφημερίδας των ΗΠΑ. Για δύο λόγους : Η περιγραφή της συνάντησης με τον Λευκό Οίκο αφήνει να φανεί μια κάποια υπερηφάνεια στο εγκώμιο του Λευκού Οίκου, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές αντιλήψεις του τύπου ως επιτηρητή εκείνων που βρίσκονται στην εξουσία. Δεύτερον, ο ρόλος των « New York Times » ως μεσάζοντα μεταξύ της κυβέρνησης των ΗΠΑ και του WikiLeaks καταδεικνύει μια ενδιαφέρουσα νέα δυναμική στον τομέα των ειδήσεων και της ενημέρωσης στις ΗΠΑ.
Στην καρδιά του μύθου περί θανάτου της δημοσιογραφίας (και περί του ρόλου των κοινωνικών δικτύων) βρίσκεται η υπόθεση μιας αιτιακής σχέσης ανάμεσα στην πρόσβαση στην πληροφόρηση και στη δημοκρατική αλλαγή. Η ιδέα πως η πρόσβαση και μόνο στην ανεπεξέργαστη πληροφορία οδηγεί ντε φάκτο στην αλλαγή (ριζική ή όποια άλλη) είναι τόσο ρομαντική, όσο η αντίληψη πως η πρόσβαση και μόνο στην τεχνολογία μπορεί να πετύχει το ίδιο πράγμα. Η πληροφορία, ακριβώς όπως και η τεχνολογία, είναι ωφέλιμη μόνο αν υφίστανται οι γνώσεις και οι δεξιότητες που απαιτούνται για να ενεργοποιηθεί αυτή η πληροφορία. Το WikiLeaks επέλεξε τα τρία συγκεκριμένα έντυπα όχι επειδή κατ’ ανάγκην αποτελούσαν αδελφές ψυχές από ιδεολογική σκοπιά για τον Τζούλιαν Ασάνζ και τους συναδέλφους του, αλλά επειδή ήταν προετοιμασμένα σε επαγγελματικό, οργανωτικό και οικονομικό επίπεδο για το έργο της αποκρυπτογράφησης και της διακίνησης του υλικού που τους παρασχέθηκε.