«Η αριστοκρατία της Αμερικής βρίσκεται στα έδρανα των δικηγόρων και των δικαστών». Η παρατήρηση του Αλεξίς ντε Τοκβίλ δεν έχει χάσει τίποτε από την ισχύ της. Ενώ η εκλογή ενός νομικού συμβούλου επιχειρήσεων στη θέση του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας αποτελεί εξαίρεση, στις Ηνωμένες Πολιτείες τίποτε δεν προκαλεί λιγότερη έκπληξη από την ισχυρή παρουσία των δικηγόρων στα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας. Έτσι, στο περιβάλλον του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα (πρώην καθηγητής Δικαίου και ο ίδιος), οι νομικοί αφθονούν: Χίλαρι Κλίντον (υπουργός Εξωτερικών), Τζάνετ Ναπολιτάνο (υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας), Βάλερι Τζάρετ (σύμβουλος). Κας Σανστάιν (σύμβουλος), Τζο Μπάιντεν (αντιπρόεδρος), Λέον Πανέτα (διευθυντής της CIA), Έρικ Χόλντερ (υπουργός Δικαιοσύνης), Κένεθ Σάλαζαρ (υπουργός Περιβάλλοντος) και άλλοι. Έχει γίνει συχνά λόγος για το δίκτυο της Νομικής Σχολής του Χάρβαρντ (Harvard Law School), από το οποίο ο Ομπάμα επιλέγει μεγάλο μέρος του επιτελείου του, αλλά το φαινόμενο δεν περιορίζεται στην κυβέρνηση: οι δικηγόροι αποτελούν το 59% των γερουσιαστών και το 40% των μελών του Κογκρέσου (1).
Παρ’ όλα αυτά, το επάγγελμα του νομικού δεν είναι και πολύ δημοφιλές. Οι δικηγόροι συχνά κατηγορούνται ότι αποτρέπουν ακόμη και τις πιο συνηθισμένες πρωτοβουλίες από το φόβο ενδεχόμενων μηνύσεων και υποχρεώνουν τον καθένα να ασφαλιστεί έναντι κάθε πιθανού κινδύνου -για την περίπτωση που κάποιος μηνυτής θα προσπαθούσε να τον καταστρέψει- γεγονός που εξηγεί σε κάποιον βαθμό το υψηλό κόστος ορισμένων ιατρικών συμβολαίων. Σε βιβλίο που εξέδωσε πριν από δύο χρόνια, ο Φίλιπ Χάουαρντ διηγείτο, για παράδειγμα, την ιστορία ενός κοριτσιού 5 ετών, το οποίο, πάνω σε μια έκρηξη θυμού μέσα στο νηπιαγωγείο, άρχισε να πετάει στο πάτωμα βιβλία και μολύβια, πριν σκίσει την ταπετσαρία της τάξης. Καμία δασκάλα, κανένας δάσκαλος, δεν επενέβη, από φόβο μήπως παραβιάσουν τον νόμο που απαγορεύει να αγγίζει κανείς τα παιδιά. Στο τέλος, φώναξαν την αστυνομία, η οποία πήρε το παιδί με… χειροπέδες (2).
Ο κυρίαρχος ρόλος των δικηγόρων στην αμερικανική κοινωνία εξηγείται κυρίως από την προτεραιότητα της αρχής του «δεδικασμένου» (3), που παρατηρείται σε όλες τις χώρες του common law (Σ.τ.μ.: δίκαιο που βασίζεται στη νομολογία), και η οποία τοποθετεί τους επαγγελματίες που είναι σε θέση να αποκωδικοποιήσουν το «τι λέει ο νόμος» στο κέντρο της δικαστικής διαδικασίας. Και σε αυτό το σημείο, ο Τοκβίλ είχε δει καθαρά: «Οι δικοί μας γραπτοί νόμοι είναι συχνά δυσνόητοι, αλλά μπορεί να τους διαβάσει ο καθένας. Αντίθετα, για τον απλό άνθρωπο, δεν υπάρχει τίποτε πιο αινιγματικό και πιο απροσπέλαστο από μια νομοθεσία που βασίζεται στο δεδικασμένο. Αυτή η ανάγκη που έχουν για τον νομικό στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτή η μεγάλη ιδέα που σχηματίζουν για τα φώτα του, τον διαχωρίζουν όλο και περισσότερο από το λαό και, τελικά, τον τοποθετούν σε μια ξεχωριστή τάξη. Ο Γάλλος νομομαθής είναι ένας απλός επιστήμονας. Ο Άγγλος ή ο Αμερικανός δικηγόρος, όμως, μοιάζει, κατά κάποιον τρόπο, με τους αιγύπτιους ιερείς. Όπως και εκείνοι, είναι ο μόνος που μπορεί να αποκρυπτογραφήσει μια μυστικιστική επιστήμη» (4).
Η πύλη εισόδου προς αυτή την «ξεχωριστή τάξη» είναι η Νομική Σχολή (Law School), όπου οι φοιτητές αναλύουν τα δικαστικά προηγούμενα, κατά τη διάρκεια ενός προγράμματος σπουδών με βασικό άξονα τη μελέτη των αποφάσεων των δικαστηρίων. Τα αμερικανικά Law Schools απαιτούν από όλους σχεδόν τους υποψήφιους φοιτητές τους να έχουν ολοκληρώσει τέσσερα χρόνια πανεπιστημιακών σπουδών πριν μπορέσουν να ξεκινήσουν τον πρώτο χρόνο φοίτησης στο δίκαιο. Έπειτα από τρία χρόνια σπουδών στο δίκαιο, οι φοιτητές λαμβάνουν το δίπλωμα του juris doctor, το οποίο τους επιτρέπει να κάνουν αίτηση για να γίνουν δεκτοί στον Δικηγορικό Σύλλογο της πολιτείας όπου σχεδιάζουν να δικηγορήσουν. Οι καλύτεροι φοιτητές των πιο διακεκριμένων πανεπιστημίων -Γέιλ, Χάρβαρντ, Στάνφορντ, Κολούμπια και μερικών ακόμη- έχουν βάσιμες ελπίδες να εμπλουτίσουν το βιογραφικό τους με ένα ή δύο χρόνια πρακτικής στο γραφείο κάποιου δικαστή, πράγμα που αυξάνει τις πιθανότητές τους να προσληφθούν από τα μεγάλα δικηγορικά γραφεία ή να αναρριχηθούν στα ανώτερα κρατικά κλιμάκια (υπουργείο Δικαιοσύνης, υπουργείο Εξωτερικών, Λευκός Οίκος…). Για όσους δεν καταφέρουν να ενσωματωθούν σε αυτή την κρατική αριστοκρατία, η σταδιοδρομία μετά το Law School μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη.
Το κόστος για επτά χρόνια σπουδών μοιάζει να αποκλείει από την αρχή μεγάλο μέρος των φοιτητών. Σχεδόν το ένα τρίτο όσων τελικά τις επιλέξουν, θα ολοκληρώσει τις σπουδές του έχοντας δανειστεί πάνω από 120.000 δολάρια. Να γιατί οι νέοι δικηγόροι επιλέγουν τις διεξόδους που θα τους επιτρέψουν να εξοφλήσουν τα χρέη τους το συντομότερο δυνατόν (5). Το δίλημμα ανάμεσα σε μια σταδιοδρομία στην υπηρεσία του Δημοσίου (6) και στην αντίστοιχη σε κάποιο ιδιωτικό δικηγορικό γραφείο δεν κρατά ποτέ για πολύ: Η δεύτερη επιλογή εξασφαλίζει τρεις ή τέσσερις φορές υψηλότερες αποδοχές για έναν δικηγόρο που ξεκινάει τη σταδιοδρομία του.
Σε αντίθεση με τη Γαλλία, όπου υπάρχουν ακόμη ανεξάρτητοι δικηγόροι που ασχολούνται με τις λεγόμενες ευαίσθητες υποθέσεις, κανένας αμερικανός νομικός δεν εξετάζει το ενδεχόμενο να πετύχει επαγγελματικά χωρίς να συνδεθεί με κάποιο από τα μεγάλα δικηγορικά γραφεία, τα οποία αριθμούν συχνά διακόσιους με χίλιους δικηγόρους. Σχεδόν όλοι οι δικηγόροι του ιδιωτικού τομέα που απέκτησαν όνομα έχουν σταδιοδρομήσει σε τέτοιου τύπου δομές. Τη στιγμή που τα εμπορικά δικηγορικά γραφεία εξασφαλίζουν σημαντικές αποδοχές -οι συνεργάτες των μεγαλύτερων γραφείων έχουν αποδοχές 1 εκατομμύριο δολάρια το χρόνο κατά μέσον όρο- οι δικηγόροι που προσβλέπουν σε πολιτική καριέρα επιλέγουν συνήθως να ξεκινήσουν από τη θέση του εισαγγελέα (prosecutor). Ανάμεσα στα δεκάδες πρόσφατα παραδείγματα αναφέρουμε τον Ρούντολφ Τζιουλιάνι, πρώην Ρεπουμπλικανό δήμαρχο της Νέας Υόρκης και υποψήφιο για το χρίσμα του κόμματός του για τον Λευκό Οίκο το 2008 και τον Τζον Κέρυ, Δημοκρατικό γερουσιαστή της Μασαχουσέτης και υποψήφιο για την προεδρία το 2004. Και στην μία όπως και στην άλλη περίπτωση, η εμπειρία τους αυτή τους επέτρεψε να γοητεύσουν ένα συγκεκριμένο εκλογικό σώμα της δεξιάς, κυρίως σφυρηλατώντας την εικόνα του «σκληρού» (η οποία χωρίς αμφιβολία δεν έπεισε αρκετά στην περίπτωση του Κέρυ, αφού έχασε από τον Τζορτζ Μπους). Η εικόνα αυτή ανταποκρίνεται στο πρότυπο που διαμορφώνουν τηλεοπτικές σειρές όπως το «Law and Order» (7) και ενισχύει την τάση των εισαγγελέων να δίνουν θριαμβευτικές συνεντεύξεις τύπου, τις οποίες αναπαράγουν με πάθος τα μέσα ενημέρωσης. Το κύρος που απολαμβάνουν τονίζεται ακόμη περισσότερο, στο βαθμό που, συχνά, έχουν να αντιμετωπίσουν δημόσιους συνηγόρους, στους οποίους η υπεράσπιση των απόρων κλείνει τις πόρτες του επαγγέλματος…
Είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς για τον ρόλο των δικηγόρων στην πολιτική ζωή των Ηνωμένων Πολιτειών χωρίς να αναφερθεί στην, τυπικά αμερικανική, υποκατηγορία των trial lawyers. Με την αυστηρή έννοια, πρόκειται για έναν δικηγόρο που υπερασπίζεται (σε αντίθεση, για παράδειγμα, με έναν νομικό σύμβουλο επιχειρήσεων, ο οποίος διαπραγματεύεται). Στην πράξη, όμως, ο όρος περιγράφει τον σχετικά περιορισμένο αριθμό ειδικευμένων δικηγόρων, που παρίστανται στις αγωγές κατά διαφόρων επιχειρήσεων: δικαιώματα των καταναλωτών, ευθύνη των κατασκευαστών, ιατρικά λάθη επιστημόνων, ιατρών ή νοσοκομείων… Πρόκειται συχνά για συλλογικές προσφυγές (class actions) πολλών εναγόντων. Ο πρώην υποψήφιος για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών, Τζον Εντουαρντς, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της συγκεκριμένης κατηγορίας. Σε ποια άλλη χώρα του κόσμου θα μπορούσε, χωρίς εμφανή αντίφαση, ένας πολιτικός να διεκδικεί για τον εαυτό του την (επιμελώς φιλοτεχνημένη) εικόνα του δικηγόρου που υπερασπίζεται τους αδύναμους, έχοντας, ταυτόχρονα, συγκεντρώσει από το επάγγελμα αυτό προσωπική περιουσία αρκετών δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων;
Το παράδοξο αυτό ίσως οφείλεται στη δυνατότητα να επιδικάζονται, εκτός από τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται στα θύματα για τη βλάβη που υπέστησαν (όπως και στο ελληνικό δίκαιο), και επιπρόσθετες τιμωρητικές αποζημιώσεις (punitive damages), με τις οποίες τιμωρείται το σφάλμα του ενόχου για το αδίκημα. Το ύψος τους, που αποφασίζεται συχνά από σώμα ενόρκων, μπορεί να ανέλθει σε εκατομμύρια δολάρια, σε περιπτώσεις που ορισμένοι δικαστές θα ήταν πιο συγκρατημένοι. Έτσι, στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι δικηγόροι των εναγόντων έχουν συχνά τη δυνατότητα να εργαστούν δωρεάν, με την προϋπόθεση να εισπράξουν, στη συνέχεια, ένα ποσοστό της τάξης του ενός τρίτου από το ποσό που εισπράττουν οι ενάγοντες. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (με την υποστήριξη των ασφαλιστικών εταιρειών) και οι σύνδεσμοι επιχειρήσεων καταγγέλλουν σταθερά το σύστημα αυτό, ιδιαίτερα τις συλλογικές προσφυγές, ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα, από την πλευρά του, υπερασπίζεται το στάτους κβο. Μέσα στις συνθήκες αυτές, το 2009-2010, το 96% των εκλογικών δωρεών της American Association for Justice (πρώην Association of Trial Lawyers of America) κατευθύνθηκε στους Δημοκρατικούς… (8)
Η ιδιωτική χρηματοδότηση των εκλογών, άνοιξε λοιπόν ζουμερές προοπτικές στους trial lawyers που γνωρίζουν πώς να επωφεληθούν. Μια κομητεία στην Μασαχουσέτη ξεκίνησε έτσι δώδεκα δίκες όταν το απόθεμα του συνταξιοδοτικού της ταμείου επηρεάστηκε από την μείωση του δείκτη του χρηματιστηρίου. Τίποτα το περίεργο… εκτός από το γεγονός ότι εκπροσωπήθηκε στην δικαιοσύνη από ένα γραφείο του οποίου οι δικηγόροι είχαν κάνει εξήντα οκτώ διαφορετικές δωρεές στην εκστρατεία του ταμεία της κομητείας. Μια αρκετά συνηθισμένη περίπτωση (9), που επιβεβαιώνει την ρήση του αρθρογράφου Μάικλ Κίνσλεϊ: το σκάνδαλο στην Ουάσινγκτον δεν είναι η παρανομία αλλά η νομιμότητα.
Η σύγχυση ενισχύεται από το γεγονός ότι, τις περισσότερες φορές, στις Ηνωμένες Πολιτείες, εισαγγελείς και δικαστές εκλέγονται με άμεση καθολική ψηφοφορία. Έχει συμβεί σε πολλούς εισαγγελείς, οι οποίοι, στη συνέχεια, έγιναν κυβερνήτες, να κάνουν προεκλογική εκστρατεία με τηλεοπτικές διαφημίσεις που τους εμφανίζουν να περπατούν σε κάποιον διάδρομο, ενώ, κρεμασμένα στους τοίχους, φιγουράρουν τα πορτρέτα των θηραμάτων τους, δηλαδή των κατάδικων που εκτελέστηκαν με δική τους πρόταση. Ο Τοκβίλ είχε προβλέψει τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε μια τέτοια περίπτωση: «Μια μέρα θα συνειδητοποιήσουμε ότι μειώνοντας έτσι την ανεξαρτησία των δικαστών, δεν επιτεθήκαμε μόνο στην δικαστική εξουσία αλλά στην ίδια την ρεπουμπλικανική δημοκρατία».
Ο δικαστής Μπρεντ Μπέντζαμιν, πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Δυτικής Βιρτζίνια, δεν θεώρησε καλό να ζητήσει την εξαίρεσή του σε μία προσφυγή, η οποία αφορούσε μια εταιρεία που είχε συνεισφέρει στην εκστρατεία του. Τον Ιούνιο του 2009, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ θεώρησε ότι έπραξε κακώς, δεδομένου του ποσού που έλαβε (3 εκ. δολάρια, δηλαδή περισσότερο από το σύνολο των άλλων δωρεών). Οι ανώτατοι δικαστές επιβεβαίωσαν, έτσι ότι χαμηλότερου ύψους ή λιγότερο επιδεικτική οικονομική βοήθεια, δεν θα επηρέαζε απαραιτήτων τις σχέσεις ανάμεσα σε κάποιον που δικάζεται και τους δικαστές του.