Πώς να διακρίνει κανείς τα πολιτικά μορφώματα της ακροδεξιάς από τους αντίστοιχους σχηματισμούς της δεξιάς; Ποιες είναι οι χαρακτηριστικές ιδιότητες των μεν και των δε, των προγραμμάτων τους, των ιδεολογιών τους; Τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα, παρ’ όλο που τα συναντάμε συχνά σε ακαδημαϊκούς και μιντιακούς διαλόγους. Η κατάτμηση της πολιτικής ζωής σε αυτόνομες, στεγανές κατηγορίες δεν αντέχει στην ανάλυση και στην ουσία αγνοεί τα καθαρά πολιτικά διακυβεύματα της κατηγοριοποίησης, στην οποία η «άκρα δεξιά» είναι χειρότερη από την «εθνικιστική δεξιά».
Επομένως, η ιστορική έρευνα για την ακροδεξιά δεν συνίσταται στην αναζήτηση της «κρυμμένης ουσίας» του κάθε κόμματος ή κινήματος, αλλά στην εξέταση των λιγότερο ή περισσότερο πιθανών συμμαχιών και σχέσεων ιστορικής συνέχειας, σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο. Το ζήτημα τίθεται ιδιαίτερα για την Ισπανία και την Ιταλία, δύο κράτη στα οποία η ακροδεξιά άσκησε την εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τις δικτατορίες του Φρανθίσκο Φράνκο (1939-1975) και του Μπενίτο Μουσολίνι (1922-1943 (1)) αντίστοιχα.
Στην Ισπανία, η μετάβαση στη δημοκρατία άφησε λίγο χώρο στα κόμματα που υποστήριζαν τον φρανκισμό. Διατηρούν, βέβαια, κάποια επιρροή στα σώματα ασφαλείας, πραγματοποίησαν, μάλιστα, και απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος στις 23 Φεβρουαρίου 1981. Ποτέ, όμως, δεν θα μπορέσουν να αποκτήσουν εκλογική επιρροή, κυρίως λόγω της απορρόφησης μέρους των μελών τους -και της ιδεολογίας τους- από τον κύριο πολιτικό εκφραστή της δεξιάς, τη Λαϊκή Συμμαχία (ΑΡ- Alianza Popular). Με ηγέτη τον Μανουέλ Φράγα, πρώην υπουργό Τουρισμού και Ενημέρωσης του Φράνκο, η Λ.Σ. θα γίνει η κύρια δύναμη αντιπολίτευσης στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας (PSOE), που βρίσκεται στην εξουσία από το 1982 ώς το 1996.
Η Λ.Σ., που το 1989 μετονομάστηκε σε Λαϊκό Κόμμα (ΡΡ) και με ηγέτη πλέον τον Χοσέ Μαρία Αθνάρ συλλέγει ψήφους σε ένα φάσμα που ξεκινά από τη χριστιανοδημοκρατική δεξιά και φθάνει μέχρι τους πιο φανατικούς νοσταλγούς του φρανκισμού. Και η κυβερνητική πολιτική του κόμματος ποικίλλει ανάλογα με τις συμμαχίες που πρέπει να συνάψει. Περισσότερο φιλελεύθερο στην κυβερνητική συμμαχία του μεταξύ 1996 και 2000 (ιδιωτικοποιήσεις και μείωση των κοινωνικών δαπανών), υιοθετεί μια πιο συντηρητική γραμμή μετά τις εκλογές του 2000, στις οποίες έχει κερδίσει την αυτοδυναμία. Συμμετέχει αποφασιστικά στον «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» στο Αφγανιστάν και αργότερα στο Ιράκ. Ψηφίζει αυστηρότερο νόμο για την είσοδο και την παραμονή των μεταναστών. Θέτει εκτός νόμου το Μπατασούνα, έναν σχηματισμό της βασκικής εθνικιστικής αριστεράς. Επίσης, επιβάλλει εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, με την οποία αποκαθίσταται η καθολική θρησκευτική και ηθική εκπαίδευση στα δημοτικά, τα γυμνάσια και τα λύκεια.
Η επιστροφή του στην αντιπολίτευση, τον Μάρτιο του 2004, εγκαινιάζει μια περίοδο εντάσεων μεταξύ εκείνων που επιθυμούν τη μετεξέλιξη του Λ.Κ. σε παραδοσιακό φιλελεύθερο κόμμα (όπως ο δήμαρχος της Μαδρίτης, Αλμπέρτο Ρουίθ Γκαγιαρδόν) και των οπαδών μιας πιο σκληρής γραμμής. Ο ορισμός του Μαριάνο Ραχόι στη θέση του γενικού γραμματέα εκφράζει την επιδίωξη μιας κάποιας ισορροπίας, αλλά το Λ.Κ. θα αναζητήσει στηρίγματα μεταξύ των πιο ριζοσπαστικών τμημάτων των ψηφοφόρων του. Υπό το πρίσμα αυτό ερμηνεύεται η ριζική αντίθεση του Λ.Κ. στις συζητήσεις για τον εμφύλιο πόλεμο («ορισμένες συλλογικότητες θέλουν να επαναφέρουν τα φαντάσματα ενός παρελθόντος που έχει ήδη ξεπεραστεί» κατήγγειλε ο Ιγνάθιο Γκονθάλεθ, αντιπρόεδρος της περιφέρειας Μαδρίτης), ακόμη και στην απομάκρυνση φασιστικών μνημείων (το 2005, η αποκαθήλωση του ανδριάντα του έφιππου Φράνκο από τη συνοικία Νουέβος Μινιστέριος της Μαδρίτης θεωρήθηκε από τους τοπικούς άρχοντες «η πιο ριζοσπαστική πράξη στην ιστορία της δημοκρατίας»).
Το Λ.Κ. θα υποστηρίξει και τις επιθέσεις της καθολικής ιεραρχίας κατά του γάμου των ομοφυλοφίλων (για τον οποίο ο Ραχόι θεωρεί ότι «διαστρεβλώνει τον βασικό θεσμό του γάμου»), κατά της καθιέρωσης κοσμικής εκπαίδευσης στα σχολεία («μέσω της οποίας η αριστερά επιδιώκει να χειραγωγήσει τα παιδιά και να διαπλάσει τις συνειδήσεις τους», σύμφωνα με την Αλίθια Δελίμπες, περιφερειακό σύμβουλο Μαδρίτης σε θέματα εκπαίδευσης) ή κατά της παράτασης του νόμιμου χρονικού ορίου έκτρωσης («η χειρότερη δημοκρατική οπισθοχώρηση σε διάστημα τριάντα χρόνων δημοκρατίας, γιατί, πρώτη φορά, κατοχυρώνεται ότι μια ομάδα προσώπων, αυτά που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί, μπορούν να αφανιστούν φρικτά και χωρίς κανένα δικαίωμα άμυνας» ξιφουλκεί ο Δαβίδ Πέρεθ, εκπρόσωπος του Λ.Κ. στο τοπικό κοινοβούλιο της Μαδρίτης).
Το Λ.Κ. θα επαναφέρει στο προσκήνιο και τη φρανκική ιδεολογία της εθνικής ενότητας, δηλαδή την καχυποψία απέναντι στις αυτόνομες περιφέρειες. Το 2006, ο Εδουάρδο Θαπλάνα, εκπρόσωπος του Λ.Κ., δήλωνε ότι εντός της κυβέρνησης του Χοσέ Λουίς Θαπατέρο «επικρατούν εκείνοι που θέλουν να καταστρέψουν την Ισπανία». Στο ίδιο πνεύμα, το Λ.Κ. θα υποστηρίξει, μέσα στο 2010, ορισμένους δήμους που απαγορεύουν στους παράνομους μετανάστες την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης.
Το ισπανικό Λ.Κ. περιθωριοποίησε την ακροδεξιά, τη στιγμή που στην Ιταλία, το «μεταφασιστικό» ρεύμα, με ηγέτη τον πρόεδρο της Βουλής, Τζιανφράνκο Φίνι, και το «αποσχιστικό» ρεύμα της Λέγκας του Βορρά και του Ουμπέρτο Μπόσι παρέμειναν ισχυρά. Σύμπτωση; Οπωσδήποτε όχι: το κόμμα που αναδύθηκε μεταπολεμικά μέσα από τις στάχτες του φασισμού -το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (MSI)- απέδρασε από το γκέτο στο οποίο το είχε περιορίσει η Α’ Δημοκρατία (1947-1994) όταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι εμφανίστηκε στην πολιτική αρένα. Το πολύχρονο ειδύλλιο μεταξύ των δύο αυτών ανδρών και των κομμάτων τους έφτασε στο αποκορύφωμά του με την ίδρυση του Λαού της Ελευθερίας (PDL), μοναδικού κόμματος της κεντροδεξιάς. Και, έτσι, το 1994, ο Φίνι ιδρύει την Εθνική Συμμαχία (ΑΝ), όνομα κάτω από το οποίο το φασιστικό κόμμα άλλαξε δέρμα, εγκαταλείποντας την παλιά ιδεολογική ενδυμασία του (2), ιδιαίτερα τα πολύ διαδεδομένα στην ιταλική δεξιά αντιεβραϊκά και φιλοαραβικά στερεότυπα. Ήταν το πρελούδιο της συγκρότησης, πρώτη φορά στην ιταλική ιστορία, ενός «ευρωπαϊκού» δεξιού κόμματος, αυστηρά μεταξύ της γερμανικής χριστιανοδημοκρατικής και της γκολικής παράδοσης, που, κατά παράδοξο τρόπο, ορισμένες φορές λάμβανε θέσεις πιο «προοδευτικές» από το Δημοκρατικό Κόμμα σε ζητήματα κοινωνικών δικαιωμάτων (από την τεχνητή γονιμοποίηση και την ντε φάκτο αναγνώριση των ζευγαριών μέχρι το δικαίωμα ψήφου των νόμιμων μεταναστών... ).
Η τελευταία πράξη της μετάβασης αυτής διαδραματίζεται τους τελευταίους μήνες (σ.σ. το 2011) σε ανοικτή σύγκρουση με τον Καβαλιέρε, του οποίου ο Φίνι φαίνεται να είναι ο κύριος αντίπαλος. Και, πράγματι, μολονότι ο Φίνι εκμεταλλεύτηκε για πολύ καιρό την προνομιακή σχέση του με τον Μπερλουσκόνι, έστω κι αν χρειάστηκε να καλύψει κάποιες από τις προσωπικές παρεκτροπές του, η συγχώνευση της κεντροδεξιάς σε ένα και μοναδικό κόμμα -την οποία, εκ των υστέρων, ο ηγέτης της Εθνικής Συμμαχίας χαρακτήρισε «λάθος» (3)- στέρησε από τους διαφωνούντες κάθε περιθώριο αυτόνομων ελιγμών. Να γιατί ο Φίνι τελικά συγκρούστηκε με την επιβλητική φυσιογνωμία του Καβαλιέρε, που είναι παγιδευμένος σε σεξουαλικά και δικαστικά σκάνδαλα.
Με την αποδυνάμωση των κεντρώων (UDC), ως συνέπεια της αποσύνθεσης της χριστιανο-δημοκρατικής «λευκής πτέρυγας», και μπροστά στην αδράνεια του Λαού της Ελευθερίας, που περιορίζεται στην επινόηση εμποδίων απέναντι στη «λυσσαλέα επίθεση» της Δικαιοσύνης κατά του πρωθυπουργού, το κέντρο βάρους της κυβέρνησης μετατοπίστηκε προς τη Λέγκα του Βορρά. Και η Λέγκα, σε αντίθεση με την Εθνική Συμμαχία, προτίμησε να συμμαχήσει με τον Καβαλιέρε, χωρίς όμως να συγχωνευτεί με τον Λαό της Ελευθερίας. Έτσι εξηγείται και η, ανοικτή πλέον, φιλοδοξία του Φίνι να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη το 2013 -και η συστηματική προβολή τού πόσο «διαφέρει» από τον Μπερλουσκόνι. Στην προσπάθειά του αυτή, επανέφερε δύο χαρακτηριστικές αρχές της παλαιάς δεξιάς, οι οποίες είχαν θυσιαστεί στα χρόνια του ειδυλλίου με τον μπερλουσκονισμό: η νομιμότητα και η λατρεία του κράτους, πυλώνες του νεοσύστατου κόμματος Μέλλον και Ελευθερία (FLI).
Το κόμμα αυτό, που ιδρύθηκε τον περασμένο Νοέμβριο ως αντίδραση στη διαγραφή του Φίνι από τον Λαό της Ελευθερίας, παρουσιάζεται ως μια μετριοπαθής, συνταγματική και κοινωνική εναλλακτική απέναντι στον μπερλουσκονισμό. Μολονότι η διαδρομή της Λέγκας του Βορρά μοιάζει λιγότερο περίπλοκη, εξαρτάται εξίσου από τις περιπέτειες του σημερινού ιταλού πρωθυπουργού. Συμμαχώντας με τη «Forza Italia» για τον σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης Μπερλουσκόνι, το «αντισυστημικό» κίνημα που κήρυσσε την απόσχιση και, στη συνέχεια, την ομοσπονδία, και το οποίο εκπροσωπεί τους πιο ακραίους εργοδοτικούς κύκλους, γνώρισε, τα τελευταία χρόνια, με τη σειρά του, βαθιά μετάλλαξη. Έχοντας μεταμορφωθεί σε κυβερνητικό κόμμα, η Λέγκα εδραιώνει τις τοπικές εξουσίες της μετέχοντας στους εθνικούς θεσμούς.
Στις περσινές περιφερειακές εκλογές (σ.σ. 2010), η Λέγκα έλαβε, στις οκτώ περιφέρειες-προπύργιά «της», ποσοστό 19,77% -ακόμη και 35,15% στην ευρύτερη Βενετία. Ορισμένοι σχολιαστές, αν και συμπαθούντες, αναρωτιούνται «εάν η Λέγκα παραμένει υπέρ της ομοσπονδίας» και μήπως έχει προδώσει τα ιδανικά της με αντάλλαγμα την εδραίωσή της στα κέντρα λήψης αποφάσεων (4). Στην πράξη, υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ του πραγματισμού της Λέγκας και της μυθολογικής ρητορικής της περί «Παδανίας» -μιας οντότητας με αμφίβολες ρίζες, που υποτίθεται ότι ενώνει την κουλτούρα και τις παραδόσεις όλων των λαών της βόρειας Ιταλίας, κληρονόμου του κελτικού πολιτισμού και θεματοφύλακα των χριστιανικών απαρχών της Ευρώπης.
Περισσότερο και από την καταγγελία της «κλέφτρας Ρώμης», που δεν χρησιμεύει παρά για να συσπειρώνει τη βάση, είναι η συμμετοχή της Λέγκας στους θεσμούς που επιτρέπει την προνομιακή εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Βορρά. Εάν ο μπερλουσκονισμός είναι ένα laissez-faire χωρίς φιλελευθερισμό (5), η Λέγκα, αντίθετα, εκφράζει έναν φιλελευθερισμό χωρίς κάτι τέτοιο: δεν υιοθετεί παρά τις πιο αντικοινωνικές και ξενόφοβες πλευρές του -όπως τη θλιβερή επινόηση των «περιπολιών πολιτών» για αυτοπροστασία απέναντι στην «εξωκοινοτική εγκληματικότητα». Η πολεμική γύρω από την παράνομη μετανάστευση, όμως, χρησιμεύει ως πιλότος για μια πολύ ευρύτερη επίθεση απέναντι στο ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας, ώστε να «απελευθερωθεί» από τους κοινωνικούς και, κατ’ αρχήν, συνδικαλιστικούς «περιορισμούς» του.
Τα δύο ρεύματα της ιταλικής δεξιάς προβάλλουν με έμφαση τις διαφορές τους, οι οποίες δεν είναι καθόλου ασύμβατες μεταξύ τους. Μήπως οι υπογραφές των ηγετών τους δεν βρίσκονται δίπλα δίπλα στο κείμενο του σημαντικότερου πολιτικού μέτρου που έλαβε η κεντροδεξιά τα τελευταία χρόνια: του δυστυχώς πασίγνωστου νόμου Μπόσι-Φίνι για τη μετανάστευση (2002), ενός από τους σκληρότερους της Γηραιάς Ηπείρου; Ορισμένοι παρατηρητές επιμένουν στην «ειλικρίνεια» της δημοκρατικής στροφής του Φίνι. Όμως το «μετριοπαθές» προφίλ του εξακολουθεί να μοιάζει με μετάλλαξη τακτικής, προσαρμοσμένη στην οπτική γωνία της μεγάλης εργοδοσίας, η οποία επιθυμεί να πάρει τις αποστάσεις της από τον τελευταίο κύκλο του μπερλουσκονισμού και την πιθανότατα άσχημη κατάληξή του. Μέσα σε είκοσι χρόνια, η Confindustria, ο σύνδεσμος των ιταλών εργοδοτών, έχει υποστηρίξει διαδοχικά πότε τον «μετριοπαθή» Ρομάνο Πρόντι (τον οποίο προτιμά) και πότε τον «ακραίο» Μπερλουσκόνι (τον οποίο υποστηρίζει όλο και λιγότερο).
Πάντως, ο Μπερλουσκόνι, αποσπώντας την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής, στις 14 Δεκεμβρίου, έδειξε ότι δεν είναι ακόμη εκτός μάχης. Χάρη στην πύρρειο νίκη του, μπορεί να προετοιμάσει τις πρόωρες εκλογές από θέση ισχύος. Με τη μετάβαση χωρίς τη συγκατάθεσή του να αποδεικνύεται αδύνατη, θα μπορούσε, ως πρόεδρος της κυβέρνησης, να σχεδιάσει έναν εκλογικό νόμο που να τον ευνοεί. Όσο για τον Φίνι, βγαίνει αποδυναμωμένος από την ψήφο εμπιστοσύνης. Όχι μόνο η εξαγορά δικών του βουλευτών επέτρεψε τη νίκη του Καβαλιέρε, αλλά και ο δεξιός πολιτικός χώρος, στον οποίο ήθελε να εδραιωθεί, στενεύει, καθώς το UDC και άλλες μικρές δυνάμεις μόλις ανακοίνωσαν τη δημιουργία ενός νέου κεντρώου πόλου.