Με ΑΕΠ ύψους 5,88 τρισ. δολαρίων, η Κίνα παραμένει πολύ πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη παραγωγή. Εάν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη ο πληθυσμός της, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανέρχεται σε 7.400 δολάρια (1), δηλαδή είναι πέντε φορές μικρότερο από της Ιαπωνίας και πολύ χαμηλότερο ακόμη και από της Τυνησίας… Εντούτοις, η Κίνα διαθέτει δύναμη πυρός στον χρηματοοικονομικό τομέα (2,8 τρισεκατομμύρια δολάρια συναλλαγματικά αποθέματα), αλλά και στον βιομηχανικό (σχεδόν 14% της προστιθέμενης αξίας της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής, έναντι 3% το 1990), τον εμπορικό (10% της αξίας των συναλλαγών) και τον στρατιωτικό (τρίτη στον κόσμο σε στρατιωτικές δαπάνες).
Το γεγονός αυτό αλλάζει τα παγκόσμια δεδομένα. Για πολλά χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αντιμετώπισαν την Κίνα παρά ως το «εργοστάσιο του κόσμου», χρήσιμο για να συμπιέζει τους αμερικανικούς μισθούς και να διογκώνει τα κέρδη. Σήμερα, συνειδητοποιούν ότι έχουν απέναντί τους έναν πολιτικό και οικονομικό ανταγωνιστή. Ο «μήνας του μέλιτος», που ξεκίνησε στις 21 Φεβρουαρίου 1972, με την επίσκεψη του Ρίτσαρντ Νίξον στο Πεκίνο, άρχισε να ξινίζει. Ο φίλος των σαράντα ετών δεν μπορεί να ξεγελαστεί εύκολα. Ξαφνικά, «μεγαλώνει ο κίνδυνος οι Ηνωμένες Πολιτείες να επανεμπλακούν δυναμικά στην Ασία», σημειώνουν οι «Financial Times», οι οποίοι τονίζουν ότι δεν είναι καθόλου απαραίτητο «να είναι κανείς παρανοϊκός οπαδός των θεωριών συνωμοσίας για να σκεφτεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να στρέψουν την Ασία κατά της Κίνας». Η εφημερίδα υπενθυμίζει, άλλωστε, τη δήλωση της αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, η οποία, κατά την επίσκεψή της στην Πνομ Πενχ, συμβούλευσε την Καμπότζη να «προσέξει να μην εξαρτάται πολύ από την Κίνα». Η απάντηση του κινέζου υπουργού Εξωτερικών: «Φαντάζεστε την Κίνα να συμβούλευε το Μεξικό να μην εξαρτάται πολύ από τις Ηνωμένες Πολιτείες;» (2).
Τον περασμένο Νοέμβριο, ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα πραγματοποίησε περιοδεία στην Ασία, περνώντας από την Ιαπωνία, της οποίας οι σχέσεις με την Κίνα βρίσκονται σε λεπτή φάση, τη Νότια Κορέα, που εξακολουθεί να είναι σε διένεξη με τη Βόρεια Κορέα, σύμμαχο του Πεκίνου, την Ινδονησία, χώρα που ελέγχει τον πορθμό της Μαλάκας, ζωτικό διάδρομο για το κινεζικό εμπόριο, και την Ινδία, η οποία έχει τεταμένες σχέσεις με τον αχανή της γείτονα. Νωρίτερα, η Κλίντον είχε επισκεφθεί την Καμπότζη, τη Μαλαισία, καθώς επίσης το Βιετνάμ και την Αυστραλία, όπου υπογράφηκαν (ή επεκτάθηκαν) συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας. Τέλος, τον Νοέμβριο, και, στη συνέχεια, τον Δεκέμβριο του 2010, Ηνωμένες Πολιτείες και Νότια Κορέα έκαναν κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στα ανοιχτά της Κίνας.
Η Ουάσιγκτον χρησιμοποιεί τους φόβους που προκαλεί η ταχεία ενδυνάμωση της Κίνας για να ανακτήσει τον έλεγχο σε μια περιοχή όπου το Πεκίνο αποκτά ερείσματα. Δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο για να τροφοδοτήσει την παράνοια των Κινέζων και να ωθήσει τον ασιατικό γίγαντα σε διάφορες επιδείξεις δύναμης. Η αρμονική συνεργασία Κίνας – Αμερικής, που υποτίθεται ότι θα χαρακτήριζε τις αρχές του 21ου αιώνα, απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ούτε εγκάρδια συνεννόηση (3), ούτε ανοιχτός πόλεμος, απλώς η κάθε πλευρά εδραιώνει τη θέση της. Και τα αντιτιθέμενα συμφέροντα δεν αποκλείουν και τη συνεργασία.
Έτσι, στις 18 Ιανουαρίου, ακριβώς τις ημέρες που, μπροστά στον κινέζο πρόεδρο, Χου Ζιντάο, ο Μπαράκ Ομπάμα καταφερόταν εναντίον των ανισορροπιών στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, ο όμιλος General Electric ανακοίνωνε συμφωνίες συμπαραγωγής και μεταφοράς τεχνολογίας στην Κίνα. Για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της κινεζικής αγοράς, αλλά και για να επανεξαγάγει. Έτσι, το ήμισυ των κινεζικών εξαγωγών ελέγχεται από εταιρείες που δεν είναι εγχώριες -και που εύκολα φαντάζεται κανείς ότι θα ήταν αντίθετες σε μια ανατίμηση του γιουάν, η οποία θα έκανε πιο ακριβές τις εξαγωγές τους. Και, καθώς στην Αμερική ο επιχειρηματικός κόσμος τα κάνει όλα όπως πρέπει, ο πρόεδρος της General Electric, Τζεφ Ίμελτ, έγινε επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου, προεδρεύοντας στο Συμβούλιο για την Απασχόληση και την Ανταγωνιστικότητα. Οι κινέζοι επιχειρηματίες μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι. Όσο για τον Χου Ζιντάο, επέτρεψε στον εαυτό του την πολυτέλεια να καλέσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να πραγματοποιήσουν περισσότερες εξαγωγές προς τη χώρα του. Προς υποστήριξη της πρόσκλησης, ο κινέζος υπουργός Εξωτερικών διαβεβαίωσε ότι «οι διάφοροι περιορισμοί στις εξαγωγές προς την Κίνα αποτελούν -περισσότερο από το νόμισμά μας- την κύρια πηγή του αμερικανικού εμπορικού ελλείμματος (4)».
Μόνο το 7% των κινεζικών εισαγωγών σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας προέρχονται από την Αμερική. Πράγματι, μετά την καταστολή στην πλατεία Τιέν Αν Μεν, το 1989, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη επέβαλαν στην Κίνα εμπάργκο στις διττές τεχνολογίες (τεχνολογίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο για πολιτικούς όσο και για στρατιωτικούς σκοπούς). Το Πεκίνο επιθυμεί τον τερματισμό του εμπάργκο. Και το χρησιμοποιεί ως εμπορικό επιχείρημα, τη στιγμή που προσπαθεί να εδραιώσει τη θέση του στους κλάδους αιχμής. Αντίθετα, οι κινέζοι ηγέτες κωφεύουν απέναντι στις αμερικανικές -και ευρωπαϊκές- πιέσεις για ανατίμηση του γιουάν και άρση του ελέγχου συναλλάγματος. Υπενθυμίζουν ότι, το 1985, η Ιαπωνία υπέκυψε σε παρόμοιες πιέσεις. Μέσα στα τρία επόμενα χρόνια, το γεν ενισχύθηκε κατά 100% έναντι του δολαρίου. Οι ιαπωνικές εξαγωγές κατακρημνίστηκαν, οι μεταφορές δραστηριοτήτων (κυρίως προς την Κίνα) εκτινάχθηκαν, αλλά η οικονομία καθηλώθηκε. Και, από τότε, δεν έχει ακόμη συνέλθει.
Οι Κινέζοι φοβούνται ένα παρόμοιο σενάριο. Έτσι, απέκρουσαν τις πιέσεις Γαλλίας, Ηνωμένων Πολιτειών και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), οι οποίοι, στη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών του G20, στις 18 και 19 Φεβρουαρίου, στο Παρίσι, επεδίωξαν να επιβάλλουν κριτήρια «ορθής συμπεριφοράς». Η Κίνα υποστηρίχθηκε από τη Γερμανία, της οποίας το μοντέλο -που τόσο ζηλεύουν οι γαλλικές ελίτ- είναι εξίσου προσανατολισμένο στις εξαγωγές. Το Βερολίνο απέρριψε οποιαδήποτε επιβολή ορίου στα πλεονάσματα του ισοζυγίου πληρωμών -με το γερμανικό πλεόνασμα να ανέρχεται σε 6,7% του ΑΕΠ (5) και το αντίστοιχο κινεζικό να φθάνει το 4,7%.
Κατά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, στο τέλος Ιανουαρίου, ο Χου Ζιντάο παρέπεμψε τον Ομπάμα στις αμερικανικές αμαρτίες: «Η νομισματική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών έχει σοβαρό αντίκτυπο στην παγκόσμια ρευστότητα και στις κινήσεις κεφαλαίων, τη στιγμή που τα ρευστά διαθέσιμα σε δολάρια θα έπρεπε να διατηρούνται σε σταθερό και λογικό επίπεδο (6)». Ποιος είναι ο υπεύθυνος; Η αμερικανική κεντρική τράπεζα (Fed), η οποία διοχέτευσε στην οικονομία 600 δισεκατομμύρια δολάρια χωρίς να κατευθύνει σχεδόν καθόλου πόρους στον κοινωνικό τομέα. Ωστόσο, στη ρίζα της κρίσης του 2008 βρίσκεται η ανεπάρκεια των μισθολογικών και κοινωνικών εισοδημάτων και η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου.
Μόλις ολοκληρώθηκε η εκκαθάριση, η Ουάσιγκτον άρχισε πάλι να τυπώνει χρήμα. Ο πακτωλός ρευστότητας τροφοδοτεί την κερδοσκοπία στις αγορές ομολόγων χωρών με υψηλά επιτόκια. Για να πληρωθεί ο λογαριασμός, κυβερνήσεις και ΔΝΤ προωθούν παντού πολιτικές λιτότητας. Τα κεφάλαια στρέφονται, επίσης, προς τις αγορές πρώτων υλών (χρυσός, πετρέλαιο, χαλκός…), αλλά και προς τις αγορές αγροτικών προϊόντων, των οποίων οι τιμές έχουν φθάσει στα ύψη. Σε τέτοιο βαθμό, που η Παγκόσμια Τράπεζα εκφράζει την ανησυχία της και φοβάται ότι θα ξεσπάσουν νέες «ταραχές του ψωμιού». Τα κερδοσκοπικά κεφάλαια συρρέουν, επίσης, στις αγορές συναλλάγματος και στα χρηματιστήρια. Τα κράτη υποχρεώνονται να παρέμβουν για να αποτρέψουν την ανατίμηση των νομισμάτων τους, η οποία θα υπονόμευε τις εξαγωγές τους. Στην Ασία -όπου η Ιαπωνία, αλλά και η Μαλαισία, η Νότια Κορέα ή η Ταϊβάν έχουν διαθέσει απίστευτα ποσά για να αγοράσουν δολάρια- όπως και στη Λατινική Αμερική -όπου η Βραζιλία επέβαλε φόρο στις εισαγωγές κεφαλαίων- η σταυροφορία του Πεκίνου κατά της «επικίνδυνης ανισορροπίας» συναντά πραγματική επιτυχία. Στο περιθώριο του πρόσφατου G20, στο Παρίσι, οι χώρες της ομάδας BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) συγκρότησαν κοινό μέτωπο διαμαρτυρίας ενάντια στους κανόνες που επιχειρήθηκε να τους επιβληθούν (7).
Μέχρι τώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους δεν έχουν κατορθώσει να στρέψουν τις χώρες του Νότου κατά των κινέζων ηγετών. Αλλά και η κινεζική ηγεσία, από την πλευρά της, γνωρίζει καλά ότι δεν μπορεί να παραμείνει αμετακίνητη στις θέσεις της και ότι πρέπει να διαπραγματευθεί μια στροφή στην πολιτική της, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Ενώ συμφώνησαν στο Παρίσι και αντιστάθηκαν στις αξιώσεις των πλούσιων χωρών, η Κίνα και η Βραζιλία βρέθηκαν αντιμέτωπες στην Μπραζίλια γύρω από το θέμα της κυριαρχίας των κινεζικών προϊόντων. Επιπλέον, εάν το Πεκίνο επιθυμεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στα νομισματικά ζητήματα, πρέπει να διαθέτει διεθνώς αναγνωρισμένο, και, άρα, μετατρέψιμο, νόμισμα. Κάτι τέτοιο δεν απαιτεί κατ’ ανάγκη την κατάργηση των ελέγχων συναλλάγματος. Μήπως και η Γαλλία δεν διατήρησε τους δικούς της ελέγχους μέχρι το 1989;
Οι κινεζικές αρχές έχουν δεσμευτεί προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση και έχουν καταργήσει ορισμένες απαγορεύσεις. Στις 11 Ιανουαρίου, επέκτειναν τη δυνατότητα συναλλαγών σε γιουάν και στις χώρες της Κεντρικής Ασίας, κάτι που είχε ήδη επιτραπεί στη Βραζιλία, τη Ρωσία και ορισμένες χώρες της Απω Ανατολής. Μεγάλο βήμα αποτέλεσε και το γεγονός ότι επετράπη σε πολυεθνικές όπως η McDonald’s ή η Caterpillar να εκδίδουν μετοχές απευθείας σε γιουάν στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ. Παράλληλα, περιόρισαν τις δυνατότητες των ξένων να αγοράζουν εμπορικές ιδιοκτησίες ή κατοικίες. «Εάν δεν ελέγξουμε τη φούσκα στην αγορά ακινήτων και εάν επιτρέψουμε να σχηματιστεί φούσκα στην αγορά μετοχών, αφήνοντας, ταυτόχρονα, και το γιουάν να ανατιμηθεί ελεύθερα, η Κίνα θα απειληθεί από μια μαζική εισροή ξένων κεφαλαίων (8)», εξηγεί ο Ντενγκ Χσιανχόνγκ, αναπληρωτής διευθυντής της Κρατικής Υπηρεσίας Νομισμάτων (SAFE).
Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Κίνας, Τσου Χσιάο Τσουάν, τονίζει ότι το γιουάν έχει ανατιμηθεί κατά 4% περίπου έναντι του δολαρίου από πέρυσι το καλοκαίρι, γεγονός που αντιστοιχεί σε ετήσιο ρυθμό ανατίμησης 8% έως 10%. Πρωτοφανές. «Θα συνεχίσουμε να βελτιώνουμε το καθεστώς της ισοτιμίας αλλά με… ρυθμό Κίνας», (9) δηλώνει. Με ρυθμό που δεν θα θέτει σε κίνδυνο την εγχώρια ανάπτυξη -η χώρα έχει ανάγκη να δημιουργεί εννέα εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας κάθε χρόνο. Και που δεν θα προκαλέσει έκρηξη στο οικονομικό καζάνι που βράζει.
Χωρίς χρονοτριβή, η κινεζική κυβέρνηση έλαβε μέτρα για να συγκρατήσει την άνοδο των τιμών. Η άνοδος των τιμών αφορά, πρώτα απ’ όλα, τα είδη διατροφής -και, συνεπώς, πλήττει την αγοραστική δύναμη- και, γενικότερα, τις εισαγόμενες πρώτες ύλες. Μια ανατίμηση του γιουάν θα μπορούσε, σε κάποιο βαθμό, να την αντισταθμίσει. Έτσι, η σημερινή ανατίμηση του κινεζικού νομίσματος έρχεται την κατάλληλη στιγμή. Ως παρενέργεια, όμως, κάνει ακριβότερες τις εξαγωγές, την ώρα που το εμπορικό πλεόνασμα της χώρας μειώθηκε κατά σχεδόν 7% πέρυσι. Γεγονός που δείχνει και μια κάποια δυναμική της εγχώριας κατανάλωσης. Η απειλή, ωστόσο, έρχεται από την πιστωτική επέκταση. Προκειμένου να περιορίσει τις επιπόλαιες επενδύσεις και τη φούσκα στην αγορά ακινήτων, το καθεστώς προσπαθεί να κλείσει τη στρόφιγγα των δανείων. Για τρίτη φορά μέσα σε τέσσερις μήνες, αύξησε τα επιτόκια και τα υποχρεωτικά αποθεματικά των τραπεζών, ενώ επέβαλε φόρο σε περίπτωση μεταπώλησης διαμερισμάτων που δεν προορίζονται για προσωπική χρήση. Ωστόσο, η στροφή προς ένα μοντέλο μεγαλύτερης εξοικονόμησης κεφαλαίου και με άξονα τις εγχώριες ανάγκες αποδεικνύεται δύσκολη υπόθεση. Η αλλαγή, διαβεβαιώνει ο Τσου Χσιάο Τσουάν, «θα πάρει πολύ χρόνο. Θα χρειαστεί ο ριζικός μετασχηματισμός των διαδικασιών παραγωγής και η επαρκής κατάρτιση των εργατών (…). Τέτοιοι κύκλοι διαρκούν μια δεκαετία (10)».
Δεν είναι σίγουρο ότι οι Κινέζοι θα περιμένουν τόσο πολύ. Η δυσαρέσκεια διογκώνεται. Οι αγώνες για καλύτερους μισθούς πολλαπλασιάζονται. Και οι αδικίες αρχίζουν να προκαλούν την αγανάκτηση μέρους των μεσαίων στρωμάτων, που μέχρι τώρα ήταν ναρκωμένα από τον πλουτισμό τους. Το μαρτυρά το άρθρο του Λιου Γιουνσένγκ, φημισμένου ερευνητή σε ινστιτούτο του υπουργείου Ανθρώπινων Πόρων και Ασφάλειας, το οποίο δημοσιεύθηκε στην επίσημη «China Daily», με τίτλο «Η αύξηση των μισθών είναι ζωτικής σημασίας για τη χώρα». Επισημαίνοντας τη διεύρυνση των ανισοτήτων, καταλήγει αντιστρέφοντας το σύνθημα του καθεστώτος: «Το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι διόλου συμβατό με τον στόχο οικοδόμησης μιας αρμονικής κοινωνίας (11)». Ενώπιον των στελεχών της σχολής του κομμουνιστικού κόμματος, στο Πεκίνο, ο πρόεδρος Χου Ζιντάο, ο οποίος, για μια ακόμη φορά έδινε διάλεξη «για τον δρόμο προς την αρμονία και τη σταθερότητα (12)», προειδοποίησε: «Βρισκόμαστε σε μια στιγμή όπου πολλές συγκρούσεις μπορεί να ξεσπάσουν». Μάρτυρας των ανησυχιών αυτών είναι το 12ο Πλάνο (2011-2016), το οποίο δίνει έμφαση στην κατανάλωση, την κατοικία, την κοινωνική προστασία και, προπαντός, στην καινοτομία. Υποβλήθηκε στη Λαϊκή Εθνοσυνέλευση, η οποία, όπως κάθε χρόνο, συνεδρίασε τον Μάρτιο και εγκρίθηκε χωρίς απρόοπτα. Όσο για την εφαρμογή του…