Κι όμως, την ίδια στιγμή –στη Γαλλία, στη Ρωσία, στις ΗΠΑ και αλλού– προετοιμάζεται η διεξαγωγή προεδρικών εκλογών, οι οποίες υπερκαλύπτουν τον πολιτικό και επικοινωνιακό χώρο, δημιουργώντας την ψευδή αίσθηση της διάστασης ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Διότι, ακόμα κι αν δεν περιμένουμε, πια, σπουδαία πράγματα -για να μην πούμε τίποτα- από τους υποψήφιους, τουλάχιστον γνωρίζουμε ποιοι είναι– γνωρίζουμε την πορεία τους, τα ελαττώματά τους, τους συμμάχους τους, τον κύκλο τους, τις διασυνδέσεις τους. Η προσοχή του κόσμου, επομένως, στρέφεται με μεγαλύτερη ευκολία στον Μπαράκ Ομπάμα και τον Νιούτον Γκίνγκριτζ ή τον Νικολά Σαρκοζί και τον Φρανσουά Ολάντ, παρά στα κερδοσκοπικά ομόλογα και τους οίκους αξιολόγησης. Υπάρχει, άραγε, κάτι στο οποίο οι ηγέτες, υποψήφιοι ή νυν, να χρησιμεύουν ακόμα;
Ο Νικολά Σαρκοζί, του οποίου η νομισματική πολιτική είναι βιτρίνα για τα συμφέροντα της BNP Paribas, (1) κατηγορεί τον βρετανό πρωθυπουργό, Ντέιβιντ Κάμερον, ότι επιδιώκει να μετατρέψει το Σίτυ του Λονδίνου σε μια «ζώνη off-shore στην καρδιά της Ευρώπης». Ομοίως αγανακτισμένος, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, καταγγέλλει ότι «η απεριόριστη απληστία και η αναζήτηση διαρκώς μεγαλύτερου κέρδους στις αγορές κεφαλαίων, μόνο αμέτοχες δεν είναι στην τραπεζική και οικονομική κρίση, και κατ’ επέκτασιν στην κρίση ολόκληρων χωρών, με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι από το 2008». (2) Αυτό ουδόλως εμποδίζει τον κύριο Σόιμπλε να παραδίδει σε αυτή την «απεριόριστη απληστία» μισή ντουζίνα ρημαγμένα και καθημαγμένα ευρωπαϊκά έθνη. «Η πλήρης εξάλειψη της πειθαρχίας που επιφέρουν τα αυξανόμενα επιτόκια θα αποτελούσε ολέθριο σφάλμα», διευκρινίζει, εξάλλου, ο Γενς Βάιντμαν, πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ, της Κεντρικής Γερμανικής Τράπεζας. «Όταν τα δάνεια καθίστανται ακριβότερα για τα κράτη, ο πειρασμός του δανεισμού ελαττώνεται δραστικά». (3) Και αν οι πιο χρεωμένες χώρες δεν μάθουν να τιθασεύουν τους «πειρασμούς» τους, αν η ύφεση τους απαγορεύει να επιστρέψουν σε μια χρηματοπιστωτική ισορροπία, αν τις στραγγαλίζουν τα «ολοένα μεγαλύτερα κέρδη» των δανειστών τους, τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση θα τις βοηθήσει επιβάλλοντάς τους πρόστιμο...
Οι ιδιωτικές τράπεζες, αντιθέτως, θα εξακολουθήσουν να έχουν στη διάθεσή τους όσα δάνεια ζητήσουν, προσφέροντας σχεδόν τίποτα. Με αυτόν τον τρόπο, είναι σε θέση να δανείζουν τις υπερχρεωμένες χώρες αποκομίζοντας σπουδαία οφέλη. Τα πάντα γενναιόδωρα για τους ενόχους!
Βέβαια, το να χαϊδεύει κανείς το κεφάλαιο δεν του απαγορεύει και να το ξορκίζει παράλληλα. Χάρη, μάλιστα, σε αυτό το παράδοξο ξεχωρίζει πλέον μια προεκλογική περίοδος. Στις 6 του περασμένου Δεκεμβρίου, λοιπόν, στο Κάνσας, ο πρόεδρος Ομπάμα προειδοποίησε τους συμπατριώτες του για τον κίνδυνο που διατρέχουν η κοινωνική κινητικότητα και η δημοκρατία: «Οι ανισότητες διαστρεβλώνουν τη δημοκρατία μας. Δίνουν μια δυσανάλογα ισχυρή φωνή σε όσους είναι σε θέση να πληρώνουν τους λομπίστες. (...) Οι φοροελαφρύνσεις ευνοούν τους πλουσιότερους. Για ορισμένους δισεκατομμυριούχους ο φορολογικός συντελεστής είναι 1% - 1%!» Ο Ομπάμα τόνισε, εξάλλου, ότι «η αγορά δεν υπήρξε ποτέ ξέφραγο αμπέλι όπου ο καθένας παίρνει ό,τι θέλει κι από όποιον θέλει» και ότι πρέπει να «ανορθωθεί εκ νέου η μεσαία τάξη αυτής της χώρας».
Κανένας δεν πιστεύει ότι θα εκπληρώσει αυτόν τον στόχο, ούτε ότι θα περιορίσει την επιρροή του χρήματος στο πολιτικό σύστημα, ούτε ότι θα πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις στη φορολογία. Δεν έχει κάνει τίποτα προς αυτήν την κατεύθυνση τα τελευταία τρία χρόνια και δεν διαθέτει κανέναν τρόπο για να το πετύχει στην περίπτωση που θα επανεκλεγεί. Ως προς αυτό, ενσαρκώνει πλήρως την εξέλιξη του σημερινού συστήματος: ένα καρυδότσουφλο έτοιμο να βυθιστεί, με έναν ανήμπορο καπετάνιο που κραυγάζει την ώρα που αγριεύει η θύελλα. Αν αυτή την εκλογική χρονιά δεν υπάρξει πολιτική βούληση, καθώς και τα κατάλληλα εργαλεία που θα επανακτήσουν από το χρηματοπιστωτικό σύστημα την εξουσία που κατέχει, οι επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις δεν θα έχουν πια καμία χρησιμότητα.