Λιτότητα, δημοσιονομική αυστηρότητα, σκληρές προσπάθειες, πειθαρχία, άκαμπτοι κανόνες, επώδυνα μέτρα… Πολιορκώντας αδιάκοπα τα αυτιά μας με αυτές τις έντονα ηθικοπλαστικές συνδηλώσεις, το λεξιλόγιο της κρίσης καταλήγει να κινεί το ενδιαφέρον μας. Τον Ιανουάριο, την παραμονή της έναρξης του Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, ο πρόεδρός του, Κλάους Σβαμπ, μιλούσε ευθέως για «αμαρτία»: «Πληρώνουμε τις αμαρτίες αυτών των τελευταίων δέκα ετών», ήταν η διάγνωσή του, πριν αναρωτηθεί «αν οι χώρες που αμάρτησαν, ιδιαιτέρως εκείνες του Νότου, διαθέτουν την πολιτική βούληση για να βάλουν μπροστά τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις» (1). Στο «Le Point», με την πένα του Φραντς-Ολιβιέ Γκισμπέρ, η αποτίμηση των αχαλίνωτων οργίων μας είναι ακόμη πιο διευρυμένη: ο αρθρογράφος οικτίρει «τριάντα χρόνια ανοησίας, αφροσύνης και απρονοησίας, που τα ζήσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας» (2).
Ηγέτες και σχολιαστές αναμασούν την ίδια φαντασιωσική αφήγηση: όντες τεμπέληδες, χωρίς να σκοτίζονται για τίποτε και δαπανώντας ασυλλόγιστα, οι ευρωπαϊκοί λαοί προσέλκυσαν επ’ αυτών, ως δίκαιη τιμωρία, τη μάστιγα της κρίσης. Και τώρα πρέπει να εξιλεωθούν. Πρέπει να «σφίξουν το ζωνάρι», να τιμήσουν εκ νέου τις παλιές καλές αρετές της εγκράτειας και της λιτότητας. Η «Le Monde» (στις 17 Ιανουαρίου 2012) αναφέρει ως παράδειγμα τη Δανία, χώρα υποδειγματική, στην οποία μια «κούρα με σκέτες πατάτες» τής επέτρεψε να ξανανιώσει την ευμένεια των οίκων αξιολόγησης. Και, στην ομιλία του με την ευκαιρία της ανάληψης των καθηκόντων του τον Δεκέμβριο του 2011, ο πρόεδρος της ισπανικής κυβέρνησης, Μαριάνο Ραχόι, απευθυνόταν με στόμφο στους συμπατριώτες του: «Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα άχαρο έργο, ανάλογο με εκείνο των γονιών που πρέπει να καταφέρουν να ταΐσουν τέσσερα άτομα με χρήματα που επαρκούν για δύο».
Πολυάριθμες φωνές υψώνονται προκειμένου να υπογραμμίσουν την εξαπάτηση που κρύβει πίσω του ο συλλογισμός ότι η συμπεριφορά ενός κράτους είναι βγαλμένη από το ίδιο «καλούπι» με τη συμπεριφορά μιας οικογένειας. Παρακάμπτει το ερώτημα για την υπαιτιότητα της κρίσης, όπως και το αφόρητο βάρος που η κρίση ρίχνει στους ώμους των ανθρώπων, των οποίων το μόνο λάθος ήταν ότι θέλησαν να φροντίσουν τους εαυτούς τους ή να πληρώσουν τους καθηγητές των παιδιών τους. Για κάποιον μεμονωμένο άνθρωπο, η αυστηρότητα στην τήρηση του οικογενειακού προϋπολογισμού μπορεί να γίνει πηγή υπερηφάνειας και ικανοποίησης· για ένα κράτος, σημαίνει την καταστροφή εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών, όταν δεν καταλήγει, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, σε ξεκάθαρη κοινωνιοκτονία. Στη Δανία, διευκρίνιζε η «Le Monde», η «κούρα με σκέτες πατάτες» μεταφράστηκε σε έκρηξη της ανεργίας και σε δραστική μείωση των κοινωνικών προγραμμάτων: «Εξήντα χιλιάδες νοικοκυριά έχασαν το κατάλυμά τους». Έτσι, αυτή η δήθεν φρόνηση όχι μόνο απαλείφει με μαγικό τρόπο τις κοινωνικές ανισότητες και συσκοτίζει τον όλεθρο της δημοσιονομικής αυστηρότητας, αλλά και συστήνει απέναντι στην κρίση μια οικονομική πολιτική που δεν καταλήγει παρά στην επιδείνωσή της, αποτρέποντας κάθε δυνατότητα ανάκαμψης μέσω της κατανάλωσης. «Η αποταμίευση και η επένδυση αποτελούν αρετές για μια οικογένεια· είναι δύσκολο για τους ανθρώπους να φανταστούν ότι, σε εθνική κλίμακα, η υπερβολική εγκράτεια μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα», σημειώνει ο αρθρογράφος τού «Bloomberg Businessweek» Πήτερ Κόι (26 Δεκεμβρίου 2011).
Ανορθολογικές, κυριολεκτικά παραληρηματικές, οι εκκλήσεις για μετάνοια δεν διατηρούν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Πώς λοιπόν να εξηγήσουμε ότι εξακολουθούν να αντηχούν από τη μια άκρη του ευρωπαϊκού χώρου στην άλλη; Επειδή εξυπηρετούν τα κυρίαρχα συμφέροντα, θα απαντούσαμε. Και όντως, προσφέρουν την ευκαιρία να ολοκληρωθεί, υπό το πρόσχημα του χρέους, η καταστροφή των μεταπολεμικών κοινωνικών κατακτήσεων που ξεκίνησε πριν από καμιά τριανταριά χρόνια. Πριν από αυτήν, είχαν ήδη επιτρέψει, στη Γαλλία του Βισύ (3), να ενταφιαστεί η επίφοβη μνήμη του Λαϊκού Μετώπου (4). Η δίκη της Ριόμ, που έλαβε χώρα το 1942 στην ομώνυμη κωμόπολη του Πι-ντε-Ντομ, σκοπό είχε να καταδείξει ότι οι «επαναστάτες» ηγέτες, όπως ο Λεόν Μπλουμ και ο Εντουάρ Νταλαντιέ, ήταν υπεύθυνοι για την ήττα του Ιουνίου 1940 από τον γερμανικό στρατό. Το μοιραίο πλήγμα για τα γαλλικά στρατεύματα ήρθε από την υιοθέτηση του οκταώρου στα εργοστάσια όπλων και όχι από τις αποφάσεις των επιτελείων… Ενόψει της «εθνικής ανάκαμψης», ο στρατάρχης Φιλίπ Πετέν είχε –ήδη– την πρόθεση να υποκαταστήσει το «πνεύμα της απόλαυσης» με το «πνεύμα της θυσίας». Κατά την έναρξη της δίκης, η εφημερίδα «Le Matin» χαρακτήριζε τον Μπλουμ ως «τον άνθρωπο που μόλυνε με τον ιό της τεμπελιάς το αίμα ενός ολόκληρου λαού» (5).
Οι Γάλλοι «τα άκουσαν» εβδομήντα χρόνια πριν από τους Έλληνες… και τους Πορτογάλους, τους οποίους ο πρωθυπουργός τους, Πέδρο Πάσος Κοέλιο, νουθετεί σήμερα με αυτά τα λόγια: «Θυμάστε, βεβαίως, εκείνο το τραγελαφικό επεισόδιο τότε που, ενόσω η τρόικα μοχθούσε στη Λισαβόνα προκειμένου να επεξεργαστεί το πρόγραμμα βοήθειας στην Πορτογαλία [το 2011], τα πάντα ήταν κλειστά στη χώρα, επειδή όλος ο κόσμος επωφελούνταν από μερικές ημέρες αργίας για να την κοπανήσει. Η τρόικα, που δάνειζε χρήματα στην Πορτογαλία, εργαζόταν και η χώρα έκανε κοπάνα. Ευτυχώς, όσα συνέβησαν έκτοτε αντέστρεψαν αυτή την πολύ άσχημη πρώτη εικόνα» (6).
Ένας πανταχού παρών τρόπος σκέψης
Όμως, δεν αποτελούν οι προσκλήσεις για μόχθο, ταπείνωση και αυταπάρνηση απλώς ένα τέχνασμα ώστε η λεηλασία που υποκρύπτεται πίσω τους να γίνει αποδεκτή από όσο το δυνατόν περισσότερους; Οι ειλικρινείς, παθιασμένοι τόνοι τους δίνουν την εντύπωση ότι δεν εκπορεύονται αποκλειστικά από τη σφαίρα του κυνισμού και ότι βασίζονται σε ένα συμπαγές πολιτισμικό θεμέλιο. «Αυτή η διάθεση “θυσίας”, τόσο ηθικολογική όσο και λογική, προκαλεί σε πολλούς σχολιαστές ένα είδος νοσηρής αγαλλίασης, λες και τα βάσανα του λαού διαθέτουν ταυτόχρονα και κάποια “εξαγνιστική” διάσταση», διαπιστώνει ο κοινωνιολόγος Φρεντερίκ Λεμπαρόν με αφορμή την τρέχουσα κατάσταση (7). Ο Πετέν ήθελε να θυμίσει στους Γάλλους ότι «από τον καιρό του Αδάμ, η τιμωρία αποτελεί μια επίκληση για αποκατάσταση, μια υπόσχεση για αναγέννηση» (8). Πιο κοντά στις μέρες μας, ο κ. Ραχόι προφητεύει: «Η προσπάθεια δεν θα είναι μάταιη. Τα βαριά σύννεφα θα εξαφανιστούν, θα ορθώσουμε ξανά το κεφάλι και θα φτάσει η μέρα που θα μιλάμε με καλά λόγια για την Ισπανία· η μέρα που θα κοιτάζουμε προς τα πίσω και δεν θα θυμόμαστε πλέον τις θυσίες».
Η εκ μέρους του λαού διεκδίκηση αξιοπρεπών συνθηκών ζωής, το μόνο που κάνει είναι να τρομάζει εκείνους στων οποίων τα συμφέροντα αντιτάσσεται: τους εμπνέει ένα είδος δεισιδαιμονικού φόβου, σαν να αντιπροσωπεύει κάποιο αδιανόητο αμάρτημα. Μετά την ήττα του 1940, αναφέρει ο ιστορικός και αντιστασιακός Μαρκ Μπλοκ, τα ανώτερα στρατιωτικά στελέχη, προερχόμενα από την υψηλή κοινωνία, «είχαν αποδεχθεί την καταστροφή επειδή εύρισκαν μέσα της αυτή την αποτρόπαιη παρηγορία: ότι συνέτριψε, κάτω από τα ερείπια της Γαλλίας, ένα αισχρό καθεστώς· έκλιναν το γόνυ απέναντι στην τιμωρία που το πεπρωμένο απέστειλε σε ένα ένοχο έθνος» (9).
Ακόμα και εκείνοι που, εξαιτίας της θέσης τους στην κοινωνία, δεν έχουν κανένα αντικειμενικό συμφέρον να υποστηρίξουν μια τέτοια ανάγνωση των γεγονότων, είναι πιθανό να την αποδεχθούν. Τα κινήματα των «αγανακτισμένων» κατά της λιτότητας μπορούν να θεωρηθούν ως μια αρκετά άτολμη απάντηση, που αφήνει να διαφανεί ότι η ρητορική της εξιλέωσης βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Τον Μάιο του 2011, για παράδειγμα, μια Ελληνίδα δημόσια υπάλληλος που είχε ήδη δει τον μισθό της να μειώνεται από τα 1.200 στα 1.050 ευρώ και το εβδομαδιαίο ωράριό της να περνά από τις 37,5 ώρες στις 40, διαβεβαίωνε ότι ήταν «έτοιμη να καταβάλει επιπλέον προσπάθειες» (10).
Κάποιοι δεν παρέλειψαν να επισημάνουν ότι ένα πολιτισμικό υπόστρωμα, και μάλιστα θρησκευτικό, καθορίζει τις συμπεριφορές των πρωταγωνιστών της κρίσης του ευρώ. «Οι ειδικοί και οι προτεινόμενες πολιτικές δεν αξιολογούν επαρκώς έναν παράγοντα: τον Θεό. Εντέλει δηλαδή τη θρησκεία και, σε αυτή την περίπτωση, τον λουθηρανικό προτεσταντισμό. Κόρη πάστορα, η Άνγκελα Μέρκελ φέρει έντονη την αίσθηση του αμαρτήματος, όπως και πολλοί συμπατριώτες της. Υπάρχει ένας γερμανικός τρόπος να μιλάς για το ευρώ, ο οποίος αναδίδει έντονη μυρωδιά από προτεσταντικό ναό. Ο τρόπος αυτός προφανώς επηρεάζει τις λύσεις που προωθούνται για τη διάσωση της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης», γράφει ο Αλέν Φρασόν στη «Le Monde» (23 Δεκεμβρίου 2011).
Δικαίως αμφιβάλλουμε για το αν η επίδραση του προτεσταντισμού περιορίζεται στον γεωγραφικό χώρο όπου γνώρισε τη μεγάλη του διάδοση κατά τον 16ο αιώνα. Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ κατέδειξε, στο διάσημο δοκίμιο του 1905, τον τρόπο με τον οποίο η προτεσταντική ηθική συνέβαλε καθοριστικά στην επικράτηση του καπιταλισμού, έχοντας διαμορφώσει ένα ευνοϊκό προς αυτόν «πνεύμα» (11). Στη συνέχεια, και μέχρι τις μέρες μας, το πνεύμα αυτό αναπτύχθηκε και ευδοκίμησε με αυτόνομο τρόπο, έξω από κάθε θρησκευτικό πλαίσιο. Κατέληξε να γίνει αόρατο και πανταχού παρόν, σαν τον αέρα που αναπνέουμε. Η ιστορικός Ζανίν Γκάρισον αναφέρει το παράδειγμα του Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο οποίος ειρωνευόταν την προτεσταντική πίστη του παππού του (από τη μητέρα του), ενώ ο ίδιος ήταν «πολύ πιο κοντά σε εκείνον –εξαιτίας του πουριτανισμού και της όρεξής του για γνώση– απ’ όσο ήθελε να παραδεχθεί. Δεν είναι άραγε ο ίδιος Σαρτρ που διακήρυττε δυνατά και ξεκάθαρα ότι ένας διανοούμενος που δεν εργάζεται τουλάχιστον έξι ώρες την ημέρα δεν μπορεί να διεκδικήσει αυτόν τον επίζηλο τίτλο (12);»
Πράγματι, η θέση του Βέμπερ είναι ότι ο προτεσταντισμός «ώθησε τον ασκητισμό να βγει έξω από τα μοναστήρια», όπου τον είχε περιορίσει ο καθολικισμός. Το καλβινικό δόγμα του απόλυτου προορισμού, σύμφωνα με το οποίο κάθε ανθρώπινο ον είναι εκ των προτέρων και εις τους αιώνας των αιώνων είτε εκλεκτό είτε καταραμένο από τον Θεό, χωρίς καμία από τις πράξεις του να στέκεται ικανή να αλλάξει αυτό που είναι, θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε κάποια μορφή μοιρολατρίας. Προκάλεσε όμως το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: υποβάλλοντας κάθε πτυχή της ζωής τους σε αυστηρή πειθαρχία, οι πιστοί επένδυαν όλη τους την ενέργεια στην εργασία, αναζητώντας στην οικονομική επιτυχία ένα σημάδι για τη σωτηρία τους. Έτσι, η περιουσία έπαψε να είναι καταδικαστέα –το αντίθετο μάλιστα. Μόνο το να τη χαίρεσαι ήταν αξιόμεμπτο. Ο Βέμπερ αναφέρει την περίπτωση ενός πλούσιου εργοστασιάρχη, στον οποίο ο γιατρός είχε συστήσει να τρώει κάθε μέρα, για λόγους υγείας, μερικά στρείδια, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να πειστεί να ενδώσει σε μια τέτοια πολυτέλεια· όχι από φιλαργυρία, αλλά εξαιτίας των ηθικών ενδοιασμών του.
«Η ιδέα του επαγγελματικού καθήκοντος», γράφει ο κοινωνιολόγος, «πλανιέται στη ζωή μας σαν φάντασμα των θρησκευτικών πεποιθήσεων άλλων εποχών». Καθότι και το εργατικό δυναμικό όφειλε να μάθει να «εκπληρώνει την εργασία του σαν να ήταν ένας απόλυτος αυτοσκοπός –μια “κλήση”». Αυτή η νοοτροπία, στις μέρες μας κυρίαρχη, δεν θα επιβαλλόταν παρά με αντίτιμο μια «σφοδρή μάχη εναντίον ενός κόσμου γεμάτου εχθρικές δυνάμεις» και κυρίως με τη βοήθεια μιας πολιτικής χαμηλών μισθών: ο Ιωάννης Καλβίνος εκτιμούσε πως η μάζα των εργατών και των τεχνιτών «έπρεπε να διατηρείται σε κατάσταση φτώχειας ώστε να παραμένει υπάκουη στον Θεό». Ο προτεσταντισμός άνοιξε, μεταξύ εκλεκτών και καταραμένων, «μια τάφρο εξ ορισμού πιο απροσπέλαστη και πιο ανησυχητική από εκείνη που χώριζε τον καλόγερο του Μεσαίωνα από τον κόσμο –μια τάφρο που άφησε βαθύ το αποτύπωμά της σε όλα τα κοινωνικά συναισθήματα». Παρομοίως, ο αγγλικός πουριτανισμός επέβαλε «μια νομοθεσία περί φτώχειας, της οποίας η σκληρότητα βρισκόταν σε βαθιά ρήξη με τις προγενέστερες διατάξεις».
Στο εξής κανείς, είτε πλούσιος είτε φτωχός, δεν μπορούσε να χαλαρώνει, να απολαμβάνει τη ζωή, «να χασομεράει», χωρίς να έχει τύψεις. Αναλογιζόμαστε τι οφείλει ο σημερινός κόσμος σε αυτή την αντίληψη, όταν διαβάζουμε ότι ο λουθηρανός πάστορας Φίλιπ Γιάκομπ Σπένερ, ιδρυτής του Ευσεβισμού (Πιετισμού), αποκήρυσσε ως ηθικά καταδικαστέο «τον πειρασμό να συνταξιοδοτείσαι πρόωρα»…
Με λίγα λόγια, όπως το διέκρινε ήδη από τον 16ο αιώνα ο Γερμανός ανθρωπιστής Σεμπάστιαν Φρανκ –και παρατίθεται από τον Βέμπερ– η προτεσταντική Μεταρρύθμιση «επέβαλε σε κάθε άνθρωπο να γίνει καλόγερος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του». Με αυτόν τον τρόπο, αναβαθμίστηκαν σφοδρά οι τρόποι επιβολής του χριστιανισμού και η εκ μέρους του απόρριψη της γήινης ύπαρξης. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτή η πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά αναχαιτίζει έως έναν βαθμό τις διαφορετικές απαντήσεις που μπορούν να δοθούν στις επιθέσεις τις οποίες δέχονται οι κοινωνίες. Μετά την εκκοσμίκευση των κρατών, τι θα γίνει με την εκκοσμίκευση των πνευμάτων;