Όλα ξεκινούν με μια λαμπρή ιδέα. Για να βάλει τέλος στον πληθωρισμό που μάστιζε τη χώρα την εποχή της εκλογής του, το 1989 (1), ο περονιστής πρόεδρος της Αργεντινής Κάρλος Μένεμ -σε συνεργασία με τον υπερυπουργό Οικονομίας Ντομίνγκο Καβάγιο, απόφοιτο του Χάρβαρντ και παλαιό αξιωματούχο της δικτατορίας (1976-1983)- ορίζει την ισοτιμία του αργεντίνικου πέσο με άκαμπτο τρόπο: 1 πέσο ίσον 1 δολάριο. Ενσωματώνει, μάλιστα, το σύστημα της σταθερής ισοτιμίας («currency board») στο σύνταγμα της χώρας. Η πολιτική αυτή, που χαρακτηρίζεται ως «big bang» και ενθαρρύνεται από την πρώτη στιγμή από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), αρχικά πετυχαίνει: ο πληθωρισμός εξαφανίζεται, η ανάπτυξη εδραιώνεται.
Την 1η Ιανουαρίου του 2001, η Ελλάδα εκπληρώνει τα κριτήρια του Μάαστριχτ και εντάσσεται στην ευρωζώνη. Έναν χρόνο αργότερα, το νέο νόμισμα αντικαθιστά τη δραχμή, το παλαιό εθνικό νόμισμα της χώρας.
Μετά τη μεξικανική κρίση (1994-1995), η Αργεντινή δυσκολεύεται να δανειστεί από τις αγορές: η αύξηση των επιτοκίων –τα οποία φθάνουν το 20%- προσθέτει βάρη στους προϋπολογισμούς της. Με τα αναδυόμενα κράτη (Νοτιοανατολική Ασία, Ρωσία, Βραζιλία) να έχουν πληγεί από διάφορες κρίσεις, το δολάριο, που θεωρείται ασφαλής τοποθέτηση, ανατιμάται. Ο γάμος από έρωτα του πέσο με το πράσινο νόμισμα γίνεται μπούμερανγκ για το Μπουένος Άιρες. Στερώντας από την κεντρική τράπεζα της Αργεντινής οποιοδήποτε περιθώριο ελιγμών, η κυβέρνηση παραιτείται από τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής. Όταν αρκετές σημαντικές γειτονικές χώρες, όπως η Βραζιλία, υποτιμούν το νόμισμά τους, όταν το δολάριο ανατιμάται σε σχέση με το ευρώ, η Αργεντινή χάνει τελείως την ανταγωνιστικότητά της στις, γειτονικές ή μακρινές, παραδοσιακές αγορές της. Έτσι, το 1998 σηματοδοτεί το πέρασμα από την ανάπτυξη στην ύφεση.
Με την υιοθέτηση του ευρώ, η ελληνική βιομηχανία υποφέρει, καθώς το νέο νόμισμα είναι σκληρότερο από τη δραχμή: τα ελληνικά προϊόντα γίνονται «ακριβά».
Όταν, στις 24 Οκτωβρίου 1999, ο Μένεμ παραχωρεί τη θέση του στον ριζοσπάστη Φερνάντο δε λα Ρούα, τον επικεφαλής της κεντροαριστερής συμμαχίας Μέτωπο για μια Χώρα Αλληλεγγύης (Frepaso), με τον οποίον μάλλον θα ένιωθε πολιτικά συγγενής ο Έλληνας πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, η οικονομία βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Από τα 36 εκατομμύρια Αργεντίνους, τα 14 εκατομμύρια ζουν επισήμως κάτω από το όριο της φτώχειας. Το ΔΝΤ, αιώνιος προστάτης του ανθρώπινου είδους, υπόσχεται στη νέα κυβέρνηση δάνειο 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να αναχρηματοδοτήσει τα χρέη της, με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα δεσμευτεί να εφαρμόσει πρόγραμμα λιτότητας. Η κυβέρνηση της Αργεντινής, με ζήλο νεοφώτιστου, και για να αποφύγει τη στάση πληρωμών ή τη χρεοκοπία -καθώς το δημόσιο χρέος έχει φτάσει τα 147,8 δισεκατομμύρια δολάρια-, καταρτίζει πρόγραμμα διαρθρωτικής προσαρμογής. Τον Ιούνιο του 2000, μια γενική απεργία 35 ημερών παραλύει τη χώρα.
Στις 30 Νοεμβρίου 2009, και ενώ οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών εκφράζουν την ανησυχία τους, ο Παπανδρέου –ο οποίος έχει διαδεχθεί τον συντηρητικό πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή- παραδέχεται ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται «στην εντατική». Στις 3 Μαρτίου 2010, ανακοινώνει ένα πρώτο πρόγραμμα λιτότητας.
Μια κουστωδία οικονομολόγων του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Παναμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης εξετάζουν τις λεπτομέρειες ενός «προγράμματος διάσωσης» της Αργεντινής -οπωσδήποτε του τελευταίου. «Το ΔΝΤ δεν θα επιτρέψει στην Αργεντινή να λάβει την υποσχεθείσα υποστήριξη πριν η κυβέρνηση νομοθετήσει, με νόμο ή με διάταγμα, το σύνολο των μέτρων που έχει ανακοινώσει ο πρόεδρος [δε λα Ρούα] (2)», προειδοποιεί, στις 23 Νοεμβρίου 2000, ο Στάνλεϊ Φίσερ, αναπληρωτής γενικός διευθυντής ενός οργανισμού που ξέρει να γίνεται και δυσάρεστος, όταν χρειάζεται. Με προεδρικό διάταγμα, λοιπόν, ο δε λα Ρούα διαλύει ό,τι έχει απομείνει από το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα, εξαρθρώνει την κοινωνική πρόνοια, απορρυθμίζει την αγορά εργασίας, απελευθερώνει τον κλάδο της υγείας.
Στις 23 Απριλίου 2010, η Αθήνα λαμβάνει ένα πρώτο δάνειο 45 δισεκατομμυρίων ευρώ από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ.
Οι συγκρούσεις ανάμεσα στην αστυνομία και τους διαδηλωτές μετρούν τα πρώτα τους θύματα. Τα escraches -αποδοκιμασίες, επιθέσεις με πέτρες και αβγά, προπηλακισμοί-, οι αποκλεισμοί δρόμων και οι συγκεντρώσεις για το χτύπημα της κατσαρόλας (cacerolazos) πολλαπλασιάζονται. Στις 18 Δεκεμβρίου 2000, αξιοποιώντας με ψυχρό ορθολογισμό τις αστοχίες του προγράμματος, μια συμμαχία διεθνών πιστωτών με επικεφαλής το ΔΝΤ προσφέρει στο Μπουένος Άιρες νέα «βοήθεια» συνολικού ύψους 39,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τρία χρόνια. Χάρη στα μέτρα αυτά, η Αργεντινή σώζεται! Ειδικά αφού ο δε λα Ρούα ανακοινώνει νέα μείωση των δημόσιων δαπανών και, στις 20 Μαρτίου 2001, ορίζει νέο υπουργό Οικονομίας τον κύριο «πέσο-δολάριο» Καβάγιο. Η επιστροφή του Καβάγιο, την οποία χαιρέτισε (προσωρινά) το χρηματιστήριο, το ΔΝΤ και οι αγορές, προκαλεί ενθουσιασμό στους «Financial Times»: ο προηγούμενος απολογισμός του του έχει προσδώσει «τη στόφα του θρύλου μεταξύ των διεθνών επενδυτών και των πολιτικών όλου του κόσμου (3)». Γεμίζει με ελπίδα τον Βρετανό πρωθυπουργό Άντονι Μπλερ και τον Αμερικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους, οι οποίοι εκφράζουν δημόσια την ικανοποίησή τους.
Στις 2 Μαϊου 2010, με την επιδίωξη να «τερματιστεί η κρίση», οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών εγκρίνουν «πρόγραμμα διάσωσης» της Ελλάδας, ύψους 110 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ο Καβάγιο, για να αποφύγει τη χρεοκοπία, και επειδή μια μονομερής κήρυξη στάσης πληρωμών απορρίπτεται με δογματικό τρόπο, επινοεί τη «μεγάλη ανταλλαγή», μέσω της οποίας βραχυπρόθεσμοι τίτλοι χρέους (29,5 δισεκατομμύρια δολάρια) ανταλλάσσονται με ομόλογα μεγάλης διάρκειας (έως τριάντα ετών), που έχουν, όμως, αστρονομικά επιτόκια–επισπεύδοντας την καταστροφή. Στη συνέχεια, ο Καβάγιο επιδιώκει επιθετικά τον στόχο του «μηδενικού ελλείμματος», μειώνοντας κατά 13% τους μισθούς και τις συντάξεις άνω των 500 πέσος (500 δολάρια). Το μέτρο πλήττει το 92% των δημοσίων υπαλλήλων και το 15% των συνταξιούχων. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν κατά εκατοντάδες.
Όπως η πανούκλα κατά τον Μεσαίωνα, ο οικονομικός τρόμος ωθεί τους piqueteros -ανέργους που έχουν επιλέξει ως μέσο δράσης τον αποκλεισμό των δρόμων- να στήσουν εκατοντάδες οδοφράγματα και τη μεγάλη μάζα των Αργεντίνων να συμμετάσχουν στη γενική απεργία της 20ης Ιουλίου 2001. Οι οίκοι αξιολόγησης Standard & Poor’s και Moody’s ανακοινώνουν ότι θα μπορούσαν να κατατάξουν την Αργεντινή στην κατηγορία «τεχνικής στάσης πληρωμών». Εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών συμπληρώνει το μήνυμα, διευκρινίζοντας: «Πιθανότατα θα απαιτηθούν περισσότερες θυσίες από την πλευρά του λαού της Αργεντινής πριν επιτευχθεί η επιθυμητή κατάσταση ισορροπίας (4)».
Στις 15 Ιουνίου 2011, μια γενική απεργία παραλύει την Ελλάδα: ο κόσμος διαδηλώνει ενάντια στο νέο πρόγραμμα λιτότητας που στοχεύει στην εξοικονόμηση 28 δισεκατομμυρίων ευρώ. Παρά τις αλεπάλληλες συγκρούσεις με την αστυνομία, το πρόγραμμα θα ψηφιστεί στις 29 Ιουνίου, ανοίγοντας τον δρόμο για την εφαρμογή ενός νέου σχεδίου βοήθειας ύψους 109 δισεκατομμυρίων ευρώ, από τις 22 Ιουλίου.
Με τις τράπεζες να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του κοινού για αναλήψεις σε πέσος και δολάρια, η κυβέρνηση επιβάλλει, από τις 3 Δεκεμβρίου 2001, αυστηρά μέτρα που περιορίζουν τη φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Πάνω από όλα, απαγορεύει στους καταθέτες την πρόσβαση στο ρευστό που διατηρούν στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους, θέτοντας σε ισχύ το corralito («μικρή μάντρα ή απλώς τίποτα!»). Αρκεί αυτό; Μεταμφιεσμένη σε αρετή, η υποκρισία ανθεί: την ώρα που τα δημόσια έσοδα καταγράφουν νέα μείωση-ρεκόρ τον Νοέμβριο του 2001 (-11,6%), αφού τα προγράμματα λιτότητας έχουν παραλύσει την οικονομική δραστηριότητα και έχουν προκαλέσει ύφεση που συμπληρώνει τρία χρόνια, ο οίκος αξιολόγησης Fitch υποβαθμίζει το δημόσιο χρέος της Αργεντινής από C σε DDD (χρεοκοπία). Το ΔΝΤ ανακοινώνει ότι δεν θα καταβάλλει τη δόση των 1,26 δισεκατομμυρίων δολαρίων που είχε συμφωνηθεί.
Έβδομη γενική απεργία! Από τις 12 Δεκεμβρίου, πραγματοποιούνται ογκώδεις διαδηλώσεις, οι οποίες εξαπλώνονται, αλλά αντιμετωπίζονται με καταστολή (7 νεκροί, 378 τραυματίες). Καταλήγουν στη λεηλασία σουπερμάρκετ και καταστημάτων από απόκληρους που στερούνται οποιασδήποτε κοινωνικής προστασίας. Τα cacerolazos της μεσαίας τάξης αντηχούν παντού. Χωρίς σημαίες και ηγέτες, εκατοντάδες χιλιάδες δυσαρεστημένοι αναδύονται, μουγκρίζοντας σαν τρικυμισμένη θάλασσα. Ως μόνη απάντηση, ο δε λα Ρούα κηρύσσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κλιμακώνει την αστυνομική καταστολή: 35 νεκροί, περισσότερες από 4.500 συλλήψεις. Αλλά οι λαϊκές κινητοποιήσεις δεν αποδυναμώνονται. Στις 19 Δεκεμβρίου 2001, ακολουθώντας στην ήττα τον λαομίσητο Καβάγιο, το υπουργικό συμβούλιο υποβάλλει την παραίτησή του. Την επομένη, στα μέσα της θητείας του, ο πρόεδρος δε λα Ρούα εγκαταλείπει το προεδρικό μέγαρο της Κάσα Ροσάδα με ελικόπτερο.
Στις 19 και 20 Οκτωβρίου 2011, μια γενική απεργία και βίαιες συγκρούσεις παραλύουν την Ελλάδα. Ένας από τους διαδηλωτές, ο Δημήτρης Κοτσαρίδης, χάνει τη ζωή του.
Ενώ το αδιέξοδο των συνταγών του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και των φίλων τους (ένα είδος «τρόικας») είναι πια εξόφθαλμο, ο περονιστής Αδόλφο Ροδρίγες Σαά ορίζεται πρόεδρος του Κονγκρέσου. Ενώπιον της εθνοσυνέλευσης, ανακοινώνει ότι δεν θα πληρώσει ούτε δεκάρα από το χρέος. Τάσσεται υπέρ μιας πολιτικής οικονομικής ανάκαμψης, κάνει λόγο για δημιουργία ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας και επιδιώκει την επανεξέταση των μέτρων μείωσης των συντάξεων και ελαστικοποίησης του εργατικού δικαίου. Οι πρώτες αποφάσεις του -που έχουν «περισσότερα κοινά με τον πιο οπισθοδρομικό λαϊκισμό από ό,τι με την εικόνα του αναμορφωτή και του εκσυγχρονιστή που επιδιώκει να περάσει ο προσωρινός πρόεδρος»- προκαλούν ανησυχία στις αγορές (που, στην περίπτωση της συγκεκριμένης τοποθέτησης, έχουν ως διερμηνέα την ισπανική εφημερίδα «El País,» στις 28 Δεκεμβρίου 2001).
Καθώς ο κόσμος απαιτεί συγκεκριμένες λύσεις, οι διαδηλώσεις εκτραχύνονται. «Δεν έχω άλλη επιλογή από το να παρουσιάσω την αμετάκλητη παραίτησή μου», συνθηκολογεί ο Σαά, επτά ημέρες αφότου είχε αναλάβει τα καθήκοντά του.
Στη σκηνή εμφανίζεται ο Εδουάρδο Ντουάλδε, που ορίζεται πρόεδρος μέχρι την κανονική λήξη της προεδρικής θητείας, δηλαδή μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003. Είναι ο πέμπτος πρόεδρος μέσα σε δεκαπέντε ημέρες (5). Μόλις συγκροτείται, το υπουργικό συμβούλιο προωθεί στο κοινοβούλιο κατεπείγον νομοσχέδιο, το οποίο ψηφίζεται στις 6 Ιανουαρίου 2002 και επιφέρει θεμελιώδεις αλλαγές στην οικονομική πολιτική. Συγκεκριμένα, για να ανακάμψει η οικονομία, υποτιμάται το πέσο περίπου κατά 30% και τερματίζεται το καθεστώς σταθερής ισοτιμίας [με το δολάριο] που ίσχυε από το 1991. «Η ρητορική και οι χειρονομίες, χωρίς να παύουν να είναι λαϊκίστικες, είναι τώρα πιο συνετές», σημειώνει ξανά η «El País», στις 3 Ιανουαρίου 2002. «Λαϊκίστικες;». Μα, φυσικά! Η υποτίμηση του πέσο απειλεί με απώλειες 3 δισεκατομμυρίων τις ισπανικές πολυεθνικές, οι οποίες αλωνίζουν στην Αργεντινή σαν να βρίσκονται σε κατακτημένη χώρα –και οι οποίες αρχίζουν ξαφνικά να δέχονται πιέσεις στο χρηματιστήριο της Μαδρίτης.
Η επιλογή της πάση θυσία παραμονής στην ευρωζώνη, απαγορεύει στην Ελλάδα να υποτιμήσει το νόμισμά της για να οδηγηθεί σε ανάκαμψη των εξαγωγών της.
Οι επιχειρήσεις, συχνά ξένων συμφερόντων, που έχουν αποκτήσει τον έλεγχο των ιδιωτικοποιημένων δημόσιων υπηρεσίων ζητούν αυξήσεις τιμολογίων που κυμαίνονται από 40% έως 260%. «Ποτέ στη ζωή μου δεν δέχθηκα τόσα τηλεφωνήματα από το σύνολο των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Αργεντινή και που δεν θέλουν να αγγίξουμε τα προνόμιά τους», θα εκμυστηρευτεί έναν χρόνο αργότερα ο πρόεδρος Ντουάλδε (6). Στις 27 Ιανουαρίου 2002, ο Ευρωπαίος επίτροπος Νομισματικών Υποθέσεων Πέδρο Σόλμπες, απευθύνοντας προειδοποίηση που ακούγεται σαν απειλή, καταγγέλλει «τις ανεπάρκειες και τις αντιφάσεις» του οικονομικού προγράμματος της Αργεντινής. Η γαλλική Crédit Agricole, η ισπανική Banco Santander και η καναδέζικη Bank of Nova Scotia αποσύρονται από τη χώρα, αφήνοντας δεκάδες χιλιάδες Αργεντίνους χωρίς καταθέσεις.
Παρά τις επίσημες διακηρύξεις, που κινούνται στην κατεύθυνση της λιτότητας, η κυβέρνηση της Αργεντινής φοβάται περισσότερο μια νέα κοινωνική έκρηξη παρά τη δυσαρέσκεια των ξένων επενδυτών, των Ηνωμένων Πολιτειών ή του ΔΝΤ. Διατηρεί, λοιπόν, σε ισχύ το μορατόριουμ πληρωμών που κήρυξε ο Σαά. Ζητώντας από τον νέο πρόεδρο ένα «συνεκτικό σχέδιο», το ΔΝΤ αντιδρά: αρνείται οποιαδήποτε βοήθεια όσο διαρκεί η πολιτική που εφαρμόζεται και δίνει έναν χρόνο στην Αργεντινή για να αποπληρώσει το χρέος της.
Στις 31 Οκτωβρίου 2011, ο πρωθυπουργός Παπανδρέου ανακοινώνει ότι θα υποβάλλει τη συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου (που στοχεύει σε μια ακόμη «διάσωση» της Ελλάδας, με την επιβολή ακόμη αυστηρότερης λιτότητας) σε δημοψήφισμα. Μετά τις επιπλήξεις της Γερμανίας, της Γαλλίας, των Βρυξελλών και του ΔΝΤ, ο Παπανδρέου εγκαταλείπει την ιδέα στις 3 Νοεμβρίου.
Στον λόγο που εκφώνησε κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Ντουάλδε διαβεβαίωνε ότι οι τραπεζικές καταθέσεις που είχαν δεσμευτεί με το corralito θα αποδίδονταν στο αρχικό νόμισμα. Αθετώντας τις δεσμεύσεις του, ο πρόεδρος ανακοινώνει ότι οι καταθέτες θα λάβουν τα χρήματά τους σε πέσος και όχι σε δολάρια, και, μάλιστα, σε ισοτιμία 1,40 πέσος το δολάριο, όταν στην ελεύθερη αγορά το δολάριο ανταλλάσσεται ήδη προς 1,65 πέσος. Τον Απρίλιο του 2002, το ΔΝΤ, εφαρμόζοντας την τακτική του σκωτσέζικου ντους -ή, απλώς, μη έχοντας την παραμικρή ιδέα του τι στάση να υιοθετήσει!-, προχωρά σε μια χειρονομία χορήγησης 710 εκατομμυρίων δολαρίων, ώστε να χρηματοδοτηθούν τα ελλείμματα των περιφερειών. Ο Ντουάλδε, ίσως εκδηλώνοντας, όπως και οι συνομιλητές του, κάποιο ταλέντο στην κωμωδία των επαναλήψεων, δεσμεύεται να προχωρήσει σε... περικοπή των δημόσιων δαπανών. Κατά τους τρεις προηγούμενους μήνες, οι επιχειρήσεις είχαν προβεί σε 170.000 απολύσεις. Η επίσημη ανεργία φθάνει το 25%.
Στην περιφέρεια του Μπουένος Άιρες, η κατάργηση των κοινωνικών επιδομάτων είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν το σχολείο περίπου 130.000 μαθητές από τις υποβαθμισμένες συνοικίες. Η υποτίμηση του νομίσματος υποχρέωσε τους εμπόρους να αυξήσουν τις τιμές των εγχώριων και των εισαγόμενων προϊόντων, σε ορισμένες περιπτώσεις κατά 30% (70% για το αλεύρι).
Στις 20 Φεβρουαρίου 2012, οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης συμφωνούν στη χορήγηση νέου πακέτου βοήθειας, ύψους 130 δισεκατομμυρίων ευρώ, προς την Ελλάδα, με προϋπόθεση την εφαρμογή νέων μέτρων λιτότητας. Ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών Γιαν Κέες ντε Γιάγκερ ζητά την εφαρμογή «μόνιμης επιτήρησης» της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ.
Στην Αργεντινή, αρχίζει να επικρατεί μια διαφορετική λογική. Από τα τέλη του 2001, παντού έχουν ξεφυτρώσει λαϊκές συνελεύσεις, οργανώσεις ανέργων και piqueteros, δίκτυα ανταλλαγής προϊόντων, πρωτοβουλίες υπηρεσιών υγείας ή εκπαίδευσης. Οι εργαζόμενοι θέτουν ξανά σε λειτουργία αυτοδιαχειριστικά τις επιχειρήσεις που εγκατέλειψαν οι ιδιοκτήτες τους (7). Οι πολιτικοί, οι υπουργοί, οι δικαστές δεν τολμούν πλέον να εμφανιστούν σε δημόσιους χώρους. Υπήρξαν τρομερά άπληστοι, τρομερά διεφθαρμένοι. Όλη η χώρα τους φτύνει. Ο εφιάλτης της κατάρρευσης κάνει τις αγροτικές κοινότητες να ξεσηκωθούν. Στις πόλεις, τα cacerolazos ξαναρχίζουν. Σωματεία ανέργων και εργαζόμενων, κάτοικοι των προαστίων που πεινούν, εμποδίζουν την πρόσβαση στην πρωτεύουσα. Μέσα στο γενικό χάος, με την κραυγή «Que se vayan todos!» («Να φύγουν όλοι τους!»), οι Αργεντίνοι ξεσηκώνονται ξανά, αφήνοντας πίσω τους 2 νεκρούς και 190 τραυματίες (καθώς και 160 συλληφθέντες).
Στις 26 Ιουνίου 2002, η σκληρή καταστολή μιας διαδήλωσης piqueteros -«η σφαγή της Αβεγιανέδα»- έχει ως απολογισμό άλλους 2 νεκρούς και 33 τραυματίες από σφαίρες. Μπροστά στη λαϊκή αγανάκτηση, ο Ντουάλδε ανακοινώνει πρόωρες εκλογές, έξι μήνες πριν την προβλεπόμενη ημερομηνία.
Τον Δεκέμβριο του 2002, στους δρόμους του Μπουένος Άιρες, σχεδόν 100.000 άνθρωποι διαδηλώνουν ξανά, ζητώντας τη συγκρότηση λαϊκής εθνοσυνέλευσης, με σκοπό να συζητηθεί η ριζική αλλαγή του οικονομικού μοντέλου. Οι διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ, που έχουν παγώσει από τον Δεκέμβριο του 2001, παραμένουν στο σημείο μηδέν. Για πολλούς, η Αργεντινή, έχοντας γίνει οικονομικός παρίας, όπως το Ιράκ, η Λιβερία ή η Σομαλία, βρίσκεται ήδη με το ένα πόδι στον τάφο. Άλλωστε, ο Γάλλος κοινωνιολόγος Αλέν Τουρέν της ψάλλει και τη νεκρώσιμο ακολουθία: «Δεν έχει καμία ικανότητα να μετασχηματιστεί και να λάβει αποφάσεις. Ως ενότητα, ως χώρα και ως πολιτικό σύστημα, είναι νεκρή (8)». Νεκρή ίσως, αλλά κινείται ακόμη. Και, μάλιστα, πολύ ζωηρά!
Στην προεκλογική εκστρατεία, κατεβαίνουν τρεις υποψήφιοι με σημείο αναφοράς τον περονισμό: ο Μένεμ, ο εφήμερος πρόεδρος Σαά και ο Νέστορ Κίρτσνερ, άγνωστος στο πλατύ κοινό, κεντροαριστερός κυβερνήτης της επαρχίας Σάντα Κρους (Παταγονία). Στις 27 Απριλίου 2003, οι Κίρτσνερ και Μένεμ περνούν στον δεύτερο γύρο, με ποσοστά 24,34% και 21,9%, αντίστοιχα. Στις 14 Μαϊου, ο Μένεμ, τον οποίο οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν να υφίσταται «συντριβή» στον δεύτερο γύρο –και ο οποίος είχε δηλώσει ότι, εάν εκλεγόταν, δεν θα δίσταζε να ζητήσει τη συνδρομή του στρατού για να αντιμετωπίσει το «χάος»- αποσύρεται από την κούρσα.
Στις 25 Μαϊου, στην ομιλία που εκφωνεί κατά την ορκομωσία του, ο Κίρτσνερ εμφανίζεται υπερασπιστής της κοινωνικής δικαιοσύνης και υπέρμαχος του ενισχυμένου ρόλου του κράτους, ώστε «να μπαίνει το στοιχείο της ισότητας εκεί που η αγορά το αποκλείει». Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν αποστείλει ως εκπρόσωπο στην τελετή παρά μια αξιωματούχο δεύτερης γραμμής, την υπουργό Οικιστικής Ανάπτυξης Μελ Μάρτινεζ, σε κανέναν δεν διαφεύγει ότι τα πιο ζωηρά χειροκροτήματα μεταξύ των ξένων αντιπροσωπειών προέρχονται από τον Κουβανό πρόεδρο Φίδελ Κάστρο, τον πρόεδρο της Βενεζουέλας Ούγο Τσάβες και τον Βραζιλιάνο ομόλογό τους Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα.
Οι ξένοι επενδυτές συνεχίζουν να ζητούν την ουσιαστική αύξηση των τιμολογίων των ιδιωτικοποιημένων δημόσιων υπηρεσιών (μέτρο που απαιτεί και το ΔΝΤ). Από την πλευρά τους, ο Κίρτσνερ και ο υπουργός Οικονομικών Ρομπέρτο Λαβάνα αποφασίζουν ελέγχους στην εισροή κερδοσκοπικών κεφαλαίων και ανακοινώνουν την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50%, προκειμένου να τονωθεί η κατανάλωση.
Από εκεί και πέρα, η πολιτική του προέδρου κινείται σταθερά στον αντίποδα της πολιτικής που ερείπωσε τη χώρα. Ο Κίρτσνερ διακόπτει τη «στενή σχέση» με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία είχε κυριαρχήσει από τη δεκαετία του 1990, και στρέφεται προς τον προοδευτικό λατινοαμερικανικό άξονα. Επαναβεβαιώνει τον ρόλο της πολιτικής βούλησης στην πολιτική και τον αντίστοιχο ρόλο του κράτους στην οικονομία. Συνδέει την οικονομική εξυγίανση με την ανάπτυξη της κοινωνικής προστασίας και την ανασυγκρότηση της βιομηχανικής παραγωγής με τη στήριξη της ζήτησης των λαϊκών στρωμάτων.
Από τον Σεπτέμβριο του 2002, λόγω της πολύ μεγάλης υποτίμησης του πέσο, μέσω της οποίας προστατεύεται η εγχώρια βιομηχανία και γίνεται δυνατή η επανακατάκτηση της εσωτερικής αγοράς και η αντικατάσταση ορισμένων εισαγωγών, η ανάπτυξη επιστρέφει. Και, μάλιστα, ενισχύεται διαρκώς, με ατμομηχανή τον δυναμισμό των εξαγωγών.
Το ΔΝΤ, παρατηρώντας την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, επιθυμεί, φυσικά, να αφιερώσει η Αργεντινή ένα μέρος των επιπρόσθετων δημόσιων εσόδων της για να βελτιώσει την πρότασή της προς τους πιστωτές. Ως απάντηση, ο Κίρτσνερ προτείνει να ξαναρχίσει τις πληρωμές με αντάλλαγμα τη διαγραφή μέρους του χρέους της χώρας προς τους διάφορους πιστωτές της. Και, πραγματικά, τον Σεπτέμβριο του 2003, με την ευκαιρία της γενικής συνέλευσης του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας στο Ντουμπάι, ο Κίρτσνερ προσδιορίζει αυτοπροσώπως την προσφορά του, ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται να την αλλάξει και εμπλέκεται σε άμεσες διαπραγματεύσεις με την αγορά αντί να της δηλώσει υποταγή. Με τον τρόπο αυτό, καταφέρνει να αποσπάσει από τους χρηματοπιστωτικούς χωροφύλακες ένα μορατόριουμ πληρωμών, με το οποίο μετατίθεται κατά τρία χρόνια (έως τον Σεπτέμβριο του 2006) η αποπληρωμή 12,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, παρατείνεται η προθεσμία αποπληρωμής 2,43 δισεκατομμυρίων δολαρίων, για τα οποία η Αργεντινή έχει κηρύξει στάση πληρωμών, και, το κυριότερο, η χώρα αρνείται να αναλάβει οποιαδήποτε δέσμευση ως προς την εφαρμογή των γνωστών συνταγών του ΔΝΤ.
Η σκληρή γραμμή τελικά απέδωσε και η αναδιάρθρωση χρέους που πέτυχε η Αργεντινή στις 25 Φεβρουαρίου 2005 δημιούργησε ένα ενδιαφέρον προηγούμενο, αν όχι και παράδειγμα. Την ημέρα εκείνη, η Αργεντινή επέβαλε τη μείωση του εσωτερικού και εξωτερικού δημόσιου χρέους της (συνολικά 178,7 δισεκατομμύρια δολάρια), χάρη σε «κούρεμα» 75%, το οποίο αφορούσε ομόλογα ύψους 82 δισεκατομμυρίων δολαρίων (9). Από το συγκεκριμένο ποσό, το 43,5% βρισκόταν στα χέρια αποταμιευτών μη κατοίκων Αργεντινής (μεταξύ των οποίων πολλοί Ιταλοί και Γερμανοί), το 34,5% κατείχαν ξένοι θεσμικοί επενδυτές και το 22% Αργεντίνοι πολίτες. Η συμφωνία δεν αφορούσε τα δάνεια του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και άλλων διεθνών οργανισμών (10) -γεγονός που ορισμένοι, υπέρμαχοι της (ακόμη πιο) σκληρής γραμμής, θα προσάψουν στον πρόεδρο Κίρτσνερ.
Στις 9 Μαρτίου 2012, η Ελλάδα προχωρά στη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους στην ιστορία, η οποία αφορά ομόλογα ύψους 206 δισεκατομμυρίων ευρώ: τουλάχιστον το 83,5% των ιδιωτών πιστωτών της δέχτηκαν να παραιτηθούν από το 53,5% της αξίας των ομολόγων που κατείχαν (με την Αθήνα να υπόσχεται ότι θα επιβάλλει παρόμοιο «κούρεμα» και στα υπόλοιπα ομόλογα). Για τους επενδυτές, η συντονισμένη αυτή επιχείρηση εγγυάται την ομαλή συνέχιση τοκοχρεολυτικών ροών που μια «χαοτική» χρεοκοπία θα είχε διακόψει. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην Αργεντινή, η ελληνική χρεοκοπία δεν εγγράφεται σε μια διαδικασία ρήξης στο οικονομικό και στο πολιτικό πεδίο: υπακούοντας στις απαιτήσεις της «τρόικας» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ΔΝΤ), η ελληνική κυβέρνηση ανακοινώνει νέα μέτρα λιτότητας.
Ο πρόεδρος Κίρτσνερ, που εγκαλείται για «λαϊκισμό», επικρίνεται για την άρνησή του να ποινικοποιήσει τις κοινωνικές διαμαρτυρίες και, μάλιστα, ορισμένες φορές, κατηγορείται και για αυταρχισμό, παρότι δεν διευθέτησε όλα τα προβλήματα της χώρας, επανακρατικοποίησε ορισμένες επιχειρήσεις στρατηγικού χαρακτήρα -τα ταχυδρομεία και τις τηλεπικοινωνίες, την ύδρευση, τις αεροπορικές μεταφορές-, εφάρμοσε σημαντικά κοινωνικά προγράμματα και περιόρισε το ποσοστό της φτώχειας στο ήμισυ μέσα σε τέσσερα χρόνια. «Διαπραγματευτήκαμε την καλύτερη συμφωνία του κόσμου για το μεγαλύτερο χρέος του κόσμου», δήλωνε ο Κίρτσνερ στο Ντουμπάι, στις 25 Φεβρουαρίου 2005.
Τον Δεκέμβριο του 2005, με τη βοήθεια της Βενεζουέλας (η οποία αγόρασε 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια αργεντίνικα ομόλογα), η Αργεντινή θα έχει την πολυτέλεια να εξοφλήσει μονομιάς το χρέος της προς το ΔΝΤ (9,8 δισεκατομμύρια δολάρια). Και στην περίπτωση αυτή, ακούστηκαν επικριτικές φωνές. Αλλά, για το Μπουένος Άιρες, η κίνηση είχε έναν θεμελιώδη στόχο: να εμποδίσει τους υπεύθυνους για την καταστροφή του 2001-2002 να αναμιχθούν ξανά στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας.
Επανακτώντας την κυριαρχία της, η χώρα ανέκαμψε θεαματικά, σε σημείο που το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της τριπλασιάστηκε μεταξύ 2003 και 2011. Εννοείται ότι ο ελληνικός εξαγωγικός τομέας δεν συγκρίνεται με τον αντίστοιχο της Αργεντινής και ότι, από το 2001, το Μπουένος Άιρες επωφελήθηκε από την ευνοϊκή παγκόσμια οικονομική συγκυρία, με τις φθηνές πιστώσεις διεθνώς και τη ζήτηση πρώτων υλών από την Κίνα. Για να ανακάμψει, η Αθήνα λογικά δεν μπορεί να υπολογίζει σε τέτοιο ευνοϊκό περιβάλλον.
Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα έπρεπε να την εμποδίζει να αντλήσει τα διδάγματα που προκύπτουν από το προηγούμενο της Αργεντινής. Διδάγματα που, ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ για τις Οικονομικές Επιστήμες το 2001, παρατηρώντας την καταστροφή στην Αργεντινή, συνόψισε την αμέσως επόμενη χρονιά: «Κάθε οικονομολόγος άξιος αυτού του τίτλου μπορούσε να προβλέψει ότι οι πολιτικές λιτότητας θα προκαλούσαν επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι δεν θα επιτυγχάνονταν (11)».
Λοιπόν, εάν σκεφτεί κανείς την κατάσταση της Ελλάδας, σήμερα;