Ο Λαξμί και η γυναίκα του, Ράμα, είχαν βαρεθεί πλέον να δουλεύουν δώδεκα ώρες την ημέρα φτιάχνοντας περισσότερα από χίλια «beedies» (αρωματικά τσιγάρα) για να κερδίσουν 70 ρουπίες (1,10 ευρώ). Έτσι, αυτό το ζευγάρι με τα δύο παιδιά αποφάσισε να δανειστεί από έναν οργανισμό μικροπίστωσης 5.000 ρουπίες (78 ευρώ) για να ανοίξει ένα μικροσκοπικό μαγαζάκι που πουλάει μπετέλ, (1) σε κάποιο προάστιο του Βαρανγκάλ, στο ομόσπονδο κρατίδιο του Άντρα Πραντές, στην Νότια Ινδία. Υπολόγισαν ότι, παρά το γεγονός ότι η εβδομαδιαία δόση που όφειλαν να πληρώνουν ανερχόταν στις 130 ρουπίες, η μικρή τους επιχείρηση θα τους επέτρεπε να ζουν καλύτερα. Όμως, όπως μας διηγείται η Ράμα, ο Λαξμί αρρώστησε και «δεν μπορούσε να δουλέψει για τέσσερις μήνες». Οι απλήρωτες δόσεις συσσωρεύονταν και μαζί τους οι τόκοι. Το ζευγάρι, όμως, δεν είχε να αντιμετωπίσει τώρα μόνο τον οργανισμό που τους δανειοδότησε, αλλά και τους γείτονες, καθώς οι εταιρείες του κλάδου έχουν καθιερώσει ένα πρωτοφανές σύστημα συνυπευθυνότητας: δανείζουν σε ομάδες ατόμων μιας περιοχής και, όταν ένας δανειολήπτης δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του, οι υπόλοιποι είναι αναγκασμένοι να τις αποπληρώσουν για λογαριασμό του. Τρομοκρατημένο από τις παρενοχλήσεις των γειτόνων, το ζευγάρι συνάπτει ένα δεύτερο δάνειο για να εξοφλήσει το πρώτο. Κι ύστερα ένα τρίτο για να αποπληρώσει το δεύτερο… Το πέμπτο δάνειο ήταν της τάξης των 1.000 ευρώ.
Οι δανειστές κατασκήνωσαν κυριολεκτικά μπροστά στην παράγκα του Λαξμί και της Ράμα. Στη συνέχεια, κατέσχεσαν –χωρίς να ακολουθήσουν καμία νόμιμη διαδικασία-το μαγαζάκι που πουλούσε μπετέλ, την κουζίνα υγραερίου, τα χρυσά κοσμήματα της Ράμα και τη ραπτομηχανή με την οποία η Έγκα, η εικοσάχρονη κόρη τους, έραβε ρούχα και τα πουλούσε. Κι όταν η κοπέλα τούς ρώτησε πώς θα μπορεί πλέον η οικογένειά της να έχει ένα πιάτο φαγητό, της απάντησαν: «Ωραίο κορίτσι είσαι, να γίνεις πόρνη!» Μετά απ’ αυτόν τον εξευτελισμό, η κοπέλα αυτοπυρπολήθηκε, στις 28 Σεπτεμβρίου του 2010.
Σύμφωνα με τον Ρέντι Σουμπραχμανιάμ, υπουργό Ανάπτυξης της Υπαίθρου του ομόσπονδου κρατιδίου, «τώρα οι φτωχοί έχουν πρόσβαση στον εύκολο δανεισμό: στο εξής έρχεται στην πόρτα τους. Με ποιο τίμημα όμως! Μαζί με τα διάφορα έξοδα κι επιβαρύνσεις, το επιτόκιο φτάνει το 60%». Σύμφωνα με τη λογική του βραβευμένου με Νόμπελ Ειρήνης Μπανγκλαντεσιανού Μοχάμεντ Γιουνούς (2), η μικροπίστωση θα έπρεπε να επιτρέπει την απόκτηση μιας νέας πηγής εισοδήματος και όχι την αύξηση των καταναλωτικών δυνατοτήτων των δανειοληπτών. Η διαφορά είναι σημαντική γιατί, πλέον, η μικροπίστωση στην Ινδία αντιστοιχεί στα δικά μας καταναλωτικά δάνεια. Κι ο Σουμπραχμανιάμ συνεχίζει οργισμένος: «Οι φτωχότεροι καταφεύγουν στη μικροπίστωση για να πληρώσουν την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, μια προίκα κι έναν γάμο (3), ή ακόμα και μια τηλεόραση ή ένα προσκύνημα. Η μικροπίστωση θα έπρεπε να οδηγεί στη χειραφέτηση (empower) των φτωχότερων, να τους ξαναδίνει τη χαμένη τους αξιοπρέπεια. Αντίθετα, τώρα τους βυθίζει στην εξαθλίωση». Αντί δε να δημιουργεί νέες μορφές αλληλεγγύης, η συνυπευθυνότητα των δανειστών προκαλεί την κατάρρευση των κοινοτήτων στα χωριά.
Στο Άντρα Πραντές είναι συγκεντρωμένο το ένα τέταρτο των δανείων μικροπίστωσης που χορηγούνται από ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Ινδία: το 2010, το ύψος τους ανερχόταν στα 52 δις ρουπίες (818 εκατομμύρια ευρώ), ενώ ο αριθμός των νοικοκυριών που έχουν δανειστεί έφτανε τα 6.250.000 (4). Όπως παρατηρεί ο Ν. Αμπχάι, εκδότης της ηλεκτρονικής εφημερίδας India Microfinance, «τη δεκαετία του 2000, η περιφερειακή κυβέρνηση δρομολόγησε πλήθος κοινωνικών προγραμμάτων για να περιορίσει την επιρροή των μαοϊκών», οι οποίοι διεξάγουν σφοδρό ανταρτοπόλεμο στις περιοχές της υπαίθρου. Η κυβέρνηση του κρατιδίου ενθάρρυνε τις τράπεζες να δανείζουν τους χωρικούς που συγκροτούσαν ομάδες αλληλοβοήθειας («self-help groups» ή SHG) και επιδοτούσε ένα μέρος των τόκων.
Στο χωριό Νταρμασαγκαράμ, στη διοικητική περιφέρεια του Βαρανγκάλ, μια χήρα οικογενειάρχης, η Μπέργκια, διηγείται πώς κατόρθωσε, χάρη στο SHG, να δανειστεί από την τράπεζα 1.000 ευρώ, με επιτόκιο 12% (και επιδότηση του 9% από το κράτος) για να αγοράσει ένα τρίκυκλο μοτοταξί, το οποίο νοικιάζει στον αδελφό της. Δηλώνει ικανοποιημένη από την ιδέα της: «νοικιάζω το μοτοταξί 6.000 ρουπίες (94 ευρώ) τον μήνα και η δόση του δανείου μου είναι 2.700 ρουπίες».
Όμως, οι ιδιωτικές εταιρείες μικροπίστωσης χρησιμοποίησαν το συγκεκριμένο δίκτυο για να προσεγγίσουν τους χωρικούς και να τους πουλήσουν καταναλωτικά δάνεια ευρωπαϊκού τύπου. Το ολίσθημα αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στην πλειονότητα των 66 ινδικών οργανισμών μικροπίστωσης κυριαρχεί πλέον μία και μόνη λογική: η λογική του κέρδους. Η SKS, η εταιρεία που κατέχει ηγετική θέση στον κλάδο, ιδρύθηκε το 1998 από τον Βίκραμ Ακούλα, έναν κοινωνικό λειτουργό, απόφοιτο του πανεπιστημίου του Σικάγο. Αρχικά, η SKS ήταν μια μη κερδοσκοπική εταιρεία. Όπως εξηγεί ο εκπρόσωπος της εταιρείας προσπαθώντας να δικαιολογήσει την εξέλιξή της, «το νομικό καθεστώς δεν της επέτρεπε να δανείζει αρκετά υψηλά ποσά. Έτσι, το 2005, ο Ακούλα αποφάσισε να τη μετατρέψει σε μη τραπεζική χρηματοοικονομική εταιρεία. Σύμφωνα με το ινδικό δίκαιο, μια εταιρεία αυτού του τύπου έχει τη δυνατότητα να χορηγεί δάνεια, όχι όμως και να δέχεται καταθέσεις». Τον Αύγουστο του 2010, ο Ακούλα εισήγαγε την επιχείρησή του στο χρηματιστήριο. Η τιμή της μετοχής εκτινάχθηκε στις 1.400 ρουπίες και η ηγεσία της εταιρείας αποκόμισε σημαντικά κέρδη.
Ένα πρόσφατο νομοθετικό διάταγμα της κυβέρνησης του ομόσπονδου κρατιδίου Άντρα Πραντές (η οποία ελέγχεται από το Κόμμα του Κογκρέσου) απαγορεύει στους εισπράκτορες των δόσεων να πηγαίνουν στην κατοικία των δανειοληπτών και θέτει ως όρο για τη χορήγηση νέων δανείων την έγκρισή τους από τις αρχές. Αυτά τα μέτρα θεωρούνται ανεπαρκή από την αντιπολίτευση: το Telugu Desam Party (TDP), το κόμμα που κατείχε την εξουσία στο Άντρα Πραντές την περίοδο 1999-2004, παρακινεί εκατομμύρια οφειλέτες να σταματήσουν να αποπληρώνουν τα δάνειά τους.
Σε ένα προάστιο της Χαϊντεραμπάντ, της πόλης όπου βρίσκεται η έδρα της SKS, συναντάμε την κυρία Κοσάλια και τις γειτόνισσές της. Η γεμάτη ενεργητικότητα γιαγιά δανείστηκε χρήματα για να περιθάλψει τον ημιπληγικό άντρα της. Δεδομένου ότι αδυνατεί να αποπληρώσει το δάνειο που έλαβε, θα έπρεπε θεωρητικά να υφίσταται τις παρενοχλήσεις των υπόλοιπων δανειοληπτών της συνοικίας από τους οποίους ζητείται να πληρώσουν για λογαριασμό της. Όμως, όλες οι γυναίκες αποφάσισαν να συγκροτήσουν κοινό μέτωπο και να μην πληρώνουν πλέον τίποτα. Ντυμένες με το παραδοσιακό σάρι, δηλώνουν γεμάτες σοβαρότητα και περηφάνια: «Από τον Νοέμβριο του 2010 δεν έχουμε πληρώσει ούτε μια ρουπία. Οι άνθρωποι από την εταιρεία που μας χορήγησε το δάνειο μας απειλούν, μας λένε ότι θα μας στείλουν φυλακή, αλλά τελικά δεν συμβαίνει τίποτα. Ούτε καν τους δίνουμε σημασία!» Παρόμοια παραδείγματα αλληλεγγύης πολλαπλασιάζονται σε ολόκληρο το ομόσπονδο κρατίδιο. Και τα ποσοστά εξυπηρέτησης των δανείων καταρρέουν, από το αρχικό 97% στο 20%, ακόμα και στο 10%... Τέλος, σύμφωνα με τον Σουμπραχμανιάμ, «διεξάγονται έρευνες για περίπου πενήντα αυτοκτονίες. Οι υπεύθυνοι για την άσκηση παρενόχλησης στους δανειολήπτες πρέπει να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους στο δικαστήριο».
Καθώς διαισθάνονταν ότι το κλίμα αλλάζει ταχύτατα, 39 ηγετικά στελέχη της SKS ξεπούλησαν τις μετοχές που είχαν λάβει ως μπόνους ή σε ιδιαίτερα προνομιακές τιμές, αμέσως μόλις άρχισε η κρίση της μικροπίστωσης, στα τέλη του 2010 (5). Στο εξής, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, οι εταιρείες της μικροπίστωσης προσπαθούν να βρουν πελάτες στα μακρινά κι απομονωμένα χωριά που κατοικούνται από τα μέλη της φυλής Αντιβάζι: θεωρούν πιθανό ότι οι εξαθλιωμένοι, αγράμματοι κι απομονωμένοι χωρικοί θα είναι λιγότερο καχύποπτοι απέναντι στον κλάδο… Η μικροπίστωση στην Ινδία θα μπορούσε να υιοθετήσει την ατάκα του Γάλλου χιουμορίστα Αλφόνς Αλλαί (1854-1905): «Πρέπει να παίρνεις τα λεφτά από εκεί όπου βρίσκονται: από τους φτωχούς. Βέβαια, δεν έχουν και πολλά, είναι όμως τόσο πολλοί…» (6).