Οι γαλλικές εκλογές θα καταλήξουν, άραγε, σε αλλαγή προέδρου, χωρίς να έχουν επιλυθεί τα σημαντικά ζητήματα που άνοιξαν το 2007; Σίγουρα, η πολιτική εναλλαγή θα αποτελούσε ανακούφιση για τους Γάλλους. Διότι, πέρα από τα διάσημα ελαττώματα του απερχόμενου προέδρου (σ.σ. Σαρκοζί) –δηλαδή την παρουσία του παντού, την επιδειξιμανία του, την ικανότητά του να λέει κάτι και μετά το αντίθετο, τη γοητεία που του ασκούν οι πλούσιοι, η οποία είναι περίπου ίση με την τάση του να μετατρέπει τους ανέργους, τους μετανάστες, τους μουσουλμάνους και τους δημόσιους υπαλλήλους σε αποδιοπομπαίους τράγους για οτιδήποτε– πέρα λοιπόν από όλα αυτά, τα πέντε τελευταία χρόνια σημαδεύτηκαν από την υποχώρηση τόσο της δημοκρατίας στην πολιτική ζωή όσο και της λαϊκής κυριαρχίας.
(…) Η υποταγή των ηγετικών κύκλων της Γαλλίας σε μια όλο και πιο υπεροπτική γερμανική Δεξιά, προσκολλημένη στο πιστεύω της για μια «δημοκρατία σύμφωνη με την αγορά», διαβρώνει και τη λαϊκή κυριαρχία. Η άρση αυτής της υποθήκευσης βρίσκεται στην καρδιά των εκλογών. Και μας υποχρεώνει να θέσουμε χωρίς περιστροφές τους όρους του ευρωπαϊκού διαλόγου. Κανείς δεν αγνοεί ότι τα προγράμματα λιτότητας που εφαρμόζονται μανιωδώς εδώ και δύο χρόνια δεν έχουν φέρει –και δεν πρόκειται να φέρουν– καμία βελτίωση στα προβλήματα χρέους που υποτίθεται ότι επιλύουν. Μια αριστερή στρατηγική που δεν θα αμφισβητούσε αυτόν τον χρηματοπιστωτικό στραγγαλισμό θα ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Όμως το ευρωπαϊκό πολιτικό περιβάλλον απαγορεύει στον οποιονδήποτε να φανταστεί ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα μπορεί να κερδηθεί χωρίς μάχη.
Το γενικευμένο αδιέξοδο αποφεύγεται χάρη σ’ ένα πακτωλό χρημάτων που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσφέρει σε χαμηλές τιμές στις ιδιωτικές τράπεζες. Η δική τους υποχρέωση είναι να δανείσουν τα χρήματα πιο ακριβά στα κράτη. Όμως αυτό το διάλειμμα δεν εξαρτάται παρά από την καλή διάθεση του αρχικού δανειστή, ο οποίος έχει ενισχυθεί με μια «ανεξαρτησία» που του εξασφάλισαν απερίσκεπτα οι ευρωπαϊκές συνθήκες. Μακροπρόθεσμα, η πλειονότητα των κρατών-μελών έχει δεσμευτεί, σύμφωνα με τις γερμανικές απαιτήσεις, τις οποίες καθρεπτίζει υπάκουα το Παρίσι, να σκληρύνουν τις πολιτικές λιτότητας και να υποβάλλουν όσους παρανομήσουν σε ένα δρακόντειο μηχανισμό κυρώσεων, τη Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση που αυτήν την στιγμή βρίσκεται σε διαδικασία επικύρωσης.
(…) Αντίθετα σε μια επαναδιαπραγμάτευση των ευρωπαϊκών συνθηκών, τα περισσότερα από τα κράτη-μέλη, με πρώτη και καλύτερη τη Γερμανία, δεν θα φαντάζονταν ποτέ την αμφισβήτηση της ΣΣΣΔ ή άλλες πολιτικές λιτότητας του ίδιου διαμετρήματος. Και ούτε να δανείσουν σημαντικά ποσά σε κράτη που βρίσκονται σε δυσκολία χωρίς αυτά να δώσουν δείγματα «χρηστής» διαχείρισης. Δηλαδή να δεχθούν νέες ιδιωτικοποιήσεις και ταυτόχρονα την αμφισβήτηση σημαντικών τμημάτων της κοινωνικής προστασίας (συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, κατώτατος μισθός κλπ). «Οι Ευρωπαίοι δεν είναι τόσο πλούσιοι ώστε να πληρώνουν όλο τον κόσμο για να μην δουλεύει», δήλωσε ειρωνικά στις 24 Φεβρουαρίου 2012 ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της ΕΚΤ σε συνέντευξή του στην «Wall Street Journal». Ο πρώην αντιπρόεδρος της Goldman Sachs πρόσθεσε ότι μια «καλή» λιτότητα θα απαιτούσε ταυτόχρονη μείωση της φορολογίας (κάτι που κανένας υποψήφιος δεν προτείνει, ούτε καν ο κ. Σαρκοζί…) και των δημοσίων δαπανών.
(…) Το 2003, ο σημερινός διευθυντής της καμπάνιας του κ. Ολάντ, Πιέρ Μοσκοβισί, έκανε μια σημασιολογική πιρουέτα. Ξαναδιαβάζοντάς την, είναι δύσκολο να μη σκεφτεί κάποιος την κατάσταση στην οποία θα μπορούσαμε να βρεθούμε μετά τις εκλογές: «Η διαπραγμάτευση για τη Συνθήκη του Άμστερνταμ διεξήχθη –με πολύ άσχημο τρόπο– πριν αναλάβουμε την κυβέρνηση. Περιείχε πολλά ελαττώματα, πρώτα απ’ όλα ένα ιδιαίτερα ανεπαρκές κοινωνικό περιεχόμενο. (…) Η νέα κυβέρνηση είχε πλήρη νομιμοποίηση να μην την εγκρίνει (…) ή τουλάχιστον να ζητήσει να ανοίξουν εκ νέου οι διαπραγματεύσεις. Δεν ήταν η τελική μας επιλογή (ο κ. Μοσκοβισί ήταν τότε υφυπουργός ευρωπαϊκών θεμάτων). Γιατί απέναντί μας είχαμε, με τον Ζακ Σιράκ στην προεδρία, την απειλή μιας τριπλής κρίσης. Κρίση γαλλογερμανική, γιατί μια υποχώρηση από πλευράς μας θα είχε περιπλέξει τη σχέση μας με τον σημαντικό αυτό εταίρο. (…) Κρίση χρηματοπιστωτικών αγορών, όπου οι φορείς επιθυμούσαν την υιοθέτηση της Συνθήκης. (…) Και τέλος κρίση της συγκυβέρνησης. (…) Σωστά ο Λιονέλ Ζοσπέν επέλεξε να δώσει την μάχη αλλού, ψάχνοντας ταυτόχρονα μια ελαστική υποχώρηση και μια έξοδο από τα πάνω. Δηλαδή συγκατατιθέμενος στην Συνθήκη του Άμστερνταμ να κερδίσει την πρώτη απόφαση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αφιερωμένου στην ανάπτυξη και την απασχόληση».
(…) Σχεδόν την ίδια στιγμή, περίπου δώδεκα άλλες χώρες, ανάμεσα στις οποίες η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Πολωνία ζήτησαν κι αυτές τον αναπροσανατολισμό της γερμανογαλλικής οικονομικής πολιτικής. Ο κ. Ολάντ δικαιούται να χαίρεται γι’ αυτό. Ελπίζει, πράγματι, ότι η ενδεχόμενη εκλογή του θα ανατρέψει τον συσχετισμό των δυνάμεων χωρίς να χρειαστεί να εμπλακεί σε μπρα-ντε-φερ, το οποίο προτιμά δηλωμένα αποφύγει, με πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, την ΕΚΤ και την Κομισιόν.
Μόνο που ο αναπροσανατολισμός που επιθυμούν οι χώρες με φιλελεύθερες κυβερνήσεις δεν έχει τίποτα το κοινό με εκείνον που ο ίδιος και οι φίλοι του επιθυμούν. Για τους μεν η λέξη «ανάπτυξη» σημαίνει υιοθέτηση θατσερικών πολιτικών (μείωση της φορολογίας, απορρύθμιση στον κοινωνικό και περιβαλλοντικό τομέα), για τους δε σημαίνει μια μικρή πανοπλία δημόσιων επενδύσεων (παιδεία, έρευνα, υποδομές). Η ασάφεια δεν θα διαρκέσει για πάντα. Πολύ σύντομα θα πρέπει να εξεταστεί η «ευρωπαϊκή ανυπακοή» που συστήνει ο κ. Μελανσόν και άλλες δυνάμεις της Αριστεράς. Ή αλλιώς θα συνεχιστεί χωρίς ελπίδα η πορεία στο ίδιο μονοπάτι.
Πέρα από όσα τους διαχωρίζουν –για παράδειγμα στο φορολογικό– ο κ. Σαρκοζί και ο κ. Ολάντ υποστήριξαν τις ίδιες ευρωπαϊκές συνθήκες από το Μάαστριχτ ώς τη Λισαβόνα. Και οι δύο ενέκριναν τους δρακόντειους στόχους μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων. Και οι δύο απορρίπτουν τον προστατευτισμό. Περιμένουν τα πάντα από την ανάπτυξη. Υποστηρίζουν τις ίδιες θέσεις στην εξωτερική πολιτική και την άμυνα, ακόμα και η ένταξη της Γαλλίας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ δεν αμφισβητείται πλέον από τους σοσιαλιστές.
Κι όμως, έχει έρθει η ώρα να έρθουμε σε ρήξη με το σύνολο των παραδοχών αυτών. Η αλλαγή προέδρου είναι σίγουρα αναγκαία. Αλλά ούτε η ιστορία της Αριστεράς στην εξουσία ούτε η πρόοδος της προεκλογικής καμπάνιας δεν επιτρέπουν να φανταστούμε ότι είναι και ικανή.