Μια τέτοια άνοδος των ακραίων θέσεων παρατηρείται και σε άλλες χώρες. Στη Γαλλία, η ήττα του συντηρητικού κόμματος, στο τέλος μιας προεκλογικής καμπάνιας στη διάρκεια της οποίας συζητήθηκε όλη η θεματική της ακροδεξιάς, δεν συνέβαλε καθόλου στον επαναπροσανατολισμό του κομματικού λόγου προς ένα κεντρώο ακροατήριο, το ακροατήριο ακριβώς που του έλειπε. Αντίθετα, οι κληρονόμοι του Νικολά Σαρκοζί συνεχίζουν να ευνοούν τις πιο αντιδραστικές θέσεις –εχθρότητα προς τους μετανάστες, αντίθεση στην «ποινική χαλαρότητα», μάχη ενάντια στην εκμετάλλευση των κοινωνικών παροχών (ψεύτικα επιδόματα, συνεχής προσφυγή στο ταμείο ανεργίας κ.λπ.) -με την ελπίδα να κερδίσουν από το Εθνικό Μέτωπο τους «λαϊκούς» ψηφοφόρους που αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στο πορτρέτο του «εργαζόμενου που δεν θέλει αυτός που δεν δουλεύει να κερδίζει περισσότερα από τον ίδιο» (2).
Λιγότερο από έναν χρόνο μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Μπαράκ Ομπάμα, οι ΗΠΑ γνώρισαν μια πολιτική εξέλιξη του ίδιου τύπου. Αντί να μετανοήσουν, οι Ρεπουμπλικάνοι ακολουθούσαν την αντιδραστική και παρανοϊκή γραμμή του Tea Party, ειδική στην τέχνη να παρουσιάζει τους αντιπάλους της ως ένα συνονθύλευμα από σνομπ αριστερίζοντες τεχνοκράτες που αυτοθαυμάζονται και που το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να παρενοχλούν τους παραγωγούς του πλούτου, ώστε να συνεχίσουν να εξυπηρετούν τους «χρήζοντες βοήθεια» και τους αποτυχημένους. «Σχεδόν όλοι έχουμε έναν γείτονα ή έχουμε ακούσει να μιλάνε για κάποιον που ζούσε υπεράνω των δυνατοτήτων του, και αναρωτιόμαστε γιατί πρέπει να πληρώνουμε γι’ αυτόν», εξανίσταντο οι συγγραφείς του Μανιφέστου του Tea Party (3). Η Δεξιά δεν έδειξε ενδιαφέρον να επανακτήσει το κέντρο, εκεί, όπου, ως φαίνεται, κερδίζονται οι εκλογές. Και φτιασιδώθηκε αντικαθιστώντας τον γκρίζο πραγματισμό των ιθυνόντων της με τις προσδοκίες των πιο ακραίων υποστηρικτών της.
Το φαντασιακό της Δεξιάς είναι ισχυρό. Δεν θα νικηθεί με κηρύγματα ούτε τροποποιώντας περιθωριακά μια οικονομική και χρηματοπιστωτική κατεύθυνση, της οποίας η προγραμματισμένη αποτυχία θα πολλαπλασιάσει την απελπισία, την ηττοπάθεια, τον πανικό. Χωρίς να αναφέρουμε τα καταστροφικά πολιτικά αποτελέσματα ενός αισθήματος που κατευθύνεται προς τον λάθος αντίπαλο.
Η αποδυνάμωση των δύο μεγάλων ελληνικών κομμάτων, που ήταν υπεύθυνα για την κατάσταση της χώρας και για το μαρτύριο που υπομένει ο λαός της και η απρόσμενη ανάδυση ενός σχηματισμού της Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι αποφασισμένος να αμφισβητήσει την αποπληρωμή ενός -σε μεγάλο βαθμό- μη νόμιμου χρέους, δείχνουν ότι είναι δυνατό να βγει κανείς από το αδιέξοδο. Με την προϋπόθεση να διαθέτει τόλμη και φαντασία. Αυτό είναι και το νόημα του αγώνα των φοιτητών του Κεμπέκ.