Τι επιφυλάσσει το μέλλον στους αλαουΐτες, τη μειονότητα στην οποία ανήκει η οικογένεια του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ και αντιπροσωπεύει περίπου το 10% του πληθυσμού της Συρίας; Το ερώτημα αποτελεί ένα από τα επίδικα της σημερινής κρίσης στη Συρία. Τα μέλη της κοινότητας αυτής είναι διασκορπισμένα μεταξύ του ιστορικού λίκνου της, στα βουνά που ορθώνονται λίγα χιλιόμετρα προς την ενδοχώρα και ακολουθούν τη μεσογειακή ακτογραμμή, και πόλεων όπως η Δαμασκός και η Χομς, όπου έχουν εγκατασταθεί ως μετανάστες. Το δόγμα τους, συνδεδεμένο με το σιιτικό ισλάμ, τους έχει καταστήσει ξεχωριστή θρησκευτική ομάδα, ενώ ορισμένες από τις πεποιθήσεις τους ήταν, μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, πολύ μακριά από το ισλάμ. Ορισμένοι από τους πρόσφυγες αφομοιώθηκαν στις πόλεις και «εξισλαμίστηκαν» ως προς τη θρησκευτική πρακτική τους. Άλλοι διαφύλαξαν τόσο τον αγροτικό τρόπο ζωής τους όσο και τις μυστικιστικές πεποιθήσεις τους. Για το ζήτημα των αλαουϊτών, λίγα είναι τα αξιόπιστα στοιχεία. Στη διάρκεια της κυριαρχίας της οικογένειας Άσαντ, το ζήτημα υπήρξε πάντοτε ταμπού: κανείς δεν τολμά να μιλήσει για αλαουΐτες δημόσια. Έτσι, τους έχει δοθεί το παρατσούκλι «Γερμανοί», λόγω της ηχητικής συγγένειας των δύο λέξεων στα αραβικά (alawiyyin και almaniyyin).
Σήμερα, οι αναλυτές αναρωτιούνται: θα διχαστούν οι αλαουΐτες; Θα εγκαταλείψουν το καθεστώς; Λίγοι αλαουΐτες έχουν προσχωρήσει στην αντιπολίτευση, λόγω του κινδύνου να αποκλειστούν από την κοινότητά τους, την οποία κρατούν ενωμένη, πρώτα από όλα, ο τρόμος των αντιποίνων του καθεστώτος και η πεποίθηση ότι κανείς δεν μπορεί να παρουσιάσει μια οικονομικά ή πολιτικά αξιόπιστη εναλλακτική λύση απέναντι στην οικογενειοκρατία του Άσαντ. Η μακρά ιστορία θρησκευτικής ιδιαιτερότητας, διωγμών και καταστολής εξηγεί, σε κάποιο βαθμό, τους δισταγμούς των αλαουϊτών, οι οποίοι, πριν από έναν αιώνα, αποκαλούνταν «νοζερίτες».
Το 1903, ο Βέλγος ιησουίτης Ανρί Λάμενς επισκέφθηκε τον νοζερίτη θρησκευτικό ηγέτη της επαρχίας της Αντιόχειας -περιοχή της σημερινής Συρίας- για να τον «κάνει να συζητήσει». Όπως και σε άλλους μελετητές της Ανατολής νωρίτερα, στον Λάμενς είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον αυτός ο λαός με τη σκοτεινή προέλευση και τα θρησκευτικά δόγματα με εμφανή τα σημάδια του αρχαϊσμού και του θρησκευτικού συγκρητισμού, όπως η μετεμψύχωση ή η πίστη σε μια Τριάδα (Μωάμεθ, ο προφήτης, Άλι, ο γαμπρός του, και Σαλμάν, ένας από τους συντρόφους του). Ένας λαός που συμμετείχε τόσο σε χριστιανικές τελετές όσο και σε γιορτές με πιο παγανιστικό περιεχόμενο και λάτρευε τοπικούς θεούς, χωρίς, ωστόσο, να διαθέτει τζαμιά για να προσεύχεται. Καθώς τα μυστικά της θρησκείας των νοζεριτών μεταδίδονταν μόνο στους μυημένους, αποτελούσαν άλυτο μυστήριο για τους μελετητές της Ανατολής και τους ιεραπόστολους.
Στην αρχή, ο Λάμενς είχε θεωρήσει ότι οι νοζερίτες ήταν συνέχεια των αρχαίων χριστιανών, αλλά θα αναθεωρούσε μετά από συζήτηση με τον σεΐχη τους, ο οποίος επικαλείτο ξεκάθαρα το σιιτικό ισλάμ. Εξάλλου, ο σεΐχης απέρριψε την ιδέα της απορρόφησης των νοζεριτών από τους σουνίτες και διαμαρτυρήθηκε για την κακή μεταχείριση που τους είχε επιφυλάξει η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην οποία ανήκε η περιοχή πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα με τον σεΐχη, ο λαός του ήταν ανυπεράσπιστος, καθώς δεν διέθετε τις εξωτερικές εγγυήσεις προστασίας που απολάμβαναν τα υπόλοιπα θρησκευτικά δόγματα. «Και εάν γινόσασταν χριστιανοί;», του πρότεινε ο Λάμενς. «Μια τέτοια κίνηση θα έδινε αμέσως το δικαίωμα στη Γαλλία να επέμβει υπέρ σας…» (1).
Η διήγηση αυτή σκιαγραφεί τις δυσκολίες που συνάντησαν οι νοζερίτες από την αρχή του 20ού αιώνα, στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν και να κατοχυρώσουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, αρχικά στο πλαίσιο της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη συνέχεια της Συρίας υπό γαλλική κυριαρχία (μετά το 1920) και, τέλος, στο πλαίσιο της ανεξάρτητης Συρίας (1946). Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, δυσκολεύονται να βγουν από την ορεσίβια απομόνωσή τους και να εξοικειωθούν με τον σύγχρονο τρόπο ζωής.
Η θρησκεία τους διαμορφώθηκε στους κόλπους του σιιτικού ισλάμ, μεταξύ του 9ου και του 10ου αιώνα, και πήρε το όνομα του ιδρυτή της Μοχάμεντ Ιμπν Νοζέρ. Συνδέεται με τις λεγόμενες «ακραίες» ομάδες (ghulât), οι οποίες κατηγορούνται για υπερβολική λατρεία του Άλι, μέχρι θεοποίησής του (2). Μετά από μια φάση εξάπλωσης στην Ανατολή, οι οπαδοί της θρησκείας αναδιπλώθηκαν στα βουνά και η θρησκεία τους εξελίχθηκε σε περιβάλλον απομόνωσης, αντλώντας στοιχεία από τις τοπικές πεποιθήσεις και τελετουργίες. Θρησκεία μυημένων, περιβλήθηκε από μυστήριο και καλλιέργησε έναν εσωτερικό, γνωστικιστικό, μυστικιστικό δρόμο, στο περιθώριο του ισλάμ, της διδασκαλίας και του τελετουργικού του. Κατηγορήθηκε, επίσης, για ασέβεια, ιδιαίτερα από τον διάσημο νομομαθή του 14ου αιώνα Ιμπν Ταϊμίγια, με αποτέλεσμα οι νοζερίτες να αποβληθούν από το ισλάμ.
Ένα παρελθόν βυθισμένο στην εξαθλίωση
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι νοζερίτες έπεσαν συχνά θύματα διακρίσεων και παράλογων στερεοτύπων. Από την πλευρά τους, στο πρότυπο άλλων σιιτών, διατηρούσαν θρησκευτικές πρακτικές που πρόσβαλλαν τους σουνίτες, όπως η τελετουργική προσβολή των διαδόχων του Προφήτη (3). Η Κωνσταντινούπολη, όταν επιχείρησε τη μεταρρύθμιση της διοικητικής δομής της, προσπάθησε να τους αφομοιώσει, κυρίως χτίζοντας τζαμιά, χωρίς, όμως, μεγάλη επιτυχία. Οι νοζερίτες ζούσαν τότε κυρίως στα ορεινά χωριά (Τζαμπάλ Ανσαριέχ) και στο σαντζάκι της Αλεξανδρέττας (4) , όπου είχαν ενσωματωθεί περισσότερο στο αστικό περιβάλλον και είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση, καθώς και στο βόρειο τμήμα του Λιβάνου -όπου, από την έναρξη της σημερινής εξέγερσης στη Συρία, συγκρούονται καθημερινά με σουνιτικές ομάδες στην Τρίπολη.
Στα βουνά, η καθημερινότητα των αναλφάβητων χωρικών που τους εκμεταλλεύονταν οι σουνίτες γαιοκτήμονες ήταν βυθισμένη στην εξαθλίωση. Ωστόσο, ορισμένα μέλη της κοινότητας αναρριχήθηκαν σε αξιώματα της οθωμανικής διοίκησης και, έτσι, η αγροτική κοινότητα που ήταν οργανωμένη στη βάση της ομοσπονδίας τεσσάρων φυλών θα ανοιγόταν λίγο περισσότερο στον έξω κόσμο. Από τη δεκαετία του 1910, νοζερίτες θρησκευτικοί αξιωματούχοι ύφαναν δεσμούς με τους ορθόδοξους σιίτες συναδέλφους τους (5) του σημερινού νότιου Λιβάνου και του Ιράκ. Ορισμένοι άρχισαν να παρουσιάζονται ως «αλαουΐτες», προκειμένου να συνδεθούν με τη μορφή του Άλι και το σιιτικό ισλάμ και να πάρουν τις αποστάσεις τους από τον χαρακτηρισμό «νοζερίτες», ο οποίος είχε γίνει υποτιμητικός.
Όταν οι Γάλλοι απέκτησαν τον έλεγχο της Συρίας και του Λίβανου (1920-1946), υιοθέτησαν τον όρο «αλαουΐτες». Η διατήρηση της θρησκευτικής μειονότητας και η αντιμετώπιση της οικονομικής και κοινωνικής οπισθοδρόμησής της δεν ήταν ο μοναδικός στόχος τους: επιδίωκαν, πρώτα απ’ όλα, να την αποκόψουν από τους εθνικιστές σουνίτες μουσουλμάνους –τακτική «διαίρει και βασίλευε». Η Συρία κατατεμαχίστηκε και στους αλαουΐτες παραχωρήθηκε μια αυτόνομη περιοχή, η οποία το 1922 έγινε κράτος με πρωτεύουσα τη Λαττάκεια, πριν ενωθεί με τη Συρία το 1939.
Μολονότι ορισμένοι αξιωματούχοι και φύλαρχοι είχαν αντιμετωπίσει ευνοϊκά τη γαλλική πρωτοβουλία, ένας από αυτούς, ο Σαλέχ αλ Άλι (1884-1950), τής αντιτάχθηκε με τα όπλα από τον Δεκέμβριο του 1918, στρατολογώντας και άλλους τοπικούς αρχηγούς στη μάχη των βουνών, πριν ηττηθεί το 1921. Υπήρξε, άλλωστε, ο πρώτος εξεγερμένος σε ολόκληρη τη Συρία και, το 1946, η πρώτη ανεξάρτητη κυβέρνηση της χώρας τον ανακήρυξε εθνικό ήρωα. Υπήρξε και μια δεύτερη φιγούρα που ξεχώρισε: ο Σολεϊμάν αλ Μουρσίντ, θαυματουργός βοσκός που αυτοανακηρύχθηκε προφήτης, ακόμα και θεός. Τελικά, απαγχονίστηκε για εσχάτη προδοσία από την ανεξάρτητη Συρία το 1946. Οι οπαδοί του ίδρυσαν σέκτα (6).
Καθώς ο αλ Μουρσίντ υποστήριζε την αυτονομία των αλαουϊτών, οι Γάλλοι τον έκαναν σύμμαχό τους. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, οι αλαουΐτες ηγέτες χωρίζονταν σε δύο στρατόπεδα: από τη μία πλευρά βρίσκονταν όσοι ήθελαν να διατηρήσουν την αυτονομία της κοινότητας –και, αναμφίβολα, την προσωπική τους εξουσία στο εσωτερικό της- και να παραμείνουν ανεξάρτητοι από τη Συρία. Από την άλλη βρίσκονταν συχνά μορφωμένοι νέοι, οι οποίοι τάσσονταν στο πλευρό των σουνιτών των πόλεων και επεδίωκαν την προσχώρηση σε μια ενωμένη Συρία (7).
Στις συζητήσεις που προηγήθηκαν της υπογραφής της συνθήκης Γαλλίας-Συρίας, το 1936, τέθηκε το ζήτημα εάν οι αλαουϊτες ανήκουν στο ισλάμ. Οι ίδιοι οι θρησκευτικοί ηγέτες των αλαουϊτών ήταν διχασμένοι μεταξύ υποστηρικτών της αυτονομίας της κοινότητάς τους και οπαδών της συριακής ενότητας. Με ηγέτη τον Σολεϊμάν αλ Αχμάντ (1866-1942), οι οπαδοί της ενότητας ζητούσαν την προσχώρησή τους στο ισλάμ. Το 1936, δημοσίευσαν κείμενο δηλώνοντας την αραβική και τη μουσουλμανική τους ταυτότητα και, στη συνέχεια, έκαναν διάβημα στον μουφτή της Ιερουσαλήμ Αμίν αλ Χουσεϊνί. Ο μουφτής εξέδωσε φετβά: για πρώτη φορά, μια μουσουλμανική αρχή δεχόταν τους αλαουΐτες ως μέρος της ούμμα, της κοινότητας των πιστών.
Όταν η Συρία έγινε ανεξάρτητη, οι αλαουΐτες αντιπροσώπευαν το 11% του πληθυσμού, ενώ το 80% των μελών της κοινότητας ζούσε στα βουνά. Κατά την περίοδο της γαλλικής κυριαρχίας, είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται στα μεγαλύτερα χωριά και στις παραθαλάσσιες πόλεις. Η κινητικότητά τους συνεχίστηκε και, για να γλυτώσουν από τη φτώχεια, έφτασαν κυρίως στη Χομς ή στη Δαμασκό, όπου ασχολήθηκαν με μικροεπαγγέλματα. Μία ακόμη διέξοδος υπήρξε ο στρατός: οι αλαουΐτες, με ήδη πολυπληθή παρουσία στον γαλλικό στρατό της Ανατολής, έγιναν δεκτοί, όπως και άλλες μειονότητες, στη Στρατιωτική Ακαδημία στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Θα αποτελούσαν, στη συνέχεια, βάση στρατολόγησης για το Μπάαθ, το κόμμα του αραβικού εθνικισμού με τις σοσιαλιστικές αναφορές.
Οι αλαουΐτες, που υποστηρίζονταν από τις θρησκευτικές αρχές των ορθόδοξων σιιτών του Ιράκ, άνοιξαν θρησκευτικά ιδρύματα, έχτισαν τζαμιά, εξέδωσαν έργα για τα δόγματά τους, ενώ το 1952 οι αλαουΐτες ιμάμηδες κατόρθωσαν να αναγνωριστούν ως τζαφαρίτες, δηλαδή ως σιίτες, από τον μουφτή της Συρίας. Η διαδικασία προσέγγισης με το σιιτικό ισλάμ θα επιταχυνθεί την εποχή του Χαφέζ αλ Άσαντ, πατέρα του σημερινού προέδρου: το 1973, ένας σημαντικός θρησκευτικός ηγέτης του Λιβάνου, ο Μούσα Σαντρ, τους χαρακτήριζε μουσουλμάνους, ενώ σιιτικές θρησκευτικές σχολές άνοιγαν στη Σαϊίντα Ζαϊνάμπ, στα περίχωρα της Δαμασκού. Τη δεκαετία του 2000, κυκλοφόρησαν φήμες «σιιτοποίησης» της χώρας, λόγω της συμμαχίας του καθεστώτος με τη λιβανέζικη Χεζμπολάχ και το Ιράν.
Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του Μπάαθ το 1963, οι αλαουΐτες κατόρθωσαν να αναρριχηθούν σε θέσεις-κλειδιά των ενόπλων δυνάμεων. Ο Χαφέζ αλ Άσαντ, ο οποίος εξουδετέρωσε τους αντιπάλους του το 1970, συνέχισε την ίδια πολιτική, περνώντας στους αλαουΐτες το μήνυμα: «Είσαι με τον Άσαντ, είσαι με τον εαυτό σου» (8). Η συμφωνία ισχύει ακόμη και ακούγεται ταυτόχρονα ως υπόσχεση και ως απειλή. Πάντως, η αναρρίχηση των αλαουϊτών στα αξιώματα των ενόπλων δυνάμεων και του κόμματος Μπάαθ, η κατάκτηση από πλευράς τους του κράτους και της πρωτεύουσας μέσω της διείσδυσής τους στους θεσμούς, καθώς και ο σφετερισμός των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, πρέπει να τίθενται με λιγότερο κατηγορηματικό τρόπο (9).
Για να φτάσει σε έναν τέτοιο έλεγχο και μια τέτοια δικτύωση στην κοινωνία, ο πατέρας Άσαντ στηρίχθηκε σε άλλες πελατειακές ή τοπικιστικές στρατηγικές, σε άλλες δυνάμεις και σε άλλες κοινότητες: πρώτα απ’ όλα, στην πολυπληθέστερη κοινότητα, τους σουνίτες (ιδιαίτερα στις ένοπλες δυνάμεις και, στη συνέχεια, στην οικονομία), αλλά και στις υπόλοιπες μειονότητες (χριστιανούς, δρούζους). Αντιδρώντας σε συγκυρίες κρίσης ή σχετικής καταλλαγής, το καθεστώς ταλαντευόταν μεταξύ της αναδίπλωσης στην αλαουϊτική βάση του, καθώς και στα σώματα ασφαλείας, όπου οι αλαουΐτες είναι πάρα πολλοί, και του ανοίγματος σε άλλες κοινότητες. Ο Μπασάρ αλ Άσαντ προσάρμοσε την πολιτική αυτή στα δικά του μέτρα, στο πλαίσιο ενός νεοφιλελευθερισμού που μετατράπηκε σε ιδιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας.
Δεν είναι, όμως, όλοι οι αλαουΐτες ευνοημένοι από το καθεστώς. Μολονότι η γενέθλια γη τους επωφελήθηκε από έναν προσεκτικά σχεδιασμένο εκσυγχρονισμό για να συγκροτηθεί μια πιθανή βάση αναδίπλωσης, μόνο το τοπικό δίκτυο του Άσαντ και οι συνεργάτες του απόλαυσαν την κρατική γενναιοδωρία. Ο πρόεδρος υπονόμευσε την κοινωνική οργάνωση των φυλών και την επιρροή των θρησκευτικών ηγετών, παραμέρισε τις παραδοσιακές μεγάλες οικογένειες, κατέστειλε τις αντίπαλες φωνές. Πολύ σχετική είναι και η κοινωνική ανέλιξη των κατώτερων δημοσίων υπαλλήλων και των στρατιωτικών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τις ίδιες οικονομικές δυσκολίες με τους υπόλοιποι Σύριους.