Καπνός
Τέλη 2012. Σε ένα καφενείο κάπου στο κέντρο της πόλης, συνταξιούχοι, εργαζόμενοι και άνεργοι κουβεντιάζουν για μια ψηφοφορία που τους απασχολεί όλους: αυτή που θα γίνει σε λίγες μέρες στην πολυκατοικία τους. Να τη γεμίσουν τη δεξαμενή του πετρελαίου; Ν’ ανάψουν την κεντρική θέρμανση; Να ποια είναι τα θέματα των ημερών στην Αθήνα, εκεί που η δημοκρατία δεν στρέφεται τόσο πολύ γύρω από το ζήτημα του χρέους, όσο του κρύου – το οποίο κάνει την επανεμφάνισή του– και της τιμής των καυσίμων, η οποία έχει ουσιαστικά τριπλασιαστεί από το 2010.
Στην είσοδο ενός κτηρίου γίνεται καυγάς, ο δεύτερος της ημέρας. Ο Χρήστος, ο νέος ένοικος του δεύτερου ορόφου, εκτός εαυτού, έχει στήσει τον γείτονά του στον τοίχο: «Ξέρεις καλά πως δεν μου έχει μείνει δεκάρα. Αν εσύ ή οι άλλοι αποφασίσετε να γεμίσετε το ντεπόζιτο φέτος, να πληρώσετε από την τσέπη σας»!
Όλοι στην Αθήνα ξέρουν ότι θα τουρτουρίσουν από το κρύο μέσα στα διαμερίσματά τους, φέτος τον χειμώνα. Όσοι έχουν ακόμα την οικονομική δυνατότητα, κάνουν άλλες επενδύσεις. Πολιτισμική αλλαγή: περνούν στη θέρμανση με ξύλα. Το 2012 φεύγει κυριολεκτικά μέσα σε καπνούς, μαζί με τα δάση μας. Κι όταν δεν υπάρχουν ξύλα, ο κόσμος καίει υπολείμματα. Έτσι, οι Αθηναίοι ανακάλυψαν πρόσφατα ότι τα πέλετ που τους πουλάνε –τα οποία υποτίθεται πως γίνονται από πριονίδι πευκοειδών- περιέχουν ενίοτε μια ποικιλία βλαβερών ουσιών που προέρχονται από συμπίεση απορριμμάτων ή ακόμα και από οργανικά απόβλητα νοσοκομειακής προέλευσης.
Η πόλη είναι μόνιμα σκεπασμένη από ένα σύννεφο ομίχλης και οι πολίτες πολύ συχνά το μετανιώνουν έτσι κι ανοίξουν τα παράθυρά τους, έστω και για λίγο: ο καπνός μπαίνει αμέσως στα διαμερίσματα και επικάθεται στους τοίχους, στα πατώματα και στα ρουθούνια. «Το βλέπετε αυτό το σύννεφο;», ρωτούν μερικοί. «Δείχνει ότι επιστρέφουμε στα χρόνια των παππούδων μας…». Τον Δεκέμβριο, τρία μικρά αδέρφια πέθαναν στη φωτιά που κατέκαψε το σπίτι των παππούδων τους. Η αιτία του κακού ήταν η ξυλόσομπα που είχαν εγκαταστήσει πρόσφατα.
Ευγένεια
Οι Έλληνες, παραδοσιακά, δεν έτρωγαν όλο τους το φαγητό. Στο εστιατόριο, το έθιμο ήταν να παραγγέλνεις άλλον έναν γύρο φαγητού τη στιγμή που όλοι ένιωθαν χορτάτοι. Δεν έχει σημασία αν τελικά τσιμπούσαν μόνο μερικές μπουκιές κι ύστερα άφηναν πίσω τους «ένα ωραίο ελληνικό τραπέζι με μισοτελειωμένα φαγητά». Θεωρούσαν αγένεια να μην αποτελειώνουν τις γενναίες μερίδες που τους σέρβιραν, παρότι ήξεραν, ότι μετά από λίγο, θα τους ξανασερβίρουν με την ίδια αφθονία κι άλλα εδέσματα. Σήμερα, ακόμα και αυτό το πρωτόκολλο προσαρμόζεται στην κρίση: Οι Έλληνες παραγγέλνουν λίγα. Κι έμαθαν να αδειάζουν τα πιάτα τους.
Τραίνο
Το τραίνο είναι φίσκα στον κόσμο, όπως συμβαίνει συχνά τα δύο τελευταία χρόνια. Οι επιβάτες στοιβάζονται στους διαδρόμους, ανάμεσα στα βαγόνια. Το να φτάσει κανείς στο μπαρ ή στις τουαλέτες απαιτεί ακροβατικές και λεπτές διπλωματικές δεξιότητες. «Σε λίγο θα ταξιδεύουμε στα τραίνα σαν τους Ινδούς», φωνάζει μια γυναίκα, η οποία δεν κατάφερε να φτάσει στην τουαλέτα. Άλλη μια φωνή τη σιγοντάρει: «Κι από πάνω, την εταιρεία των σιδηροδρόμων θα την πάρουν οι Κινέζοι».
Ένα εισιτήριο με επιστροφή από Αθήνα για Θεσσαλία, αν γίνει κράτηση δύο με τρεις εβδομάδες πριν από την αναχώρηση, κοστίζει 22 ευρώ. Για την ίδια διαδρομή των 700 χιλιομέτρων με αυτοκίνητο, πρέπει να υπολογίσεις 1,70 ανά λίτρο βενζίνης, συν 20 ευρώ για τα διόδια. Και 60 ευρώ για το ίδιο ταξίδι με λεωφορείο. Οπότε, η έλλειψη άνεσης γίνεται ανεκτή. Χωρίς να λείπουν πάντα και οι οχλήσεις προς τον ελεγκτή:
«Γιατί δεν βάζετε παραπάνω βαγόνια; Σας αρέσει να μας κουβαλάτε σαν κοπάδι; Εμείς σας πληρώνουμε! Ούτε καν οι μισοί σε αυτό το βαγόνι δεν κάνουν το ίδιο, δεν το βλέπετε;»
«Υπάρχουν τεχνικοί λόγοι που μας απαγορεύουν να επεκτείνουμε τα τραίνα. Σε ορισμένα σημεία, οι υποδομές δεν το αντέχουν. Εντάξει, μας πληρώνουν, όμως σκοτωνόμαστε στην κούραση και αγωνιζόμαστε κατά της ιδιωτικοποίησης της εταιρείας μας. Είναι για την ασφάλειά σας, ξέρετε… Κι ύστερα, με αυτά που μας πληρώνουν… »
Στριμωγμένοι στην άκρη του βαγονιού δύο νέοι, μάλλον φοιτητές, διαβάζουν με προσήλωση τον «Ριζοσπάστη», το όργανο του ΚΚΕ. Το τραίνο κάνει στάση στη Θήβα. Ένας νεαρός κάθεται δίπλα τους. Η κουβέντα δεν αργεί να ανάψει, χωρίς όμως παρεκτροπές.
«Κάνετε λάθος παιδιά. Εγώ είμαι πατριώτης, λεφτά δεν έχω και είμαι άνεργος, όπως κι εσείς, ίσως. Κι εμείς νοιαζόμαστε για τον λαό και τους φτωχούς, γιατί είμαστε δικό του κομμάτι, δεν μονοπωλείτε τους προλετάριους. Και θα με πείτε φασίστα; Τις έχω βαρεθεί αυτές τις κουβέντες… Οι πλούσιοι μας ποδοπατάνε και οδηγούν την πατρίδα μας στη σκλαβιά. Σε αυτά τουλάχιστον συμφωνούμε, σωστά;»
«Εσύ είσαι που δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Δεν έχεις ιδέα τι θα πει Χρυσή Αυγή. Αυτοί υποστηρίζουν τα μονοπώλια και τους ‘’ισχυρούς’’, όπως λες κι εσύ. Μόνο που δεν το βλέπεις. Όχι ακόμα, τουλάχιστον… »
Σοδειά
Στην Αθήνα, οι μόνοι που μιλούν ακόμα (ενίοτε!) για ήπιο καιρό είναι οι μετεωρολόγοι. Οι πρόσφατες καταιγίδες έριξαν κάτω τις ελιές και τα εσπεριδοειδή από τα δέντρα που είναι φυτεμένα σε δημόσιους χώρους, στους δρόμους, στα πάρκα και στις πλατείες. Συνήθως, την ευθύνη για αυτά τα δέντρα την έχουν οι δήμοι και τη φροντίδα τους αναλαμβάνουν οι υπηρεσίες οδοκαθαρισμού. Μόνο που, εδώ και δύο χρόνια, τους καρπούς τους μαζεύουν οι άνθρωποι της γειτονιάς που βρίσκονται σε ανάγκη. Εξ ου και ο θυμός και η απελπισία που φέρνουν τώρα πια ακόμα και οι καταιγίδες, καθώς χαλάνε τα φρούτα πριν την ώρα τους.
Καλά νέα
Κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, τα ΜΜΕ – ιδίως η τηλεόραση – αναλαμβάνουν να δημιουργήσουν μια «εορταστική ατμόσφαιρα». Ορισμένα κανάλια, μάλιστα, έχοντας διαπιστώσει πόσο έχει κουραστεί ο κόσμος από τους τρομακτικούς πηχυαίους τίτλους, έθεσαν έναν νέο στόχο: να τον χορτάσουν με καλά νέα – αναδεικνύοντας την ικανότητα του καθενός να υιοθετεί μια «θετική στάση». «Ο κόσμος είναι κουρασμένος κι απογοητευμένος, δεν ξέρει πια πώς θα είναι το αύριο», σχολιάζει ο Γιάννης Δάρρας, ραδιοφωνικός παραγωγός της εκπομπής «Ρεζερβουάρ», η οποία προτείνει «δύο ώρες χαράς» στους ακροατές του Β’ προγράμματος της ΕΡΤ. «Όμως, πίσω από τη σκουριά, βρίσκει κανείς χρυσάφι. Νέους και ταλαντούχους ανθρώπους, επιστήμονες που δουλεύουν για την αλληλεγγύη, ανθρώπους που συνεργάζονται, σκέφτονται και ανακαλύπτουν νέα πράγματα». «Μια νέα κοινωνία», με λίγα λόγια (1).
Αλλά, οι εμπορικές περιοχές της Αθήνας αποπνέουν κρίση. Η λαίλαπα σάρωσε πρόσφατα και το κατάστημα που ανήκε στον ιστορικό συνεταιρισμό των υφασματέμπορων, κοντά στην οδό Αιόλου, το οποίο έκλεισε κι αυτό με τη σειρά του. Περισσότερο από κατάστημα, ήταν, κυρίως, τόπος συνάντησης για όλους τους εμπόρους που ήρθαν από την Κεντρική Ελλάδα, οι περισσότεροι τη δεκαετία του 1960. Μαζεύονταν γύρω από έναν καφέ ή ένα ποτήρι ούζο σε μια αίθουσα που χρησίμευε ως γραφείο και είχε μεταμορφωθεί, στην πραγματικότητα, σε ένα τεράστιο ουζερί. Μαζί του χάνεται κι ένα από τα τελευταία ψήγματα μνήμης της εσωτερικής μετανάστευσης από τη Θεσσαλία.
Χριστούγεννα
Κι ενώ τα μαγαζιά της πόλης εκθέτουν τη χριστουγεννιάτικη πραμάτεια τους, κάποια τράπεζα τολμά να λανσάρει μια διαφημιστική καμπάνια, προφανώς πολιτισμικά παρωχημένη. Ο κόσμος που περνά έξω από τα υποκαταστήματά της καταδεικνύει την αντίφαση: «Για δες, φωτογραφία με 100ευρα! Έχω τουλάχιστον δυο χρόνια να τα δω από κοντά… Δεν πάνε καλά οι άνθρωποι. Δεν φτάνει που μας κλέβουν. Μας δουλεύουν κι από πάνω».
Χώρος
Οι έξοδοι και οι μετακινήσεις στο εσωτερικό της χώρας έχουν αραιώσει συγκριτικά με την εποχή πριν από την κρίση: ο εσωτερικός τουρισμός καταποντίζεται. Σύμφωνα τε τις επίσημες στατιστικές, οι πέντε πρώτοι μήνες του 2012 χαρακτηρίστηκαν από μείωση της τάξης του 42% στις επισκέψεις Ελλήνων σε θέρετρα. Στις παραλίες κάνουν την επανεμφάνισή τους ψυγεία πάγου. Ο Τύπος δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του για αυτή την «απρόσμενη επιστροφή στην απλότητα και τη λιτή οικειότητα».
Οι δρόμοι είναι πιο ήσυχοι. Ανεργία, μείωση μισθών, αύξηση των φόρων, των τιμών στα καύσιμα και στα τέλη κυκλοφορίας: από το 2010, 600.000 οχήματα έχουν αποσυρθεί από την κυκλοφορία (2). Οι ιδιοκτήτες τους έχουν καταθέσει τις πινακίδες στις εφορίες, ακινητοποιώντας τα επ’ αόριστον. Δεν είναι πια σπάνιο το φαινόμενο ανθρώπων που βάζουν στο βενζινάδικο ένα λίτρο βενζίνη, ίσα για να πάνε σε έναν γάμο ή μια σημαντική οικογενειακή συγκέντρωση. Οι αυτοκινητόδρομοι, όπως και οι εθνικές οδοί, είναι συχνά άδειοι, ενώ στις πόλεις –κυρίως στην Αθήνα- δεν υπάρχει πια μποτιλιάρισμα. Και, στον βαθμό που οι οδηγοί εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τα οχήματά τους, τις περισσότερες φορές οδηγούν πιο μαλακά και, κυρίως, πιο αργά. Εξ ου και μια εντυπωσιακή σιωπή.
Χρόνος
To σύμπαν των Ελλήνων συνοψίζεται πλέον στον εγκλεισμό σε ένα αμείλικτο παρόν. «Ζούμε για το σήμερα, χωρίς μακροπρόθεσμα σχέδια», ακούμε να λένε συχνά. Ο ορίζοντας, ο προβαλλόμενος χρόνος – ο επιθυμητός, θα μπορούσαμε να πούμε – μοιάζει να βαλτώνει σε μια κοινωνία που η κρίση τής έχει στερήσει ακόμα και το μέλλον.
Τη μείωση των ταξιδιών διαδέχθηκε η μείωση των εξόδων. Λιγότερες συναντήσεις, ανταλλαγές και –παραδόξως, δεδομένων των συνθηκών της ζωής μας– κομματικές, συνδικαλιστικές ή πολιτικές δραστηριότητες. Απασχολημένοι και ανήσυχοι για την καθημερινή μας επιβίωση, δεν έχουμε πια το κουράγιο ούτε να ξαναφτιάξουμε τον κόσμο ούτε να καταλάβουμε τις κεντρικές πλατείες στις πόλεις μας. Κι ύστερα, πώς να τα κάνουμε όλα αυτά, όταν κάποιες φορές δεν μπορούμε πια να αγοράσουμε ούτε το εισιτήριο του μετρό;
Ο Θάνος αφηγείται: «Όσο έψαχνα για δουλειά, παρατήρησα ότι αρκετοί συνάδελφοι και φίλοι, που είχαν ακόμα τις δουλειές τους, άρχισαν να με αποφεύγουν. Ίσως από φόβο μην τους ζητήσω δανεικά. Επίσης, ίσως γιατί κι αυτοί οι ίδιοι είναι απορροφημένοι με τα δικά τους προβλήματα: τους έχουν μειώσει τον μισθό, έχουν χρέη, χώρια την κατάθλιψη που υποβόσκει». Σε γενικές γραμμές, ύστερα από δύο χρόνια μνημονίου, οι μισθοί έχουν μειωθεί κατά 45%. Κι ακόμα δεν έχει τελειώσει. Αυτό ίσως εξηγεί γιατί, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει ο μύθος, η κρίση δεν είναι απαραίτητα μια μεγάλη στιγμή αλληλεγγύης.
Έτσι, το να πάρεις ξανά τα ηνία του χρόνου περνά ενίοτε από ακραίες μεθόδους. «Η Ελλάδα είχε, μέχρι πρόσφατα, πολύ χαμηλούς δείκτες αυτοκτονιών συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες», μας εξηγούσε πρόσφατα ο Αρης Βιολατζής, ψυχολόγος στην οργάνωση «Κλίμακα», υπεύθυνος για την τηλεφωνική γραμμή πρόληψης αυτοκτονιών. «Σήμερα, είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη αύξηση. (…) Η αυτοκτονία είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, τα αίτια του οποίου δεν περιορίζονται στην οικονομική κρίση. Ωστόσο, το περιβάλλον στο οποίο ζούμε επηρεάζει την ψυχική μας κατάσταση. Το 75% των ανθρώπων που μας καλούν έχουν οικονομικά προβλήματα και είναι απελπισμένοι. Είναι χρεωμένοι, άνεργοι ή έχουν χάσει το σπίτι τους» (3). Από το 2010, περίπου 3.000 αυτοκτονίες συνδέονται ευθέως με αντίστοιχες καταστάσεις.