Το Ελ Λαγίτο έχει γίνει έμμονη ιδέα για τους περισσότερους από τους περίπου εξήντα ξένους ανταποκριτές που έχουν αναλάβει να καλύψουν τις διαπραγματεύσεις. Θέλουν να πάρουν συνεντεύξεις από τους αντάρτες και να μάθουν πώς ζουν. Καθώς δεν το καταφέρνουν, συχνά επινοούν ιστορίες για την υποτιθέμενη πολυτέλεια που τους περιβάλλει. Φυσικά, πρόκειται για σύγχρονες κατοικίες, αλλά κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι «βγάζουν μάτι». Από την άλλη πλευρά, είναι αλήθεια ότι ορισμένοι αντάρτες έχουν την εντύπωση ότι ζουν σε παλάτι, αφού δεν έχουν γνωρίσει παρά τα δάση, τα βουνά ή κάποια ταπεινά καταλύματα. «Είχα κάποια δυσκολία να προσαρμοστώ και να περάσω τη νύχτα κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, χωρίς τους θορύβους της υπαίθρου», εκμυστηρεύεται ο διοικητής Μιγέλ Πάσκουας, ένας από τους χωρικούς που ίδρυσαν τις FARC, το 1964. «Ποτέ δεν είχα τόσο αναπαυτικό στρώμα (1)!».
Ο διοικητής Ρικάρδο Τέγιες, πιο γνωστός με το όνομα Ροδρίγο Γκράντα, μέλος της γραμματείας (του ανώτατου διευθυντικού οργάνου) και υπεύθυνος για τη διπλωματική δουλειά (2), διηγείται ότι οι FARC δέχονται καθημερινά αιτήματα για συνεντεύξεις. Οι αντάρτες κρατούν επιφυλακτική στάση όταν τα αιτήματα προέρχονται από μεγάλα μέσα ενημέρωσης της Κολομβίας: «Περνούν την ώρα τους ψάχνοντας για τη λέξη που θα επιτρέψει να προκληθεί σκάνδαλο σε βάρος μας», παρατηρεί με λύπη ο Γκράντα. Στις 18 Οκτωβρίου, κατά την επίσημη έναρξη των συνομιλιών στο Όσλο (Νορβηγία), τα δύο μεγαλύτερα ενημερωτικά τηλεοπτικά δίκτυα, το CaracolTV και το RCN, διέκοψαν τη σύνδεσή τους όταν ο «comandante» Ιβάν Μάρκες, το νούμερο δύο των FARC και επικεφαλής της αντιπροσωπείας τους, ξεκίνησε την παρέμβασή του. «Οι περισσότεροι Κολομβιανοί δεν μπόρεσαν να ακούσουν και να δουν παρά μόνο τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης, τον Ουμπέρτο δε λα Κάγιε».
Όταν επισημαίνουμε στους πέντε παρόντες αντάρτες ότι αντιπροσωπεύουν μια πραγματική περιουσία, μας ρίχνουν μια ματιά γεμάτη απορία. Εξήγηση: για το κεφάλι τους και για το κεφάλι των υπόλοιπων διαπραγματευτών, η κολομβιανή και η αμερικανική κυβέρνηση προσφέρουν αμοιβές από 500.000 έως 5 εκατομμύρια δολάρια. Ζωντανοί ή νεκροί, οι Μάρκες, Γκράντα και Πάσκουας έχουν τις πιο ψηλές «ταρίφες». Πίνοντας έναν χυμό φρούτων, ο Πάσκουας εξομολογείται: «Για να μπορέσουμε να φύγουμε από την Κολομβία με προορισμό την Κούβα και, στη συνέχεια, το Όσλο, η κυβέρνηση ζήτησε από την Ιντερπόλ να άρει τα εντάλματα σύλληψης που είχε εκδώσει εναντίον αρκετών από εμάς. Δύο ημέρες μετά την επιστροφή μας από το Όσλο, ζήτησε από την Ιντερπόλ να κινήσει την αντίστροφη διαδικασία. Μόνο στην Κούβα και στη Νορβηγία δεν έχουν ισχύ αυτά τα εντάλματα! Το βρίσκετε λογικό;».
Για πολλούς, η ένοπλη αντιπολίτευση δέχτηκε να διαπραγματευτεί γιατί νιώθει ότι βρίσκεται κοντά στην ήττα. «Δεχτήκαμε πλήγματα και καταφέραμε πλήγματα», απαντά η Σάντρα Ραμίρες, χήρα του ιστορικού ηγέτη των FARC Μανουέλ Μαρουλάντα. «Αλλά, παρά τα δισεκατομμύρια δολάρια που έχουν επενδύσει σε εξοπλισμούς και σε τεχνολογία αιχμής, είμαστε ακόμα παρόντες σχεδόν σε ολόκληρη τη χώρα».
Ωστόσο, δεν γεννιούνται, άραγε, ερωτηματικά για την πολιτική καταλληλότητα του ένοπλου αγώνα σε μια Λατινική Αμερική όπου έχουν ανέβει στην εξουσία αρκετές αριστερές κυβερνήσεις μέσω εκλογών; Καθισμένος κάτω από το δέντρο με την πυκνή φυλλωσιά, ο Γκράντα ρουφάει το τσιγάρο του και απαντά: «Όσοι δεν γνωρίζουν την ιστορία της κρατικής τρομοκρατίας στην Κολομβία, δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί ο ένοπλος αγώνας είναι ακόμη επίκαιρος. Θα είναι δικαιολογημένος όσο η ολιγαρχία θα συμπεριφέρεται με αδιάλλακτο τρόπο, όσο θα καταστέλλει βίαια, όπως σχεδόν πουθενά αλλού στον κόσμο, το παραμικρό σημάδι μη συμμόρφωσης. Ιστορικά, κάθε πολιτικό ή κοινωνικό εγχείρημα που επιχείρησε να καταλάβει την εξουσία, σφαγιάστηκε».
Ο Γκράντα υπενθυμίζει με ποιον τρόπο ο πρόεδρος Χουάν Μανουέλ Σάντος, που μόλις είχε εκλεγεί, αποδέχτηκε την πρόταση των FARC για την αναζήτηση πολιτικής λύσης στη σύγκρουση. Φρόντισε να φτάσει η απάντησή του στα χέρια ενός από τα κύρια ηγετικά στελέχη της οργάνωσης, του Χόρχε Μπρισένιο, αλλιώς «Μόνο Χοχόι», τον οποίον η κυβέρνηση θεωρούσε ως τον «μεγαλύτερο εχθρό της Κολομβίας». Ο Σάντος πρότεινε διάλογο χωρίς δημοσιότητα, τον οποίο η ηγεσία των ανταρτών αποδέχτηκε. «Βρισκόμασταν στο σημείο αυτό, όταν, στις 22 Σεπτεμβρίου 2010, βόμβες και πύραυλοι τριάντα τόνων έπεσαν στο στρατόπεδο του Χοχόι, με τους επτά τόνους να χτυπούν ακριβώς το σημείο όπου κοιμόταν». Είκοσι ημέρες πριν από την επιχείρηση με την ονομασία «Σόδομα», ο Μπρισένιο είχε δηλώσει σε συνέντευξη: «Ο πόλεμος δεν τερματίζεται με βόμβες, ούτε με χτυπήματα πυραύλων, ούτε με αεροπλάνα. Τερματίζεται με τη σκέψη, με την πολιτική και δίνοντας απαντήσεις στις ανάγκες του λαού».
Ενώ αναμενόταν σφοδρή στρατιωτική αντίδραση από την πλευρά των FARC, η ηγεσία των ανταρτών επέμεινε, μέσω ενός μετριοπαθούς ανακοινωθέντος: «Η Κολομβία δεν θα φτάσει στην ειρήνη και τη συμφιλίωση μέσα από την εξόντωση του αντιπάλου (...) Ο μόνος δρόμος είναι μια πολιτική και ειρηνική λύση στην εσωτερική κοινωνική και ένοπλη σύγκρουση». Μολονότι η γραμματεία είχε αποφασίσει να συνεχίσει τις επαφές, ο πρόεδρος έδωσε εντολή να εκτελούνται οι αντάρτες που δεν παραδίδονταν. Στις 4 Νοεμβρίου 2011, το νούμερο ένα των FARC, ο Αλφόνσο Κάνο, βρέθηκε περικυκλωμένος από οχτακόσιους στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων, πολεμικά αεροπλάνα και ελικόπτερα. Συνοδευόταν από τέσσερεις άνδρες και έναν σκύλο. «Η δολοφονία του ήταν ένα πολύ σκληρό χτύπημα», παραδέχεται ο Γκράντα. «Αλλά, αποφασίζοντας να κρατήσουμε ψηλά τη σημαία της ειρήνης, πράξη συνεπής με τις ιδέες μας, δεν διακόψαμε τις συναντήσεις με τους απεσταλμένους του προέδρου». Νέος αρχηγός των FARC, ο Τιμολεόν Χιμένες, ο επονομαζόμενος «Τιμοσένκο», απηύθυνε στον πρόεδρο ανοικτή επιστολή που τελείωνε με τις λέξεις: «Παίρνετε λάθος δρόμο, Σάντος». Αντί για απάντηση, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις κλιμακώθηκαν.
«Δεν θα εγκαταλείψουμε το τραπέζι των διαπραγματεύσεων», διαβεβαιώνει ο διοικητής Μάρκες, καθισμένος σε ένα τοιχάκι, κάτω από τη σκιά των φοινίκων και ενός ανθισμένου δέντρου. «Δεν θα διακόψουμε τις συνομιλίες. Γνωρίζουμε ότι θα μας επιτεθούν για να προσπαθήσουν να μας προκαλέσουν. Θα αναζητήσουν κάποιο πρόσχημα ή θα το κατασκευάσουν, αλλά εμείς θα συνεχίσουμε να επιμένουμε στην αναγκαιότητα μιας ειρήνης με κοινωνική δικαιοσύνη, γιατί η ειρήνη δεν μπορεί να είναι απλώς η σιγή των όπλων».
Στις 19 Νοεμβρίου, το αρχηγείο των FARC διέταξε όλες τις μονάδες του να διακόψουν κάθε επιθετική επιχείρηση μέχρι τις 20 Ιανουαρίου. Σε ανακοινωθέν του, το αρχηγείο των ανταρτών ζήτησε από την κυβέρνηση να πράξει το ίδιο για να προσφέρει μια χριστουγεννιάτικη εκεχειρία στους Κολομβιανούς. Όχι μόνο απορρίφθηκε το αίτημα, αλλά οι στρατιωτικές επιχειρήσεις κλιμακώθηκαν. Την ίδια στιγμή, ο επικεφαλής της κυβερνητικής διαπραγματευτικής αντιπροσωπείας, δε λα Κάγιε, επαναλάμβανε: «Δεν θα αμφισβητηθεί ούτε το οικονομικό μοντέλο της χώρας, ούτε το στρατιωτικό δόγμα της, ούτε οι ξένες επενδύσεις...».