Θέλω να ξέρω από πού θα φύγω
Για να διατηρήσω τόση ελπίδα
(Πολ Ελυάρ, «Ποίηση Αδιάκοπη»)
Ορισμένες αποκαλύψεις μας παραπέμπουν σε πράγματα που ήδη γνωρίζαμε. Μήπως μάθαμε τώρα ότι υπάρχουν πολιτικοί που αγαπούν το χρήμα και συναναστρέφονται εκείνους που το κατέχουν; Ότι ενίοτε συμπεριφέρονται από κοινού ως μια κάστα υπεράνω του νόμου; Ότι η εφορία θωπεύει τους πλουσιότερους φορολογούμενους; Ή μήπως, ότι η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων τούς επιτρέπει να κρατούν φυλαγμένους τους θησαυρούς τους σε φορολογικούς παραδείσους;
Η αποκάλυψη των ατομικών παραβάσεων θα έπρεπε να μας κάνει να αμφισβητήσουμε το σύστημα που τις εξέθρεψε. Αλλά, τις τελευταίες δεκαετίες, ο κόσμος άλλαξε με τέτοια ταχύτητα που ξάφνιασε την αναλυτική μας ικανότητα. Πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ανάδυση των Brics (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), νέες τεχνολογίες, οικονομικές κρίσεις, εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, παρακμή της Ευρώπης: κάθε φορά, διάφοροι ειδικοί μπαίνουν στη σειρά για να μας αναγγείλουν το τέλος της ιστορίας ή τη γέννηση μιας νέας παγκόσμιας τάξης.
Πέρα από αυτούς τους όποιους πρόωρους ενταφιασμούς και την αβέβαιη γέννηση του καινούργιου, τρεις μεγάλες τάσεις έχουν εξαπολυθεί, λίγο ως πολύ σε ολόκληρο τον κόσμο, και, για αρχή, είναι απαραίτητο να κάνουμε τον απολογισμό τους: η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, η αποσύνθεση της πολιτικής δημοκρατίας και η συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας. Σαν απόστημα ενός μεγάλου, άρρωστου σώματος, το κάθε σκάνδαλο μας επιτρέπει να βλέπουμε τα στοιχεία αυτού του τρίπτυχου να αναδύονται χωριστά και να εγκιβωτίζονται το ένα μέσα στο άλλο. Το γενικό φόντο θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: οι κυβερνήσεις, επειδή εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από τους κανόνες που θέτει μια προνομιούχα μειοψηφία (αυτή που επενδύει, κερδοσκοπεί, καταχράται, απολύει, δανείζει), συναινούν στην ολιγαρχική παρέκκλιση των πολιτικών συστημάτων. Μόλις επαναστατήσουν απέναντι σε αυτήν την παραβίαση της εντολής που τους έδωσε ο λαός, η διεθνής πίεση του οργανωμένου χρήματος αναλαμβάνει να τις τινάξει στον αέρα.
«Οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ελεύθεροι με ίσα δικαιώματα. Κοινωνικές διακρίσεις γίνονται μόνο με γνώμονα το κοινό συμφέρον». Το πρώτο άρθρο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη -όλοι το γνωρίζουν αυτό- δεν τηρήθηκε ποτέ αυστηρά. Σε όλες τις εποχές, οι διακρίσεις γίνονταν με γνώμονα οτιδήποτε άλλο εκτός από το κοινό συμφέρον: έχουν σχέση με τον τόπο στον οποίο έχει κανείς την τύχη (ή την ατυχία) να γεννηθεί, με την οικονομική κατάσταση των γονιών του, την πρόσβαση στην παιδεία και στην υγεία κ.λπ.. Όμως, το βάρος αυτών των διαφορών ανακουφιζόταν ενίοτε με την πίστη στην κοινωνική κινητικότητα, η οποία, θεωρητικά, θα πήγαινε κόντρα στις προϋπάρχουσες ανισότητες. Για τον Αλέξις ντε Τοκβίλ, μια τέτοια ελπίδα, περισσότερο υπαρκτή στις ΗΠΑ απ’ ότι στη Γηραιά Ήπειρο, βοηθούσε τους Αμερικανούς να προσαρμοστούν στις εισοδηματικές αποκλίσεις, οι οποίες στη χώρα τους είναι μεγαλύτερες συγκριτικά με άλλων. Ένας λογιστάκος από το Κλήβελαντ ή ένας νέος χωρίς πτυχίο από την Καλιφόρνια μπορούσε να ονειρεύεται ότι το ταλέντο του και η επιμονή του θα τον οδηγούσαν στην ίδια θέση με τον Τζον Ροκφέλερ ή τον Στιβ Τζομπς.
«Η ανισότητα αυτή καθεαυτή δεν αποτέλεσε ποτέ μεγάλο πρόβλημα για την αμερικανική πολιτική κουλτούρα, η οποία εμμένει κυρίως στην ισότητα των ευκαιριών και όχι των αποτελεσμάτων», υπενθυμίζει ακόμα και σήμερα ο συντηρητικός διανοούμενος Φράνσις Φουκουγιάμα. «Αλλά, το σύστημα νομιμοποιείται μόνο αν οι άνθρωποι συνεχίζουν να πιστεύουν ότι δουλεύοντας σκληρά και δίνοντας τον καλύτερο εαυτό τους, έχουν σημαντικές πιθανότητες να προοδεύσουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους, και αν έχουν σοβαρούς λόγους να πιστεύουν ότι οι πλούσιοι έγιναν πλούσιοι σεβόμενοι τους κανόνες του παιχνιδιού (1)».
Η κοσμική αυτή πίστη, είτε λειτουργεί ως κατευναστικό είτε ως αναισθητικό, φθίνει σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Φρανσουά Ολάντ, όταν ρωτήθηκε, έξι μήνες πριν από την εκλογή του στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας με ποιον τρόπο θα επιτευχθεί η «ηθική ανύψωση», την οποία επικαλούνταν, αναφέρθηκε στο «γαλλικό όνειρο. Είναι κάτι αντίστοιχο με τον μύθο της δημοκρατίας που μας επέτρεψε να προχωρήσουμε μπροστά παρά τους πολέμους, τις κρίσεις και τους διχασμούς. Έως πριν από λίγα χρόνια, είχαμε την πεποίθηση ότι τα παιδιά μας θα ζούσαν καλύτερα από εμάς». Αλλά, ο τότε υποψήφιος προσέθετε: «Η πίστη αυτή έχει διαλυθεί» (2)».
Το κλαμπ των εκατομμυριούχων
Ο μύθος της κοινωνικής κινητικότητας παραχωρεί τη θέση του στον φόβο του ταξικού υποβιβασμού. Ένας εργάτης δεν έχει πια καμία πιθανότητα να γίνει αφεντικό, δημοσιογράφος, τραπεζίτης, καθηγητής πανεπιστημίου ή πολιτικός. Τα καλά σχολεία σήμερα είναι ακόμα πιο κλειστά για τις λαϊκές τάξεις, από την εποχή που ο Πιερ Μπουρντιέ δημοσίευε τους «Κληρονόμους», το 1964. Το ίδιο ισχύει και για τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, που τα δίδακτρά τους έχουν φτάσει στα ύψη (3). Πρόσφατα αυτοκτόνησε μια νεαρή γυναίκα στη Μανίλα, η οποία αδυνατούσε πλέον να πληρώσει τις πανεπιστημιακές της σπουδές. Και πριν από δύο χρόνια, ένας αμερικανός φοιτητής εξηγούσε τα ακόλουθα: «Χρωστάω 75.000 δολάρια. Σε λίγο, δεν θα μπορώ να πληρώνω τις δόσεις του δανείου μου. Ο πατέρας μου, ο οποίος είναι και ο εγγυητής μου, θα πρέπει να πληρώσει αυτός το χρέος μου. Θα χρεοκοπήσει και αυτός. Θα έχω, λοιπόν, καταστρέψει την οικογένειά μου επειδή θέλησα να ανεβώ κοινωνική τάξη (4)». Θέλησε να ζήσει το αμερικανικό όνειρο, να βρεθεί «από τα κουρέλια στα πλούτη». Η οικογένειά του, εξαιτίας του, θα διανύσει την αντίστροφη πορεία.
Όταν «ο νικητής τα παίρνει όλα (5)», η εισοδηματική ανισότητα αποτελεί μερικές φορές ένδειξη μιας κοινωνικής παθολογίας. Η περιουσία της οικογένεια Ουόλτον, ιδιοκτήτριας της εμβληματικής αλυσίδας σουπερμάρκετ Walmart, ήταν πριν από τριάντα χρόνια 61.992 φορές μεγαλύτερη από την περιουσία του μέσου Αμερικανού. Μάλλον δεν της ήταν αρκετό, αφού σήμερα η οικογένεια έχει στην κατοχή της 1.157.827 φορές περισσότερα χρήματα. Οι Ουόλτον, δηλαδή, συσσώρευσαν από μόνοι τους το εισόδημα των 48.000.000 φτωχότερων αμερικανικών οικογενειών (6). Η πατρίδα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι είναι λίγο πίσω σε σχέση με αυτά τα αμερικανικά κατορθώματα, πέρυσι όμως, η Τράπεζα της Ιταλίας ανακοίνωσε ότι «οι δέκα μεγαλύτερες περιουσίες της χώρας είχαν στην κατοχή τους τόσα χρήματα όσα και τα τρία εκατομμύρια των φτωχότερων Ιταλών μαζί» (7)».
Και τώρα πια, η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία και οι χώρες του Κόλπου διαγκωνίζονται στο κλαμπ των δισεκατομμυριούχων. Σε ό,τι αφορά στη συσσώρευση εισοδημάτων και στην εκμετάλλευση των εργαζομένων, δεν χρειάζονται να μάθουν τίποτα από τους Δυτικούς. Ίσα – ίσα, τους παραδίδουν επάξια μαθήματα άγριου φιλελευθερισμού (8). Οι δισεκατομμυριούχοι της Ινδίας, οι οποίοι κατείχαν, το 2003, το 1,8% του εθνικού πλούτου, έφτασαν να έχουν το 22% πέντε χρόνια αργότερα (9). Στο μεταξύ, έγιναν λιγάκι περισσότεροι, αλλά, και πάλι, το 22% του πλούτου για μια ομάδα 61 ατόμων, δεν είναι υπερβολικό σε μια χώρα με πάνω από ένα δισεκατομμύριο πληθυσμό; Ο Μουκές Αμπάνι, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ινδίας, ίσως να αναρωτιέται το ίδιο μέσα από το σαλόνι του εκθαμβωτικού εικοσιεπταόροφου σπιτιού του που δεσπόζει στη Βομβάη –μια μεγαλούπολη όπου οι περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της ζουν ακόμα σε παράγκες.
Φτάσαμε στο σημείο όπου ανησυχεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο... Αφού διατυμπάνιζε για καιρό ότι η «διάχυση των εισοδημάτων» αποτελεί παράγοντα ανταγωνισμού, ικανότητας και δυναμισμού, διαπιστώνει πλέον ότι το 93% των κερδών από την ανάπτυξη που σημειώθηκε στις ΗΠΑ τον πρώτο χρόνο της οικονομικής ανάκαμψης είχε ως αποδέκτες μόνο το 1% των πλουσιότερων Αμερικανών. Αυτό, ακόμα και για το ΔΝΤ είναι υπερβολικό. Γιατί, πέρα από την όποια ηθική θεώρηση, πώς να εγγυηθείς την ανάπτυξη σε μια χώρα, όταν η ανάκαμψη της οικονομίας δεν ωφελεί πια παρά μόνο μια κλειστή ομάδα, η οποία δεν αγοράζει κιόλας σπουδαία πράγματα, γιατί διαθέτει τα πάντα, και η οποία, κατά συνέπεια, θησαυρίζει ή κερδοσκοπεί, συντηρώντας για λίγο ακόμα μια ήδη παρασιτική χρηματοπιστωτική οικονομία; Πριν από δύο χρόνια, μια μελέτη του ΔΝΤ κατέθετε τα όπλα. Παραδεχόταν ότι η ενίσχυση της ανάπτυξης και η μείωση των ανισοτήτων αποτελούσαν «τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος»» (10). Οι οικονομολόγοι, εξάλλου, παρατηρούν ότι ορισμένοι τομείς της βιομηχανίας που εξαρτώνται από τον καταναλωτή της μεσαίας τάξης, αρχίζουν να χάνουν την πελατεία τους, σε έναν κόσμο όπου η παγκόσμια ζήτηση, όταν δεν στραγγαλίζεται από τις πολιτικές της λιτότητας, ευνοεί είτε τα είδη πολυτελείας είτε τα φτηνά προϊόντα μαζικής παραγωγής.
Σύμφωνα με τους κήρυκες της παγκοσμιοποίησης, η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων οφείλεται κυρίως στη σημερινή ραγδαία εξάπλωση της τεχνολογίας, η οποία τιμωρεί τους λιγότερο μορφωμένους, τους λιγότερο κινητικούς, τους λιγότερο ευέλικτους, τους λιγότερο γρήγορους. Οπότε, η απάντηση στο όλο πρόβλημα έχει βρεθεί: να εκπαιδευτούν και να επιμορφωθούν (όσοι έχουν μείνει πίσω). Τον περασμένο Φεβρουάριο, το περιοδικό της παγκόσμιας ελίτ The Economist παρουσίαζε εν συντομία το παραμύθι της νομιμοφροσύνης από το οποίο απουσιάζουν η πολιτική και η διαφθορά: «Το 1% των πιο πλούσιων είδαν τα εισοδήματά τους να εκτοξεύονται ξαφνικά, χάρη στην πριμοδότηση που αποδίδει μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία υψηλής τεχνολογίας στους έξυπνους ανθρώπους. Η αριστοκρατία που άλλοτε αφιέρωνε τα χρήματά της “στο κρασί, τις γυναίκες και τη μουσική”, έχει αντικατασταθεί από μια ελίτ που έχει μορφωθεί στα business schools, τα μέλη της παντρεύονται μεταξύ τους και δαπανούν σοφά τα χρήματά τους πληρώνοντας στα παιδιά τους μαθήματα κινεζικής γλώσσας και συνδρομές στον The Economist» (11).
Επομένως, η σοβαρότητα, η επιμέλεια και η σοφία των αφοσιωμένων γονέων που διαπαιδαγωγούν τα βλαστάρια τους με την ανάγνωση του (μόνου) εντύπου που θα τα κάνει καλύτερα, αποτελούν την εξήγηση για τη διόγκωση των περιουσιών τους. Δεν απαγορεύεται, βέβαια, να κάνουμε και άλλες υποθέσεις. Όπως, για παράδειγμα, αυτή: το κεφάλαιο, το οποίο φορολογείται λιγότερο από την εργασία, αφιερώνει στην εδραίωση των πολιτικών του ερεισμάτων ένα τμήμα των κερδών που οφείλει σε ευνοϊκές για αυτό αποφάσεις: βολική φορολόγηση, διάσωση των μεγάλων τραπεζών με ομήρους τους μικροκαταθέτες, λαοί που πιέζονται προκειμένου να πληρωθούν οι δανειστές, δημόσιο χρέος που για τους πλούσιους αποτελεί ένα επιπλέον επενδυτικό πεδίο (και μέσο πίεσης)... Οι αμέτρητες συμπαιγνίες του με την πολιτική εγγυώνται στο κεφάλαιο ότι θα διατηρήσει όλα τα προνόμιά του. Το 2009, οι έξι από τους 400 πλουσιότερους Αμερικανούς δεν πλήρωσαν καθόλου φόρους. Είκοσι επτά πλήρωσαν λιγότερο από 10%, ενώ κανένας δεν πλήρωσε πάνω από 35%.
Εν ολίγοις, οι πλούσιοι χρησιμοποιούν την περιουσία τους για να αυξήσουν την επιρροή τους, κατόπιν την επιρροή τους για να αυξήσουν την περιουσία τους. «Με τον καιρό, οι ελίτ είναι σε θέση να προστατεύουν τα προνόμιά τους χειραγωγώντας το πολιτικό σύστημα, τοποθετώντας τα χρήματά τους στο εξωτερικό για να αποφύγουν τη φορολογία και μεταβιβάζοντας αυτά τα προνόμια στα παιδιά τους χάρη σε μια προνομιακή πρόσβαση σε επίλεκτους θεσμούς (12)», συνοψίζει ο Φουκουγιάμα. Μαντεύουμε λοιπόν ότι η όποια θεραπεία για αυτό απαιτεί περισσότερα πράγματα από έναν απλό συνταγματικό καλλωπισμό...
Μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία στην οποία «ο νικητής τα παίρνει όλα», κατακερματισμένα εθνικά συνδικάτα, φορολογικές ελαφρύνσεις για τα μεγάλα εισοδήματα: η μηχανή της ανισότητας κόβει και ράβει από την αρχή ολόκληρο τον πλανήτη. Τα 63.000 άτομα (μεταξύ των οποίων 18.000 στην Ασία, 17.000 στις ΗΠΑ και 14.000 στην Ευρώπη) που έχουν στην κατοχή τους έναν πακτωλό άνω των 100 δισ. δολαρίων, διαθέτουν συνολική περιουσία 39.900 δισ. δολάρια (13).Το να αναγκαστούν να πληρώσουν οι πλούσιοι αποκτά μια σημασία πολύ μεγαλύτερη της συμβολικής.
«Οι δυο φτερούγες του ίδιου αρπακτικού»
Παρ’ όλα αυτά, οι οικονομικές πολιτικές που χορταίνουν τη μειοψηφία, δεν έχουν παραβιάσει σχεδόν ποτέ τα δημοκρατικά προσχήματα -την κυβέρνηση της πλειοψηφίας. Εδώ, εκ των πραγμάτων, συναντάμε ένα παράδοξο. Ο Λούις Μπράντεϊς, ένας από τους διασημότερους δικαστές στην ιστορία του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, είχε όντως δηλώσει ότι «πρέπει να διαλέξουμε. Μπορούμε είτε να έχουμε δημοκρατία είτε να έχουμε συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων - πάντως δεν μπορούμε να τα έχουμε και τα δύο». Η γνήσια δημοκρατία, εξάλλου, δεν περιορίζεται στην τήρηση των προσχημάτων (επιλογή μεταξύ διαφόρων υποψηφίων, παραβάν, κάλπη). Απαιτεί περισσότερα πράγματα από την απαθή συμμετοχή σε μια ψηφοφορία που δεν θα αλλάξει τίποτα: εντατικοποίηση, εκπαίδευση του λαού, πολιτική κουλτούρα, το δικαίωμα να απαιτείς απόδοση λογαριασμών και ανάκληση των βουλευτών που προδίδουν τη λαϊκή εντολή. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1975, σε μια εποχή πολιτικού αναβρασμού, συλλογικής αισιοδοξίας, διεθνούς αλληλεγγύης και κοινωνικών ουτοπιών, ο συντηρητικός διανοούμενος Σάμιουελ Χάντινγκτον ομολογούσε την ανησυχία του. Σε μια περίφημη έκθεση που δημοσίευσε η Τριμερής Επιτροπή, εκτιμούσε ότι «η αποτελεσματική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος απαιτεί, σε γενικές γραμμές, ένα επίπεδο απάθειας και μη συμμετοχής ορισμένων ατόμων και ομάδων (14)».
Αποστολή εξετελέσθη. Η Τριμερής Επιτροπή, εξάλλου, γιόρτασε πρόσφατα τα 40 της χρόνια διευρύνοντας τον κύκλο των συνδαιτυμόνων της με πρώην σοσιαλιστές υπουργούς από την Ευρώπη (Πίτερ Μάντελσον, Ελιζαμπέτ Γκιγκού, Ντέιβιντ Μίλιμπαντ) και με συμμετοχές από Κίνα και Ινδία. Δεν χρειάζεται να ντρέπεται για τη διαδρομή της. Το 2011, δύο από τα μέλη της, ο Μάριο Μόντι και ο Λουκάς Παπαδήμος, αμφότεροι πρώην τραπεζίτες, προωθήθηκαν από μια τρόικα μη εκλεγμένων θεσμών –ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα– ως επικεφαλής κυβερνήσεων στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Συμβαίνει, όμως, κάποιες φορές οι πρωτόγονοι που το «επίπεδο της απάθειας» τους παραμένει ανεπαρκές, να συνεχίσουν να κλωτσάνε. Έτσι, όταν ο Μόντι αποπειράθηκε να μετατρέψει την ψήφο υποτέλειας της τρόικας σε λαϊκή ψήφο, υπέστη μια ηχηρή ήττα. Ο Γάλλος φιλόσοφος Λυκ Φερί δεν έκρυψε τη στενοχώρια του για αυτό: «Αυτό που με θλίβει, επειδή είμαι δημοκράτης στην ψυχή, είναι η συνέπεια με την οποία ο λαός, σε περιόδους κρίσης, εκλέγει ανελλιπώς αν όχι τους χειρότερους, σίγουρα εκείνους που του κρύβουν περισσότερο και με μεγαλύτερο ταλέντο την αλήθεια» (15).
Το απλούστερο, προκειμένου να προφυλαχθεί κανείς από τέτοιες απογοητεύσεις, είναι να μη λαμβάνει υπόψη του την ετυμηγορία των ψηφοφόρων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία παραδίδει μαθήματα δημοκρατίας σε ολόκληρη την υφήλιο, έχει αναγάγει την άρνηση αυτή σε ειδικότητά της. Κι αυτό δεν γίνεται τυχαία. Διότι, εδώ και 30 χρόνια, οι νεοφιλελεύθεροι που σέρνουν τον ιδεολογικό χορό και στις ΗΠΑ και στη Γηραιά Ήπειρο, εμπνέονται από τη «θεωρία των δημόσιων επιλογών» του οικονομολόγου Τζέιμς Μπιουκάναν. Η συγκεκριμένη ιδεολογική σχολή, βαθιά δύσπιστη απέναντι στη δημοκρατία, την οποία βλέπει ως τυραννία της πλειοψηφίας, πρεσβεύει ότι οι πολιτικοί είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν το γενικό συμφέρον –το οποίο είναι ένα και το αυτό με τις πρωτοβουλίες των διευθυντών επιχειρήσεων– προκειμένου να ικανοποιήσουν την πελατεία τους και να εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους. Κατά συνέπεια, η δικαιοδοσία τέτοιων ανεύθυνων ανθρώπων θα πρέπει να περιοριστεί αυστηρά. Αυτός είναι ο ρόλος των μηχανισμών επιτήρησης που εμπνέουν αυτή τη στιγμή την οικοδόμηση της Ευρώπης (ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, κανόνας για έλλειμμα 3%, σύμφωνο σταθερότητας) και στις ΗΠΑ την αυτόματη περικοπή των κρατικών πιστώσεων.
Διερωτάται κανείς, ωστόσο, τι έχουν ακόμα να φοβηθούν οι νεοφιλελεύθεροι από τις κυβερνήσεις, αφού οι οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζουν δεν παύουν να ταυτίζονται με τις απαιτήσεις των επιχειρηματικών κύκλων και των αγορών. Στην κορυφή του κράτους, εξάλλου, η σύγκλιση αυτή ενισχύεται χάρη στην εξόφθαλμη υπερεκπροσώπηση των μεγαλοαστικών κοινωνικών στρωμάτων και στην ευκολία με την οποία οι εκπρόσωποί τους μεταπηδούν από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Όταν, σε μια χώρα όπως η Κίνα, όπου το μέσο ετήσιο εισόδημα μετά βίας ξεπερνά τα 2.500 δολάρια, η Βουλή αριθμεί 83 εκατομμυριούχους, καταλαβαίνουμε ότι οι πλούσιοι Κινέζοι δεν πάσχουν από έλλειψη καλών συνηγόρων στην κορυφή του κράτους. Σε αυτό το σημείο τουλάχιστον, το αμερικανικό μοντέλο έχει βρει τον δάσκαλό του, όσο κι αν, ελλείψει εκλογών, το Πεκίνο δεν μοιράζει ακόμα τις πολυπόθητες πρεσβείες του στους πιο γενναιόδωρους χορηγούς των εκστρατειών του εκάστοτε προέδρου, όπως κάνει η Ουάσινγκτον.
Οι συμπαιγνίες -και τα αντικρουόμενα συμφέροντα– ανάμεσα σε κυβερνώντες και δισεκατομμυριούχους εκτυλίσσονται πλέον εκτός συνόρων. Ο Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος, όσο ήταν πρόεδρος, έκανε χάρες στο Κατάρ, όπως μια φορολογική σύμβαση που απάλλασσε το εμιράτο από τον φόρο στην υπεραξία των ακινήτων του, φιλοδοξεί σήμερα να επιδοθεί στο χρηματιστηριακό παιχνίδι με την υποστήριξη της Ντόχα. «Το γεγονός ότι είναι πρώην πρόεδρος δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να κλειστεί σε μοναστήρι», είπε χαριτολογώντας ο πρώην υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησής του, Κλοντ Γκεάν (16). Σε κανέναν πρώην πρωθυπουργό δεν αρέσει η φτώχεια. Οπότε, ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τόνι Μπλερ, του Βελγίου, Ζαν-Λυκ Ντεάν και της Ιταλίας, Τζουλιάνο Αμάτο, έγιναν αντίστοιχα σύμβουλοι της JP Morgan, της Dexia και της Deutsche Bank. Είναι δυνατό να προασπίζεται κανείς το κοινό καλό όταν πρέπει να προσέχει μήπως δυσαρεστήσει κάποια φεουδαρχικά καθεστώτα ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αφού υπολογίζει ότι μπορεί στο μέλλον να τον προσλάβουν; Όταν σε όλο και περισσότερες χώρες ένα τέτοιο αλισβερίσι αφορά και τα δύο μεγαλύτερα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία, στα μάτια του λαού παίρνουν τη μορφή αυτού που ο συγγραφέας Άπτον Σινκλέρ ονόμαζε «οι δυο φτερούγες του ίδιου αρπακτικού».
Το ινστιτούτο Demos θέλησε να σταθμίσει τις συνέπειες της εγγύτητας ανάμεσα σε κυβερνητικά στελέχη και την οικονομική ολιγαρχία. Πριν από δύο μήνες λοιπόν, δημοσίευσε μια έκθεση που αναλύει «πώς η κυριαρχία των πλούσιων και του επιχειρηματικού κόσμου επί της πολιτικής βάζει φρένο στην κοινωνική κινητικότητα στην Αμερική (17)». Απάντηση: σε ό,τι αφορά στις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές και στο δικαίωμα στην εργασία, οι πιο εύποροι εκ των πολιτών συγκλίνουν σε πολύ διαφορετικές προτεραιότητες από την πλειονότητα των συμπολιτών τους. Μόνο που αυτοί διαθέτουν ασυνήθιστα μέσα προκειμένου να δουν τις επιθυμίες τους να ικανοποιούνται.
Έτσι, ενώ το 78% των Αμερικανών εκτιμά ότι ο κατώτερος μισθός πρέπει να συνδέεται με το κόστος ζωής και να είναι αρκετός ώστε ο δικαιούχος του να μπορεί να ζει αξιοπρεπώς, μόνο το 40% των πλουσιότερων φορολογούμενων συμμερίζεται την ίδια άποψη. Η δεύτερη κατηγορία, μάλιστα, αποδεικνύεται λιγότερο θετική από την πρώτη απέναντι στα συνδικάτα και τους νόμους που διευκολύνουν τη λειτουργία τους. Η δε πλειονότητα θα επιθυμούσε να φορολογείται το κεφάλαιο όσο και η εργασία και δίνει πολύ μεγαλύτερη προτεραιότητα στην καταπολέμηση της ανεργίας (33%) από ό,τι στη μείωση των ελλειμμάτων (15%).
Ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτής της απόκλισης απόψεων; Ο κατώτατος μισθός έχει χάσει το 30% της αξίας του από το 1968. Κανένας νόμος (παρά την προεκλογική υπόσχεση του Μπαράκ Ομπάμα) δεν έχει διευκολύνει τον Γολγοθά που συνιστά η δημιουργία συνδικάτου σε μια επιχείρηση. Το κεφάλαιο εξακολουθεί να φορολογείται δύο φορές λιγότερο από την εργασία (20% έναντι 39,6%). Τέλος, το Κογκρέσο και ο Λευκός Οίκος ερίζουν αυτή τη στιγμή πάνω στις περικοπές του προϋπολογισμού, σε μια χώρα στην οποία η αναλογία του εργαζόμενου ενεργού πληθυσμού έπεσε πρόσφατα σε σχεδόν ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Υπάρχει άλλος καλύτερος τρόπος για να πει κανείς ότι οι πλούσιοι αφήνουν έντονα τη σφραγίδα τους στο κράτος και στο πολιτικό σύστημα; Ψηφίζουν συχνότερα, χρηματοδοτούν τις προεκλογικές εκστρατείες περισσότερο από τους άλλους και, κυρίως, ασκούν διαρκή πίεση σε βουλευτές και σε μέλη της κυβέρνησης. Η εκτόξευση των ανισοτήτων στις ΗΠΑ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ιδιαίτερα χαμηλή φορολόγηση του κεφαλαίου. Κι αυτό, διότι τα διάφορα λόμπι ασκούν έντονες πιέσεις στο Κογκρέσο υπέρ αυτού του μέτρου, τη στιγμή που το 71% του κόστους του (που το επωμίζεται το σύνολο των φορολογούμενων) ωφελεί μόνο το 1% των πλουσιότερων Αμερικανών.
Η άρνηση για την υιοθέτηση μιας δραστικής πολιτικής υπέρ της εργασίας αποκαλύπτει και μια ταξική επιλογή, η οποία, με τη σειρά της, υποκρύπτει ένα ολιγαρχικό σύστημα. Τον Ιανουάριο του 2013, το ποσοστό της ανεργίας μεταξύ των Αμερικανών που διαθέτουν τουλάχιστον έναν πανεπιστημιακό τίτλο, ήταν μόλις 3,7%. Αντίθετα, ανέβαινε στο 12% στους μη πτυχιούχους, κατά πολύ φτωχότερους. Αυτούς δηλαδή, που η γνώμη τους μετρά πολύ λιγότερο στην Ουάσινγκτον από τη γνώμη του Σέλντον και της Μίριαμ Άντελσον, του ζεύγους των ρεπουμπλικάνων δισεκατομμυριούχων, το οποίο συνεισέφερε πέρυσι περισσότερα χρήματα στις εκλογές από ό,τι όλοι μαζί οι κάτοικοι δώδεκα αμερικανικών πολιτειών... «Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι επιθυμίες της συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού φαίνονται να μην έχουν κανέναν αντίκτυπο στις πολιτικές επιλογές», καταλήγει η μελέτη του Demos.
Η αδυναμία των εθνικών κυβερνήσεων
«Θέλετε να παραιτηθώ; Αν αυτό θέλετε, να μου το πείτε!» Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, φέρεται να απευθύνθηκε με αυτά τα λόγια στην πρόεδρο του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, όταν απαίτησε το κλείσιμο μιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες του νησιού, από την οποία εξαρτώνται πολλά εισοδήματα και θέσεις εργασίας (18). Ο Γάλλος υφυπουργός Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας και Κατανάλωσης, Μπενουά Αμόν, μοιάζει κι αυτός να παραδέχεται ότι η δικαιοδοσία (ή η επιρροή) της κυβέρνησής του είναι περιορισμένη, καθώς «υπό την πίεση της γερμανικής δεξιάς, εφαρμόζονται πολιτικές λιτότητας οι οποίες μεταφράζονται παντού στην Ευρώπη σε αύξηση της ανεργίας» (19)».
Οι κυβερνήσεις, εφαρμόζοντας μέτρα που εδραιώνουν την πολιτική της υποτέλειας στο κεφάλαιο και το κέρδος, ξέρουν να ανατρέχουν πάντα στην πίεση έξωθεν «ψηφοφόρων», που το όνομά τους και μόνο προκαλεί τρόμο: τρόικα, οίκοι αξιολόγησης, αγορές. Μόλις ολοκληρωθεί η τελετουργία των εθνικών εκλογών, οι Βρυξέλλες, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ αποστέλλουν τις οδηγίες τους στη νέα κυβέρνηση, ώστε αυτή να αρχίσει πάραυτα να καταπατά μία προς μία τις προεκλογικές της υποσχέσεις. Ακόμα και η Wall Street Journal τον περασμένο Φεβρουάριο εξέφρασε την ενόχλησή της για αυτό: «Από την έναρξη της κρίσης, πριν από τρία χρόνια, οι Γάλλοι, οι Ισπανοί, οι Ιρλανδοί, οι Ολλανδοί, οι Πορτογάλοι, οι Έλληνες, οι Σλοβένοι, οι Σλοβάκοι και οι Κύπριοι, όλοι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ψήφισαν κατά του οικονομικού μοντέλου της ευρωζώνης. Οι οικονομικές πολιτικές, ωστόσο, δεν άλλαξαν ύστερα από αυτές τις εκλογικές αποτυχίες. Η αριστερά αντικατέστησε τη δεξιά, η δεξιά έδιωξε την αριστερά, μέχρι που και η κεντροδεξιά συνέτριψε τους κομμουνιστές (στην Κύπρο), όμως, τα κράτη εξακολουθούν να μειώνουν τις δαπάνες τους και να αυξάνουν τους φόρους. (...) Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι νέες κυβερνήσεις είναι ότι πρέπει να δρουν μέσα στο πλαίσιο των θεσμών της ευρωζώνης και να ακολουθούν τις μακροοικονομικές ντιρεκτίβες που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. (...) Δηλαδή, ύστερα από τη φασαρία και το πάθος μιας εκλογικής αναμέτρησης, οι κυβερνήσεις έχουν στενά περιθώρια ελιγμών στην οικονομία» (20)». «Έχουμε την εντύπωση πως είτε μια δεξιά είτε μια αριστερή πολιτική χορηγεί την ίδια δοσολογία με διαφορετικούς τρόπους» (21)», παραδέχεται με θλίψη ο Αμόν.
Υψηλόβαθμος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παρευρέθη σε μια συνάντηση ανάμεσα σε συναδέλφους του και την ηγεσία του γαλλικού Γενικού Λογιστηρίου: «Ήταν εξωφρενικό: φέρονταν σαν τον δάσκαλο στο σχολείο που εξηγεί σε έναν κακό μαθητή τι πρέπει να κάνει. Θαύμασα πραγματικά τον διευθυντή του Γενικού Λογιστηρίου που κράτησε την ψυχραιμία του» (22). Η σκηνή θυμίζει την τύχη της Αιθιοπίας ή της Ινδονησίας την εποχή που οι κυβερνήσεις τους είχαν υποβιβαστεί σε απλούς εκτελεστές των εντολών που εξέδιδε το ΔΝΤ για τις χώρες τους (23). Μια κατάσταση την οποία βιώνει σήμερα η Ευρώπη. Τον Γενάρη του 2012, η Κομισιόν στις Βρυξέλλες διέταξε την ελληνική κυβέρνηση να περικόψει περίπου 2 δισ. ευρώ από τις δημόσιες δαπάνες της χώρας. Αυτό, μέσα σε διάστημα πέντε ημερών και υπό την απειλή προστίμου.
Αντιθέτως, καμία ποινή δεν απειλεί τον πρόεδρο του Αζερμπαϊτζάν, τον πρώην υπουργό Οικονομικών της Μογγολίας, τον πρωθυπουργό της Γεωργίας, τη σύζυγο του αναπληρωτή πρωθυπουργού της Ρωσίας ή τον γιο του πρώην προέδρου της Κολομβίας. Όλοι τους, όμως, έχουν στείλει ένα μέρος της περιουσίας τους –την οποία είτε απέκτησαν με δόλια μέσα είτε την έκλεψαν ευθέως– σε φορολογικούς παραδείσους. Όπως, για παράδειγμα, στις βρετανικές Παρθένες Νήσους, όπου η αναλογία μεταξύ εταιρειών και κατοίκων είναι μεγαλύτερη από 20 προς 1. Ή στα Νησιά Καϊμάν, τα οποία διαθέτουν τόσα hedge funds όσα και οι ΗΠΑ. Για να μην παραλείψουμε και στην καρδιά της Ευρώπης την Ελβετία, την Αυστρία και το Λουξεμβούργο, χώρες που δίνουν στη Γηραιά Ήπειρο το στίγμα του εκρηκτικού κοκτέιλ με τις ιδιαίτερα βάρβαρες πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής και τη βιομηχανία της φοροδιαφυγής.
Δεν παραπονιούνται πάντως όλοι για το πόσο διάτρητα είναι τα σύνορα. Ο Μπερνάρ Αρνό μάλιστα, ιδιοκτήτης μιας πολυεθνικής ειδών πολυτελείας και ο δέκατος πλουσιότερος άνθρωπος στον πλανήτη, εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι οι δημοκρατικές κυβερνήσεις χάνουν την επιρροή τους: «Οι επιχειρήσεις, οι πολυεθνικές κυρίως, έχουν στη διάθεσή τους ολοένα και περισσότερα μέσα και έχουν κατακτήσει, τουλάχιστον στην Ευρώπη, τη δυνατότητα να συναγωνίζονται τα κράτη. (...) Η πραγματική επιρροή των πολιτικών στην οικονομική ζωή μιας χώρας περιορίζεται όλο και πιο πολύ. Ευτυχώς». (24)
Αυτό που μεγαλώνει, αντίθετα, είναι η πίεση προς τα κράτη. Την ασκούν μάλιστα ταυτόχρονα οι δανείστριες χώρες, η ΕΚΤ, το ΔΝΤ, η επιτήρηση των οίκων αξιολόγησης και οι οικονομικές αγορές. Ο Ζαν Πιέρ Ζουγιέ, νυν πρόεδρος της Δημόσιας Τράπεζας Επενδύσεων (BPI), παραδέχθηκε πριν από δύο χρόνια ότι αυτές ήταν που άσκησαν στην Ιταλία «πιέσεις στο δημοκρατικό παιχνίδι. Είναι η τρίτη κυβέρνηση που καταρρέει με δική τους πρωτοβουλία, ως αποτέλεσμα αυτής της κατάχρησης. (...) Η εκτόξευση στα ύψη των επιτοκίων του ιταλικού χρέους ήταν το ψηφοδέλτιο των αγορών. (...) Στο τέλος, οι πολίτες θα επαναστατήσουν ενάντια σε αυτή την de facto δικτατορία» (25).
Μόνο που η «de facto δικτατορία» μπορεί να υπολογίζει στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης για να κατασκευάζει θέματα τα οποία αποσπούν την προσοχή, καθυστερούν και εν συνεχεία διαστρέφουν τις συλλογικές εξεγέρσεις, τα οποία προσωποποιούν, δηλαδή αποπολιτικοποιούν, τα πιο κραυγαλέα πολιτικά σκάνδαλα. Το να ρίξεις φως πάνω στις αληθινές αιτίες όλου αυτού που εξυφαίνεται, πάνω στους μηχανισμούς χάρη στους οποίους ο πλούτος και η εξουσία είναι δέσμιοι μιας μειοψηφίας που ελέγχει συγχρόνως τις αγορές και τα κράτη, είναι κάτι που απαιτεί συνεχή δουλειά πάνω στην εκπαίδευση του λαού. Κάτι τέτοιο θα του υπενθύμιζε ότι η εκάστοτε κυβέρνηση χάνει τη νομιμοποίησή της όταν αφήνει να διογκώνονται οι κοινωνικές ανισότητες, επικυρώνει την αφαίμαξη της πολιτικής δημοκρατίας και δέχεται να μπαίνει η εθνική κυριαρχία σε καθεστώς κηδεμονίας.
Καθημερινά, γίνονται απανωτές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας –στην κάλπη, στους δρόμους, στις επιχειρήσεις– οι οποίες επιβεβαιώνουν την άρνηση των λαών απέναντι σε κυβερνήσεις που έχουν απολέσει τη νομιμοποίησή τους. Όμως, παρά το μέγεθος της κρίσης, αυτές οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας βαδίζουν ακόμα ψηλαφιστά, αναζητώντας εναλλακτικές προτάσεις, κι έχοντας μισοπειστεί ότι δεν υπάρχουν ή ότι το κόστος τους είναι μάλλον απαγορευτικό. Εξ ου και η εμφάνιση μιας απελπισμένης αγανάκτησης. Η εξεύρεση διεξόδων αποτελεί επιτακτική ανάγκη.