Σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη, πολλές γενιές οικολόγων ονειρεύονταν την αυτονομία και την αειφορία που θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει η αυτοπαραγωγή της ενέργειας που χρειάζονται, χάρη στον ήλιο και στον άνεμο. Ωστόσο, για να επιτευχθεί η σημαντική ανάπτυξη της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας, χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια, να πραγματοποιηθούν οι διεθνείς διαπραγματεύσεις για την κλιματική αλλαγή στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και, το κυριότερο, να αυξηθούν οι τιμές της ενέργειας που παράγεται από ορυκτά καύσιμα κατά τη διάρκεια της αμέσως επόμενης δεκαετίας.
Πλέον, η έννοια της ενεργειακής αυτονομίας δεν θεωρείται μια αλλόκοτη ιδιοτροπία των Πράσινων ακτιβιστών. Στη Γαλλία, ο στόχος έχει υιοθετηθεί από φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως η διαδημοτική ένωση του Μενέ, στην Κοτ ντ’ Αρμόρ της Βρετάνης (Δυτική Γαλλία). Σύμφωνα με έναν από τους υπεύθυνους του προγράμματος, «όσον αφορά την ιδιωτική, δημόσια και επαγγελματική κατανάλωση, οι 6.500 κάτοικοι της περιοχής επιθυμούν να επιτύχουν επίπεδα ενεργειακής αυτονομίας της τάξης του 75% το 2020 και πλήρη αυτάρκεια μέχρι το 2030» (1). Έχει ήδη αναπτυχθεί ένα δίκτυο «περιοχών θετικής ενέργειας», στο οποίο συμμετέχουν οργανισμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης που προσαρμόζουν στο δικό τους, τοπικό επίπεδο της αρχές του négawatt (2): λιτή κατανάλωση, εξοικονόμηση ενέργειας και ανάπτυξη των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Στο ευρωπαϊκό επίπεδο, αναμένεται ότι το πρόγραμμα «100% Res Communities» -το οποίο δρομολογήθηκε τον Απρίλιο του 2012 και θα έχει διάρκεια τριών ετών- θα επιτρέψει τον πειραματισμό πάνω στις τοπικές ενεργειακές πολιτικές οι οποίες θα προωθούν παρόμοιους στόχους. Ωστόσο, παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη ακολουθούν έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο, ο οποίος ενδέχεται να οδηγήσει στην ακύρωση του οφέλους που μας εξασφαλίζουν η ηλιακή και η αιολική ενέργεια, οι οποίες, βέβαια, δεν είναι οι μοναδικές ανανεώσιμες πηγές (3).
Υπάρχει μια πολύ σημαντική διαφορά ανάμεσα στις ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά από τη μια πλευρά, και στις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος που λειτουργούν με άνθρακα, φυσικό αέριο, πετρέλαιο ή πυρηνική ενέργεια. Δεδομένου ότι οι έλικες της ανεμογεννήτριας γυρίζουν όταν φυσάει αέρας και ότι τα φωτοβολταϊκά αποδίδουν το μέγιστο της δυναμικότητάς τους όταν υπάρχει αυξημένη ηλιοφάνεια, αυτές οι δύο μορφές αποδεικνύονται εξ ορισμού ακανόνιστες, αστάθμητες και απρόβλεπτες: η παραγωγή τους είναι ασυνεχής, με αποτέλεσμα να καθίσταται απρόβλεπτος ο ακριβής ενεργειακός σχεδιασμός. Ο λόγος φορτίου (δηλαδή η σχέση ανάμεσα στις πραγματικές ποσότητες ενέργειας που παράγονται και στη θεωρητική παραγωγή που θα εξασφάλιζε μια εγκατάσταση εάν λειτουργούσε χωρίς καμία διακοπή στο μέγιστο της ισχύος της, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους) ανέρχεται στο 25% για το γαλλικό αιολικό πάρκο. Όσο για τα γαλλικά φωτοβολταϊκά πάρκα, η παραγωγή τους αντιστοιχεί περίπου στο 15% της μέγιστης εγκατεστημένης ισχύος τους, μάλιστα το επίπεδο αυτό παρουσιάζει διακυμάνσεις ανάλογα με τις μετεωρολογικές συνθήκες κάθε χρονιάς. Αντίθετα, ο λόγος φορτίου των μονάδων που τροφοδοτούνται με ορυκτά καύσιμα αγγίζει το 75%.
Επιπλέον, τα ηλιακά και τα φωτοβολταϊκά πάρκα εκμεταλλεύονται σε τοπικό επίπεδο μια πρωτογενή μορφή ενέργειας, η οποία παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις από περιοχή σε περιοχή. Πράγματι, για να επιτευχθούν υψηλές αποδόσεις, οι μονάδες πρέπει να εγκαθίστανται στις ενδεδειγμένες γεωγραφικές ζώνες. Συνεπώς, οι υπεύθυνοι της ρυθμιστικής αρχής για την ενέργεια οφείλουν να σχεδιάσουν τη συγκέντρωση αυτών των μονάδων σε περιοχές με υψηλή ηλιοφάνεια και σημαντικό αιολικό δυναμικό.
Για τους διαχειριστές του δικτύου διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι οφείλουν να παρέχουν σε πραγματικό χρόνο στους καταναλωτές τις ποσότητες ηλεκτρικού ρεύματος που χρειάζονται, αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι διόλου αμελητέα. Τι θα κάνουν το ρεύμα που παράγουν οι ανεμογεννήτριες τη νύχτα, όταν η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας είναι χαμηλή; Και πώς θα ανταποκριθούν στις αιχμές της κατανάλωσης που παρατηρούνται τον χειμώνα, εποχή κατά την οποία δεν μπορούν να στηρίζονται ιδιαίτερα στα φωτοβολταϊκά;
Το κυριότερο σύστημα επιδότησης του κλάδου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που υιοθέτησαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, υποχρεώνει τους διαχειριστές των δικτύων να αγοράζουν από τους παραγωγούς το ρεύμα σε τιμές ελκυστικές, κατά πολύ ανώτερες από τη μέση τιμή της ενέργειας που παράγεται από τα ορυκτά καύσιμα ή από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες και η υποχρέωση αυτή θα ισχύει για 15 έως 20 χρόνια. Όμως, το συγκεκριμένο σύστημα κινήτρων αφήνει στην κρίση των παραγωγών και των διανομέων της ενέργειας το ζήτημα της προσαρμογής στον ακανόνιστο χαρακτήρα της.
Οι διανομείς, δε, οφείλουν να εξασφαλίσουν εφεδρικές δυναμικότητες, οι οποίες αποκαλούνται backup. Δεδομένου ότι τους είναι αδύνατον να γνωρίζουν εάν μια ηλιακή ή αιολική μονάδα θα λειτουργεί αποδοτικά τη στιγμή που χρειάζονται, οφείλουν να διαθέτουν παράλληλα και δυναμικότητα παραγωγής ρεύματος, η οποία θα μπορεί να κινητοποιηθεί ανά πάσα στιγμή. Οι μονάδες backup, οι οποίες τίθενται σε λειτουργία ή εκτός λειτουργίας ανάλογα με το ύψος της παραγωγής της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας, καίνε κάρβουνο, πετρέλαιο ή φυσικό αέριο και εκπέμπουν συνεπώς σημαντικές ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα.
Από την άλλη, δεδομένου ότι οι περιοχές που ενδείκνυνται περισσότερο για την εκμετάλλευση των ανανεώσιμων πηγών δεν συμπίπτουν συνήθως με τις περιοχές όπου σημειώνεται η μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας, απαιτείται η μεταφορά της ενέργειας, συχνά σε μεγάλες αποστάσεις. Έτσι, στη Γερμανία, οι μεγάλης ισχύος ανεμογεννήτριες είναι συγκεντρωμένες στις ακτές της Βόρειας Θάλασσας, τη στιγμή που η μεγαλύτερη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας παρατηρείται στα ομόσπονδα κρατίδια στο νότιο τμήμα της χώρας, για παράδειγμα στη Βαυαρία. Με βάση την εμπορική λογική από την οποία διαπνέεται η πλειονότητα όσων λαμβάνουν τις αποφάσεις για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, θα πρέπει να κατασκευαστούν νέες γραμμές για τη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας από τον Βορρά στο Νότο της χώρας, ειδάλλως, ένα μέρος από τις κιλοβατώρες που παράγονται θα χαθεί (4).
Η υπερπαραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά τη διάρκεια των περιόδων χαμηλής ζήτησης οδηγεί ακόμα και σε διαμόρφωση αρνητικών τιμών στις αγορές: κατά τη διάρκεια πολλών στιγμών της χρονιάς, οι διανομείς ενέργειας –οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι από τις συμβάσεις που έχουν υπογράψει να αγοράζουν την ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές- οφείλουν να πληρώνουν για να απαλλαγούν από αυτό το «ενοχλητικό εμπόρευμα» που βρέθηκε στα χέρια τους. Οι διαχειριστές των υδροηλεκτρικών μονάδων, οι οποίοι αυτή τη στιγμή είναι οι μόνοι που διαθέτουν σημαντικές δυνατότητες «αποθήκευσης» της ηλεκτρικής ενέργειας (ανεβάζοντας με ηλεκτρικές αντλίες το νερό πίσω στα φράγματα για να το χρησιμοποιήσουν για ηλεκτροπαραγωγή κάποια άλλη στιγμή), αποκομίζουν σημαντικά κέρδη, απορροφώντας την υπερπαραγωγή ενέργειας και χρησιμοποιούν το νερό που εξασφαλίζουν με αυτόν τον τρόπο για την παραγωγή ενέργειας σε περιόδους αιχμής, όταν η τιμή του ρεύματος είναι ιδιαίτερα υψηλή.
Η επιτυχία του Energiekonzept -του εξαιρετικά φιλόδοξου εθνικού σχεδίου για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας που υιοθέτησε το Βερολίνο τον Ιούλιο του 2011- εξαρτάται από την κατασκευή των νέων υποδομών μεταφοράς και διανομής ρεύματος. Ωστόσο, η επένδυση για τη δημιουργία 4.500 χιλιομέτρων γραμμών υπερυψηλής τάσης που απαιτούνται για την αλλαγή του ενεργειακού τοπίου, ανέρχεται στα 20 δισ. ευρώ και οι επενδυτές πλέον σπανίζουν. Οι δε πληθυσμοί των περιοχών απ’ όπου θα διέλθουν οι γραμμές, αντιδρούν έντονα –για παράδειγμα, στο ομόσπονδο κρατίδιο της Θουριγγίας- με αποτέλεσμα να καθυστερούν ή να μπλοκάρουν οι διαδικασίες αδειοδότησης των έργων. Γι’ αυτόν τον λόγο, μια από τις προτεραιότητες του ομοσπονδιακού κράτους είναι η απλοποίησή τους. Από την πλευρά τους, οι πολίτες απογοητεύονται, καθώς για μεγάλο χρονικό διάστημα είχαν πιστέψει ότι οι ανανεώσιμες πηγές ήταν συνώνυμο της αυξημένης αυτονομίας και της επιστροφής στον τοπικό χαρακτήρα της οικονομίας. Κι η απογοήτευσή τους θα ενταθεί περισσότερο στο μέλλον. Η περίπτωση της Γερμανίας είναι χαρακτηριστική της ευρωπαϊκής στρατηγικής, η οποία στηρίζεται στην ελευθερία των ανταλλαγών και στον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Από το 1997, η εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας 96/92/CE που αποσκοπεί στην καθιέρωση «κοινών κανόνων όσον αφορά την παραγωγή, τη μεταφορά και τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας», επέτρεψε τον κατατεμαχισμό και την απορρύθμιση –ακόμα και την ιδιωτικοποίηση- ενός τομέα ο οποίος αποτελούσε συνήθως δημόσια υπηρεσία (5). Το 2004, η εφαρμογή της οδηγίας 2003/55/CE οδήγησε στην απόλυτη απελευθέρωση των εθνικών αγορών φυσικού αερίου. Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται κοντά στη δεύτερη πράξη της δημιουργίας μιας ενιαίας αγοράς ενέργειας: επιδιώκεται να «επιτραπεί η ελεύθερη κυκλοφορία φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος» και να ενθαρρυνθούν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές και οι διαχειριστές των δικτύων να «εντείνουν τα έργα τους στον τομέα της σύζευξης των αγορών» (6). Οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας –όπως και η «αλληλεγγύη» μεταξύ των κρατών μελών- χρησιμεύουν ως επιχείρημα για την προώθηση της συγκεκριμένης στρατηγικής.
Στις 18 Δεκεμβρίου του 2012, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε ένα σχέδιο κανονισμού για τα διευρωπαϊκά δίκτυα ενέργειας, ο οποίος αποσκοπεί στην επιτάχυνση της αδειοδότησης των έργων διασύνδεσης. Σύμφωνα με τον εισηγητή του κειμένου, τον Πορτογάλο σοσιαλιστή Αντόνιο Κορέια ντε Κάμπος, υπάρχουν επιδοτήσεις για την κατασκευή υποδομών που «προωθούν το κοινό συμφέρον» και «θα ευνοήσουν την περιβαλλοντική αειφορία, θα εξασφαλίσουν οφέλη για τους Ευρωπαίους πολίτες και θα δημιουργήσουν απασχόληση και οικονομική ανάπτυξη για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες» (7). Σε αυτόν τον θαυμαστό κόσμο των ελεύθερων ενεργειακών ανταλλαγών, ανάλογα με τις μετεωρολογικές συνθήκες και… τις τιμές στην αγορά, τα ηλιακά πάρκα της Ισπανίας μπορούν να εξάγουν στη Γαλλία το πλεόνασμα της παραγωγής τους και οι γερμανικές ανεμογεννήτριες μπορούν να τροφοδοτούν με ηλεκτρική ενέργεια το Βέλγιο ή την Πολωνία.
Η διασύνδεση ολοένα και περισσότερο εκτεταμένων δικτύων, μέσα από τα οποία θα διακινείται ενέργεια που παράγεται από διάφορες πηγές, απαιτεί μια εξαιρετικά συγκεντρωτική διαχείριση. Ήδη από το 2000, οι ρυθμιστικές αρχές των είκοσι επτά κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Νορβηγίας και της Ισλανδίας, δημιουργούσαν το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (Council of European Energy Regulators, CEER), για να καθοδηγήσουν τη «δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, ανταγωνιστικής, αποτελεσματικής και αειφόρου». Το 2009, στο CEER προστίθεται και ο Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (Agency for the Cooperation of Energy Regulators, ACER), επιφορτισμένος με τις τεχνικές γνωμοδοτήσεις, την επιτήρηση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και, εν μέρει, των διασυνοριακών υποδομών.
Αυτός ο συγκεντρωτισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο των τρόπων διαχείρισης στηρίζεται σε τεχνικές καινοτομίες. Όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, επικρατεί η μόδα των smart grids, των εξοπλισμένων με συστήματα πληροφορικής δικτύων διανομής ηλεκτρικού ρεύματος, τα οποία ορισμένοι δεν διστάζουν να αποκαλούν έξυπνα δίκτυα (8). Μπορούν να κατευθύνουν τις παραδοσιακές μονάδες παραγωγής ρεύματος, τα αιολικά ή τα ηλιακά πάρκα, να χρησιμοποιούν τις μπαταρίες των ηλεκτρικών αυτοκινήτων για να αποθηκεύουν ενέργεια, αλλά και να επενεργούν πάνω στις οικιακές συσκευές. Τα νοικοκυριά που θα συναινέσουν μπορεί να δουν τον διαχειριστή του δικτύου να διακόπτει την τροφοδοσία του θερμοσίφωνά τους ή του ηλεκτρικού καλοριφέρ τους για μερικά λεπτά της ώρας, όταν παρατηρούνται αιχμές ζήτησης. Ορισμένοι προτείνουν μάλιστα την καθιέρωση μιας δυναμικής, διαφοροποιημένης τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας (9). Σε αυτήν την περίπτωση, η διάκριση μεταξύ ωρών αιχμής (ημερήσιο τιμολόγιο) και νεκρών ωρών (νυχτερινό τιμολόγιο) που εφαρμόζει η EDF (η γαλλική ΔΕΗ) θα αντικαθίστατο από μια τιμολόγηση σε πραγματικό χρόνο, ανάλογα με τις διακυμάνσεις του κόστους παραγωγής της ενέργειας. Κι ο καταναλωτής που θα ήθελε να επωφεληθεί για να μειώσει τον λογαριασμό του ρεύματος, θα έπρεπε να παρακολουθεί στενά τις διακυμάνσεις της τιμής της κιλοβατώρας στις χρηματιστηριακές αγορές.
Τοπικές λύσεις για την αποθήκευση
Ωστόσο, οι μεγαλύτεροι οραματιστές στον τομέα του συνδυασμού των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της απελευθέρωσης θα πρέπει να είναι η ηγετική ομάδα της κατασκευαστικής εταιρείας Bouygues Construction, θυγατρικής της γνωστής γαλλικής πολυεθνικής (10). Ποντάροντας στο γεγονός ότι η ηλεκτρική ενέργεια, η ύδρευση και η αποκομιδή των απορριμμάτων θα πάψουν να αποτελούν δημόσιες υπηρεσίες, αναπτύσσουν το σχέδιο Autonomous Building Concept (ABC). Πρόκειται για «κτήρια σχεδιασμένα και κατασκευασμένα έτσι ώστε να είναι ανεξάρτητα από τα δίκτυα των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, τα οποία θα παράγουν τη δική τους ενέργεια, θα καταναλώνουν λιγότερο νερό και θα ανακυκλώνουν το μεγαλύτερο μέρος των απορριμμάτων που παράγονται σε αυτά». Ο Γκαετάν Ντεριέλ, αναπληρωτής γενικός διευθυντής καινοτομίας και αειφόρων κατασκευών της Bouygues Construction, θεωρεί ότι «σε μια περίοδο όπου η χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων θα γίνει πολύ δύσκολη», η τοπική αυτοδιοίκηση θα αντιμετωπίσει ευνοϊκά «την αρχή της αυτονομίας, η οποία θα επιτρέψει σημαντική εξοικονόμηση δαπανών και την επίτευξη ενός περισσότερο ικανοποιητικού συνολικού περιβαλλοντικού κόστους» (11). Με άλλα λόγια, μια από τις ισχυρότερες επιχειρήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο –η οποία συμβάλλει σημαντικά στη ρύπανση του περιβάλλοντος- είναι πρόθυμη να καταστήσει εφικτό το όνειρο ορισμένων οικολόγων… με τίμημα την εγκατάλειψη της ιδέας της δημόσιας υπηρεσίας.
Όσοι αντιτίθενται στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας δεν χάνουν ευκαιρία να καταγγείλουν τον παραλογισμό στον οποίο οδηγούν αυτές οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις και η εφαρμογή τους. Ωστόσο, είναι απόλυτα δυνατόν να ακολουθηθεί μια διαφορετική πορεία. Καταρχάς, έξυπνα σχεδιασμένες κρατικές ενισχύσεις θα μπορούσαν να προωθήσουν την εξοικονόμηση ενέργειας. Στη συνέχεια, όσον αφορά στην παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας, θα μπορούσε να υπάρξει μια καλύτερη κατανομή των ενισχύσεων μεταξύ μορφών ενέργειας με ακανόνιστη μορφή (ηλιακά, φωτοβολταϊκά πάρκα…) και των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας με σταθερότερη ροή (μεθανοποίηση οργανικών υπολειμμάτων ή απορριμμάτων, ξυλεία, γεωθερμία, παλιρροϊκή ενέργεια κ.λπ.). Επιπλέον, η προσφυγή σε τοπικού χαρακτήρα λύσεις για την αποθήκευση της ενέργειας (υδραυλικού ή θερμικού τύπου, πεπιεσμένος αέρας…) θα μπορούσε να επιτρέψει τον σχεδιασμό συστημάτων τα οποία θα ανταποκρίνονται στις τοπικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες. Πιθανότατα δε, όλα αυτά θα κοστίσουν φθηνότερα σε σχέση με τα μεγάλα ευρωπαϊκά προγράμματα για τη διασύνδεση των δικτύων, τα οποία θα απαιτήσουν την επένδυση 200 δισ. ευρώ μέχρι το 20120. Βέβαια, η υλοποίησή τους θα έπρεπε να στηριχθεί σε μια πραγματική δημόσια υπηρεσία στον κλάδο της ενέργειας. Σε αυτές ακριβώς τις δημόσιες υπηρεσίες, τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βαλθεί να καταστρέψει και τις οποίες τα κράτη έχουν πάψει πλέον να υπερασπίζονται.