Λισαβόνα. Ο ήλιος μπαίνει από το παράθυρο πίσω μου. Γεμίζει όλο το δωμάτιο και στέκεται πάνω στην οθόνη του υπολογιστή όπου γράφω. Μέσα σε αυτή τη διαύγεια, έρχονται να προστεθούν οι λέξεις, μία προς μία, σαν να θέλουν να τη χαλάσουν.
Στην κουβέντα, ο ήλιος συνήθως αναφέρεται ως ένα από τα κυριότερα χαρίσματα της Πορτογαλίας. Η συνομιλία εξελίσσεται κάπως έτσι: οι άνθρωποι βλέπουν μόνο την αρνητική όψη των πραγμάτων και ξεχνούν να εκτιμήσουν πράγματα που θεωρούν δεδομένα, όπως το πιο απλό, αλλά, στο βάθος, το πιο σημαντικό: τον ήλιο.
Το μετεωρολογικό ζήτημα προκύπτει σχεδόν πάντα ως αντίδραση στα δελτία ειδήσεων. Το να μιλάς για τον ήλιο αποτελεί μια μορφή φυγής, άμυνας. Οι Πορτογάλοι βάλλονται από τα δελτία ειδήσεων. Έχουμε εφεύρει τη λέξη saudade για να μιλήσουμε για ένα ιδιαίτερο είδος μελαγχολίας. Θα έπρεπε να είχαμε κιόλας βρει κι έναν όρο για να μεταφράσουμε την κακή διάθεση που μας πιάνει μετά το τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων: κακοκεφιά.
Ο ήλιος γίνεται παρηγοριά. Μόλις μαθαίνουμε ότι κάποιος έφυγε μετανάστης για τη Βρετανία ή την Ελβετία, ακούμε συχνά να λένε: «Πάω στοίχημα ότι εκεί πέρα δεν έχουν ήλιο». Μια απάντηση που επιτρέπει μια στιγμή ελαφρότητας, μια μικρή ανάπαυλα. Προς το παρόν, κανείς δεν πιστεύει ότι η κυβέρνηση θα φτάσει στο σημείο να ιδιωτικοποιήσει τον ήλιο. Αλλά, ποτέ δεν ξέρεις... Στο facebook, πολλοί παραπονιούνται για τον πρώτο χειμώνα που πέρασαν σε μια χώρα όπου χιονίζει. Καμιά φορά, στα σχόλια, άλλοι που έχουν μετακομίσει στο Ρίο ντε Ζανέιρο διαμαρτύρονται για την υπερβολική ζέστη – πάνω από 35ο C. Μια τέτοια κοινοτοπία της παγκοσμιοποίησης θα μπορούσε κάλλιστα να συμπληρωθεί από το σχόλιο ενός παλιού συναδέλφου στο πανεπιστήμιο για τις θερμοκρασίες στη Λουάντα (1). Σε μια τέτοια περίπτωση, θα είχαμε να κάνουμε με χρήστες του Facebook που ακολούθησαν τη συμβουλή του πρωθυπουργού, ο οποίος πριν από δύο χρόνια πρότεινε στους καθηγητές να μετακομίσουν στη Βραζιλία ή στην Αγκόλα. Πάντως, είτε έχουν εξοριστεί σε κάποια ζεστή χώρα είτε σε κρύα, όλοι τους θα έκαναν υπερήφανο τον πρώην υπουργό Κοινοβουλευτικών Υποθέσεων, ο οποίος δήλωνε στα μέσα ενημέρωσης ιδιαίτερα ικανοποιημένος με το νέο κύμα μετανάστευσης των Πορτογάλων και πολύ εντυπωσιασμένος από το επίπεδο κατάρτισης των υποψηφίων προς αναχώρηση.
Οι κουβέντες αυτές φανερώνουν μια σημαντική αλλαγή στο κομμάτι της εθνικής ταυτότητας. Ως τώρα, η «μετανάστευση» είχε μια πολύ συγκεκριμένη έννοια στην Πορτογαλία, γεμάτη συμβολισμούς. Όποτε πρόφερε κανείς αυτή τη λέξη, αναφερόταν κυρίως στους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που έφυγαν τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Σπρωγμένοι από την εξαθλίωση της δικτατορίας του Σαλαζάρ και τους αποικιοκρατικούς πολέμους, διέσχιζαν παράνομα τα σύνορα και μόλις έφταναν στη Γαλλία, ήταν σαν να προσγειώνονταν στον Άρη. Έχοντας πολύ χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, οι άντρες δούλευαν στην οικοδομή, ενώ οι γυναίκες γίνονταν παραδουλεύτρες ή θυρωροί.
Αν έπρεπε να διαλέξω μια ημερομηνία, θα έλεγα ότι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 1986, σηματοδότησε τη στιγμή που αρχίσαμε να σβήνουμε αυτή τη μεταναστευτική περίοδο από την εικόνα της χώρας. Η ιδέα ότι δεν ήμασταν πια εκείνη η Πορτογαλία, μπόρεσε να διαδοθεί χάρη στα χρήματα των Βρυξελλών και στη μικρότερη εξάρτηση από τα εμβάσματα των μεταναστών. Ενίσχυε το αίσθημα των Πορτογάλων που είχαν μείνει στη χώρα έναντι των συμπατριωτών τους στο εξωτερικό. Ποντάροντας στον τομέα της κοινωνικής ψυχολογίας, θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα είδος φθόνου – επιθυμίας: επιθυμίας για αυτοκίνητα και άλλα φανταχτερά αντικείμενα που επιδεικνύει κανείς στις διακοπές τον Αύγουστο. Ντροπής για το χαμηλό επίπεδο μόρφωσης και για ό,τι μαρτυρούσε αυτό για εμάς. Κατά βάθος, ντροπής για τον εαυτό μας: ένα συναίσθημα που διατηρούν ζωντανό και τροφοδοτούν πολλοί Πορτογάλοι.
Επιστεγάζοντας δύο δεκαετίες απόρριψης και αισθήματος κατωτερότητας, οι έπαινοι του υπουργού ήρθαν να τονίσουν ότι η τωρινή έξοδος είναι πολύ διαφορετική από την προηγούμενη. Να μην τη συγχέουμε με το άβολο παρελθόν. Η νέα μετανάστευση, στο κάτω-κάτω της γραφής, πρέπει να αποτελεί λόγο εθνικής υπερηφάνειας.
Δεν χωρά αμφιβολία: η σημερινή πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του ’60 και του ’70. Τις δηλώσεις του υπουργού, καθώς και τις κριτικές που προκάλεσε, τις αναπαρήγαγαν οι εφημερίδες, τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις. Πολλές από αυτές τις ειδήσεις τις χειρίστηκαν μαθητευόμενοι. Νέοι πτυχιούχοι που κατά πάσα πιθανότητα βρίσκονταν στη δεύτερη ή την τρίτη τους μαθητεία: σε αυτό τον τομέα, όπως και σε πολλούς άλλους, σχεδόν το σύνολο των εργαζόμενων κάτω των 30 είναι μαθητευόμενοι. Δεν λαμβάνουν καμία αμοιβή, τρέφουν ωστόσο την ελπίδα μήπως υπογράψουν κάποια σύμβαση. Ξεχνούν, ωστόσο, ότι η σύμβαση εξυπακούεται και μισθό. Γιατί, οι υποψήφιοι για μαθητεία δεν λείπουν και, κατά συνέπεια, επικρατεί η αίσθηση ότι δεν είναι καθόλου άσχημα να κάνεις μαθητεία χωρίς μισθό. Τουλάχιστον, έχεις να δώσεις μια απάντηση όταν κάποιος σε ρωτά τι κάνεις.
Εξάλλου, όταν είσαι μαθητευόμενος σε μια εφημερίδα, δεν είσαι αναγκασμένος να απαντάς στο τηλεφωνικό κέντρο ή να εξυπηρετείς έναν πελάτη ντυμένος με τη στολή κάποιας πολυεθνικής γρήγορης εστίασης. Στο σημερινό πλαίσιο, το να κάνεις δωρεάν μια εργασία την οποία δεν καταδέχονται οι καθιερωμένοι επαγγελματίες, μόλις πάρεις το πτυχίο ή το μάστερ, θεωρείται μια καθ’ όλα αξιοπρεπής εξέλιξη.
Λεπτομέρειες όπως ο ήλιος σε βοηθούν να αντέξεις την κακοκεφιά που ακολουθεί τα δελτία ειδήσεων. Χρειάζεται κάτι τέτοιο. Ο καταιγισμός από δυσάρεστα νέα είναι διαρκής. Ο μετεωρολογικός παραλληλισμός θα παρέπεμπε στην εικόνα ενός χειμώνα που διαρκεί χρόνια, δίχως διακοπή. Ενίοτε, στις ειδήσεις, κάποιο ρεπορτάζ προσπαθεί να εξηγήσει μερικές οικονομικές έννοιες στον τάδε πολίτη. Με τη βοήθεια έγχρωμων γραφικών αναλύουν την ανατομία του χρέους. Υπενθυμίζουν ορισμένα νούμερα, όπως τα δισεκατομμύρια ευρώ που έχει ήδη ξοδέψει η κυβέρνηση για τις τράπεζες.
Είναι κι αυτοί που ακούν με προσοχή και νιώθουν την αγανάκτησή τους να μετατρέπεται γρήγορα σε ανημποριά. Τα δισεκατομμύρια ευρώ πέφτουν πολύ βαριά στους ώμους εκείνου ή εκείνης που παρακολουθεί τηλεόραση από την πολυθρόνα του σαλονιού του. Κι είναι κι αυτοί που έχουν πάψει να ακούν. «Κρίση», «λιτότητα»: λέξεις που δεν είναι πια τίποτα άλλο παρά ηχητική υπόκρουση.
Κάθε μέρα βγαίνουν καινούργια νούμερα που κουβαλούν αυτές τις εκφράσεις: «κρίση», «λιτότητα». Την περασμένη εβδομάδα μας έδωσαν και τα νούμερα της μετανάστευσης. Επίσημα και αδιαμφισβήτητα δεδομένα, πιστοποιημένα από το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής. Αυτοί οι οργανισμοί, το ξέρουμε, παρουσιάζουν πάντα μια μικρή καθυστέρηση. Παρουσιάζουν, λοιπόν, μόνο τα στοιχεία του 2011. Η επιστήμη της στατιστικής, λοιπόν, αποδεικνύει αυτό που ήταν ήδη πασίγνωστο: η μετανάστευση αυξήθηκε κατά 85% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Η πλειονότητα των μεταναστών ήταν μεταξύ 25 και 29 χρόνων, αλλά, ανάμεσά τους υπήρχαν επίσης πολλά παιδιά και έφηβοι. Ο αριθμός των πτυχιούχων που φεύγουν αυξήθηκε κατά 49,5% μεταξύ 2009 και 2011. 49,5%: σαν τις προσφορές που ορίζουν την τιμή του προϊόντος στα 99,50 ευρώ για να μην φαίνεται πολύ ακριβό.
Αριθμοί. Όλοι ήξεραν ήδη ότι στην Πορτογαλία δεν έχει πια θέσεις για τους νέους πτυχιούχους. Αρχής γενομένης από τους ίδιους τους φοιτητές, οι οποίοι παίρνουν βαθμούς σε εξετάσεις για θέματα τα οποία, κατά πάσα πιθανότητα, θα απουσιάζουν από την επαγγελματική τους καθημερινότητα. Αν τους αρέσει η λογοτεχνία και σταθούν τυχεροί, ίσως καταφέρουν να τακτοποιούν βιβλία σε κάποια αλυσίδα βιβλιοπωλείων. Αν τους αρέσει η μόδα και σταθούν τυχεροί, ίσως καταλήξουν να μοιράζουν νούμερα έξω από τα δοκιμαστήρια σε κάποιο κατάστημα ρούχων. Παρόλα αυτά, λένε ότι στη Βραζιλία υπάρχουν ευκαιρίες για τους αρχιτέκτονες. Και ότι στη Γερμανία έχουν ανάγκη από νοσηλευτές. Πληρώνουν καλά και μάλιστα προσφέρουν τη δυνατότητα εκμάθησης της γερμανικής γλώσσας.
Κάποια στιγμή, προσπάθησαν, βλακωδώς, να μετατρέψουν τη συγκεκριμένη κατάσταση σε σύγκρουση των γενεών. Αντιμετώπισαν τους νέους ως «κακομαθημένα παιδιά». Περιέγραψαν τις δυσκολίες των προηγούμενων γενεών και θέλησαν να συγκρίνουν τα εμπόδια που χρειάστηκαν να αντιμετωπίσουν οι μεν και οι δε. Οι γηραιότεροι ήρθαν να πουν ότι στην εποχή τους τα πράγματα ήταν χειρότερα. Οι νεότεροι έγραψαν στους τοίχους ότι τώρα είναι χειρότερα. Δεν βγήκε κανένα συμπέρασμα. Σε αυτή τη διαμάχη, οι παλιότεροι, οι οποίοι βλέπουν από κοντά και συμμερίζονται τις δυσκολίες των παιδιών τους και των εγγονιών τους, παρέμειναν σιωπηλοί. Σιωπηλοί παρέμειναν επίσης και οι νεότεροι, που τους κοστίζει να γίνονται βάρος για τους γονείς και τους παππούδες τους. Καμία γενιά δεν βγαίνει αλώβητη από αυτήν την κατάσταση.
Πρέπει να διευκρινίσουμε κάτι. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, μια λαοθάλασσα πλημμύρισε τους δρόμους των μεγαλύτερων πόλεων της χώρας. Και φέτος τον Μάρτιο, η Πορτογαλία γνώρισε τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις από την Επανάσταση των Γαρυφάλλων, το 1974. Τα πλήθη ένιωθαν την ανάγκη να μιλήσουν, σαν να πνίγονταν και να ανέπνεαν μέσα από τον λόγο. Το κάθε άτομο, αφ’ εαυτού του, ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει. Το facebook δεν ήταν πια αρκετό. Γι’ αυτό, ο καθένας είχε φέρει το δικό του, χειροποίητο πανό. Συχνά περιείχαν βρισιές: την ύψιστη έκφραση του εκνευρισμού απέναντι στη φανφαρολογία. Απέναντι σε όλα τα καλοδιατυπωμένα επιχειρήματα που εκφέρονται χωρίς δισταγμό, αυτή η απλή λέξη: κλέφτες.
Οι βρισιές αυτές έχουν γεννηθεί από μια πολύ βαθιά οργή που συσσωρευόταν τα τελευταία χρόνια. Από τη λιτανεία των ενημερωτικών δελτίων και από το αίσθημα κακοκεφιάς που μας κυριεύει καθημερινά και μεγαλώνει. Το αίσθημα ότι αυτό μπορεί να γίνει ακόμα χειρότερο.
Οπότε, κάτι πρέπει να κάνουμε. Να πάμε, ίσως, στο Λονδίνο, να μοιραστούμε το δωμάτιο με έναν φίλο, να πιάσουμε δουλειά σε μπαρ. Ίσως να πάμε στο Λουξεμβούργο, να μείνουμε στους θείους της αρραβωνιαστικιάς και να δουλέψουμε στο εργοστάσιο ή στην οικοδομή, όπως οι μετανάστες τη δεκαετία του ’60. Παρά τα ωραία λόγια που δηλώνουν ότι το σημερινό κύμα μεταναστών αποτελείται κυρίως από εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης, η αλήθεια είναι ότι περιλαμβάνει πολλούς ανθρώπους χαμηλών προσόντων και άλλους οι οποίοι, στο εξωτερικό, αναγκάζονται στο τέλος να πάρουν μια δουλειά πολύ κατώτερη των προσόντων τους.
Η πρόκληση που έχουν να αντιμετωπίσουν οι σημερινοί νέοι στην Πορτογαλία δεν είναι ξεκάθαρη. Η βασική αιτία των δυσκολιών έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι πολλοί και ο καθένας τους πιστεύει στις δικές του φιλοδοξίες. Ελάχιστοι από αυτούς ονειρεύτηκαν μια δουλειά επαναλαμβανόμενη, ανιαρή, κακοπληρωμένη και επισφαλή. Σήμερα, η επαγγελματική σταθερότητα για έναν νέο κάτω των 30 ετών μεταφράζεται σε 6μηνιαία σύμβαση. Για τους υπόλοιπους απομένει η ανεργία ή μια ύπαρξη φτιαγμένη από «πράσινα δελτία» (2).
Δεν θα δώσω ποσοστά. Σιχαίνομαι τα ποσοστά, όπως και όλοι σε αυτή τη χώρα. Μιλώ για τους νέους κάτω των 30, θα μπορούσα όμως άνετα να αναφερθώ και στις προηγούμενες γενιές. Η ανασφάλεια είναι η ίδια.
Καμιά φορά, ακούω κάποιους να λένε ότι ο κόσμος θα άντεχε καλύτερα την κατάσταση, αν δεν είχε γνωρίσει τη δυνατότητα να ονειρευτεί ένα διαφορετικό μέλλον, αν δεν είχαμε ζήσει κάποια χρόνια πιστεύοντας ότι μπορούμε να γίνουμε σχεδιαστές ή καθηγητές φιλοσοφίας. Τι θλιβερός συλλογισμός! Μπορούμε να αποκαλούμε «ζωή» το πέρασμα του χρόνου χωρίς όνειρα, επιθυμίες, φιλοδοξίες;
Δια της πολύ πλαγίας οδού, ο υπουργός έχει τουλάχιστον δίκιο σε ένα πράγμα. Ως Πορτογάλοι, οφείλουμε να είμαστε υπερήφανοι για τους συμπατριώτες μας που αναζητούν μια καλύτερη ζωή μακριά από τη χώρα. Κάνοντάς το, αποδεικνύουν ότι διαθέτουν θάρρος και χαρίσματα που κάνουν να ξεχωρίζει ό,τι καλύτερο διαθέτει αυτός ο λαός. Θα πρόσθετα, όμως, ότι οφείλουμε τον ίδιο σεβασμό σε όσους έφυγαν τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Με αυτή τους την απόφαση, απέδειξαν ότι έχουν τα ίδια χαρίσματα. Ξέρω γιατί μιλάω: είμαι υπερήφανος που είμαι γιος ενός χτίστη και μιας παραδουλεύτρας στα προάστια των Παρισίων.
Η Πορτογαλία είναι μια γερασμένη χώρα που βλέπει τους νέους της να φεύγουν. Ο ήλιος μπαίνει από το παράθυρο πίσω μου. Γεμίζει το δωμάτιο όπου βρίσκομαι. Οι λέξεις, όπως ολόκληρη η χώρα, ξεθωριάζουν μέσα στην τόση διαύγεια. Είναι στιγμές που κι αυτές οι λέξεις μοιάζουν σαν να θέλουν να τα παρατήσουν. Και νιώθουμε ηττημένοι από κάτι που δεν γνωρίσαμε ποτέ. Του δίνουμε μια μορφή που επινοούμε με βάση τον δικό μας φόβο. Πρέπει κάτι να κάνουμε. Κάτι πρέπει να κάνουμε σε αυτή τη χώρα. Το χάδι του ήλιου είναι μια παρηγοριά. Δεν αρκεί όμως για να γεμίσει το κενό της ελπίδας που μας λείπει.