Μια μέρα μετά τις επιθέσεις στη Βοστώνη στις 15 Απριλίου, οι οποίες άφησαν πίσω τους τρεις νεκρούς και περίπου 200 τραυματίες, μαθεύτηκε η είδηση του θανάτου του Μοσέ Γκαμέρ. Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τελ-Αβίβ, ήταν μαζί με τη Μαρί Μπένινγκσεν-Μπρόξαπ, η οποία επίσης πέθανε πριν από λίγους μήνες, ανάμεσα στους πρώτους ερευνητές που ενδιαφέρθηκαν για την ιστορία, τις κοινωνίες και τον πολιτισμό του Βόρειου Καύκασου, ένα πεδίο μελετών το οποίο, μέχρι και σήμερα, χαίρει ελάχιστης εκτίμησης από τους πανεπιστημιακούς.
Στις μέρες που ακολούθησαν, η Τσετσενία έγινε της μόδας λόγω της τσετσενικής καταγωγής των δύο υπόπτων για τις επιθέσεις της Βοστώνης, του Ταμερλάν Τσαρνάγεφ, ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών με την αστυνομία, και του αδερφού του Τζοχάρ, ο οποίος τελεί υπό κράτηση.
Ο Γκαμέρ αφήνει πίσω του πληθώρα άρθρων και βιβλίων τα οποία είναι αφιερωμένα στον Βόρειο Καύκασο και ιδιαιτέρως στην Τσετσενία. Το τελευταίο του έργο, «Ο μοναχικός λύκος και η αρκούδα» (1) σκιαγραφεί την ιστορία της αντίστασης αυτού του μικρού λαού απέναντι στις επεκτατικές διαθέσεις του ισχυρού γείτονα, της Ρωσίας. Σε αυτό εξετάζει τη θέση περί μεταβολής του κινήματος της ανεξαρτησίας, το οποίο, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, έχει περάσει από τις εθνικιστικές διεκδικήσεις και σε άλλες, περισσότερο θρησκευτικού χαρακτήρα. Αυτό το βιβλίο ήταν στη λίστα με τις παραγγελίες που ήθελε να κάνει ο Ταμερλάν Τσαρνάγεφ από την ιστοσελίδα Amazon.
Μολονότι οι επιθέσεις της Βοστώνης οδήγησαν το μεγαλύτερο μέρος των αμερικανικών ΜΜΕ στο να κάνει ολόκληρη διατριβή σχετικά με την ισλαμοποίηση στον Βόρειο Καύκασο, δεν χωρά αμφιβολία ότι οι δυο αδερφοί έδρασαν ως μοναχικοί λύκοι. Αυτή η τελευταία εικόνα, ωστόσο, παραπέμπει σε μια πολύ διαφορετική έννοια από αυτή του λύκου της Τσετσενίας, («μπορζ» στην τοπική γλώσσα), εθνικό σύμβολο το οποίο διεκδικούν ως σύμβολο του αγώνα τους οι αυτονομιστές, σε σημείο μάλιστα να το αναπαράγουν στη σημαία τους. Στις μελέτες σχετικά με την τρομοκρατία, ο όρος «μοναχικοί λύκοι» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα άτομα τα οποία «σπρωγμένα από κάποιο προσωπικό κίνητρο ή από τη βεβαιότητα ότι ανήκουν σε μια ιδεολογική ομάδα» (2) ακολουθούν κατά μόνας τους πολεμικούς τους στόχους.
Σε ένα πρόσφατο έργο του που είναι αφιερωμένο σε αυτή την έννοια, ο Τζέφρι Σάιμον υπενθυμίζει ότι από την αρχή του 20ού αιώνα, η ιστορία των ΗΠΑ είναι διάσπαρτη από περιστατικά βίας τα οποία εξαπολύονται από μοναχικούς λύκους (3). Στη Νορβηγία, ο ακροδεξιός φονιάς Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ, ο οποίος δολοφόνησε εν ψυχρώ 77 άτομα το 2011, συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά.
Ένα κατακερματισμένο εθνικιστικό κίνημα
Τα παραδείγματα των μοναχικών λύκων οι οποίοι εμπνέονται από την τζιχάντ του σαλαφισμού (4) ή από την Αλ Κάιντα, σχηματίζουν ολόκληρο λόχο, κυρίως στις χώρες της Δύσης. Ορισμένοι αρχηγοί ομάδων παρακινούν τους νεαρούς μουσουλμάνους να διαπράξουν επιθέσεις τέτοιου είδους στο όνομα της «τζιχάντ αλ φάρντι», της «ατομικής τζιχάντ», σύμφωνα με την αρχή που εξέδωσε ο Οσάμα Μπιν Λάντεν: «Μην ρωτάτε κανέναν αν πρόκειται να σκοτώσετε Αμερικανούς».
Αν δώσουμε βάση στις επίσημες πηγές, ο Τζοχάρ Τσαρνάγεφ φέρεται να ομολόγησε στο FBI ότι ο αδελφός του και ο ίδιος είχαν επηρεαστεί από τα διαδικτυακά κηρύγματα του Ανουάρ Αλ Αουλάκι, ενός Αμερικανού κήρυκα, ο οποίος σκοτώθηκε το 2011 στην Υεμένη από ένα τηλεκατευθυνόμενο αεροσκάφος της CIA (5). Αυτό υποδεικνύει ότι τα δυο αδέρφια ήταν τυπικοί μοναχικοί λύκοι, δίχως τις αναφορές στους Τσετσένους μαχητές που περιγράφει ο Γκαμέρ. Εξάλλου, παρά τις μη επιβεβαιωμένες μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες ο Ταμερλάν Τσαρνάγεφ είχε συναντηθεί με αντάρτες στον Βόρειο Καύκασο κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην περιοχή, το 2012, πολλά στοιχεία υποδεικνύουν ότι ο εξτρεμισμός του είναι άσχετος με το πολιτικό πλαίσιο στην περιοχή.
Η εμφάνιση των πολεμιστών της τζιχάντ στην Τσετσενία συνέπεσε με την έναρξη του πρώτου πολέμου κατά των Ρώσων, τον Δεκέμβριο του 1994. Ο πόλεμος αποτέλεσε την ευκαιρία για πολλούς άραβες μαχητές από το μέτωπο του Αφγανιστάν, αποκαρδιωμένους και σε αναζήτηση νέων πεδίων μάχης μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών από την Καμπούλ. Ορισμένοι ανάμεσά τους, όπως ο διοικητής Χατάμπ (κατά κόσμον Σαμίρ Σάλεχ Αμπντάλα Αλ Σουγουαϊλέμ), είχαν συνδράμει τους ισλαμιστές στον εμφύλιο πόλεμο που μαινόταν στο Τατζικιστάν από το 1992 ώς το 1994.
Εντούτοις, στον πρώτο πόλεμο της Τσετσενίας, οι τζιχαντιστές δεν σχημάτισαν ξεχωριστό κίνημα. Προτίμησαν να τεθούν υπό την αιγίδα του Τζοχάρ Ντουντάγεφ, του πρώτου ηγέτη υπέρ της ανεξαρτησίας μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Το 1997, μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων, υπεγράφη συμφωνία ειρήνης από τον τότε πρόεδρο της Ρωσίας, Μπόρις Γέλτσιν, «μια συμφωνία ιστορικών διαστάσεων που τερματίζει οριστικά 400 χρόνια[συγκρούσεων μεταξύ των δύο γειτόνων]». Έναν χρόνο νωρίτερα, ο Ντουντάγεφ είχε χάσει τη ζωή του σε έκρηξη από πύραυλο κατευθυνόμενο από λέιζερ, τη στιγμή που μιλούσε μέσω δορυφορικού τηλεφώνου με τον βασιλιά του Μαρόκου, Χασάν Β’, ο οποίος έπαιζε τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές.
Εν συνεχεία, ύστερα από μια εκλογική διαδικασία που επικυρώθηκε από τους διεθνείς παρατηρητές, πρόεδρος της Τσετσενίας εξελέγη ο Ασλάν Μασχάντοφ. Αλλά η Ρωσία, παρά τις δεσμεύσεις της, αρνήθηκε να συνδράμει στην ανοικοδόμηση της χώρας. Ο Μασχάντοφ, ένας κοσμικός και εθνικιστής μαχητής, όπως και ο Ντουντάγεφ, υποστήριζε πάντα μια πολιτική επίλυση της σύγκρουσης. Η αδιαλλαξία της Μόσχας έμελλε να τον επηρεάσει δραματικά και να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την εξάπλωση των τζιχαντιστών.
Αυτοί, λαμβάνοντας γενναία οικονομική ενίσχυση, βοήθησαν τους ντόπιους ισλαμιστές να εισχωρήσουν στις τάξεις των νεαρών αυτονομιστών που κατάγονταν από την Τσετσενία ή από τις γειτονικές δημοκρατίες, να στήσουν δικαστήρια που εφάρμοζαν τη σαρία, να εξισλαμίσουν την κοινωνία και, κυρίως, να ανοίξουν στρατόπεδα εκπαίδευσης για τους νεοεισερχόμενους άραβες μαχητές που πλημμύριζαν την περιοχή. Από το 1997 ώς το 1999, η παρουσία τους δεν έπαψε να αυξάνεται. Εκείνη την περίοδο, το 45% των αράβων βετεράνων του Αφγανιστάν πήγε στην Τσετσενία, ενώ στον προηγούμενο πόλεμο ήταν μόνο το 30%. Υπό την αιγίδα του πολέμαρχου Σαμίλ Μπασάγεφ, η ριζοσπαστική πτέρυγα του εθνικιστικού κινήματος συνήψε μαζί τους μια ευκαιριακή συμμαχία. Η σύμπλευση αυτή αποσταθεροποίησε το γειτονικό Νταγκεστάν, όπου η βοήθεια που προσέφεραν οι Τσετσένοι αντάρτες στο σχέδιο για τη δημιουργία ισλαμικής δημοκρατίας προσέκρουσε στη στρατιωτική επέμβαση της Μόσχας. Οι Ρώσοι θα έβρισκαν σε αυτά τα γεγονότα την αφορμή για να καταλάβουν εκ νέου την Τσετσενία, το 1999.
Ο δεύτερος πόλεμος σηματοδοτεί μια νέα φάση παρανομίας για τους τζιχαντιστές του Καυκάσου. Μολονότι τα συνθήματα των Ισλαμιστών συνάντησαν πολύ μικρή ανταπόκριση μεταξύ του πληθυσμού, οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 έδωσαν στη Μόσχα τη δυνατότητα να νομιμοποιήσει τη βάρβαρη καταστολή των αυτονομιστών στο όνομα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Πίσω από αυτή τη βιτρίνα, επί Βλαντίμιρ Πούτιν έγιναν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μεγάλη κλίμακα, οι οποίες έτυχαν ελάχιστης κάλυψης από τα διεθνή ΜΜΕ.
Συνολικά, οι δύο πόλεμοι προκάλεσαν το θάνατο ή τον εκτοπισμό του ενός τετάρτου του πληθυσμού της Τσετσενίας. Από το 2003, οι άραβες μαχητές αρχίζουν να συρρέουν στην περιοχή. Ορισμένοι αναδιπλώνονται στο Ιράκ, όπου η αμερικανική στρατιωτική κατοχή έχει ανοίξει ένα νέο πεδίο εξάπλωσης για τους τζιχαντιστές. Οι Ρώσοι επικυρώνουν τον θρίαμβό τους δολοφονώντας τον μετριοπαθή πρόεδρο Μασχάντοφ, στις 8 Μαρτίου του 2005, και εγκαθιστώντας στο Γκρόσνι, την πρωτεύουσα της Τσετσενίας, μια πιστή σε αυτούς κυβέρνηση, η οποία ολοκληρώνει τον κατακερματισμό του εθνικιστικού κινήματος.
Η εξέγερση, ωστόσο, θα εξαπλωθεί στις γειτονικές δημοκρατίες. Το 2007, η διακήρυξη του Ισλαμικού Εμιράτου του Καυκάσου (IEC) σηματοδοτεί έναν νέο σταθμό στην εδραίωση των ισλαμιστικών ομάδων που δρούσαν στο Νταγκεστάν, στην Ινγκουσετία και στο Καμπαρντίνο - Μπαλκάρια. Τα παράπονα των τοπικών πληθυσμών για τη σιδηρά πειθαρχία της Μόσχας τροφοδοτούν την ανάδυση μιας νέας γενιάς ανταρτών, οι οποίοι συγκινούνται ελάχιστα από το κάλεσμα για μια παγκόσμια τζιχάντ, αντίθετα, όμως, είναι αποφασισμένοι να πλήξουν τη Ρωσία. Το IEC θα διεκδικήσει πολλές τρομοκρατικές ενέργειες, με σημαντικότερη την επίθεση αυτοκτονίας στο μετρό της Μόσχας, τον Μάρτιο του 2010, όμως θα αποποιηθεί την όποια ευθύνη για τις επιθέσεις της Βοστώνης.
Ο Βόρειος Καύκασος σήμερα βασανίζεται από δύο φαινόμενα που συγκλίνουν. Ενώ, πρόσφατα ακόμα, οι ισλαμιστές αντάρτες που δρούσαν στην περιοχή εμπνέονταν από ιδεολόγους των αραβικών χωρών και γενικότερα του εξωτερικού, σήμερα διαθέτουν τους δικούς τους διανοούμενους, όπως τον Σαΐντ Μπουριάτσκι, τον Ανζόρ Αστεμίροφ ή τον Αμπού Ντουτζάνα, μολονότι είναι πια νεκροί. Από την άλλη, οι οπαδοί της παγκόσμιας τζιχάντ δείχνουν διπλό ενδιαφέρον για τον Βόρειο Καύκασο, όπως μαρτυρά η μετάφραση μεγάλου μέρους των προπαγανδιστικών τους κειμένων στα ρωσικά. Αμέτρητες σελίδες είναι αφιερωμένες στο IEC σε φόρουμ στο Ίντερνετ. Μέχρι σήμερα, πάντως, οι τζιχαντιστές του Καυκάσου δεν έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν πραγματικές δυσκολίες στον ρωσικό εχθρό.
Όπως είναι ολοφάνερο, οι αδελφοί Τσαρνάγεφ έτρεφαν μεγαλύτερη συμπάθεια για τη χώρα καταγωγής της μητέρας τους, το Νταγκεστάν, παρά για τη χώρα υποδοχής του πατέρα τους, τις ΗΠΑ. Το Νταγκεστάν καταλαμβάνει εδώ και πολλά χρόνια κεντρική θέση στο καζάνι του Καυκάσου, με 300 τρομοκρατικές επιθέσεις να έχουν καταγραφεί μόνο μέσα στο 2010. Αλλά οι Τσαρνάγεφ δεν ανέφεραν ποτέ την παραμικρή σύνδεση ανάμεσα στην κατάσταση στην περιοχή και τις βόμβες της Βοστώνης.
«Γιατί ο Ταμερλάν Τσαρνάγεφ δεν ζήτησε ποτέ τον τερματισμό της αιματοχυσίας στο Νταγκεστάν, αλλά προτιμούσε να στρέφει το ενδιαφέρον του στα τεκταινόμενα στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ;», διερωτάται δικαίως ο Τσετσένος ιστορικός Μαϊρμπέκ Βατσαγκάγεφ (6). Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση ίσως είναι ότι οι εξτρεμιστικές του θέσεις δεν είχαν καμία σχέση με τον Βόρειο Καύκασο.
Οι τζιχαντιστές του Καυκάσου βρίσκουν, κατά κύριο λόγο, πρόσφορο έδαφος σε ένα τοπικό πεδίο σύγκρουσης, όπου κυριαρχεί η λαϊκή δυσαρέσκεια, η μαζική φτώχεια, η ανεργία, η διαφθορά, οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η ρωσική ηγεμονία. Είναι ο λόγος για τον οποίο οι επιθέσεις τους δεν στόχευσαν ποτέ σε άλλα συμφέροντα πλην των ρωσικών. Η αιματηρή περιπέτεια των αδελφών Τσαρνάγεφ δύσκολα μπορεί να ενταχθεί στη σκακιέρα του Βόρειου Καύκασου. Ήταν αναμφίβολα μοναχικοί λύκοι, σίγουρα όμως, όχι λύκοι της Τσετσενίας.