Στο Βερολίνο, η κυρία Τ. μένει σε μια μεγάλη μονοκατοικία, την οποία έχτισε στο παρελθόν ο άντρας της για τους ίδιους και για τα παιδιά που τελικά ποτέ δεν απέκτησαν. Σήμερα, είναι χήρα, 87 ετών και ζει μόνη της. Οι μόνοι της συγγενείς είναι μια ανιψιά που ζει 700 χιλιόμετρα μακριά της κι ένας μακρινός συγγενής που κατοικεί στην άλλη πλευρά του ωκεανού. Η κυρία Τ. είναι βραχνιασμένη, καθώς έχει ξεσυνηθίσει να μιλάει πολύ, μια και οι ευκαιρίες για κουβεντολόι σπανίζουν πια. Τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να αγχώνεται: τα πόδια της δεν την υπακούουν πλέον πολύ καλά. Επιπλέον, ολοένα και συχνότερα, όταν βγαίνει από το σπίτι της, δεν θυμάται πολύ καλά αν πρέπει να στρίψει αριστερά ή δεξιά για να πάει στον γιατρό της. Στον ιατρικό της φάκελο υπάρχει η εξής παρατήρηση: «Γεροντική άνοια σε εξέλιξη».
Η κυρία Τ. είναι κατηγορηματική: δεν θέλει σε καμία περίπτωση να πάει στο γηροκομείο. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση των δύο τρίτων των Γερμανών. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και τα ρεπορτάζ του Τύπου δεν σε ενθαρρύνουν να λάβεις αυτήν την απόφαση: πράγματι, γίνεται λόγος για γαστρικούς καθετήρες που τοποθετούνται βιαστικά επειδή δεν υπάρχει προσωπικό για να ταΐσει τους ηλικιωμένους, για άλλους που μένουν με τις πάνες ακράτειας επί ώρες, επειδή ξεχνούν να τους τις αλλάξουν… Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ομοσπονδίας Παροχής Ιδιωτικών Κοινωνικών Υπηρεσιών, στη Γερμανία λείπουν 30.000 νοσοκόμες. Μάλιστα, το 2020, το έλλειμμα προσωπικού μπορεί να φθάσει τις 220.000. Σκληρές συνθήκες εργασίας και έλλειψη προσωπικού. Η πλέον έντονη έλλειψη παρατηρείται στον τομέα της «Βοήθειας στο σπίτι». Η υπερκόπωση και ο υπερβολικός φόρτος εργασίας του προσωπικού είναι έκδηλος παντού, ακόμα και στα πιο ποιοτικά γηροκομεία.
Πανάκριβα γηροκομεία με έλλειψη προσωπικού
Βέβαια, η ασφάλιση για την περίπτωση της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης είναι υποχρεωτική από το 1995: καθιερώθηκε από τον χριστιανοδημοκράτη Νόρμπερτ Μπλουμ, πρώην υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων του μαυροκίτρινου συνασπισμού (1) του Χέλμουτ Κολ. Ωστόσο, η συγκεκριμένη μέριμνα για την προστασία, η οποία χρηματοδοτείται ισόποσα από τους εργαζόμενους και τους εργοδότες, δεν είχε ποτέ αποστολή να καλύψει όλους τους ασφαλιστικούς κινδύνους, καθώς οι εμπνευστές της είχαν σιωπηρά αποδεχθεί ότι, είτε οι Γερμανοί δεν θα φθάνουν σε τόσο μεγάλη ηλικία ώστε να μην μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν, είτε ότι οι συγγενείς τους θα αναλαμβάνουν μεγάλο μέρος της ευθύνης. Η κυβέρνηση της Μέρκελ εξακολουθεί να ποντάρει στην ιδιωτικοποίηση του τομέα αντιμετώπισης της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης των ηλικιωμένων. Ωστόσο, ο τρόπος ζωής των οικογενειών αποδεικνύει ότι η κατάσταση έχει φθάσει πλέον σε οριακό σημείο: τα παιδιά των ηλικιωμένων σπάνια ζουν στον ίδιο τόπο με τους γονείς τους, ενώ οι γυναίκες, οι κόρες και οι νύφες, οι οποίες μέχρι τώρα αναλάμβαναν πρόθυμα και με ελάχιστο κόστος τη φροντίδα των ανήμπορων, πλέον δεν είναι και τόσο διαθέσιμες.
Ανάλογα με τον τύπο του γηροκομείου και τον εξοπλισμό που διαθέτει, οι τρόφιμοί του οφείλουν να πληρώνουν από 1.000 έως 3.000 ευρώ τον μήνα, αφού τα ποσά που χορηγεί η κοινωνική ασφάλιση γι’ αυτόν τον σκοπό αποδεικνύονται ανεπαρκή. Όταν δεν διαθέτουν τους απαιτούμενους οικονομικούς πόρους –σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Στατιστικής Υπηρεσίας, στη Γερμανία, 400.000 ηλικιωμένοι ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία- παρεμβαίνει το κράτος. Φυσικά, εξετάζει κάθε μεμονωμένη περίπτωση σε βάθος. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της κυρίας Τ., οι αρμόδιες υπηρεσίες εκτίμησαν ότι πρέπει καταρχάς να πουλήσει το σπίτι της για να χρηματοδοτήσει ένα μέρος του κόστους του γηροκομείου. Μάλιστα, πιθανότατα, τα χρήματα δεν θα αποδειχθούν αρκετά. Και φυσικά, η συγκεκριμένη λύση δεν θα ευχαριστήσει τους κληρονόμους της.
Για όλους αυτούς τους λόγους, οι οικογένειες αναζητούν πυρετωδώς φθηνότερες λύσεις, οι οποίες να βολεύουν τόσο τους ηλικιωμένους, όσο και τις ίδιες: για παράδειγμα, οι ηλικιωμένοι να μένουν σπίτι τους, προσλαμβάνοντας μια Ανατολικοευρωπαία νοσοκόμα, σε συνδυασμό με τις εξειδικευμένες υπηρεσίες (Sachleistungen) μιας εταιρείας παροχής βοήθειας στο σπίτι, οι οποίες χρεώνονται με την ώρα και καλύπτονται από την ασφάλεια αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης (με ανώτατο όριο τα 700 ευρώ τον μήνα). Επίσης, καταφεύγουν στη βοήθεια των συγγενών.
Πολλές γερμανικές οικογένειες καταλήγουν σε ένα τέτοιο μοντέλο, το οποίο, ωστόσο, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της κυρίας Τ.: στο εξής, χρειάζεται να είναι κάποιος μαζί της ολόκληρη την ημέρα και αυτή η επιλογή είναι τόσο ακριβή, ώστε προϋποθέτει και την οικονομική συνδρομή των συγγενών της. Γι’ αυτόν τον λόγο, η ανιψιά της έχει αρχίσει να σκέπτεται μια λύση την οποία τον τελευταίο καιρό τα γερμανικά ταμπλόιντ κατακεραυνώνουν ως αδιανόητη για μια χώρα όπως η Γερμανία, της οποίας η κοινωνία έχει οικοδομηθεί πάνω στις χριστιανικές αξίες: τη μεταφορά των παππούδων και των γιαγιάδων σε χώρες με εξαιρετικά χαμηλό κόστος περίθαλψης. Σκέφτεται, λοιπόν, να στείλει τη θεία της στο εξωτερικό. Η Δημοκρατία της Τσεχίας προτείνει παρόμοιες υπηρεσίες, όπως εξάλλου και η Ταϊλάνδη. Η ανιψιά θεωρεί ότι η δεύτερη ενδείκνυται περισσότερο για κλιματολογικούς λόγους, μια και η θεία της είναι πολύ ευαίσθητη στο κρύο. «Βέβαια, κι εκεί γηροκομείο θα είναι. Ωστόσο, θα υπάρχει επαρκές προσωπικό και ανθρώπινη ζεστασιά: εκεί, τον προσέχουν τον ηλικιωμένο. Θα υπάρχει γυναίκα που θα κοιμάται το βράδυ δίπλα στη θεία μου, πάνω σε μια ψάθα, θα ξυπνάει το πρωί όταν θα ξυπνάει κι εκείνη, θα τη φροντίζει με στοργή και θα δίνει σημασία σε ό,τι της λέει. Τι σημασία έχει αν αντί για 700 χιλιόμετρα μακριά μου, θα είναι 7.000; Έτσι κι αλλιώς, και τώρα σπάνια βλεπόμαστε».
Στο Ίντερνετ μπορεί να βρει κανείς τη διαφήμιση του Μάρτιν Γούντλι, Ελβετού κοινωνικού λειτουργού ο οποίος μετέτρεψε σε επιχειρηματικό μοντέλο τη δική του προσωπική εμπειρία. Όταν η μητέρα του προσβλήθηκε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, ο ίδιος εργαζόταν στην Ταϊλάνδη. Χρησιμοποίησε, λοιπόν, την εμπειρία του για να δημιουργήσει ένα εξωτικό πρόγραμμα γηριατρικών υπηρεσιών υπό τη διεύθυνση μιας γερμανόφωνης ομάδας στελεχών, το οποίο και προβάλλει με μια μεγάλη διαφημιστική εκστρατεία: «Είμαι πεπεισμένος ότι πρέπει να αναζητούμε διαρκώς νέες μορφές περίθαλψης των ηλικιωμένων, έτσι ώστε να κατορθώνουμε να είμαστε στο ύψος των αναγκών και των προσδοκιών, τόσο των ατόμων που έχουν προσβληθεί από γεροντική άνοια, όσο και των συγγενών τους». Ο Γούντλι και η ομάδα των Ταϊλανδών συνεργατών του προτείνουν «την παροχή φροντίδας στα άτομα που πάσχουν από γεροντική άνοια, σε εικοσιτετράωρη βάση, από αποκλειστική νοσοκόμα». Έτσι, οι Γερμανοί ηλικιωμένοι θα περάσουν τα τελευταία χρόνια των γηρατειών τους μέσα σε ένα «ευχάριστο και φιλόξενο» περιβάλλον.
Ο Γούντλι υπερασπίζεται τη λύση που έχει επινοήσει επιδεικνύοντας έναν ψυχρό πραγματισμό: «Έχετε στη διάθεσή σας τρεις συνοδούς που εναλλάσσονται και ασχολούνται αποκλειστικά με τον άνθρωπό σας». Κι όλα αυτά, σε μια ιδιαίτερα συμφέρουσα τιμή: ο Γούντλι μας υπόσχεται ότι το κόστος όλων αυτών των παροχών αντιστοιχεί συνήθως σε «λιγότερο από το ήμισυ του κόστους ενός γηροκομείου στην Ελβετία ή στη Γερμανία».
Παρόμοιες προσφορές υπάρχουν και για χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ δημιουργούνται συνεχώς νέα προγράμματα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ερευνητών, περίπου 7.000 Γερμανοί ηλικιωμένοι ζουν σε γηροκομεία της Ουγγαρίας, 3.000 στη Δημοκρατία της Τσεχίας και 600 στη Σλοβακία. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τον αριθμό των ατόμων που βρίσκονται στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Ουκρανία, στην Ταϊλάνδη, και στις Φιλιππίνες, χώρες οι οποίες αποτελούν και τους κυριότερους τόπους εξαγωγής των Γερμανών ηλικιωμένων (2). Για την ώρα, πρόκειται για έναν περιορισμένο τομέα της οικονομίας, ο οποίος ενδέχεται όμως να γνωρίσει σύντομα μεγάλη ανάπτυξη. Για την ανιψιά της κυρίας Τ., «πρόκειται για μια επιλογή. Ελπίζω ότι, χάρη στις παραδόσεις της ταϊλανδικής κοινωνίας, η θεία μου θα μπορέσει –απλούστατα- να περάσει τα τελευταία χρόνια των γηρατειών της με αξιοπρέπεια».
«Ανάγκη περισσότερης ανθρώπινης ζεστασιάς»
Φυσικά, οι πολιτικοί, από όλα ανεξαρτήτως τα κόμματα, καταγγέλλουν την εκδίωξη από τη χώρα των ανήμπορων ηλικιωμένων ατόμων. Όπως υπενθυμίζει ο Κρίστοφ Φούχς, γηρίατρος στη δημοτική κλινική του Μονάχου, σύμφωνα με τη συνθήκη του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των ατόμων με ειδικές ανάγκες, «η γεροντική άνοια είναι μια μορφή ύπαρξης. Δεν απαιτεί επιπλέον ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αλλά περισσότερη ανθρώπινη ζεστασιά». Ο κυβερνητικός συνασπισμός της Άνγκελα Μέρκελ, ο οποίος σύντομα θα συμπληρώσει τέσσερα χρόνια στην εξουσία, δεν έχει κατορθώσει να βρει τη λύση στο εξής ερώτημα: «Πώς είναι δυνατόν να περνάει κανείς τα γηρατειά του με αξιοπρέπεια, χωρίς όμως αυτό να κοστίζει ακριβά;». Ο πολιτικός κόσμος πετάει την μπάλα στην εξέδρα για να κερδίσει χρόνο. Το έτος 2011, το οποίο είχε με στόμφο ανακηρυχθεί από τον κυβερνητικό συνασπισμό «Έτος αντιμετώπισης της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης των ηλικιωμένων», κύλησε χωρίς να ληφθεί καμία σοβαρή απόφαση. Σε μια κοινωνία η οποία γερνάει με μη αναστρέψιμο ρυθμό –λόγω των δημογραφικών της ιδιαιτεροτήτων και χάρη στις προόδους της ιατρικής- ο αριθμός των ατόμων με αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης φτάνει σήμερα τα 2,5 εκατομμύρια. Μάλιστα, μέχρι το 2050, αυτός ο αριθμός ενδέχεται να έχει διπλασιαστεί.
Όπως δηλώνει ο Γιούργκεν Γκόντε -ειδικός σε ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης (χωρίς κομματική ένταξη), ο οποίος διηύθυνε το Συμβούλιο για την Αντιμετώπιση της Αδυναμίας Αυτοεξυπηρέτησης μετά το 2007, την περίοδο του «μεγάλου συνασπισμού» που είχαν σχηματίσει οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD)- «χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο». Κατά τη γνώμη του, το ζητούμενο είναι η αυτονομία των ηλικιωμένων, η συμμετοχή, ο σεβασμός και η αξιοπρέπεια. Κι όλα αυτά δεν είναι παραλογισμοί που εκφράζονται από κάποιον γεροξεμωραμένο, αλλά πραγματικά κοινωνικά δικαιώματα.
Ο ίδιος εξηγεί ότι, η μη παροχή ενισχύσεων στο ενάμιση εκατομμύριο ατόμων που αναλαμβάνουν τη φροντίδα των συγγενών τους στο σπίτι τους, συνοδεύεται από έλλειψη κατοικιών οι οποίες να είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες των ηλικιωμένων (το έλλειμμα εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 2,5 εκατομμύρια κατοικίες). Και φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα άτομα που έχουν προσβληθεί από γεροντική άνοια χρειάζονται ένα αστικό περιβάλλον, το οποίο να τους επιτρέπει να ζουν όσο το δυνατόν περισσότερο σε συνθήκες αυτονομίας (για παράδειγμα, κοντά στην κατοικία τους να υπάρχουν καταστήματα, όπως μπακάλικα, κομμωτήρια κ.λπ. και γιατροί (3)). Εάν δεν υπάρξουν σύντομα αλλαγές, η κυρία Τ. θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σπίτι της και τη μικρή πόλη βόρεια του Βερολίνου όπου ζει, για να περάσει τα τελευταία χρόνια της σε κάποια μακρινή χώρα.