Εάν υπάρχει κάποια σταθερά στην ιστορία των χωρών της Μέσης Ανατολής, αυτή είναι η σύγκρουση των οραμάτων των λαών της για ελευθερία και χειραφέτηση, με τη ρεαλπολιτίκ, η οποία τους θυσιάζει στον βωμό των γεωστρατηγικών συμφερόντων ξένων δυνάμεων. Η εκστρατεία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη στην Αίγυπτο, το 1798, αποτέλεσε το σημείο αφετηρίας μιας μακράς αντιπαράθεσης μεταξύ της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γερμανίας στο έδαφος μιας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε τροχιά παρακμής. Ωστόσο, το πρωταρχικό τραύμα θα επέλθει με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Άραβες, που είχαν παρακινηθεί σε εξέγερση κατά των Τούρκων από τον Τόμας Έντουαρντ Λόρενς, τον λεγόμενο Λόρενς της Αραβίας (1) , και, κυρίως, από μια επιστολή του Βρετανού ύπατου αρμοστή Χένρι Μακμάον προς τον Χουσεΐν της Μέκκας, όπου ο Βρετανός αξιωματούχος τούς υποσχόταν τη δημιουργία ενός ενιαίου βασιλείου, παρακολούθησαν ανήμποροι την αθέτηση των δεσμεύσεων αυτών. Δεσμεύσεις που παραβιάστηκαν τόσο με τις συμφωνίες Σάικς-Πικό (1916), με τις οποίες διαμοιραζόταν η περιοχή μεταξύ Γαλλίας και Ηνωμένου Βασιλείου, όσο και με τη διακήρυξη Μπάλφουρ (1917), η οποία προέβλεπε τη δημιουργία « εβραϊκής εθνικής εστίας » στην Παλαιστίνη.
Κάτω από τον έλεγχο των Γάλλων, η Συρία χωρίστηκε αρχικά σε τέσσερα κράτη, πριν φτάσει στην ανεξαρτησία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το κοινοβουλευτικό καθεστώς της δεν θα διαρκέσει πολύ: θα καταλυθεί από τον συνταγματάρχη Χούσνι αλ Ζαΐμ, το 1949. Επρόκειτο για το πρώτο στρατιωτικό πραξικόπημα στον αραβικό κόσμο και προετοιμάστηκε από την αμερικανική πρεσβεία και από τη CIA (2).
Αντι-ιμπεριαλιστική βιτρίνα
Τα λίγα αυτά ιστορικά στοιχεία, μεταξύ πολλών άλλων, δίνουν ένα μέτρο του σχολαστικού εθνικισμού που επικρατεί στη Συρία, καθώς και της βαθιάς δυσπιστίας απέναντι στους ελιγμούς των ξένων δυνάμεων. Γι’ αυτό και το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ, όταν βρέθηκε αντιμέτωπο με μια τεράστια λαϊκή εξέγερση, αυθόρμητη και ειρηνική, ακριβώς στο κλίμα του ξεσηκωμού σε Τυνησία και Αίγυπτο, δεν έπαψε να επικαλείται τον αντι-ιμπεριαλισμό, προσπαθώντας να νομιμοποιήσει μια καταστολή ανείπωτης βαρβαρότητας. Η στρατηγική αυτή επέτρεψε στο καθεστώς να διατηρήσει την υποστήριξη ορισμένων αυταρχικών εθνικιστικών ρευμάτων και μιας μειοψηφικής μερίδας της αραβικής Αριστεράς (3).
Εντούτοις, παρά την υποτιθέμενη αντίσταση στις ξένες δυνάμεις, παρατηρεί κανείς ότι, επί τέσσερις δεκαετίες, τα υψίπεδα του Γκολάν υπήρξαν όαση σταθερότητας και η μεθόριος Ισραήλ-Συρίας αξιοσημείωτα ήρεμη. Το 1976, με το πράσινο φως των Αμερικανών και με τη σιωπηρή συμφωνία των Ισραηλινών, η Συρία επεμβαίνει στον Λίβανο για να αποτρέψει την εκλογική επικράτηση του λεγόμενου «ισλαμο-προοδευτικού» συνασπισμού. Κατά τη διάρκεια του «παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας», τη δεκαετία του 2000, η Συρία συμμετείχε στο πρόγραμμα μυστικών απαγωγών και βασανιστηρίων (extraordinary renditions) της κυβέρνησης του προέδρου Μπους. Και, μετά το ξέσπασμα των αραβικών εξεγέρσεων, η Συρία παρείχε νομιμοποίηση στη συντριβή της εξέγερσης στο Μπαχρέιν από τη Σαουδική Αραβία.
Το καίριο σφάλμα του Άσαντ, το οποίο φαίνεται καθαρά στη συνέντευξη που παραχώρησε στη «Wall Street Journal» στις 31 Ιανουαρίου 2011, υπήρξε η εκτίμηση ότι η εξωτερική πολιτική του, η υποστήριξή του στη λιβανέζικη Χεζμπολάχ (ιδιαίτερα στον πόλεμο το καλοκαίρι του 2006) και στη Χαμάς κατά την ισραηλινή εισβολή στη Γάζα (Δεκέμβριος 2008-Ιανουάριος 2009), θα τον προστάτευαν από το επαναστατικό κύμα που σάρωνε τον αραβικό κόσμο.
Ακόμη κι αν ο υποτιθέμενος αντι-ιμπεριαλισμός του είχε θεωρηθεί πραγματικός και ειλικρινής από τη συριακή κοινή γνώμη, κάτι τέτοιο δεν θα είχε καθόλου συγκρατήσει έναν ξεσηκωμό που τροφοδοτήθηκε, πριν απ’ όλα, από εσωτερικά προβλήματα. Η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση ήταν αξιοθρήνητη: στους 300.000 Σύριους που έμπαιναν κάθε χρόνο στην αγορά εργασίας, μόνο 8.000 κατάφερναν να αποσπάσουν μια νόμιμη σύμβαση εργασίας (4). Οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, που είχαν επιβληθεί με βάρβαρο τρόπο, μετέτρεψαν τα κρατικά μονοπώλια σε ιδιωτικά και διαμόρφωσαν έναν καπιταλισμό των «κολλητών» και των «καταφερτζήδων». Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, σε ισχύ από το 1963, κατέπνιγε όλες τις ελευθερίες. Τα θεσμοποιημένα βασανιστήρια είχαν αναχθεί σε τρόπο διακυβέρνησης και πειθάρχησης των μαζών.
Ωστόσο, η επανάσταση αφυδατώθηκε ταχύτατα από το παιχνίδι των διαφόρων δυνάμεων, με το έδαφος της Συρίας να έχει μετατραπεί σε θέατρο μιας σειράς πολέμων κατά παραγγελία. Έτσι, οι δύο κύριες αντίπαλες αφηγήσεις, εκείνη που κάνει λόγο για λαϊκή εξέγερση και εκείνη που μιλά για περιφερειακή και διεθνή γεωπολιτική σύγκρουση, δεν αποκλείουν η μία την άλλη. Οι δύο διαστάσεις συνυπάρχουν, ακόμη κι αν η πρώτη κυριαρχούσε μεταξύ Μαρτίου και Οκτωβρίου 2011, ενώ η δεύτερη εκδηλώνεται με καθοριστικό τρόπο από τον Ιούλιο του 2012.
Η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν εμφανίστηκε πιο αποφασισμένη απ’όλους στην υποστήριξή της προς το καθεστώς Άσαντ, φθάνοντας, μάλιστα, να κάνει τρεις φορές χρήση του δικαιώματος του βέτο που διαθέτει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Οι αιτίες της ρωσικής στάσης είναι πολλαπλές. Κατ’ αρχήν, οι στέρεες διμερείς σχέσεις, που εγκαινιάστηκαν κατά τη δεκαετία του 1950 και δεν έχουν κλονιστεί έκτοτε. Η Συρία, σε αντίθεση με την Αίγυπτο του Ανουάρ Ελ-Σαντάτ, δεν έκοψε ποτέ τις γέφυρες με το σοβιετικό μπλοκ. Αποτέλεσμα; Αρκετές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι με διπλή υπηκοότητα, μικτά ζευγάρια ή μετανάστες, στενές οικονομικές σχέσεις (οι ρωσικές εξαγωγές ξεπέρασαν τα 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια το 2010, ενώ, την ίδια χρονιά, οι ρωσικές επενδύσεις ανέρχονταν στα 20 δισεκατομμύρια δολάρια περίπου). Έπειτα, πωλήσεις όπλων, που κυρίως μετρούν γιατί επιτρέπουν στους Ρώσους να δοκιμάζουν την τεχνολογική αξιοπιστία τους -βέβαια, τους απέφεραν και 4 δισεκατομμύρια δολάρια, το 2011, αλλά η Δαμασκός δεν είναι συνεπής στην εξόφληση των χρεών και η Μόσχα υποχρεώνεται συχνά να τα διαπραγματευτεί ή και να τα διαγράψει (5). Όσο για τη στρατιωτική βάση της Ταρτούς, τη μόνη ρωσική βάση στη Μεσόγειο, πρόκειται ουσιαστικά για εγκατάσταση ανεφοδιασμού, της οποίας η σημασία έχει κάπως υπερτιμηθεί.
Όπως η Γαλλία του 19ου αιώνα, η Ρωσία επιδιώκει, επιπλέον, να εμφανιστεί ως προστάτιδα των χριστιανών της Μέσης Ανατολής. Η Συρία, όμως, αριθμεί σχεδόν ένα εκατομμύριο χριστιανούς, δηλαδή το 4,6% του πληθυσμού (6) , το 52% των οποίων είναι ελληνορθόδοξοι. Η σύγχρονη συμμαχία Θρόνου και Αγίας Τράπεζας που φαίνεται να διαγράφεται στη Ρωσία μεταξύ του Πούτιν, του πρωθυπουργού Ντμίτρι Μεντβέντεφ και του πατριάρχη Κύριλλου Α΄, μπορεί να ερμηνεύσει την ολοένα μεγαλύτερη μέριμνα για τα συμφέροντα της ορθόδοξης εκκλησίας στη Συρία, της οποίας η ιεραρχία βρίσκεται κοντά στο καθεστώς. Τέλος, το Κρεμλίνο θεωρεί ότι, το 2011, εξαπατήθηκε στο ζήτημα της Λιβύης: οι Δυτικοί, για να μπορέσουν να οδηγήσουν τη στρατιωτική επέμβαση πέρα από την απλή «ευθύνη προστασίας» και μέχρι την αλλαγή καθεστώτος, προέβησαν σε μια διασταλτική, αν όχι καταχρηστική, ερμηνεία της απόφασης 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Πέρα από όλους αυτούς τους παράγοντες, η σθεναρή στάση της Ρωσίας εξηγείται, επίσης, από το γεγονός ότι ο Πούτιν αναλύει τις εξελίξεις στη Συρία μέσα από το πρίσμα της Τσετσενίας. Αντιμετωπίζει τις αραβικές εξεγέρσεις ως ισλαμικές επαναστάσεις που πρέπει να αναχαιτιστούν πριν φτάσουν στον Καύκασο ή σε άλλες μουσουλμανικές περιοχές της Ρωσίας (περίπου το 15% των Ρώσων είναι μουσουλμάνοι).
Η υποστήριξη του Ιράν στο καθεστώς Άσαντ εξηγείται πιο εύκολα: για την Τεχεράνη, το ζήτημα είναι η προστασία του μοναδικού συμμάχου της στον αραβικό κόσμο και η διατήρηση των διαύλων τροφοδοσίας της Χεζμπολάχ. Η συμμαχία Ιράν-Συρίας ανάγεται σε στρατηγικό σύμφωνο μακράς διαρκείας, το οποίο συνομολογήθηκε το 1980, λίγο μετά την ισλαμική επανάσταση, σε μια περίοδο που ο Χαφέζ αλ Άσαντ, πατέρας του σημερινού προέδρου, ήταν απομονωμένος λόγω των κακών σχέσεών του με το αδελφό, αλλά εχθρικό, μπααθικό καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ και με την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης του Γιάσερ Αραφάτ.
Η συμμαχία των δύο χωρών άντεξε περιόδους έντονων πιέσεων, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ, το 1980-1988, ενώ όλες οι προσπάθειες να απομακρυνθούν μεταξύ τους οι δύο χώρες απέτυχαν. Επιπλέον, με το ξέσπασμα της συριακής επανάστασης, τον Μάρτιο του 2011, το Ιράν έριξε όλο το βάρος του για να υποστηρίξει τον Άσαντ. Τον Ιανουάριο του 2013, το Ιράν δεν δίστασε να ανοίξει στο συριακό καθεστώς γραμμή χρηματοδότησης ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, παρότι ασφυκτιά οικονομικά από τις διεθνείς κυρώσεις. Επίσης, η Τεχεράνη απέστειλε στη Συρία στελέχη των Φρουρών της Επανάστασης, τη στιγμή που μαχητές της Χεζμπολάχ και Ιρακινοί σιίτες πολιτοφύλακες έμπαιναν στον πόλεμο στην πλευρά του καθεστώτος Άσαντ.
Αντίθετα, οι τρεις μεγαλύτερες σουνιτικές δυνάμεις της περιοχής, η Τουρκία, το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία, δεν λυπήθηκαν τις προσπάθειες για να υποστηρίξουν τους Σύρους αντικαθεστωτικούς. Η Τουρκία, αφού προσπάθησε για μικρό χρονικό διάστημα να συγκεράσει τα συμφέροντα της Δαμασκού με τις επιδιώξεις των Αδελφών Μουσουλμάνων, δήλωσε ξεκάθαρα τη βούλησή της να ανατραπεί ο Άσαντ. Για τις δύο χώρες του Κόλπου, το ζήτημα είναι, κυρίως, να κοπούν τα φτερά της Τεχεράνης, η οποία έχει γίνει ο υπ’αριθμόν ένα εχθρός τους, με κίνδυνο, βέβαια, να λάβει η σύγκρουση χαρακτήρα θρησκευτικής αναμέτρησης μεταξύ σουνιτών και σιιτών.
Το Τελ-Αβίβ στο πλευρό του Μπασάρ αλ Άσαντ;
Το Κατάρ ενεπλάκη γρήγορα στην υποστήριξη των Σύρων Αδελφών Μουσουλμάνων, όπως είχε κάνει και με τους ομολόγους τους σε Τυνησία και Αίγυπτο. Σύμφωνα με τους «Financial Times» (7) , φέρεται να έχει ήδη δαπανήσει 3 δισεκατομμύρια δολάρια για να εξοπλίσει τους αντάρτες. Διστακτική στην αρχή, η Σαουδική Αραβία έριξε τις δυνάμεις της στη μάχη της Συρίας μερικούς μήνες αργότερα. Αλλά η εχθρότητά της απέναντι στους Αδελφούς Μουσουλμάνους (8) την έχει οδηγήσει να υποστηρίζει μάλλον τα σαλαφιστικά κινήματα -ακόμη κι αν είναι καχύποπτη απέναντι στις ομάδες που σχετίζονται με την Αλ-Κάιντα, από την οποία δέχθηκε επιθέσεις κατά τη δεκαετία του 2000. Ενώ το Κατάρ παίζει μέχρι τέλους το χαρτί της συριακής Εθνικής Συμμαχίας και επέβαλε ως πρωθυπουργό τον Γκασάν Χίτο, Σύρο από το Τέξας, γνωστό για τις σχέσεις του με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, οι Σαουδάραβες ποντάρουν κυρίως στο πεδίο των μαχών και στην άμεση βοήθεια που παρέχουν μέσω Ιορδανίας, όπου έχουν εγκαταστήσει γραφείο συντονισμού.
Για το Ισραήλ, το συριακό καθεστώς αποτέλεσε για πολύ καιρό το μη χείρον, τον εγγυητή της ασφάλειας των συνόρων του. Η θέση αυτή έχει επανεξεταστεί μετά τον πόλεμο του Ιουλίου του 2006, όταν φάνηκε ότι η υποστήριξη της Δαμασκού είχε παίξει αποφασιστικό ρόλο στην αντίσταση της Χεζμπολάχ, καθώς και λόγω της κλιμάκωσης της αντι-ιρανικής ρητορικής στο Τελ-Αβίβ. Δύο σχολές σκέψης συνυπάρχουν στους φιλοϊσραηλινούς κύκλους στις ΗΠΑ. Ο πρώην σύμβουλος του Λευκού Οίκου Ντένις Ρος κλίνει προς μια στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, ενώ ο πανεπιστημιακός Ντάνιελ Πάιπς, ένας από τους πιο ένθερμους Αμερικανούς προπαγανδιστές του Ισραήλ, θα προτιμούσε οι Ηνωμένες Πολιτείες να υποστηρίξουν το καθεστώς και να υποδαυλίζουν τη σύγκρουση. Όσο για τον πρώην διοικητή της Μοσάντ, Εφραίμ Χάλεβι (9) , εκτιμά ότι ο Άσαντ είναι προτιμότερος από όσους επιθυμούν να τον ανατρέψουν και φτάνει στο σημείο να χαρακτηρίσει τον Σύρο πρόεδρο ως τον «άνθρωπο του Ισραήλ στη Δαμασκό».
Οι δισταγμοί του Ισραήλ ενισχύουν τη σύγχυση που επικρατεί στην Ουάσινγκτον, όπου ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, έχοντας θορυβηθεί από την εμπειρία του Ιράκ, αντιστέκεται στις πιέσεις των οπαδών της στρατιωτικής επέμβασης, που διατηρούν πάντα την επιρροή τους. Η ιδανική λύση για τις ΗΠΑ θα ήταν να αποχωρήσει ο Άσαντ, αλλά να διατηρηθεί ο σκελετός του καθεστώτος. Αυτή είναι η κατεύθυνση της νέας αμερικανο-ρωσικής πρωτοβουλίας και της διάσκεψης της Γενεύης, που ίσως πραγματοποιηθεί μέσα στον Ιούνιο. Όσο για τη Γαλλία, αφού βρέθηκε για πολύ καιρό στην πρώτη γραμμή κι αφού είχε προαναγγείλει την επικείμενη πτώση του Σύρου προέδρου, μοιάζει να μπαίνει σε δεύτερο πλάνο μετά την ανακοίνωση της αμερικανο-ρωσικής σύγκλισης. Έχοντας, αναμφίβολα, τον φόβο της διπλωματικής απομόνωσης, η Γαλλία έχει αρχίσει να προβάλλει τα πλεονεκτήματα μιας πολιτικής λύσης, την οποία μέχρι τώρα υπέσκαπτε -εάν δεν απέρριπτε ανοιχτά- το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών.
Το ψηφιδωτό αυτό αναδεικνύει την πλήρη έλλειψη κοινού σχεδιασμού των περιφερειακών και διεθνών δυνάμεων και έρχεται σε αντίθεση με τις θεωρίες συνωμοσίας που συχνά καλλιεργούνται για τα ζητήματα της Μέσης Ανατολής. Για όλες τις δυνάμεις αυτές, το ζήτημα είναι να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Και μόνο το συμφέρον του συριακού λαού παραμένει στα αζήτητα.