Στο Βόρειο Ιράκ, το Ερμπίλ, η πρωτεύουσα της αυτόνομης περιφέρειας του Κουρδιστάν, είναι μια πόλη που γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη. Τα χτισμένα με τούβλα σπιτάκια αντικαθίστανται από εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία και πολυκατοικίες. Στην περιφέρειά της ξεφυτρώνουν καινούριες συνοικίες για να υποδεχθούν τα μεσαία στρώματα που έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Μάλιστα, μερικές από αυτές είναι ακόμα στο στάδιο του εργοταξίου. Συναντάει κανείς πολλά καταστήματα που πουλάνε οικοδομικά υλικά, έπιπλα και ηλεκτρικές συσκευές. Στις φαρδιές λεωφόρους συνωστίζονται τα 4Χ4. Ιρακινοί από ολόκληρη τη χώρα έρχονται στην πόλη για να ψωνίσουν ή να διασκεδάσουν. Εδώ συρρέουν επίσης Λιβανέζοι επιχειρηματίες, Τούρκοι έμποροι και Ινδοί ξενοδοχοϋπάλληλοι, αναζητώντας ευκαιρίες πλουτισμού.
Η ασφάλεια που προσφέρει και το χρήμα από το πετρέλαιο μετέτρεψαν αυτήν τη σκονισμένη και πληκτική επαρχία που υπήρξε στο παρελθόν το Ιρακινό Κουρδιστάν, σε ένα ειρηνικό καταφύγιο, σε μια περιοχή που είναι πολύ της μόδας στην ευρύτερη περιφέρεια. Ωστόσο, παρόλη την ευημερία, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Η εξάρτηση από το πετρέλαιο οδήγησε τις αρχές να παραμελήσουν τη γεωργία: πλέον, το μεγαλύτερο ποσοστό των τροφίμων είναι εισαγόμενα. Επιπλέον, οι ανισότητες αυξάνονται.
Η ιστορία έχει ταλαιπωρήσει πολύ τους Κούρδους. Μετά την πτώση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όταν οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις σχεδίασαν τα νέα σύνορα, κανείς δεν έλαβε υπόψη τους Κούρδους, οι οποίοι έμειναν δίχως κράτος, διασκορπισμένοι σε τέσσερις χώρες: Ιράν, Ιράκ, Συρία και Τουρκία (1). Εκείνη την εποχή, το εθνικό κίνημά τους ήταν αδύναμο. Όμως, ενισχύθηκε αναπόφευκτα από την περιθωριοποίηση, τις διακρίσεις και την καταπίεση, αν και δεν έλειψαν και οι περίοδοι οπισθοδρόμησης. Ο ιστορικός Τζαμπάρ Καντίρ υπενθυμίζει ότι «οι Κούρδοι ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τις δυσκολίες του παρελθόντος. Οι διαιρέσεις τους αντιστοιχούν στα όρια και στην ιστορία των παλαιών κουρδικών εμιράτων, ενώ οι σχέσεις και οι εξαρτήσεις που είχαν αναπτυχθεί στο πλαίσιο των φυλετικών φατριών, διατηρήθηκαν και στα σημερινά πολιτικά κόμματα».
Η διαμάχη για το Κιρκούκ δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις Βαγδάτης και Ερμπίλ
Ωστόσο, όπως μας δηλώνει γεμάτος ενθουσιασμό ο Καντίρ, «για πρώτη φορά στη σύγχρονη εποχή, η ιστορία δίνει στους Κούρδους μια ευκαιρία. Όλα ξεκίνησαν με την ιρακινή εισβολή στο Κουβέιτ, το 1990, και με την κουρδική ιντιφάντα (εξέγερση) που ακολούθησε. Η απαγόρευση πτήσεων που επέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην αεροπορία του Σαντάμ Χουσέιν, μετέτρεψε την περιοχή σε ασφαλές καταφύγιο, προστατευμένο από τις επιθέσεις της κεντρικής εξουσίας. Όλα αυτά κατέστησαν δυνατή την εκλογή ενός Κοινοβουλίου, όσο κι αν οι συνθήκες εξακολουθούσαν να είναι δύσκολες, δεδομένου ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν συνέχιζε να βρίσκεται στην εξουσία». Για πρώτη φορά, οι Κούρδοι του Ιράκ είχαν για σύμμαχο μια μακρινή δύναμη, και μάλιστα υπερδύναμη: τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το 2003, η εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ και η ανατροπή της δικτατορίας του κόμματος Μπάαθ επέτρεψαν στους πεσμεργκά (Κούρδους μαχητές) να κινηθούν προς τον Νότο και να καταλάβουν ένα μέρος από το οπλοστάσιο του Σαντάμ. Η αναγνώριση από το Σύνταγμα του 2005, του καθεστώτος του Κουρδιστάν ως αυτόνομης περιοχής, ενθάρρυνε τις ελπίδες και τις διεκδικήσεις των Κούρδων και στις υπόλοιπες γειτονικές χώρες. Η δημιουργία μιας κουρδικής περιοχής στην οποία έχει αναγνωριστεί επίσημα η αυτονομία, το Κοινοβούλιο και η ύπαρξη των πεσμεργκά μετέτρεψε το Ιρακινό Κουρδιστάν σε κομβικό παράγοντα ολόκληρης της κουρδικής πολιτικής και σε σημαντικό παράγοντα στην πολιτική σκηνή της Μέσης Ανατολής.
Τη στιγμή που ο αμερικανικός στρατός ανέτρεπε το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν, οι Κούρδοι του Ιράκ αποτελούσαν τη μοναδική οργανωμένη πολιτικοστρατιωτική δύναμη στη χώρα. Συνεπώς, ήταν σε θέση να προσφέρουν σημαντική υποστήριξη στα στρατεύματα που εισέβαλαν στη χώρα. Έτσι, οι Κούρδοι αποτέλεσαν τον κεντρικό πυρήνα του νέου εθνικού στρατού. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πολλοί σημαντικοί πολιτικοί ηγέτες του Ιράκ είναι κουρδικής καταγωγής: ο πρόεδρος της χώρας, Τζαλάλ Ταλαμπανί, ο υπουργός Εξωτερικών, Χοσιάρ Τζεμπαρί και ο αρχηγός του γενικού επιτελείου, στρατηγός Μπαμπακέρ Τζεμπαρί.
Όμως, η παρουσία τους στη Βαγδάτη δεν μεταφράστηκε σε πραγματική πολιτική επιρροή. Αυτό αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης που ξέσπασε τον Νοέμβριο του 2012 ανάμεσα στον πρωθυπουργό Νούρι Αλ Μαλίκι και στις κουρδικές αρχές. Τον Ιούλιο του 2012, ο Αλ Μαλίκι είχε δημιουργήσει μια νέα στρατιωτική δύναμη με την ονομασία Διεύθυνση Επιχειρήσεων Τζίλα (Djilla). Ο επικεφαλής της, στρατηγός Αμπντελαμίρ Αλ Ζαγντί, έστειλε μονάδες πεζικού και τεθωρακισμένων στις περιοχές νότια του Κιρκούκ και, στη συνέχεια, τον Μάρτιο του 2013, στην επαρχία του Σιντζάρ, της οποίας ο πληθυσμός αποτελείται κατά κύριο λόγο από Κούρδους και Γεζιδί (2). Η κουρδική ηγεσία ανησύχησε κι έστειλε στην περιοχή χιλιάδες πεσμεργκά. Υπάρχει ακόμα ο φόβος ότι αυτές οι εξελίξεις μπορούν να πυροδοτήσουν μια νέα σύγκρουση, καθώς οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές δεν έχουν οδηγήσει σε καμία λύση.
Οι πολιτικοί του Ιρακινού Κουρδιστάν παρουσιάζουν την περιοχή τους ως ένα σίγουρο καταφύγιο για τις μειονότητες. Όμως, η κατάσταση που περιγράφουν είναι κάπως ειδυλλιακή. Βέβαια, στο Ερμπίλ, στη συνοικία Αϊνκάβα, ο χριστιανικός πληθυσμός διατηρεί τον παραδοσιακό τρόπο ζωής του. Ενώ στο παρελθόν οι πεσμεργκά είχαν πολεμήσει τις διάφορες χριστιανικές κοινότητες, η καταστολή του μπααθικού καθεστώτος συνέβαλε στην ανάπτυξη αισθημάτων αλληλεγγύης ανάμεσα στους Κούρδους, στους Χαλδαίους (3) και στους Γεζιδί. Ωστόσο, στο Κιρκούκ εξακολουθούν να υπάρχουν εντάσεις ανάμεσα στις διοικητικές αρχές και στην αστυνομία –όπου κυριαρχούν οι Κούρδοι- και τους πληθυσμούς των Τουρκμένων και, κυρίως, των Αράβων.
Η διαμάχη για το Κιρκούκ αποτελεί κληρονομιά της μπααθικής περιόδου, όταν η Βαγδάτη προωθούσε την πολιτική του εξαραβισμού της περιοχής, η οποία, όχι μόνο έχει στρατηγικό χαρακτήρα, αλλά και κρύβει στο υπέδαφός της το 10% των αποθεμάτων υδρογονανθράκων της χώρας. 300.000 Κούρδοι, καθώς επίσης και Χαλδαίοι και Γεζιδί διώχθηκαν από τη γη τους και στη θέση τους εγκαταστάθηκαν αραβικές φυλές. Ορισμένοι από τους έποικους κατάγονταν από την περιοχή του Ανμπάρ, ενώ άλλοι ήταν Σιίτες από τις νότιες περιοχές της χώρας. Μετά την αμερικανική εισβολή, οι πεσμεργκά πήραν τον έλεγχο αυτών των περιοχών. Το άρθρο 140 του νέου Συντάγματος της χώρας συνιστά τη «διόρθωση» των αδικιών του παρελθόντος και θεσπίζει κίνητρα και οικονομικά βοηθήματα για να ενθαρρύνει τους Άραβες εποίκους να επιστρέψουν στην περιοχή απ’ όπου κατάγονται. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί μια απογραφή, η οποία και θα αποτελούσε το πρελούδιο για τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος με το οποίο θα αποφασιστεί κατά πόσον αυτή η περιοχή θα ενσωματωθεί στο Κουρδιστάν. Αν και η διεξαγωγή του είχε προβλεφθεί για το 2007, αναβλήθηκε επ’ αόριστον.
Η κατάσταση που επικρατεί στο Κιρκούκ αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της αντιπαράθεσης που υπάρχει ανάμεσα σε Κούρδους και Άραβες, ανάμεσα στη Βαγδάτη και στο Ερμπίλ (4). Η πόλη αποτελεί μέρος των διαφιλονικούμενων εδαφών που εκτείνονται προς τον Νότο, μέχρι τις επαρχίες του Σαλαχεντίν και της Ντιγιάλα. Η αστυνομία έχει περάσει στα χέρια των Κούρδων και η περιοχή ελέγχεται πολιτικά από την Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν (UPK), της οποίας ηγείται ο Ταλαμπανί. Παράλληλα, εκεί εξακολουθούν να σταθμεύουν μονάδες του στρατού της κεντρικής κυβέρνησης. Η παραμικρή κίνηση των στρατευμάτων δημιουργεί ανησυχίες στο Ερμπίλ, το οποίο ανησυχεί επίσης και για τα πανάκριβα οπλικά συστήματα που διαπραγματεύεται να αγοράσει η Βαγδάτη από τη Μόσχα.
Από την άλλη πλευρά, η κουρδική περιοχή βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τη Βαγδάτη για το καθεστώς των πεσμεργκά. Κατά τη γνώμη της, οι μαχητές αποτελούν μέρος του εθνικού αμυντικού δυναμικού. Συνεπώς, θα έπρεπε να χρηματοδοτούνται και να εφοδιάζονται με βαρύ οπλισμό από το Ιρακινό κράτος, ενώ παράλληλα θα διατηρούν την αυτονομία τους. Η Βαγδάτη απορρίπτει την τελευταία άποψη και επιθυμεί να τους θέσει υπό τις διαταγές της κεντρικής διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων.
Τέλος, υπάρχει διαμάχη και για τα έσοδα που αποφέρουν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Το Κουρδιστάν θα έπρεπε να λαμβάνει το 17% του προϋπολογισμού του κράτους, ο οποίος τροφοδοτείται κατά κύριο λόγο από το πετρέλαιο (5), το οποίο αποτελεί την πηγή της ευημερίας των Κούρδων αλλά και τον μοναδικό ομφάλιο λώρο που ενώνει τις κουρδικές περιοχές με το υπόλοιπο Ιράκ. Η Βαγδάτη κατηγορεί την ηγεσία του Ερμπίλ ότι δεν σέβεται τους κανόνες των συμφωνιών και ότι από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων προς την Τουρκία επωφελείται μονάχα το ίδιο, καθώς δεν εισφέρει αυτά τα έσοδα στον κεντρικό προϋπολογισμό. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, οι πόροι είναι περιορισμένοι, δεδομένου ότι η παραγωγή του Κουρδιστάν δεν ξεπερνάει τις 300.000 βαρέλια ημερησίως.
Στο εξής, η Άγκυρα ποντάρει πλέον στον πρόεδρο Μπαρζανί
Το γεγονός ότι δεν έχει δοθεί κάποια λύση σε αυτές τις συγκρούσεις οφείλεται εν μέρει στην ολοένα μεγαλύτερη εχθρότητα που υπάρχει ανάμεσα στον Ιρακινό πρωθυπουργό, Αλ Μαλίκι και στον πρόεδρο της κουρδικής περιφέρειας Μασούντ Μπαρζανί. Ο τελευταίος διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στην απόπειρα της αντιπολίτευσης στο Κοινοβούλιο να ανατρέψει τον Αλ Μαλίκι, τον Ιούνιο του 2012. Ο ελιγμός απέτυχε αλλά προκάλεσε εντάσεις ανάμεσα στους δύο άνδρες. Το Ερμπίλ ασκεί σφοδρότατη κριτική στον Ιρακινό πρωθυπουργό. Ο Φαλάχ Μουσταφά, υπουργός Εξωτερικών του Κουρδιστάν, δηλώνει: «Ο Αλ Μαλίκι δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του ιρακινού λαού». Ο Φουάντ Χουσέιν, αρχηγός του κουρδικού επιτελείου και στενός συνεργάτης του Μπαρζανί, συμπληρώνει: «Το γραφείο του πρωθυπουργού είναι ένα εργοστάσιο που παράγει προβλήματα».
Δεν θα πρέπει να υποτιμούμε τους φόβους που αφυπνίζει στο εσωτερικό της κουρδικής κοινότητας η στρατιωτική πίεση της κεντρικής κυβέρνησης. Από τη γέννηση του ιρακινού κράτους, αμέσως μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Κούρδοι υπέφεραν από την αυταρχική πολιτική της Βαγδάτης. Μετά το 1963 και την άνοδο στην εξουσία του κόμματος Μπάαθ, η καταστολή έγινε μαζική και ο αδιάλλακτος αραβικός εθνικισμός του καθεστώτος έμελλε να λάβει διαστάσεις γενοκτονίας κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράκ – Ιράν: εδώ, κανείς δεν έχει ξεχάσει τη χρήση χημικών αερίων που προκάλεσαν τον θάνατο 5.000 Κούρδων στην Χαλάμπτζα (6).
Και τώρα, έχουν και νέους λόγους να φοβούνται: οποιαδήποτε ένοπλη σύγκρουση στην περιοχή του Κιρκούκ θα έβλαπτε την οικονομία του Κουρδιστάν, θα σήμαινε τον τερματισμό των επενδύσεων και θα έδιωχνε τις πολυεθνικές εταιρείες. Σύμφωνα με τον Χουσέιν, «η Βαγδάτη ζηλεύει την ασφάλεια και την ευημερία του Κουρδιστάν. Όμως, σταθερότητα υπάρχει και στη Βασόρα και στη Νασιρίγια. Γιατί λοιπόν σε αυτές τις περιοχές δεν επισκευάζουν τα δίκτυα ηλεκτρισμού και ύδρευσης, γιατί δεν κατασκευάζουν νοσοκομεία και σχολεία, αντί να αγοράζουν μαχητικά F-16;».
Τουλάχιστον, οι πιέσεις που ασκεί η κεντρική κυβέρνηση συνέβαλαν στο να υπάρξει ενωτικό κλίμα ανάμεσα στους κουρδικούς πολιτικούς σχηματισμούς, των οποίων οι διαιρέσεις είναι θρυλικές. Ακόμα κι ο πρόεδρος Ταλαμπανί, ο οποίος ωστόσο είναι πάντα πρόθυμος να διαπραγματευθεί με τα αραβικά κόμματα, αναγκάστηκε να ασκήσει σφοδρή κριτική στην κυβέρνηση της Βαγδάτης, απαιτώντας την απόσυρση των στρατευμάτων της και τη διάλυση της Διοίκησης Επιχειρήσεων Τζίλα. Και η κοινωνία συσπειρώθηκε και πάλι, ακριβώς τη στιγμή που είχε αρχίσει να βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα στην ιθύνουσα τάξη που πλούτισε απότομα εκμεταλλευόμενη τα έσοδα του πετρελαίου, και στον υπόλοιπο πληθυσμό: τον Μάρτιο του 2011, τη στιγμή που ο αραβικός κόσμος ξεσηκωνόταν, οργανώθηκαν διαδηλώσεις που είχαν στόχο κρατικά κτήρια στη Σουλεϊμανίγια και στο Κουτ.
Οι εντάσεις με τη Βαγδάτη είχαν ως αποτέλεσμα την απρόσμενη προσέγγιση του Κουρδιστάν με την Τουρκία. Το 2003, η Τουρκία είχε αντιταχθεί στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, καθώς φοβόταν ότι η ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσέιν θα οδηγούσε στη δημιουργία ενός κουρδικού κράτους, γεγονός που θα αναπτέρωνε τις ελπίδες του μεγάλου κουρδικού πληθυσμού της Τουρκίας, ο οποίος προβάλλει σημαντική αντίσταση στις τουρκικές αρχές από το 1984, οπότε και ξέσπασε η εξέγερση του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ).
Το διεθνές εμπόριο του Κουρδιστάν διεξάγεται μέσω Τουρκίας και οι τουρκικές επιχειρήσεις επενδύουν μαζικά στο Κουρδιστάν, καθώς επιθυμούν να επωφεληθούν από το πετρέλαιο της περιοχής του Κιρκούκ, η οποία, παρά την παρουσία μονάδων του εθνικού ιρακινού στρατού, βρίσκεται ντε φάκτο κάτω από τον έλεγχο των κουρδικών αρχών (7). Ενώ αρχικά η Τουρκία ήταν ιδιαίτερα εχθρική απέναντι στους κουρδικές αρχές, συνειδητοποίησε και αποδέχθηκε τη νέα κατάσταση και βρήκε στο πρόσωπο του Μπαρζανί έναν αξιόπιστο συνομιλητή. Αν και παραδοσιακά εμφανιζόταν ως ο υπερασπιστής της τουρκμενικής κοινότητας του Ιράκ, πλέον εμφανίζεται και ως ο κυριότερος υποστηρικτής της αυτονομίας των Κούρδων που ζουν σε αυτήν τη χώρα. Ενώ τα διεθνή μέσα ενημέρωσης εστιάζουν την προσοχή τους στην επιρροή που αποκτά το Ιράν στο Ιράκ, η Βαγδάτη ανησυχεί κυρίως για την αυξανόμενη επιρροή της Άγκυρας σε ορισμένες πολιτικές προσωπικότητες της χώρας, κυρίως σε σουνίτες πολιτικούς: ο πρώην αντιπρόεδρος, Ταρέκ Αλ Χασεμί, ο οποίος κατηγορήθηκε για διασυνδέσεις με την τρομοκρατία, κατέφυγε στην Τουρκία.
Οι εντάσεις μεταξύ Βαγδάτης και Ερμπίλ θέτουν τον Ταλαμπανί και το κόμμα του σε δυσχερή θέση. Πράγματι, το UPK, το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα μετά το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PDK), διατηρούσε ανέκαθεν καλές σχέσεις με το Ιράν. Βρέθηκε λοιπόν να συμμετέχει ενεργά στον άξονα Τεχεράνης – Βαγδάτης, ενώ το PDK κλίνει ολοένα περισσότερο υπέρ της προσέγγισης με την Τουρκία. Όμως, η κακή κατάσταση της υγείας του Ταλαμπανί δεν του επιτρέπει πλέον να διαδραματίζει τον ρόλο του ειρηνοποιού στην πολιτική σκηνή.
Ωστόσο, το μέλλον των Κούρδων του Ιράκ θα εξαρτηθεί επίσης και από τη μάχη που λαμβάνει χώρα στη Συρία. Ο Μπεχζέτ Μπασίρ, εκπρόσωπος στο Ερμπίλ του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος της Συρίας, δηλώνει ενθουσιασμένος επειδή «παρουσιάζεται στους Κούρδους μια χρυσή ευκαιρία. Οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι, γιατί είναι απίθανο ότι θα μας παρουσιαστεί ξανά παρόμοια ευκαιρία. Πολλά είναι τα σενάρια τα οποία μπορεί να επικρατήσουν στη Συρία. Εντούτοις, ακόμα και στη χειρότερη περίπτωση, οι Κούρδοι θα βγουν κερδισμένοι, γιατί θα είναι τουλάχιστον οι κύριοι του τόπου τους».
Πράγματι, οι Κούρδοι της Συρίας δείχνουν έτοιμοι να δρέψουν τους καρπούς της επανάστασής τους. Κι αυτοί επίσης έχουν υποστεί την κακομεταχείριση του μπααθικού καθεστώτος, το οποίο, διακατεχόμενο από τον αραβικό εθνικισμό, αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ταυτότητά τους. Περιθωριοποιήθηκαν πολιτικά και οικονομικά. Από περίπου εκατό χιλιάδες Κούρδες αφαιρέθηκε η συριακή ιθαγένεια και το καθεστώς μετέφερε αραβικές φυλές και τις εγκατέστησε στις περιοχές όπου ζούσαν. Κι όταν, το 2004, ξέσπασε η εξέγερση του Ντεΐρ Εζ Ζορ, σε μια συμπλοκή φιλάθλων ποδοσφαιρικών ομάδων, η καταστολή υπήρξε αγριότατη. Επίσης, απαγορευόταν στους Κούρδους της Συρίας να διδάσκουν τη γλώσσα τους, τη στιγμή που ορισμένες άλλες μειονότητες που ήταν εγκατεστημένες στην ευρύτερη περιοχή (για παράδειγμα οι Αρμένιοι και οι Χαλδαίοι) είχαν το δικαίωμα να λειτουργούν τα δικά τους σχολεία. Απαγορευόταν επίσης ο δημόσιος εορτασμός του Νεβρόζ, της κουρδικής Πρωτοχρονιάς. Τα ονόματα των πόλεων και των χωριών εξαραβίστηκαν, ενώ από τα σχολικά εγχειρίδια εξαλείφθηκε κάθε αναφορά στην κουρδική ταυτότητα (8).
Ωστόσο, παράλληλα, η Συρία δεν δίστασε να δεχθεί στο έδαφός της Κούρδους μαχητές από γειτονικές χώρες, έτσι ώστε να είναι σε θέση να ασκεί πιέσεις στη Βαγδάτη και στην Άγκυρα. Άλλωστε, ο Ταλαμπανί ίδρυσε, το 1975, την οργάνωσή του στη Δαμασκό, στην οποία και διέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όμως, στους Κούρδους της Συρίας, τη μεγαλύτερη απήχηση και διείσδυση έχει ένα άλλο κόμμα, το οποίο ήρθε από τον Βορρά: το ΡΚΚ.
Οι κουρδικές περιοχές της Συρίας δεν υπήρξαν η εστία της σημερινής εξέγερσης που συγκλονίζει τη χώρα. Αν και πραγματοποιήθηκαν ορισμένες μεγάλες διαδηλώσεις στο Καμεχλιγιέ –τη σημαντικότερη κουρδική πόλη της Συρίας- οι Κούρδοι δεν συμμετείχαν στην ένοπλη φάση της επανάστασης. Τον Αύγουστο του 2011, την εποχή που η αντιπολίτευση προχωρούσε στον σχηματισμό του Εθνικού Συριακού Συμβουλίου (CNS), οι Κούρδοι ζήτησαν την πανηγυρική αναγνώριση όλων των δεινών που υπέστησαν στο παρελθόν, καθώς και δεσμεύσεις για την αναγνώριση της πολιτιστικής τους ταυτότητας και της πολιτικής τους αυτονομίας. Το CNS θεώρησε τα αιτήματα ενδείξεις σοβινισμού και κάλεσε τους Κούρδους να ενταχθούν στο επαναστατικό κίνημα. Όσο για την επίλυση των προβλημάτων που τους απασχολούν, θα την αναλάβει η μελλοντική δημοκρατική Συρία. Καθώς η αναγγελία της ίδρυσης του CNS πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και η βάση του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (ASL) βρίσκεται στην τουρκική επαρχία Χατάι, οι Κούρδοι της Συρίας -οι οποίοι πρόσκεινται στο ΡΚΚ- υποπτεύονται ότι η αντιπολίτευση χειραγωγείται από την Άγκυρα.
Όσο για την κυβέρνηση της Δαμασκού, φρόντισε να αποφύγει το άνοιγμα ενός νέου μετώπου στα βορειοανατολικά της χώρας. Το 2011, αναγνώρισε την ιθαγένεια 300.000 Κούρδων και τους χορήγησε τα ανάλογα έγγραφα, ενώ απελευθέρωσε και αρκετούς πολιτικούς κρατούμενους. Βέβαια, αυτό δεν σήμανε και τον τερματισμό της καταστολής που υφίστανται οι Κούρδοι ακτιβιστές, όπως αποδεικνύεται και από την υπόθεση Μαχάαλ Τάμο, ο οποίος δολοφονήθηκε τον Οκτώβριο του 2011 μέσα στο σπίτι του.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους, οι Κούρδοι της Συρίας δεν διεκδίκησαν ποτέ την αυτονομία τους από τη Δαμασκό, επειδή οι κοινότητές τους είναι αρκετά διασκορπισμένες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επηρεάζονται από τα δύο ισχυρότερα κουρδικά κινήματα της περιοχής, του Βορρά (Τουρκία) και της Ανατολής (Ιράκ). Το πρώτο συριακό κόμμα που πρόβαλε την κουρδική του ταυτότητα υπήρξε το Δημοκρατικό Κόμμα της Ένωσης (PYD), προσκείμενο στο ΡΚΚ, το οποίο επωφελήθηκε από την ισχυρή παρουσία του τελευταίου στη χώρα (9).
Το ΡΚΚ ιδρύθηκε το 1978 στην Άγκυρα, από Κούρδους φοιτητές. Μερικά χρόνια μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, άρχισε τον ένοπλο αγώνα ενάντια στο τουρκικό κράτος. Υποστηρίχθηκε από τη Δαμασκό όπου και κατέφυγε ο ιστορικός ηγέτης της οργάνωσης, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, και δημιούργησε στρατόπεδα εκπαίδευσης στην κοιλάδα της Μπεκάα στον Λίβανο, σε μια περιοχή η οποία εκείνη την εποχή βρισκόταν υπό συριακό έλεγχο. Το ΡΚΚ είχε τη δυνατότητα να στρατολογεί ελεύθερα μαχητές ανάμεσα στον κουρδικό πληθυσμό της Συρίας: οι νέοι που εντάσσονταν στις ένοπλες ομάδες του ΡΚΚ απαλλάσσονταν από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Αν και οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, υπολογίζεται ότι 7.000–10.000 Κούρδοι βρήκαν τον θάνατο πολεμώντας κάτω από τη σημαία του ΡΚΚ (10), ενώ, ακόμα και σήμερα, το ένα τρίτο των μαχητών της οργάνωσης που στρατοπεδεύουν στα όρη του Βόρειου Ιράκ είναι συριακής καταγωγής.
Μαχητές που στρατολογήθηκαν για να «διαδραματίσουν έναν ρόλο στη Συρία»
Το 1998, όταν η Συρία απειλήθηκε με πόλεμο από την Τουρκία, έκλεισε τις βάσεις του ΡΚΚ και απέλασε τον ηγέτη του, ο οποίος τελικά συνελήφθη από Τούρκους πράκτορες στην Κένυα. Στη συνέχεια, η κατάσταση άλλαξε εντυπωσιακά. Η Δαμασκός προχώρησε στη σύσφιγξη των σχέσεών της με την Άγκυρα και φυλάκισε εκατοντάδες μέλη του ΡΚΚ. Το ΡΚΚ ήταν ιδιαίτερα εξασθενημένο μετά τη σύλληψη του ηγέτη του και οι μαχητές του αποσύρθηκαν στα όρη Καντίλ, στο Βορειοανατολικό Ιράκ. Όλα τα κράτη της περιοχής εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό εναντίον των μελών του ΡΚΚ. Όμως, όπως λέει και μια παλιά κουρδική παροιμία, «το βουνό είναι ο μόνος φίλος του Κούρδου».
Ωστόσο, οι αραβικές επαναστάσεις άλλαξαν σε εντυπωσιακό βαθμό την κατάσταση. Στα τέλη του 2011, εκατοντάδες μαχητές του PKK-PYD κατέβηκαν από τα βουνά και κατέλαβαν θέσεις στη Βόρεια Συρία, την οποία και αποκαλούν «Δυτικό Κουρδιστάν». Όταν το καλοκαίρι του 2012 ξέσπασαν οι μάχες της Δαμασκού και του Χαλεπίου, το καθεστώς δεν μπορούσε πλέον να ελέγξει το σύνολο της επικράτειας και οι κυβερνητικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από ορισμένες κουρδικές πόλεις. Τον Ιούνιο του 2012, οι μαχητές του PYD ελέγχουν την Ντερίκ/Αλ Μαλικιγιάν, την Αϊν Αλ Αράμπ, την Αμούντα και την Αφρίν. Όπως μας εξηγεί ο Χουσέιν Κοζέρ, εκπρόσωπος του PYD, «το καθεστώς είναι τελειωμένο, η παρουσία του εξασθενεί μέρα με τη μέρα. Συνεπώς, δεν μπορούμε να συνάψουμε καμία συμμαχία μαζί του». Κατά τη γνώμη του, όλοι όσοι κατηγορούν το PYD για συνενοχή με τη Δαμασκό, «παίζουν το παιχνίδι της Άγκυρας. Εκατοντάδες Κούρδοι μάρτυρες πέθαναν από βασανιστήρια στις φυλακές του μπααθικού καθεστώτος».
Η επίδειξη δύναμης του PYD ανησύχησε τα υπόλοιπα συριακά κόμματα και αναζωπύρωσε τις ανησυχίες της Άγκυρας (11). Με τη βοήθεια των ιρακινών κουρδικών αρχών, τα δεκαέξι κουρδικά κόμματα της Συρίας που έχουν συμπτυχθεί στο Εθνικό Κουρδικό Συμβούλιο (KNC) συγκρότησαν τις δικές τους ένοπλες δυνάμεις, στρατολογώντας μαχητές ανάμεσα στους χιλιάδες νεαρούς Κούρδους που είχαν λιποτακτήσει από τον συριακό στρατό και είχαν καταφύγει στο στρατόπεδο Ντομίζ, στο Βόρειο Ιράκ.
Έτσι, οι αξιωματικοί των πεσμεργκά κατόρθωσαν να στρατολογήσουν περίπου 1.600 άνδρες και τους εκπαιδεύουν με σκοπό –όπως έχει δηλώσει ο Μπαρζανί (12)- «να διαδραματίσουν ρόλο στη Συρία όταν το καθεστώς θα έχει καταρρεύσει, αφήνοντας πίσω του κενό εξουσίας». Λόγω των φόβων που προκαλεί το ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης ανάμεσα στο PYD και στους Κούρδους αντιπάλους του, ο πρόεδρος του Κουρδιστάν ανέλαβε ρόλο μεσολαβητή στις δύο συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο Ερμπίλ, τον Νοέμβριο του 2012. Οι προσπάθειες κατέληξαν στη δημιουργία της Ανώτατης Επιτροπής του Κουρδιστάν, ενός οργάνου που θα αναλάβει τον συντονισμό των πολιτικών και στρατιωτικών δραστηριοτήτων του PYD και του KNC. Αν και οι σχέσεις ανάμεσά τους εξακολουθούν να είναι τεταμένες, για την ώρα δεν έχει σημειωθεί κανένα επεισόδιο μεταξύ τους.
Ο δεύτερος κίνδυνος συνίσταται στο ενδεχόμενο ενός πολέμου ανάμεσα στους Κούρδους μαχητές και στους Σύριους εξεγερμένους. Ήδη, έχουν σημειωθεί αρκετά επεισόδια στο Αφρίν και στο Χαλέπι, στη συνοικία Ασραφιγιέχ. Το σοβαρότερο έλαβε χώρα στο Ρας Αλ Αΐν, τον Νοέμβριο του 2012. Επί τρεις ημέρες, οι Κούρδοι μαχητές συγκρούονταν με τις ταξιαρχίες των ισλαμιστών της Γκουράμπα Αλ Χαμ και του Μετώπου Αλ Νούσρα. Ακολούθησε ανακωχή, η οποία δεν τηρήθηκε, και τον Ιανουάριο του 2013 ξέσπασαν και πάλι βίαιες συγκρούσεις. Ακολούθησε μια δεύτερη κατάπαυση του πυρός, μετά από παρέμβαση διαφόρων προσωπικοτήτων και κυρίως του αντιφρονούντος Μισέλ Κίλο.
Εάν το PKK-PYD κατορθώσει να ελέγξει τις κουρδικές περιοχές της Συρίας, υπάρχει ο κίνδυνος να βρεθούν περικυκλωμένες από δύο ανταγωνιστικές δυνάμεις: την Τουρκία στον Βορρά και τους Σύριους εξεγερμένους στον Νότο. Όμως, αυτές οι περιοχές αποτελούν μια μακρόστενη λωρίδα, η οποία δεν ενδείκνυται για ανταρτοπόλεμο. Συνεπώς, οι Κούρδοι της Συρίας βρίσκονται μπροστά σε ένα δίλημμα. Η απάντηση σε αυτό το δίλημμα μπορεί να γίνει γι’ αυτούς ευκολότερη από τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται ανάμεσα στο ΡΚΚ και στην Άγκυρα. Την 1η Ιανουαρίου του 2013, τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης αποκάλυψαν την ύπαρξη διαπραγματεύσεων ανάμεσα στον Οτσαλάν και στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι διαπραγματεύσεις έχουν προχωρήσει σημαντικά, ενώ προσκλήθηκαν οι Κούρδοι βουλευτές του τουρκικού κοινοβουλίου να επισκεφθούν τον Οτσαλάν στη φυλακή όπου κρατείται, γεγονός που αποτελεί επιβεβαίωση της πρόθεσης της Τουρκίας να διαπραγματευθεί. Στις 9 Ιανουαρίου του 2013, τρεις γυναίκες μέλη του ΡΚΚ –μεταξύ των οποίων και η Σακίν Κανσίζ, συνιδρύτρια του κόμματος- δολοφονήθηκαν στο Παρίσι. Κουρδικές πηγές (13) θεωρούν ότι οι φόνοι πραγματοποιήθηκαν από πληρωμένους δολοφόνους, των οποίων οι εντολείς αποσκοπούσαν στο ναυάγιο των διαπραγματεύσεων. Η κηδεία των τριών γυναικών έλαβε χώρα στο Ντιγιαρμπακίρ, τη μεγάλη κουρδική πόλη της Νοτιοανατολικής Τουρκίας, παρουσία μεγάλου πλήθους. Τα πανό που κρατούσαν οι διαδηλωτές δεν καλούσαν σε εκδίκηση, αλλά ζητούσαν ειρήνη.
Ο ηγέτης του ΡΚΚ ανακοινώνει τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα
Παρά τις προαναφερθείσες δολοφονίες, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Άγκυρας και ΡΚΚ συνεχίστηκαν. Στις 21 Μαρτίου, την ημέρα της κουρδικής Πρωτοχρονιάς, διαβάστηκε μπροστά σε ένα μεγάλο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στο Ντιγιαρμπακίρ, η επιστολή του Οτσαλάν με την οποία ανακοίνωνε «τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα». Ο φυλακισμένος ηγέτης ζήτησε επίσης από τους αντάρτες του ΡΚΚ να καταθέσουν τα όπλα. Οι αρχηγοί των ανταρτικών ομάδων στα όρη Καντίλ ανήγγειλαν αμέσως ότι οι μαχητές τους –των οποίων ο αριθμός υπολογίζεται στους 3.500- θα άρχιζαν την αναδίπλωσή τους.
Τα γεγονότα φαίνονται πολύ περισσότερο περίεργα, εάν σκεφθεί κανείς ότι το 2012 υπήρξε το έτος όπου κλιμακώθηκε η δράση του ΡΚΚ. Κατά τη γνώμη ορισμένων, οι διαπραγματεύσεις συνδέονται με τις εκλογικές φιλοδοξίες του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος επιθυμεί να εμφανιστεί ως ένας ισχυρός πρόεδρος που εμπνέει τον σεβασμό. Ωστόσο, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς εάν οι δύο συνομιλητές θα κατορθώσουν να υπερπηδήσουν το πλήθος των εμποδίων και την αμοιβαία καχυποψία. Όπως και να έχει το πράγμα, αυτές οι εξελίξεις θα έχουν επίσης συνέπειες και για το μέλλον της Συρίας, στην οποία εντείνονται οι μάχες.