«Δέκα χρόνια αγώνα ενάντια στην ατιμωρησία»: αυτός είναι ο τίτλος που προβάλλει, γεμάτη υπερηφάνεια, η ιστοσελίδα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Από την ίδρυσή του, το 2002, αυτό το νέου τύπου δικαστήριο δικάζει άτομα που κατηγορούνται για γενοκτονίες, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, ή ακόμα και επιθετικές ενέργειες. Καθώς το καταστατικό της Ρώμης με το οποίο ιδρύθηκε το ΔΠΔ θεωρεί ιδιαίτερα λυπηρό γεγονός αυτόν τον υψηλότατο βαθμό ατιμωρησίας, ο νέος δικαιοδοτικός θεσμός σχεδιάστηκε με τρόπο που πυροδοτεί μια ρήξη με το κλασικό διεθνές ποινικό δίκαιο, το οποίο θεωρήθηκε αναποτελεσματικό. Αντίθετα με τα Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια για την πρώην Γιουγκοσλαβία (1) και για τη Ρουάντα, που δημιουργήθηκαν για μια συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια και για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, το ΔΠΔ έχει τη δυνατότητα να εκδικάσει οποιαδήποτε παραβίαση τελείται μετά την ίδρυσή του.
Για να έχει τη δυνατότητα να επιληφθεί μιας υπόθεσης, πρέπει να συντρέχει μία από τις εξής δύο προϋποθέσεις: το άτομο το οποίο είναι ύποπτο για τη διάπραξη εγκλημάτων να είναι υπήκοος ενός από τα 122 (από τα 193) κράτη του ΟΗΕ που έχουν υπογράψει την ίδρυση του Δικαστηρίου ή τα εγκλήματα να έχουν διαπραχθεί στην επικράτεια ενός κράτους μέλους του. Αυτή η τελευταία ρήτρα επιτρέπει την επέκταση της δικαιοδοσίας του και σε χώρες οι οποίες δεν έχουν αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του. Ο ύποπτος δεν μπορεί στο εξής να απαλλαγεί από τις ευθύνες του προβάλλοντας την προστατευτική ασπίδα των επίσημων καθηκόντων του: η ιδιότητα του αρχηγού κράτους ή κυβέρνησης, καθώς κι εκείνη του διπλωμάτη, δεν προστατεύει σε καμία περίπτωση από την άσκηση ποινικής δίωξης. Πράγματι, από τις 9 Σεπτεμβρίου του 2013, το Δικαστήριο δικάζει τον εν ενεργεία αντιπρόεδρο της Κένυας, Γουίλιαμ Ρούτο, για τις βιαιοπραγίες που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2007. Εξάλλου, το 2009 εξέδωσε ένταλμα σύλληψης κατά του Σουδανού προέδρου, Ομάρ Αλ Μπασίρ, για τις βιαιοπραγίες που διαπράχθηκαν στην περιοχή του Νταρφούρ.
Στο Δικαστήριο μπορεί να προσφύγει ένα κράτος ή το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Επίσης, ο εισαγγελέας του Δικαστηρίου –στη συγκεκριμένη περίπτωση η Φατού Μπενσούντα από την Γκάμπια, η οποία διαδέχτηκε τον Αργεντινό Λουίς Μορένο Οκάμπο (2003-2012)- έχει τη δυνατότητα να κινηθεί αυτοβούλως (motu proprio). Το Δικαστήριο λειτουργεί συμπληρωματικά στην εθνική Δικαιοσύνη και επιλαμβάνεται μιας υπόθεσης μονάχα όταν η δίωξη των υπεύθυνων είναι αδύνατη σε μια συγκεκριμένη χώρα εξαιτίας της κακοπιστίας της κυβέρνησής της ή της ανεπάρκειας του δικαϊκού της συστήματος. Ωστόσο, η συμπληρωματικότητα αυτή, η οποία σχεδιάστηκε ως «μια παραχώρηση στην εθνική κυριαρχία (2)» συνεπάγεται μια «διάκριση» εις βάρος των χωρών στις οποίες ο διοικητικός μηχανισμός δεν είναι αναπτυγμένος, και κυρίως των φτωχότερων χωρών. Χωρίς αμφιβολία, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι είκοσι υποθέσεις των οποίων έχει έως σήμερα επιληφθεί το Δικαστήριο, αφορούν συγκρούσεις στην Αφρική. Μάλιστα, κατά το κλείσιμο της τελευταίας διάσκεψης κορυφής του οργανισμού, ο εν ενεργεία πρόεδρος της Αφρικανικής Ένωσης, ο Αιθίοπας Χαϊλεμαριάμ Ντεζαλέιν, έφθασε στο σημείο να κατηγορήσει το Δικαστήριο ότι διεξάγει ένα πραγματικό «φυλετικό κυνηγητό».
Καλοπιάνοντας τις κυβερνήσεις
Έτσι, παρά το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι καινοτομίες που περιέχονται στο καταστατικό του, το ΔΠΔ δεν αποφεύγει τις κριτικές. Είναι διχασμένο, καθώς καλείται να κινηθεί σε δύο κόσμους: τον πολιτικό και τον νομικό. Το καταστατικό της Ρώμης, το οποίο αποτελεί μια κλασική διεθνή συμφωνία, δεσμεύει μονάχα τα μέλη που το έχουν αποδεχθεί. Τρία μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Ηνωμένες Πολιτείες, Κίνα, Ρωσία) δεν το έχουν κυρώσει. Η Ουάσιγκτον φοβάται μήπως απαγγελθούν κατηγορίες εναντίον των στρατιωτών της που έχουν εμπλακεί σε επιχειρήσεις για τη διατήρηση ειρήνης. Η Μόσχα και το Πεκίνο φοβούνται ότι θα τους απαγγελθούν κατηγορίες για τη δράση τους στην Τσετσενία και στο Θιβέτ. Για παρόμοιους λόγους που αφορούν το Παλαιστινιακό, ούτε και το Ισραήλ έχει αναγνωρίσει το ΔΠΔ. Το δε αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών έχει υποχρεώσει ορισμένους συμμάχους του, κυρίως στην Αφρική, να υπογράψουν συμφωνίες που προβλέπουν τη μη έκδοση Αμερικανών υπηκόων στο ΔΠΔ, στην περίπτωση που εμπλακούν σε εγκλήματα στην επικράτεια των συμβαλλόμενων κρατών (3).
Το Δικαστήριο αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην υπερεθνική δικαιοδοσία του και στους πολιτικούς συμβιβασμούς στους οποίους στηρίζεται η δημιουργία του. Εξακολουθεί δε να εξαρτάται από την ουσιαστική συνεργασία των κρατών, κυρίως όσον αφορά την εκτέλεση των ενταλμάτων σύλληψης που εκδίδει ο εισαγγελέας του, δεδομένου ότι το ίδιο δεν διαθέτει ούτε αστυνομικές, ούτε στρατιωτικές δυνάμεις. Παρά το ψήφισμα 1556/2004 του Συμβουλίου Ασφαλείας για το Νταρφούρ, η σουδανική κυβέρνηση συνέχισε να αρνείται να συνεργαστεί με το Δικαστήριο (4). Επιπλέον, η Κένυα και το Τσαντ υποδέχθηκαν στο έδαφός τους τον Σουδανό πρόεδρο Αλ Μπασίρ, χωρίς διόλου να τον ενοχλήσουν… Το γεγονός αντανακλά την ευρύτατη συναίνεση που επικρατεί στη Μαύρη Ήπειρο γύρω από το ζήτημα.
Συνεπώς, δεδομένου ότι ο εισαγγελέας του Δικαστηρίου βρίσκεται αντιμέτωπος με παρόμοιες δυσκολίες, οφείλει να προσπαθεί να μην δυσαρεστεί τις κυβερνήσεις: η συνεργασία τους αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη διεξαγωγή μιας δίκης, καθώς δεν έχει προβλεφθεί η διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας με ερημοδικία του κατηγορούμενου. Οι επιλογές της κατηγορούσας αρχής επηρεάζονται από μια ορισμένη δόση διπλωματικής σύνεσης. Για να εξασφαλίσει την υποστήριξη των υπουργείων Δικαιοσύνης των επιμέρους χωρών, παραιτείται σε ορισμένες περιπτώσεις από το προνόμιό της που της εξασφαλίζει στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την ίδια της την ανεξαρτησία: έτσι, δεν ασκεί αυτεπάγγελτη δίωξη. Πράγματι, αυτή η εξουσία, πρωτοφανής στην διεθνή έννομη τάξη, έχει ελάχιστα χρησιμοποιηθεί. Τέσσερις από τις υποθέσεις με τις οποίες ασχολείται σήμερα το Δικαστήριο –Ουγκάντα, Δημοκρατία του Κονγκό, Κεντραφρικανική Δημοκρατία και Μάλι- του υποβλήθηκαν από τις αφορώμενες κυβερνήσεις. Ο Μορένο Οκάμπο ενήργησε με δική του πρωτοβουλία μονάχα σε δύο περιπτώσεις: της Κένυας και της Ακτής Ελεφαντοστού, στη σύγκρουση μεταξύ του Λοράν Γκμπάγκμπο και του αντιπάλου του Αλασάνε Ουατάρα, το 2012. Στο μεταξύ, έχει προκύψει μια εξέλιξη η οποία δυσκολεύει ακόμα περισσότερο το έργο του εισαγγελέα: ο Ουχούρου Κενιάτα, ο οποίος κατηγορείται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εξελέγη πρόεδρος της Κένυας στις 9 Απριλίου του 2013, ενώ εκκρεμούσε εναντίον του ένταλμα σύλληψης του ΔΠΔ και όφειλε να δικαστεί στις 12 Νοεμβρίου του 2013.
Ωστόσο, αυτό που περιορίζει ακόμα περισσότερο το περιθώριο των ελιγμών του Δικαστηρίου είναι το «ius vitae ac necis» (δικαίωμα ζωής και θανάτου) που διαθέτει επ’ αυτού το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο –ενεργώντας με βάση το κεφάλαιο VII της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών- έχει τη δυνατότητα να αναστείλει την παρέμβασή του ή, αντίθετα, να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του ΔΠΔ ακόμα και σε κράτη τα οποία δεν υπάγονται σε αυτήν (μέσω ενός «referral»). Αυτό συνέβη στην περίπτωση του Σουδάν το 2003 και της Λιβύης του Μουαμάρ Καντάφι το 2011. Το ψήφισμα 1422 του Ιουλίου του 2002 ανέστειλε τις έρευνες του εισαγγελέα του Δικαστηρίου για τις επιχειρήσεις που διεξήγαγαν στη Βοσνία Ερζεγοβίνη (χώρα που έχει υπογράψει το καταστατικό της Ρώμης) οι Κυανόκρανοι του ΟΗΕ, κατά κύριο λόγο Αμερικανοί. Συνεπώς, η δράση του Συμβουλίου Ασφαλείας αποδεικνύεται σε μεγάλο βαθμό πολιτική: η Αφρικανική Ένωση εκτιμάει ότι, στην περίπτωση της Κένυας και του Σουδάν, τα μέτρα που υιοθετήθηκαν ήταν αντιπαραγωγικά και απειλούν την ειρηνευτική διαδικασία (5). Στις 5 Σεπτεμβρίου, το Κοινοβούλιο του Ναϊρόμπι ζητούσε από την κυβέρνηση της χώρας να καταγγείλει την υπαγωγή του στο διεθνές δικαστήριο, του οποίου η δράση απειλούσε, κατά τη γνώμη του, τη «σταθερότητα και την ασφάλεια» της Κένυας.
Επίσης, τα κριτήρια με τα οποία επιλέγονται οι υποθέσεις που θα εκδικαστούν πυροδοτούν έντονη κριτική. Πράγματι, ο εισαγγελέας ασκεί δίωξη μονάχα στην περίπτωση εγκλημάτων, τα οποία κατά τη γνώμη του είναι σοβαρά (αριθμός θυμάτων, διάρκεια, συγκεκριμένη επικράτεια). Αξιολογεί επίσης το ιεραρχικό επίπεδο στο οποίο ανήκουν οι πιθανοί ένοχοι. Αυτά τα ιδιαίτερα ασαφή και θολά κριτήρια οδήγησαν σε αμφισβητούμενες επιλογές (6). Έτσι, κατέληξε να μην διατάξει τη διεξαγωγή έρευνας για τον πόλεμο στο Ιράκ μετά το 2003, επειδή «τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν φαίνονται μεμονωμένα και δεν πληρούν το κριτήριο της σοβαρότητας (7)». Φυσικά, δίωξη θα μπορούσε να ασκηθεί μονάχα εναντίον υπηκόων χωρών που αναγνωρίζουν το ΔΠΔ, για παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου.
Εξάλλου, ούτε και στην περίπτωση των κατηγοριών που διατύπωσε η Παλαιστίνη εναντίον του Ισραήλ, το 2009, δόθηκε η παραμικρή συνέχεια. Ο Μορένο Οκάμπο θεώρησε ότι «τα αρμόδια όργανα του ΟΗΕ ή η γενική συνέλευση των κρατών που συμμετέχουν στο ΔΠΔ είναι εκείνα που οφείλουν να αποφασίσουν εάν –από τη σκοπιά του δικαίου- η Παλαιστίνη αποτελεί ή όχι κράτος το οποίο δύναται να υπογράψει το καταστατικό της Ρώμης και, συνεπώς, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του ΔΠΔ (8)». Προτίμησε, λοιπόν, να καταφύγει στο βολικό πρόσχημα των δυσκολιών που συναντά η Παλαιστίνη στο πεδίο της αναγνώρισής της ως εθνικά κυρίαρχο κράτος από τη «διεθνή κοινότητα» (9).
Από την πλευρά της, η Διεθνής Αμνηστία ασκεί κριτική στον μεροληπτικό χαρακτήρα των διαδικασιών που ακολουθήθηκαν στην Ακτή Ελεφαντοστού: ο πρώην πρόεδρος Γκμπάγκμπο και η σύζυγός του Σιμόν διώκονται, τη στιγμή που ο Ουατάρα -ο έτερος πρωταγωνιστής της μετεκλογικής σύγκρουσης και σημερινός πρόεδρος- δεν υπέστη την παραμικρή ενόχληση. Η οργάνωση καταγγέλλει τον «νόμο του νικητή (10)». Κατά τη γνώμη του εισαγγελέα του Δικαστηρίου, τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν από τον πρώην αρχηγό του κράτους της Ακτής του Ελεφαντοστού ήταν ιδιαίτερα μεγάλης βαρύτητας, γεγονός που δικαιολογεί την ταχύτητα με την οποία αντέδρασε η διεθνής δικαιοσύνη.
Η τελευταία κατηγορία που απευθύνεται στο ΔΠΔ είναι συμβολικής φύσης. Πίσω από τη φράση «αγώνας ενάντια στην ατιμωρησία» είναι πιθανόν ότι κρύβεται μια δικαιοσύνη «κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των ισχυρών (11)». Σε αυτήν την περίπτωση, το διεθνές ποινικό σύστημα κινδυνεύει να μετατραπεί σε εργαλείο νομικής αλλά και ηθικής νομιμοποίησης για τις χώρες που έχουν τη δυνατότητα να ξεφύγουν από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Η επίκληση υψηλών αξιών των οποίων το περιεχόμενο είναι μάλλον ασαφές, μπορεί να ευνοήσει την πολιτικοποίηση των επιλογών και να οδηγήσει σε μια δικαιοσύνη με διαφορετικά μέτρα και σταθμά, η οποία θα έχει ξεχάσει την υποχρέωσή της να παραμένει αμερόληπτη.
Επιπλέον, η επιδίωξη να αποκτήσει το Δικαστήριο υποδειγματικό χαρακτήρα αυξάνει τις προσδοκίες. Πέρα από την καταστολή των εγκλημάτων και την τιμωρία των ενόχων, η διεθνής δικαιοσύνη μετατρέπεται ταυτόχρονα σε εργαλείο πρόληψης, σε φάρμακο ενάντια στον πόλεμο, σε όπλο για την ενίσχυση της παγκόσμιας ασφάλειας και σε μέσο για να δικαιωθούν τα θύματα και να τύχουν μιας δίκαιης επανόρθωσης για το άδικο που υπέστησαν. Το Καταστατικό της Ρώμης προσφέρει άλλη μια καινοτομία: το θύμα συμμετέχει ενεργά στην απονομή της δικαιοσύνης, τη στιγμή που στα δικαστήρια που συγκροτούνται ad hoc για να εκδικάσουν μια συγκεκριμένη υπόθεση, το θύμα περιορίζεται στο ρόλο του μάρτυρα, ο οποίος συχνά χειραγωγείται από την κατηγορούσα αρχή. Η συμβολή του δεν περιορίζεται πλέον στην αποδεικτική σημασία της μαρτυρίας του. Με αυτόν τον τρόπο, η διεθνής ποινική διαδικασία τείνει να αποκτήσει κι έναν «θεραπευτικό» χαρακτήρα. Ορισμένοι νομομαθείς ισχυρίζονται ότι η δικαιοσύνη «αποτελεί ένα στάδιο το οποίο είναι αναγκαίο για την ανασυγκρότηση της προσωπικότητας του θύματος (12)», καθώς επίσης και ότι η νέα θέση που αποκτά το θύμα μέσα στη δίκη «αποτελεί μια πρώτη κι εύστοχη απάντηση στα πολλαπλά ψυχικά τραύματα που έχει υποστεί (13)». Υπάρχει ο κίνδυνος οι ερμηνείες αυτές να μας απομακρύνουν από οποιονδήποτε νομικό ορθολογισμό. Προδίδουν δε ένα σοβαρότατο ερμηνευτικό σφάλμα, καθώς συγχέουν το δικαίωμα της πρόσβασης στη δικαιοσύνη με το δικαίωμα «στη δικαίωση».
Εξάλλου, μερικές φορές το θύμα αποτελεί ένα στοιχείο το οποίο διαταράσσει τη διεξαγωγή της δίκης, καθώς η συγκινησιακά φορτισμένη στάση του μπορεί να βλάψει την ηρεμία που απαιτείται για τη σωστή διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας. Το θύμα προσκομίζει ενώπιον του ΔΠΔ τα αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν όλα όσα υπέστη, αλλά και αποδεικνύει την ενοχή του κατηγορούμενου, αναλαμβάνοντας τον ρόλο ενός ανεπίσημου ιδιωτικού εισαγγελέα. Σε αυτήν την περίπτωση, η υπεράσπιση οφείλει να αντιμετωπίσει δύο κατήγορους. Ο συμβολισμός που εξακολουθεί να βρίσκεται στην καρδιά του ΔΠΔ, ο οποίος λειτουργεί προς όφελος των θυμάτων, παραγνωρίζει τη μορφή του κατηγορούμενου και δημιουργεί ανισορροπία στη διεξαγωγή της δίκης.
Εάν οι προσδοκίες που δημιουργεί το Δικαστήριο είναι υπερβολικές, υπερβολικές θα είναι και οι απογοητεύσεις που θα επακολουθήσουν: το ΔΠΔ βρίσκεται αντιμέτωπο με τους δονκιχωτικούς «ανεμόμυλους» που σκιαγραφούνται από τον συμβολισμό. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να περιορίσουμε τα συμβολικά διακυβεύματα. Γιατί, όπως μας υπενθυμίζει ο Τσβετάν Τοντόροφ, «ο σκοπός της Δικαιοσύνης οφείλει να παραμείνει μονάχα η δικαιοσύνη (14)».