Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2013, την ημέρα της Ντιάντα, της εθνικής καταλανικής εορτής, η Βαρκελώνη πλημμύρισε από ένα κύμα χρυσοκόκκινων σημαιών. Στην Πλάθα Καταλούνια, η Άννα Φέρι, μια σαραντάχρονη εκπαιδευτικός, κατευθύνει τα άτομα που ήρθαν να σχηματίσουν τη «via catalana», την αλυσίδα των 400.000 ατόμων που διασχίζει την επαρχία από τον Βορρά προς τον Νότο. Ο στόχος της Εθνικής Καταλανικής Συνέλευσης (ANC), μιας συλλογικότητας που αριθμεί 30.000 μέλη, ήταν να «αποκτήσει διεθνή προβολή η ιδέα της αυτονομίας της Καταλονίας». «Όλος ο κόσμος οφείλει να είναι στη θέση του στις 5.14 μ.μ.», τονίζει η Άννα Φέρι. Η επιλογή της ώρας παραπέμπει στις 11 Σεπτεμβρίου του 1714, ημερομηνία κατά την οποία έλαβε τέλος η ανεξαρτησία της Καταλονίας μετά από την κατάληψη της Βαρκελώνης από τον Φίλιππο του Ανζού, κατά τη διάρκεια του Πολέμου για τη Διαδοχή της Ισπανίας (1). Η Φέρι εξηγεί ότι ανέκαθεν θεωρούσε εαυτόν αυτονομίστρια, χωρίς ωστόσο και να στρατευθεί σε αυτήν την υπόθεση, καθώς το πολιτικό ιδανικό της ανήκε στη σφαίρα της ουτοπίας. Γι’ αυτήν, η μεγάλη ανατροπή συνέβη τον Μάρτιο του 2012, όταν δημιουργήθηκε η ANC. Πεπεισμένη στο εξής ότι «όλα αλλάζουν με ταχύτατο ρυθμό», η Φέρι έγινε πολιτική συντονίστρια του κινήματος στη συνοικία της.
Σύμφωνα με τη Μαρία Ντομίνγκεζ, κοινωνιολόγο στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης, «για πρώτη φορά μετά τη μετάβαση στη Δημοκρατία, το 1975 (2), ο αγώνας για την αναγνώριση της εθνικής κυριαρχίας της Καταλονίας γίνεται αντιληπτός ως ένας αγώνας των πολιτών που πηγάζει από τη βάση, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκεται να μετατραπεί σε μαζικό αγώνα». Προηγουμένως, οι περισσότερες από τις θεσμικές πρωτοβουλίες προωθούνταν από την Generalitat, την κυβέρνηση της αυτόνομης κοινότητας της Καταλονίας (3). Μετά τη νίκη του (δεξιού) Λαϊκού Κόμματος του Χοσέ Μαρία Αθνάρ το 2000, οι σχέσεις με τη Μαδρίτη εντάθηκαν, καθώς ο πρωθυπουργός δεν δίσταζε να επιδεικνύει χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό έναν ανοιχτό και έντονο καστιλιάνικο εθνικισμό. Οι τοπικές πολιτικές ελίτ καταγγέλλουν τα όρια που θέτει το Σύνταγμα του 1979 και προτείνουν το Estatut, ένα νέο νομικό καθεστώς για την Καταλονία. Το κείμενο υιοθετεί τις διεκδικήσεις του Ζορντί Πουζόλ, προέδρου της Generalitat από το 1980 έως το 2003 και πραγματικού συμβόλου του καταλανικού αυτονομιστικού κινήματος. Προβλέπει κατά κύριο λόγο το τέλος της φορολογικής αλληλεγγύης απέναντι στην κεντρική εξουσία, η οποία, κατά τη γνώμη των αυτονομιστών, επιβαρύνει την καταλανική οικονομία. Πράγματι, η Ισπανία των αυτόνομων περιοχών είναι ένα καθεστώς ασύμμετρης αποκέντρωσης, στο οποίο ορισμένες περιφέρειες απολαμβάνουν διαφορετικού επιπέδου μεταφορά αρμοδιοτήτων. Οι Καταλανοί ζητούν σήμερα το ίδιο καθεστώς που απολαμβάνει η Περιοχή των Βάσκων και η Ναβάρα, οι οποίες εισπράττουν και παρακρατούν ελεύθερα τον φόρο εισοδήματος που καταβάλλουν οι πολίτες και οι εταιρείες, με βάση τα «fors», ένα σύνολο πολύπλοκων φορολογικών διατάξεων (4) που τους παραχώρησε ο βασιλιάς Φερδινάνδος Β’ ο Καθολικός (5).