el | fr | en | +
Accéder au menu

ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΣ

Ο κυκλώνας, οι κακοί και οι φτωχοί, βολικοί ένοχοι

Οι Φιλιππίνες, που σαρώθηκαν από έναν από τους μεγαλύτερους κυκλώνες στην ιστορία τους, πασχίζουν να επουλώσουν τις πληγές τους. Μολονότι η χώρα θεωρείται από τις πιο αποτελεσματικές σε ό,τι αφορά τον περιορισμό του κινδύνου φυσικών καταστροφών, η πολιτική ηγεσία έχει μια ορισμένη τάση να εφευρίσκει αποδιοπομπαίους τράγους για να αποσείει τις ευθύνες της.

Μεταξύ 1950 και 2012, 536 καταστροφές σοβαρού μεγέθους (1) έπληξαν τις Φιλιππίνες, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του Κέντρου Έρευνας για την Επιδημιολογία των Καταστροφών. Μολονότι θεαματικές, δεν μπορούν να υποβαθμίσουν το γεγονός ότι, κάθε μέρα, χιλιάδες Φιλιππινέζοι αντιμετωπίζουν κατολισθήσεις ή πλημμύρες μικρότερης έκτασης που απειλούν τη διατροφική τους ασφάλεια και επηρεάζουν την υγεία τους και την εκπαίδευση των παιδιών τους. Αντί, όμως, να αντιμετωπιστούν οι βαθύτερες αιτίες της κατάστασης, υποδεικνύονται απλώς διάφοροι ένοχοι: «η φύση», «οι κακοί», «οι φτωχοί».

Σε μια ασταθή γεωλογικά χώρα, την οποία πλήττουν κάθε χρόνο περίπου είκοσι κυκλώνες και μέσα σε μια παγκόσμια συγκυρία κλιματικών αλλαγών, μοιάζει προφανές σε μερίδα του επιστημονικού κόσμου, των μέσων ενημέρωσης και των πολιτικών ηγετών, ότι η φύση είναι η αιτία του κακού. Ωστόσο, τα διαθέσιμα κλιματικά και γεωλογικά δεδομένα από το τέλος της περιόδου της ισπανικής αποικιοκρατίας δείχνουν ότι κυκλώνες, σεισμοί, ηφαιστειακές εκρήξεις και τσουνάμι δεν είναι συχνότερα σήμερα σε σχέση με το τέλος του 19ου αιώνα. Για παράδειγμα, μεταξύ 1881 και 1898, τη χώρα έπλητταν κατά μέσο όρο 21 κυκλώνες τον χρόνο, έναντι 15 κυκλώνων κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Οι πλημμύρες, που συνδέονται με τις περισσότερες καταστροφές, είναι πλέον συχνότερες, αλλά δεν συνδέονται ούτε με αύξηση των βροχοπτώσεων ούτε καν με σημαντική άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Οφείλονται περισσότερο στην ταχύτατη υποχώρηση των δέλτα (της λεκάνης απόθεσης ιζημάτων) των μεγαλύτερων ποταμών, λόγω της αυξημένης άντλησης υδάτων από τον υδροφόρο ορίζοντα για να ικανοποιηθούν οι οικιακές και αγροτικές ανάγκες. Το ίδιο ισχύει και για τις κατολισθήσεις, που παρατηρούνται συχνότερα σήμερα, αλλά οφείλονται συνήθως στη μαζικής κλίμακας αποψίλωση των δασών και στη διάβρωση των εδαφών, δύο φαινόμενα ανθρωπογενούς και όχι φυσικής αιτιολογίας.

Το βάρος της αποικιοκρατικής κληρονομιάς

Ως «κακοί» νοούνται οι εχθροί του κράτους, στους οποίους συγκαταλέγεται το κομμουνιστικό αντάρτικο του Νέου Λαϊκού Στρατού (New People’s Army, NPA), αλλά και τα παράνομα υλοτομικά συμφέροντα, που κατηγορούνται ότι βρίσκονται στη ρίζα της αποψίλωσης των δασών και των συνακόλουθων κατολισθήσεων. Βέβαια, εάν οι βαρόνοι της παράνομης υλοτομίας μπορούν να δρουν σε καθεστώς πλήρους ατιμωρησίας, αυτό γίνεται επειδή διαθέτουν διασυνδέσεις μεταξύ των τοπικών αξιωματούχων, όταν δεν βρίσκονται οι ίδιοι στην εξουσία. Όσο για τον ΝΡΑ, πριν απ’όλα αντιτίθεται στη νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης, με την προστασία του περιβάλλοντος να αποτελεί πυλώνα των επαναστατικών διεκδικήσεων (2).

Στους «κακούς» συγκαταλέγονται, επίσης, όσοι δεν σέβονται τις ηθικές αξίες που κηρύσσει το κράτος και ο σύμμαχός του, η Εκκλησία. Για πολλούς Φιλιππινέζους, η παραβίαση ορισμένων ηθικών και θρησκευτικών αξιών σημαίνει τον κίνδυνο θεϊκής τιμωρίας. «Πρέπει να γνωρίζουμε ότι όλες οι καταστροφές που πλήττουν το έθνος μας δεν είναι τυχαίες, αλλά το αποτέλεσμα της (...) αποστασίας μας έναντι της αλήθειας του λόγου του Θεού», δήλωνε ο θρησκευτικός ηγέτης Έντι Βιλανουέβα την επαύριο μιας σειράς καταστροφών, το 1995 (3).

Η κυβέρνηση και τα μέσα ενημέρωσης επιτίθενται και στους φτωχούς: στους κατοίκους των αυθαίρετων συνοικισμών, οι οποίοι κατηγορούνται ότι κάνουν χειρότερες τις πλημμύρες, εμποδίζοντας την απορροή των υδάτων και πετώντας τα σκουπίδια τους στα κανάλια, αλλά και στις πολυάριθμες ορεσίβιες κοινότητες, οι οποίες καίνε εκτάσεις για να τις καταστήσουν καλλιεργήσιμες και κόβουν δέντρα για να ζεσταθούν, πρακτικές που οδηγούν σε μαζικής κλίμακας αποψίλωση των δασών και σε διάβρωση των εδαφών. Έτσι, το 2009, μόλις συνέβησαν οι τρομερές πλημμύρες στη Μανίλα, κυβερνητικός αξιωματούχος ανακοίνωνε ότι «είχε εισηγηθεί πολύ επίμονα οι άνθρωποι αυτοί» –δηλαδή 400.000 καταληψίες στέγης- «να μεταφερθούν μακριά από τις απειλούμενες ζώνες και να μην τους επιτραπεί να επιστρέψουν (4)». Σαν να μην ήταν υποχρεωμένοι οι άνθρωποι αυτοί, για να καλύψουν τις ανάγκες τους, να εγκατασταθούν σε επικίνδυνες ζώνες ή να προκαλέσουν υποβάθμιση του περιβάλλοντος, χωρίς καν να έχουν τα μέσα να προστατευτούν από τους κινδύνους της φύσης. Για τους ανθρώπους αυτούς, η απειλή μιας εποχικής πλημμύρας, μιας κατολίσθησης ή μιας ηφαιστειακής έκρηξης ανά δεκαετία βαρύνει λιγότερο από την ανάγκη τους να γλυτώσουν από την πείνα (5).

Η αδυναμία των φτωχότερων στρωμάτων να ανταποκριθούν στις καθημερινές ανάγκες τους και να προστατευτούν δεν εξηγείται από κάποια έλλειψη γνώσεων, αλλά από την άνιση διανομή των πόρων. Μετά από κάθε καταστροφή, οι απώλειες είναι πάντα άνισες: ορισμένα κτήρια αντέχουν όταν άλλα καταρρέουν, ορισμένοι άνθρωποι επιβιώνουν όταν άλλοι πεθαίνουν. Αυτό φαίνεται και σήμερα, μετά το πέρασμα του κυκλώνα Χαϊγιάν (Γιολάντα για τους Φιλιππινέζους). Οι καταστροφές πολλαπλασιάζουν τις δυσκολίες σε ό,τι αφορά την κατοικία, την τροφή, την επιρροή στην πολιτική σκηνή. Η άνιση διανομή του πλούτου και των μέσων προστασίας συνδέεται με την αποικιοκρατική κληρονομιά, με τις σύγχρονες πολιτικές και οικονομικές στρατηγικές του κράτους, καθώς και με τους καταναγκασμούς που επιβάλλει στη χώρα το διεθνές πλαίσιο.

Οι τρεισήμισι αιώνες ισπανικής αποικιοκρατίας (1565-1898) ευνόησαν μια κλειστή ελίτ που απέκτησε τον έλεγχο των περισσότερων εδαφών και των υπόλοιπων πλουτοπαραγωγικών πόρων της χώρας. Ο μισός αιώνας αμερικανικής κυριαρχίας που ακολούθησε τη φυγή των Ισπανών απλώς ενίσχυσε την τάση αυτή. Έτσι, στις αρχές του 21ου αιώνα, περίπου 10% των οικογενειών στις Φιλιππίνες ελέγχουν το 33,9% του πλούτου, ενώ το φτωχότερο 10% δεν κατέχει παρά το 2,4%. Το χάσμα είναι εξώφθαλμο ειδικά στην ύπαιθρο, όπου το ένα τρίτο των αγροτών δεν είναι ιδιοκτήτες των εδαφών που καλλιεργούν. Πολλοί ακτήμονες προτιμούν να μετακινηθούν προς τις ορεινές ζώνες που είναι εκτεθειμένες στις κατολισθήσεις ή προς τις πλαγιές των ηφαιστείων, αλλά να ελέγχουν το προϊόν του μόχθου τους, παρά να ζουν στα πεδινά, όπου πρέπει να καταβάλλουν περίπου το 50% με 75% της σοδειάς τους στους μεγαλογαιοκτήμονες. Η αυξανόμενη εγκατάσταση σε ζώνες που είναι εκτεθειμένες στους φυσικούς κινδύνους -και είχαν παλαιότερα εγκαταλειφθεί λόγω επικινδυνότητας- προκαλεί πολλές καταστροφές.

Οι πολιτικοοικονομικές στρατηγικές του κράτους στις Φιλιππίνες επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο το φαινόμενο (6). Οι κυβερνήσεις που έχουν περάσει από τη δεκαετία του 1960 έχουν στηριχθεί, στην πραγματικότητα, σε νεοφιλελεύθερες αρχές. Πολλές δημόσιες υπηρεσίες, όπως το νερό και η ηλεκτρική ενέργεια, κατά τη δεκαετία του 1990 έχουν ιδιωτικοποιηθεί, συχνά προς όφελος ημετέρων της εξουσίας, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο την πρόσβαση των πιο φτωχών στρωμάτων στα μέσα προστασίας. Παράλληλα, το κράτος ενθάρρυνε εξαγωγές που ευνόησαν, πρώτα απ’ όλους, τους φίλους του καθεστώτος που ασχολούνταν με το εμπόριο. Η λεηλασία των δασικών πλουτοπαραγωγικών πόρων βρίσκεται στη ρίζα πολλών κατολισθήσεων. Τέλος, το άνοιγμα των συνόρων της χώρας στο διεθνές εμπόριο, ιδιαίτερα στις πολυεθνικές των αγροτικών προϊόντων και της διατροφής, όχι μόνο επιτάχυνε την υποβάθμιση των συνθηκών ζωής, αλλά είχε ως αποτέλεσμα οι μικροκαλλιεργητές και οι γηγενείς κοινότητες να χάσουν τα εδάφη τους και, με τον τρόπο αυτόν, και τον έλεγχο πάνω στα μέσα επιβίωσής τους (7).

Οι κατευθύνσεις αυτές υπαγορεύτηκαν από τα σχέδια διαρθρωτικής προσαρμογής που επιβλήθηκαν στις Φιλιππίνες μετά το 1979. Πολλοί αγρότες, ανυπεράσπιστοι απέναντι στην πλημμύρα των φτηνών αγροτικών προϊόντων και τον αποκλεισμό από τις παραδοσιακές αγορές τους, υποχρεώθηκαν να υιοθετήσουν πρακτικές επιβίωσης που καταστρέφουν το περιβάλλον ή να μεταφερθούν σε απομακρυσμένες περιοχές που είναι εκτεθειμένες σε επικίνδυνα φυσικά φαινόμενα. Επιπλέον, κατά τη δεκαετία του 2000, η αποπληρωμή του εξωτερικού δημόσιου χρέους καταβρόχθιζε γύρω στο 10% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, σε βάρος των δημοσίων δαπανών για υγεία και παιδεία. Τέλος, η παγκοσμιοποίηση των εμπορικών συναλλαγών και οι διακυμάνσεις στις τιμές των πρώτων υλών και των τροφίμων οδηγούν τους μικρότερους παραγωγούς να διακινδυνεύουν όλο και περισσότερο για να ανταποκριθούν στις καθημερινές ανάγκες τους. Έτσι, για να αντιμετωπίσουν την αύξηση της τιμής ενός βασικού τροφίμου όπως το ρύζι, αρκετοί ψαράδες στις παράκτιες κοινότητες του αρχιπελάγους πρέπει πλέον να ριψοκινδυνεύουν στην ανοιχτή θάλασσα ακόμη και με θαλασσοταραχή, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους.

Έντονα πολιτικοποιημένες ΜΚΟ

Παρόλο που, λόγω της αποικιοκρατικής κληρονομιάς και του σύγχρονου πολιτικοοικονομικού πλαισίου, τα φτωχότερα στρώματα ασκούν όλο και λιγότερη επιρροή στις βαθύτερες αιτίες της κακοδαιμονίας τους, ξεδιπλώνουν, ωστόσο, ένα τεράστιο φάσμα γνώσεων, τεχνογνωσίας και άλλων ενδογενών πόρων, που τους επιτρέπουν να αντιμετωπίζουν όπως όπως τις διαδοχικές καταστροφές που πλήττουν τη χώρα (8). Οι ικανότητες αυτές περιλαμβάνουν, εκτός από την εμπειρία των παλαιότερων γεγονότων, τα δίκτυα αλληλεγγύης, τα κοινά ταμεία, την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και ιατρική, το κυνήγι, το ψάρεμα και τη συγκομιδή, αλλά και ένα πυκνό και ιδιαίτερα δραστήριο δίκτυο κοινοτικών οργανώσεων, οι οποίες υποστηρίζονται από διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις.

Πολλές από τις οργανώσεις αυτές αναδύθηκαν μέσα από τον αγώνα κατά της δικτατορίας του Φερδινάντο Μάρκος (1965-1986). Διατήρησαν πολύ έντονη την αντικυβερνητική διάσταση, με στόχο κυρίως την καταγγελία των κοινωνικών ανισοτήτων. Η δράση τους, που έχει τύχει παγκόσμιας αναγνώρισης, κάνει τις Φιλιππίνες μία από τις χώρες πρωτοπόρους σε ό,τι αφορά τις συμμετοχικές προσεγγίσεις για τον περιορισμό των κινδύνων από φυσικές καταστροφές (9). Δυστυχώς, τα σχέδια αυτά και η αντίστοιχη συμμετοχή παραμένουν αποσπασματικά. Η εξάπλωσή τους σε μαζική κλίμακα στο αρχιπέλαγος θα απαιτούσε τη θεσμοθέτηση των συγκεκριμένων πρακτικών -και, επομένως, την ενεργό εμπλοκή του κράτους.

Ο πολλαπλασιασμός των τοπικών πρωτοβουλιών και η πίεση της κοινωνίας είχαν αποτέλεσμα να ψηφιστεί, τον Μάιο του 2010, ένας νέος νόμος, που θεωρείται πρότυπο σε διεθνές επίπεδο, αφού ενθαρρύνει ιδιαίτερα τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού μη κυβερνητικών φορέων, καθώς και την ενσωμάτωση των κοινοτικών και συμμετοχικών πρωτοβουλιών στα μέτρα που προωθεί η κυβέρνηση. Επίσης, ο νόμος αυτός θέτει στη διάθεση των τοπικών αρχών δημόσια κονδύλια και ανθρώπινο δυναμικό για να περιορίσει τους κινδύνους πριν από τις καταστροφές. Αν και η εφαρμογή των μέτρων αυτών παραμένει αποσπασματική, οι τοπικές κοινότητες που κατόρθωσαν να αξιοποιήσουν το νέο θεσμικό εργαλείο επλήγησαν πολύ λιγότερο από τον κυκλώνα Γιολάντα. Παραδείγματα, η πόλη Γκουιουάν, στο Σαμάρ, και το νησί του Αγίου Φραγκίσκου, στα ανοιχτά του Σεμπού, που κατάφεραν να κινητοποιήσουν ανθρώπινο δυναμικό και οικονομικούς πόρους για να οργανώσουν προληπτικό σχέδιο εκκένωσης των περιοχών τους.

Εντούτοις, ο δυναμισμός των ΜΚΟ και η ύπαρξη αυτού του σοβαρού θεσμικού εργαλείου δεν επαρκούν και δεν διορθώνουν σε τίποτε τις κοινωνικές ανισότητες που βρίσκονται στη ρίζα της κακοδαιμονίας των φτωχότερων στρωμάτων. Το παράδειγμα του αγώνα κατά της αποψίλωσης των δασών είναι χαρακτηριστικό. Υπάρχει πληθώρα νόμων και διαταγμάτων που απαγορεύουν την κοπή δέντρων. Όμως, η παράνομη υλοτομία συνεχίζεται σε όλη τη χώρα και οι καταστροφές που οφείλονται σε κατολισθήσεις διαδέχονται η μία την άλλη με πανομοιότυπο τρόπο, ακόμη κι αν έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος για την προστασία ορισμένων κοινωνικών ομάδων, όπως τα παιδιά. Στο πλαίσιο αυτό, ας ελπίσει κανείς ότι η έκταση της καταστροφής που προκάλεσε ο κυκλώνας Γιολάντα θα αποτελέσει, επιτέλους, ένα ηλεκτροσόκ.

Jake Rom D. Cadag

Ερευνητής στο Ινστιτούτο Έρευνας για την Ανάπτυξη, στο Μονπελιέ. Συγγραφέας (μαζί με τους Jean-Christophe Gaillard και Emmanuel M. Luna) του άρθρου «Sa kandungan ng kalikasan: catastrophes, environnement et développement aux Phillipines», το οποίο περιέχεται στο William Guéraiche (διευθ.), Philippines contemporaines, Irasec-Les Indes savantes, Μπανγκόκ-Παρίσι, 2013.

Jean-Christophe Gaillard

Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Όκλαντ. Συγγραφέας (μαζί με τους Jake Rom D. Cadag και Emmanuel M. Luna) του άρθρου «Sa kandungan ng kalikasan: catastrophes, environnement et développement aux Phillipines», το οποίο περιέχεται στο William Guéraiche (διευθ.), Philippines contemporaines, Irasec-Les Indes savantes, Μπανγκόκ-Παρίσι, 2013.
Λογοθέτης Χάρης (μτφ)

(1Έχουν καταγραφεί οι καταστροφές που είτε προκάλεσαν τον θάνατο τουλάχιστον 10 ανθρώπων είτε έπληξαν τουλάχιστον 100 ανθρώπους είτε απαίτησαν διεθνή βοήθεια για να αντιμετωπιστούν.

(2Βλ. Philippe Revelli, «Philippines, terres à l’encan», Le Monde diplomatique, Οκτώβριος 2012.

(3Eddie Villanueva, «RP’s disasters not incidental occurrences», [Philippines Star], Μανίλα, 7 Οκτωβρίου 1995.

(4Cecil Morella, «400.000 lakeshore squatters key to fixing floods», Philippine Daily Inquirer, Μανίλα, 8 Οκτωβρίου 2009.

(5Βλ. People’s Response to Disasters: Vulnerability, Capacities and Resilience in Philippine Context], Center for Kapampangan, Άντζελες Σίτι, 2011.

(6Walden Bello, Herbert Docena, Marissa de Guzman και Marylou Malig, The Anti-Development State: The Political Economy of Permanent Crisis in the Philippines, Πανεπιστήμιο των Φιλιππίνων, τμήμα Κοινωνιολογίας, Κεζόν Σίτι, 2005.

(7Robin Broad και John Cavanagh, Plundering Paradise: The Struggle for the Environment in the Philippines, University of California Press, Μπέρκλεϊ, 1993.

(8Greg Bankoff, Cultures of Disaster: Society and Natural Hazard in the Philippines, Routledge, Λονδίνο, 2003.

(9Annelies Heijmans και Lorna P. Victoria, «Citizenry-based and development-oriented disaster response: Experiences and practices in disaster management of the Citizens’ Disaster Response Network in the Philippines», Center for Disaster Preparedness, Κεζόν Σίτι, 2001.

Μοιραστείτε το άρθρο