el | fr | en | +
Accéder au menu

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ο καιρός των νέων εξεγέρσεων

Οι δημοτικές εκλογές τον Μάρτιο και, κατόπιν, οι ευρωεκλογές τον Μάιο, θα δοκιμάσουν τη δημοτικότητα των Γάλλων σοσιαλιστών δύο χρόνια μετά την είσοδο του Φρανσουά Ολάντ στο προεδρικό μέγαρο των Ηλυσίων Πεδίων. Η ετυμηγορία αναμένεται σκληρή, καθώς η οικονομική κατάσταση της χώρας χειροτερεύει και το «φάρμακο» που εξήγγειλε ο Πρόεδρος είναι η λιτότητα.

Εκ πρώτης όψεως, έχουμε να κάνουμε με την πλήρη αντίθεση. Στη Γερμανία, οι δυο βασικές πολιτικές δυνάμεις, η Ένωση Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) μοιράστηκαν πρόσφατα τα υπουργεία, αφού πρώτα συγκρούστηκαν (με ευγένεια) ενώπιον του εκλογικού σώματος. Στη Γαλλία, η δεξιά και η αριστερά βρίζονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μας αφήνουν να φανταζόμαστε ότι διαφωνούν σχεδόν στα πάντα: στο επίπεδο φορολόγησης, στην κοινωνική πρόνοια, στη μεταναστευτική πολιτική.

Ωστόσο, την ώρα που η προοπτική μιας νέας μεταξύ τους μονομαχίας με στόχο τα Ηλύσια Πεδία παίρνει συγκεκριμένη μορφή, με τα ΜΜΕ να προετοιμάζουν ήδη το σχετικό σκηνικό, δεν αποκλείεται ο Νικολά Σαρκοζί και ο Φρανσουά Ολάντ να εμπνευσθούν από την ευθύτητα της Ανγκέλα Μέρκελ και του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ και να σχηματίσουν από κοινού μια κυβέρνηση η οποία, σε γενικές γραμμές, θα συνεχίσει πάνω στις ίδιες κατευθυντήριες γραμμές που αποφασίστηκαν πριν από 30 χρόνια.

Το 2006, σε ένα έργο με τον εύστοχο τίτλο «Devoirs de vérité» (Ασκήσεις Αλήθειας), ο Ολάντ είχε αποδεχθεί τη σύγκλιση μεταξύ σοσιαλιστών και φιλελεύθερης δεξιάς σε θέματα οικονομικής, χρηματοπιστωτικής, νομισματικής, εμπορικής, βιομηχανικής και ευρωπαϊκής πολιτικής: «Ο Φρανσουά Μιτεράν», έγραφε, «ήταν -μαζί με τον Πιέρ Μπερεγκοβουά– ο άνθρωπος που πραγματοποίησε την απορρύθμιση της γαλλικής οικονομίας και το ευρύτερο άνοιγμά της σε κάθε μορφή ανταγωνισμού. Ο Ζακ Ντελόρ ήταν ένας από εκείνους που οικοδόμησαν σε Παρίσι και Βρυξέλλες τη νομισματική Ευρώπη μαζί με τις πολιτικές εξελίξεις που αυτή εμπεριείχε σε επίπεδο μακροοικονομικών πολιτικών. Ο Λιονέλ Ζοσπέν ήταν αυτός που έθεσε σε εφαρμογή τις πιο καινοτόμες βιομηχανικές συγχωνεύσεις, πέρα από το άνοιγμα των κεφαλαίων των δημοσίων επιχειρήσεων, πράγμα για το οποίο δέχθηκε μομφές. Ας πετάξουμε λοιπόν τους ιδεολογικούς μανδύες που δεν ξεγελούν κανέναν (1)». Οχτώ χρόνια αργότερα, τι θα μπορούσε κανείς να προσθέσει;

Αυτή ακριβώς η απουσία προσανατολισμού προς τα ουσιώδη εξηγεί την αποξένωση των Γάλλων από τη φασαρία και την ένταση της πολιτικής τους τάξης, στην οποία δύο αντίπαλα και συμπληρωματικά πολιτικά ρεύματα μονοπωλούν την εθνική εκπροσώπηση. Διότι, παρόλο που οι σοσιαλιστές και η δεξιά κατέχουν τις 532 από τις 577 έδρες της Εθνοσυνέλευσης και τις 310 από τις 348 έδρες της Γερουσίας, οι κυβερνητικές αποφάσεις εγείρουν βαθιά απόρριψη, χωρίς την ίδια στιγμή να επωφελείται από αυτό η αντιπολίτευση. Όπως φαίνεται, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία: χάρη σε θεσμούς που μεταβιβάζουν όλες τις εξουσίες στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, ακόμα και την επ’ αόριστον αναβολή της εφαρμογής μιας φορολογικής διάταξης (του οικολογικού φόρου) η οποία ψηφίστηκε σχεδόν από το σύνολο των βουλευτών, το πολίτευμα καλά κρατεί.

Οι εξεγέρσεις όμως πολλαπλασιάζονται. Σε αυτό συνεισφέρει η απαξίωση του πολιτικού κόσμου, η οποία τροφοδοτείται από την ανικανότητά του να προτείνει στη χώρα μια κάποια προοπτική. Οι παραινέσεις περί σεμνότητας δεν διορθώνουν τίποτα, καθώς ο Τύπος αλλάζει και προβάλλει προσωπικά νάζια και καυγάδες. Η χυδαία «έλλειψη τακτ» που αποδίδουν στον Σαρκοζί όταν αναφέρεται στους πολιτικούς του «φίλους» έχει εξελιχθεί σε πολύ πιο πλούσιο δημοσιογραφικό υλικό από το διαγωνισμό κακίας των Σοσιαλιστών κατά του πρωθυπουργού Ζαν-Μαρκ Ερό. Το ίδιο κλίμα φουσκώνει κι ένα κύμα που ξεδιπλώνεται ολοένα και περισσότερο εκτός παραδοσιακών πολιτικών σχηματισμών, ένα κύμα θυμού και συνεχούς αναβρασμού που εκφράζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (2).

Το χάσμα μεταξύ εκλεγμένων και ψηφοφόρων οφείλεται εν μέρει στην αμερικανοποίηση της πολιτικής ζωής: τα περισσότερα κόμματα δεν είναι πια τίποτα άλλο παρά εκλογικές μηχανές, καρτέλ τοπικών αρχόντων δίχως άλλο λίπασμα ζωής πέρα από έναν κόσμο που γερνάει (3). Εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί τα νέα μέλη δεν συνωστίζονται στην είσοδο, αφού τα όργανα μιας διαφορετικής πολιτικής μοιάζουν να παραπέμπονται στο διηνεκές. Οι διαμαρτυρίες κατά της διδασκαλίας της ισότητας των δύο φύλων στα σχολεία ή η αντίδραση στην κατασκευή νέων διοδίων δεν επιφέρουν καμία αλλαγή ούτε στους πόρους που διατίθενται για τη δημόσια παιδεία ούτε στα ποσά της φοροδιαφυγής, αλλά προσφέρει τουλάχιστον την ευκαιρία του συνέρχεσθαι και την ικανοποίηση για την υπαναχώρηση κάποιου υπουργού. Μια εβδομάδα αργότερα η πικρία επιστρέφει, αφού είναι φανερό ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά και αφού τίποτα ουσιαστικό δεν εξαρτάται πια από τον όποιο υπουργό.

Ούτε άλλωστε, από τα Ηλύσια Πεδία. Ο Ολάντ, όντως, αποφάσισε αμέσως να τηρήσει το όριο το οποίο είχε υποσχεθεί να κάμψει. Εν ολίγοις, προέταξε το τέλμα έναντι της τόλμης (4). Τα υπόλοιπα γίνονται για το θεαθήναι ή, για να το πούμε διαφορετικά, απορρέουν από τους διάφορους πολιτικούς αυτοματισμούς. Με το που παίρνει την εξουσία η αριστερά, η δεξιά την κατηγορεί ότι υπονομεύει την εθνική ταυτότητα, ότι υποδέχεται όλους τους μετανάστες και στραγγαλίζει τη χώρα με τους φόρους. Κι έπειτα, μόλις η δεξιά επανέρχεται στα πράγματα, εξανίσταται όταν την κατηγορούν ότι στηρίζει τους προνομιούχους. Και υπενθυμίζει στους ανταγωνιστές της, οι οποίοι, στο μεταξύ, ξαναέγιναν (σχεδόν) επαναστάτες, ότι και οι ίδιοι κάποιες φορές προώθησαν μια πολιτική ακόμα πιο φιλελεύθερη από τη δική της: «Κατά βάθος», είπε σοκαρισμένος ο Φρανσουά Φιγιόν, ο τότε πρωθυπουργός, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης που τον έφερε αντιμέτωπο με την ηγέτιδα των σοσιαλιστών Μαρτίν Ομπρί, «θλίβομαι όταν ακούω να λένε ότι έχουμε ευνοήσει σους πλούσιους. Όταν εσείς ήσασταν υπουργός [μεταξύ 1997 και 2000], η φορολόγηση στο κεφάλαιο ήταν 10 μονάδες κάτω σε σχέση με σήμερα. Όταν ήσασταν υπουργός, μειώθηκαν οι φόροι εισοδήματος. Εμείς φορολογούμε το κεφάλαιο, λάβαμε αποφάσεις που εσείς δεν λάβατε ποτέ για τα stock-options, για τα κέρδη των traders, για τα ασφαλιστικά ταμεία (…)Το 2000, ο κύριος Φαμπιούς [τότε υπουργός Οικονομίας] είχε χαμηλώσει τη φορολογία σε τμήμα των stock-options (5)».

Δέκα χρόνια νωρίτερα, ο Λοράν Φαμπιούς κατηγορούσε κάποιον υπουργό Κοινωνικών Υποθέσεων, ονόματι Φρανσουά Φιγιόν, ότι δεν έκανε αρκετή αύξηση στον κατώτατο μισθό. Και ο τελευταίος του απαντούσε: «Το 1999, δεν αυξήσατε το βασικό μισθό. Το 2000, δεν αυξήσατε το βασικό μισθό. Και το 2001, κάνατε μια απειροελάχιστη αύξηση της τάξης του 0,29%». Πάντως, «απειροελάχιστη αύξηση» δεν θα υπάρξει ούτε τον Γενάρη του 2014… Ίδιοι πρωταγωνιστές, ίδια λόγια, ίδια λογική: αν θέλετε να κάνετε προβλέψεις, φροντίστε να έχετε καλή μνήμη. Προς το τέλος της θητείας του Ολάντ, ο «κόσμος του χρήματος» θα ξαναγίνει το δίχως άλλο ο «πραγματικός εχθρός» των Γάλλων σοσιαλιστών. Σήμερα, όμως, και μάλιστα σύμφωνα με την παραδοχή ενός υπουργού, το υπουργείο Οικονομικών χρησιμεύει ως φωλιά του τραπεζικού λόμπι.

Τη στιγμή αυτή, πάντως, η δεξιά το μόνο που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν να παραδεχτεί ότι οι σοσιαλιστές δεν κάνουν τίποτα άλλο πέρα από το να βαδίζουν πάνω στις ίδιες κατευθυντήριες γραμμές που χάραξαν οι κύριοι Σαρκοζί και Φιγιόν, όπως ορίζουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες που διαπραγματεύτηκαν και υπέγραψαν και οι μεν και οι δε. Κατά συνέπεια, εδώ και 18 μήνες η Γαλλία φοβάται, οι φυλακές αδειάζουν, οι μετανάστες πολλαπλασιάζονται και οι πλούσιοι δραπετεύουν. Έτσι, διαβάζοντας τη «Le Figaro», θα μάθετε ότι ο Ολάντ προκάλεσε «τη μεγαλύτερη έξοδο ζωντανών δυνάμεων από την εποχή που ο Λουδοβίκος 14ος κατάργησε το διάταγμα της Νάντης» (27 Νοεμβρίου 2012) (6). Θα ανακαλύψετε επίσης ότι «η κυβέρνηση Ερό αποφάσισε να ανοίξει διάπλατα τις πύλες της πρόνοιας στους αλήτες» με στόχο «να τους “επιμορφώσει” έτσι ώστε να περιμένουν τα πάντα από το κράτος και να είναι εσαεί επιδοτούμενοι» (9 Οκτωβρίου). Θα μάθετε, τέλος, ότι «όπως οι καλοί μαθητές γίνονται συχνά στόχος καζούρας από τους συμμαθητές τους, έτσι κι ο λευκός και ετεροφυλόφιλος άντρας ίσως αναγκαστεί σύντομα να κρύβεται στη χώρα μας» (13 Δεκεμβρίου 2013). Παύσατε πυρ!

Όλα τα παραπάνω συνιστούν ένα εκρηκτικό μίγμα μέσα στο οποίο είναι βουτηγμένη η πιο ακραία πτέρυγα της ακροδεξιάς, η οποία λυπάται που όταν είχε την εξουσία δεν συμπεριφέρθηκε πιο στιβαρά και ορκίζεται να σφίξει τα λουριά μόλις την ξαναπάρει. Κι εκεί ακόμα, το σενάριο είναι γνωστό, αφού είναι το ίδιο με της περιόδου 1983-1986, όπου σημειώθηκε η εντυπωσιακή άνοδος του Εθνικού Μετώπου. Εκείνη την εποχή, η νεοφιλελεύθερη στροφή των σοσιαλιστών απογοήτευσε ένα τμήμα του λαϊκού εκλογικού τους σώματος. Ερμηνεύοντας τη στροφή ως παραδοχή ήττας μιας αριστερής πολιτικής που είχε σπρώξει τη χώρα στην άβυσσο, η δεξιά απαίτησε την απότομη στροφή προς την κοινωνία της αγοράς. Οι σοσιαλιστές κατακεραύνωσαν τότε τη ριζοσπαστικοποίηση των αντιπάλων τους αλλά μη μπορώντας να υπερασπιστούν τα (πενιχρά) οικονομικά και κοινωνικά τους επιτεύγματα, χρησιμοποίησαν το σύνθημα «βοήθεια, η δεξιά ξανάρχεται!». Οι ξενοφοβικές κουβέντες ορισμένων βαρόνων της δεξιάς, ο χαμός που προκάλεσαν οι σκέψεις τους για συμμαχίες με την ακροδεξιά, έκαναν την υπόλοιπη δουλειά μονοπωλώντας τη δημόσια σφαίρα. Στο μεταξύ –με μεγαλύτερη όμως διακριτικότητα- οι επιχειρήσεις μετακόμιζαν στο εξωτερικό και οι ανισότητες οξύνονταν.

Αύριο, ακολουθεί η θεραπεία του σοκ… Σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα «Les Echos», ο Ζαν Φρανσουά Κοπέ, πρόεδρος της Ένωσης Λαϊκού Κινήματος (Union pour un mouvement populaire /UMP), ξεδίπλωσε το πρόγραμμα του κόμματός του: «Κατάργηση του 35ωρου, μαζική μείωση των φόρων σε συνδυασμό με τη μείωση των δημοσίων δαπανών. (…)Χρειαζόμαστε τόσα δημόσια τηλεοπτικά κανάλια; Άλλο παράδειγμα: είμαστε, με την ιατρική βοήθεια του κράτους, η μόνη χώρα στην Ευρώπη που εξακολουθεί να καλύπτει στο 100% τα ιατρικά έξοδα των παράνομων μεταναστών. (…) Η δημόσια δαπάνη αποτελεί σήμερα το 57% του ΑΕΠ. Θα έπρεπε να φτάσουμε το μέσο όρο της ευρωζώνης, ο οποίος κυμαίνεται στο 50% του ΑΕΠ. (…) Αυτό σημαίνει εξοικονόμηση 130 δισ., η οποία θα υλοποιηθεί σε βάθος χρόνου (7)». Ο Κοπέ προσπαθεί άραγε, να πλασάρει για αριστερή την πολιτική των σοσιαλιστών;

Ο Ερό δεν θα του διευκολύνει τη δουλειά, καθώς πρώτος ανακοίνωσε ότι η λιτότητα θα καθορίσει την προεδρική θητεία στο σύνολό της: «Θα εξοικονομήσουμε 15 δισεκατομμύρια το 2014, θα πρέπει όμως να συνεχίσουμε στον ίδιο ρυθμό το 2015, το 2016 και το 2017 (8)». Οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν κατά 1,6% κατά μέσο όρο επί προεδρίας Σαρκοζί. Οι σοσιαλιστές έθεσαν ως στόχο να περιορίσουν την ανάπτυξη στο… 0,2% για την επόμενη τριετία. Έχουν την επιλογή, από τη στιγμή που οι ευρωπαϊκές αρχές που επιτηρούν τη Γαλλία δεν χάνουν ευκαιρία να της υπενθυμίζουν ότι «η εξυγίανση των δημοσιονομικών δεν μπορεί πλέον να εξαρτάται από την αύξηση της φορολογίας (9)»;

Το σκηνικό δεν είναι καλύτερο στο μέτωπο της παραγωγής και της εργασίας. Η γαλλική κυβέρνηση, το ξέρουμε αυτό, θέλει να αποκαταστήσει την υγεία και τον εξωτερικό ανταγωνισμό των εθνικών επιχειρήσεων σε μια ελεύθερη και χωρίς στρεβλώσεις αγορά. Πώς; Αφ’ ενός, ευνοώντας τον αποπληθωρισμό των μισθών. Αφ’ ετέρου, επιβάλλοντας στο σύνολο του πληθυσμού αύξηση στο φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) με στόχο να χρηματοδοτήσει μια έκπτωση φόρου για τον ανταγωνισμό και την εργασία (CICE), δαπανηρό (20 δισ. ευρώ) και συγχρόνως γενναιόδωρα διανεμημένο προς όλες τις επιχειρήσεις, χωρίς να απαιτούνται σε αντάλλαγμα προσλήψεις. Εν ολίγοις, οι λιγότερο αμειβόμενοι υπάλληλοι θα βοηθούν τους εργοδότες τους -συμπεριλαμβανομένων των γιγάντων της διανομής οι οποίοι δεν αντιμετωπίζουν κανένα διεθνή ανταγωνισμό και κολυμπούν στα κέρδη (10).

Όσο κι αν δεν έχει νόημα να στηλιτεύσουμε τον ελάχιστα σοσιαλιστικό χαρακτήρα αυτής της πολιτικής, μπορούμε τουλάχιστον να τονίσουμε την αποτυχία της. Η Γαλλία, λόγω του ότι αδυνατεί να υποτιμήσει το νόμισμά της, επιδίδεται σε μια πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας και μείωσης του «εργατικού κόστους» - δηλαδή των μισθών (11). Όμως, η «βελτίωση της προσφοράς», η οποία επιτυγχάνεται βίαια με τη συμπίεση που υφίσταται η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, ξαναχάνεται αμέσως εξαιτίας της επανα-ανατίμησης του ευρώ σε σχέση με το σύνολο των άλλων νομισμάτων (6,4% το 2013). Εν πάση περιπτώσει, πρέπει κανείς να διαθέτει τυφλή πίστη για να φαντάζεται ότι μια χώρα με μηδενική ανάπτυξη, την εσωτερική της ζήτηση σε ύφεση και πολλούς από τους βασικούς Ευρωπαίους πελάτες της να γίνονται καπνός, μπορεί να αναστρέψει επί μακρόν την καμπύλη της ανεργίας, ενώ την ίδια στιγμή περικόπτει τις δημόσιες δαπάνες. Ένα στοίχημα τέτοιου τύπου είχε ήδη επιχειρηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1930 από τον πρόεδρο Χέρμπερτ Χούβερ στις ΗΠΑ και από τον πρωθυπουργό Πιέρ Λαβάλ στη Γαλλία– με την επιτυχία που όλοι γνωρίζουμε.

Όταν, από το 1983 και μετά, η αριστερά παρέδωσε τα όπλα σε θέματα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά, όταν διέρρηξε τους δεσμούς της με το επαναστατικό της παρελθόν, προσπάθησε να τα υποκαταστήσει με μια ευρωπαϊκή ουτοπία, κοσμοπολίτικη και αντιρατσιστική, ένα κράμα από προγράμματα Erasmus και συνθήματα όπως «Μην πειράζεις τον κολλητό μου» (12), που παπαγάλιζε μετά μανίας μια κλίκα καλλιτεχνών και δημοσιογράφων. Σήμερα, αυτά τα εργαλεία έχουν χαλάσει. Η μέθοδος είναι πια γνωστή. Κατά συνέπεια, καμία ελπίδα με τον Ολάντ, τίποτα παραπάνω από το δημόσιο λόγο ενός λογιστή που παραπαίει ανάμεσα στις προσδοκίες του εκλογικού του σώματος το οποίο πίστεψε –για τελευταία φορά, άραγε; - ότι η «αλλαγή είναι τώρα» και στις απαιτήσεις των οικονομικών επιτηρητών τους οποίους πρέπει να πείθει μονίμως ότι ασκεί «αξιόπιστη πολιτική», διαφορετικά, «οποιοδήποτε δείγμα ανυπακοής θα έχει κυρώσεις (13)». Όταν η μόνη πρόοδος που διεκδικεί είναι να ξοδέψει λιγότερα από τη δεξιά, η αριστερά πεθαίνει.

Το Εθνικό Μέτωπο διογκώνεται μέσα σε αυτή την έλλειψη ελπίδας. Κανείς δεν περιμένει ότι θα βελτιώσει την κατάσταση. Αντιθέτως, περιμένει ότι θα τη δυναμιτίσει. Αλλά η εξωστρέφειά του, ο βολονταρισμός του, ο ακραίος χαρακτήρας των προτάσεών του, όλα αυτά καθιστούν περισσότερο ελκυστική την πολιτική του πρόταση, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών θεμάτων. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ένας πρώην υπουργός της δεξιάς και αντιπρόεδρος του UMP, τον οπορτουνισμό και το «φαίνεσθαι» του οποίου γνωρίζουν οι πάντες, παίρνει με τη σειρά του αποστάσεις από τη συναίνεση των Βρυξελλών και προτείνει να οδηγήσει τη χρήσιμη Ευρώπη σε έναν «σκληρό πυρήνα» οχτώ μελών, «ο οποίος να περιλαμβάνει τη Γαλλία, τη Γερμανία, τις χώρες της Μπενελούξ, την Ιταλία, οπωσδήποτε την Ισπανία και την Πορτογαλία, όχι όμως κι άλλες». «Με το Ηνωμένο Βασίλειο από τη μια μεριά και τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης από την άλλη», διευκρινίζει ο Λοράν Βοκιέ, «δεν καταφέρνουμε πια να προχωρήσουμε την ευρωπαϊκή ιδέα. (…) Υπάρχουν πάρα πολλές διαφορετικές μεταξύ τους χώρες με διαφορετικούς κοινωνικούς κανόνες (14)». Η ίδια παρατήρηση θα μπορούσε να ισχύει και για το ευρώ, τον ενιαίο ζουρλομανδύα ετερόκλιτων οικονομιών.

Παρ’ όλο που το ζήτημα του κοινού νομίσματος διχάζει την αντικαπιταλιστική αριστερά (15), στους κόλπους των σοσιαλιστών δεν αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Κι όμως, ακόμα και στους κόλπους τους, διαφαίνεται η κοινή επιθυμία να βρεθεί μια διέξοδος, μια μορφή εθνικής κυριαρχίας, μια ελπίδα. Λίγο πριν γίνει υπουργός, ο Μπενουά Αμόν συνόψιζε με φιλόδοξο τρόπο «το δίλημμα της αριστεράς: αγώνας ή προδοσία (16)». Η κυβέρνησή του πάντως, δεν δίνει αγώνα.

Και αυτό ακριβώς μπορούμε να του προσάψουμε, πολύ περισσότερο και από την απουσία επιτυχίας τους. Γιατί, μια πιο συγκρουσιακή κυβέρνηση θα είχε να αντιμετωπίσει τεράστιες δυσκολίες: μια Ευρώπη στην οποία οι προοδευτικές δυνάμεις είναι ασθενικές και απογοητευμένες και οι φιλελεύθεροι και μονεταριστικοί κανόνες ακόμα πιο περιοριστικοί. Ένα κοινωνικό κίνημα που δεν κατορθώνει να βγει από το καθαρτήριο και που καμία σημαντική πολιτική δύναμη δεν το στηρίζει. Ένα ποσοστό συνδικαλιστικής συμμετοχής καταβαραθρωμένο (7,6% στη Γαλλία). Σοσιαλιστές που κυβερνούν είτε από τα δεξιά, είτε με τη δεξιά σε περισσότερες από τις μισές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι όμως: το να ελπίζεις τώρα πια ότι οι κυβερνητικοί κύκλοι των άλλων χωρών θα ξυπνήσουν και θα προσμετρήσουν τους κινδύνους που ενέχει για την οικονομία και τη δημοκρατία η πορεία της λιτότητας, είναι σαν να περιμένεις το Μεσσία. Και το να ψειρίζεις όλα τα «ολισθήματα» των συντηρητικών δυνάμεων ώστε να μπορείς να τις κατηγορείς ότι «παίζουν ο παιχνίδι της άκρας δεξιάς» ισοδυναμεί με το να συμβιβάζεσαι με την ιδέα ότι αυτή η τελευταία γίνεται σιγά-σιγά ρυθμιστής του παιχνιδιού.

Τις στιγμές που η μοιρολατρία και η προσμονή της ανατροπής των κυρίαρχων ρευμάτων καθυστερούν τόσο την εκπόνηση στρατηγικής (17) όσο και την πολιτική κινητοποίηση, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος πέραν της οικοδόμησης μιας κοινωνικής συμμαχίας που να εμπνέει εμπιστοσύνη και να έχει δυναμική νίκης. Με θάρρος και σε πείσμα όλων, διότι, όπως λέει ο Γκλεν Γκρίνβαλντ, ο οποίος ανέλαβε το ρίσκο να δημοσιεύσει τις αποκαλύψεις του Έντουαρντ Σνόουντεν για την αμερικανική κατασκοπεία, η ιστορία μας διδάσκει ότι «το θάρρος είναι μεταδοτικό».

Serge Halimi

Συντάκτης της «Le Monde diplomatique»
Βασιλοπούλου Κορίνα (μτφ)

(1François Hollande, «Devoirs de vérité», Stock, Παρίσι, 2006, σελ. 192.

(2Βλ. Cécile Cornudet, «Ces politiques qui veulent faire oublier qu’ils le sont », Les Echos, Παρίσι 10-12-13. Βλ. επίσης Ramzig Keucheyan και Pierre Rimbert, «Le carnaval de l’investigation», «Le Monde diplomatique», Μάιος 2013.

(3Βλ. Rémy Lefebvre, «Faire de la politique ou vivre de la politique?», «Le Monde diplomatique»,Οκτώβριος 2009.

(4Βλ. «Τόλμη ή τέλμα;», «Le Monde diplomatique», Απρίλιος 2012.

(5«Des paroles et des actes», France 2, 2-2-12.

(6(ΣτΜ): Το 1598, ο Ερρίκος ο Δ’ της Γαλλίας, μετά τη φρικώδη σφαγή της νύκτας του Αγίου Βαρθολομαίου (1572) και για να φέρει τη γαλήνη στη χώρα του, δημοσίευσε το διάταγμα με το οποίο αναγνώρισε στους Ουγενότους θρησκευτική και πολιτική ισότητα με τους Καθολικούς και τερμάτιζε τους θρησκευτικούς πολέμους. Το διάταγμα ανακλήθηκε το 1685 από το Λουδοβίκο ΙΔ΄, με το διάταγμα του Φοντενεμπλό.

(7Les Echos, 10 Δεκεμβρίου 2013.

(8Συνέντευξη στη «Les Echos», 19 Νοεμβρίου 2013.

(9Συνέντευξη του Μάριο Ντράγκι, προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στη «Journal du dimanche», Παρίσι, 15 Δεκεμβρίου 2013.

(10Βλ. Martine Bulard, «Σοσιαλ-ηττοπάθεια α λα γαλλικά», «Le Monde diplomatique», Απρίλιος 2013.

(11Βλ. Christine Jaske, «Vous avez dit “baisser les charges”?», «Le Monde diplomatique», Νοέμβριος 2012. Στις 17 Δεκεμβρίου, όταν ο Μπενουά Αμόν ρωτήθηκε σχετικά με την απόφαση της κυβέρνησης για επαναξιολόγηση του κατώτατου μισθού, ο Μπενουά Αμόν, αρμόδιος υπουργός Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας και Κατανάλωσης, εξήγησε: «Για να ευνοηθεί η εργασία, πρέπει να φροντίσουμε ώστε το εργασιακό κόστος να μην επιβαρύνει υπερβολικά την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων».

(12(ΣτΜ): σύνθημα που λάνσαρε το 1985 η οργάνωση SOS Racisme κατά του ρατσισμού, έχοντας κυρίως κατά νου την ένταξη των νεαρών μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς

(13Συνέντευξη του Πιέρ Μοσκοβισί, υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών στη «Journal du dimanche», 19-8-12.

(14BFM-RMC, 3-12-13.

(15Βλ. Frédéric Lordon, «Να βγούμε από το ευρώ; Αλλά πώς;», «Le Monde diplomatique», Αύγουστος 2013.

(16Benoît Hamon, «Tourner la page. Reprenons la marche du progrès social», Flammarion, Παρίσι, 2011, σελ. 23.

(17Βλ. «Η στρατηγική της αριστεράς για το μέλλον», «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος 2013

Μοιραστείτε το άρθρο