Μονάχα αν έχει κατεβάσει κανείς άφθονα ποτήρια οινοπνευματωδών ποτών, και βρίσκεται ακόμα κάτω από την επήρεια του αλκοόλ, που μας κάνει να βλέπουμε όλους τους δρόμους δύσβατους και γεμάτους στροφές, μόνο τότε θα δει –όπως κάνουν σχεδόν εν χορώ όλοι οι σχολιαστές- μια «δεξιά στροφή» στο «Σύμφωνο Υπευθυνότητας» που εξήγγειλε ο Φρανουά Ολάντ (1). Ακόμα κι αυτός που δεν απέχει εντελώς από το ποτό και πίνει τα ποτηράκια του με μέτρο, θα αναγκαστεί να καταλήξει στο εξής προφανές και κοινότοπο συμπέρασμα: ο δρόμος είναι εντελώς ίσιος, δίχως την παραμικρή στροφή και μάλιστα παρουσιάζει μεγάλη κλίση• για την ακρίβεια, πρόκειται για μια πολύ απότομη κατηφόρα και, επιπλέον, τα φρένα του οχήματος έχουν σπάσει.
Στην πραγματικότητα, η εντελώς ευθύγραμμη… στροφή δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ακολουθεί πιστά και να εμβαθύνει στη λογική της παρούσας προεδρικής πενταετίας, όπως αυτή εκφράστηκε ήδη από τους πρώτους μήνες της θητείας του Ολάντ.
Αυτή η κατακαημένη λογική αποπνέει απελπισία και παραίτηση. Γιατί, στην προκειμένη περίπτωση, οι μακροχρόνιες τάσεις της ιδεολογικής προδοσίας αναμειγνύονται με πανικόβλητους υπολογισμούς, καθώς οι εκφραστές της –έχοντας εγκαταλείψει κάθε ιδέα για αλλαγή του προσανατολισμού των καταστροφικών ευρωπαϊκών πολιτικών και, συνεπώς, έχοντας στερήσει από τον εαυτό τους κάθε δυνατότητα ανάκαμψης της οικονομίας -φαντάζονται ότι το μόνο μέσο σωτηρίας που τους έχει απομείνει για να γλιτώσουν από το ναυάγιο αυτό, είναι η Σχεδία της Μέδουσας (2): η «επιχείρηση», η έσχατη λύση που τους προσφέρει ως σανίδα σωτηρίας η Θεία Πρόνοια, ή για την ακρίβεια το Κίνημα των Επιχειρήσεων της Γαλλίας (Medef, το αντίστοιχο του ελληνικού ΣΕΒ). Μεγαλοφυές εύρημα όταν βρίσκεσαι στο χείλος του γκρεμού: «Το μοναδικό πράγμα που δεν έχουμε ως τώρα δοκιμάσει είναι να εμπιστευθούμε τις επιχειρήσεις (3).» Τι εκπληκτική ιδέα! Να εμπιστευθούμε τις «επιχειρήσεις»… Να εμπιστευθούμε τον απαγωγέα που κρατάει ομήρους και να ριχτούμε στην αγκαλιά του, πεπεισμένοι ότι θα ξαναγεννηθεί μέσα στην ψυχή του η ακαταμάχητη αγάπη, κάνοντάς τον να ξεχάσει για πάντα τα αιτήματα για πληρωμή λύτρων.
Αντίθετα απ’ ότι θα κραύγαζε εν χορώ ολόκληρη η κουστωδία των έγκριτων αρθρογράφων, σκανδαλισμένη που γίνεται λόγος για «επιβολή ομηρίας» στην περίπτωση των επιχειρήσεων, δεν υπάρχει η παραμικρή υπερβολή σε αυτήν την παρομοίωση. Μάλιστα, οφείλω να τονίσω ότι πρόκειται για το πλέον εύστοχο σχήμα λόγου. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι η αλλοίωση της αίσθησης της προοπτικής, που οδηγεί ορισμένους να βλέπουν τις ευθείες γραμμές ως «στροφές» συμβαδίζει με μια άλλη παραμόρφωση, που οδηγεί στο να βλέπει κανείς «επιβολή ομηρίας» οπουδήποτε αλλού, εκτός από εκεί όπου αυτή πραγματικά βρίσκεται. Να βλέπει, για παράδειγμα, «επιβολή ομηρίας» από τους σιδηροδρομικούς, από τους εργαζόμενους στο ταχυδρομείο, από το προσωπικό της τοπικής αυτοδιοίκησης που εργάζεται στην αποκομιδή των απορριμμάτων και, γενικότερα, από όλους όσους προσπαθούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους απέναντι στις συνεχείς επιθέσεις που δέχονται. Γιατί, το κεφάλαιο διαθέτει ακριβώς το ίδιο πλεονέκτημα που είχε και το κλεμμένο γράμμα του Έντγκαρ Άλαν Πόε (4): έτσι, η επιβολή ομηρίας που πραγματοποιεί είναι σε τόσο απίστευτο βαθμό τεράστια κι ολοφάνερη, ώστε τελικά να περνάει απαρατήρητη.
Να επιδράσουμε στη δυνατότητα των πελατών να ξοδεύουν χρήματα
Όπως είχε παρατηρήσει ο Μαρξ, ο καπιταλισμός –δηλαδή το σύστημα της μισθωτής εργασίας- ισοδυναμεί με το να τεθεί σε ομηρία η ίδια η ζωή! Μέσα σε μια εκχρηματισμένη οικονομία με καταμερισμό εργασίας, η μοναδική δυνατότητα για αναπαραγωγή της ζωής στηρίζεται στα χρήματα που αποφέρει ο μισθός, δηλαδή η υπακοή στον εργοδότη. Κι αν δεν είχαμε κατακτήσει, μέσα από τεράστιους αγώνες, τη δημιουργία θεσμών κοινωνικής προστασίας, δεν μπορούμε να φανταστούμε σε τι θα διέφερε η βαθύτερη λογική των καπιταλιστικών εργασιακών σχέσεων από ένα ξερό «σκάσε και δούλευε, ειδάλλως ψόφα».
Το κεφάλαιο δεν κρατάει σε ομηρία μονάχα τη ζωή των ανθρώπων, αλλά και το σύνολο της συλλογικής ζωής, η οποία αποτελεί, υπό κανονικές συνθήκες, το αντικείμενο της πολιτικής. Καταρχάς, αυτός ο σφετερισμός έχει ως αποτέλεσμα να υποτάσσεται στο εξής οποιαδήποτε ατομική ή συλλογική υλική αναπαραγωγή στη λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου: η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που αναπαράγουν τη ζωή, πραγματοποιείται πλέον από οικονομικές οντότητες, οι οποίες δηλώνουν καπιταλιστικές και είναι απόλυτα αποφασισμένες να ενεργούν μονάχα σύμφωνα με τη λογική της κερδοφόρου εμπορευματοποίησης. Επιπλέον, προσφέρει στο κεφάλαιο τεράστιες δυνατότητες πρωτοβουλιών: το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο διαθέτει τη δυνατότητα να χορηγεί προκαταβολές σε χρήμα, οι οποίες χρηματοδοτούν τις πρωτοβουλίες του βιομηχανικού κεφαλαίου στους τομείς των επενδυτικών δαπανών ή των δαπανών για προσλήψεις. Έτσι, οι συνολικές αποφάσεις του κεφαλαίου καθορίζουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα άτομα εξασφαλίζουν τα μέσα που απαιτούνται για την αναπαραγωγή τους, δηλαδή τον μισθό. Αυτή ακριβώς η εξουσία ανάληψης πρωτοβουλιών, αυτή η εξουσία που έχει το κεφάλαιο να επιβάλλει τους δικούς του ρυθμούς στην παραγωγή, του προσδίδει μια στρατηγική θέση μέσα στη συνολική κοινωνική δομή: του επιτρέπει να κρατάει τους πάντες ομήρους, δεδομένου ότι όλη η υπόλοιπη κοινωνία εξακολουθεί να εξαρτάται απόλυτα από τις επιθυμίες του και τις διαταγές του.
Εάν δεν ενδώσουμε σε όλες του τις απαιτήσεις, το κεφάλαιο θα αρχίσει μια απεργία επενδύσεων: μήπως αυτή ακριβώς η λέξη, η «απεργία», δεν είναι αρκετή για να ενεργοποιήσει μέσα στο εξαιρετικά μονοδιάστατο μυαλό του μέσου έγκριτου αρθρογράφου, τον συνειρμό της «ομηρίας»; Αρκεί να εξετάσουμε από κάποια απόσταση την κατάσταση στη Γαλλία, για να διαπιστώσουμε το μέγεθος των λύτρων που έχουμε έως τώρα καταβάλει ως όμηροι: από την κατάργηση, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, της προϋπόθεσης της έγκρισης των μαζικών απολύσεων από τις υπηρεσίες της Δημόσιας Διοίκησης έως τις άθλιες διατάξεις της Εθνικής Διεπαγγελματικής Συμφωνίας (5), χωρίς να ξεχνάμε τη μείωση της φορολογίας των εταιρικών κερδών, την καθιέρωση του αφορολόγητου του δικαιώματος προαίρεσης (6), το πλήθος των πληγμάτων που δέχεται η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και η κυριακάτικη αργία (7) κ.λπ.. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτός ο τεράστιος κατάλογος με λάφυρα που μας έχουν αρπάξει, θα αυξάνεται αδυσώπητα και εις το διηνεκές, έως τη στιγμή που θα αντιπαραταχθεί απέναντι στην ισχύ του κεφαλαίου μια ισοδύναμης ισχύος αντίθετη δύναμη, η οποία θα το εξαναγκάσει να μετριάσει τις απαιτήσεις του. Γιατί, όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς από τον προαναφερθέντα κατάλογο, το κεφάλαιο δεν έχει την παραμικρή συναίσθηση της κατάχρησης δύναμης στην οποία προβαίνει.
Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση που μας απασχολεί, το χειρότερο συνίσταται ίσως στην αδιόρθωτη ματαιότητα της στρατηγικής του Ολάντ και των συμβούλων του, στο μυαλό των οποίων έχει εισβάλει και ριζώσει μόνιμα, όπως οι αποικιοκράτες στις αποικίες τους, η κοσμοαντίληψη του Medef. Για όλους αυτούς, η μοναδική αφετηρία όλων των συλλογισμών τους είναι το θεμελιώδες αξίωμα του νεοφιλελευθερισμού, το οποίο βέβαια είναι αλήθεια ότι επαναλαμβάνεται διαρκώς και παντού, έτσι ώστε να έχει σφηνωθεί πλέον μέσα σε όλα τα μυαλά, με αποτέλεσμα να περνιέται ως απόλυτη και αδιαμφισβήτητη αλήθεια: «Οι επιχειρήσεις είναι εκείνες που δημιουργούν την απασχόληση». Εάν καταρρίψουμε αυτό το αξίωμα που αποτελεί νευραλγικό σημείο, στο οποίο στηρίζεται ο νεοφιλελευθερισμός, τότε θα έχουμε κάνει ένα πρώτο βήμα για να ξεφύγουμε από την ομηρία, στην οποία μας κρατάει το κεφάλαιο.
Σε κάθε περίπτωση, τον ισχυρισμό ότι «οι επιχειρήσεις δεν δημιουργούν απασχόληση», δεν πρέπει με κανένα τρόπο να τον εκλάβουμε ως ένα αξίωμα που στηρίζεται στον εμπειρισμό, παρά το γεγονός ότι η τελευταία εικοσαετία τον έχει όντως απόλυτα επιβεβαιώσει. Πρόκειται για ένα εννοιολογικό αξίωμα, του οποίου εξάλλου η ακριβής διατύπωση δεν είναι το «οι επιχειρήσεις δεν δημιουργούν απασχόληση», αλλά το «οι επιχειρήσεις δεν δημιουργούν την απασχόληση». Οι επιχειρήσεις δεν διαθέτουν κανένα μέσον για να δημιουργήσουν οι ίδιες τις θέσεις εργασίας που προσφέρουν: η μοναδική πηγή από την οποία προέρχονται αυτές οι θέσεις εργασίας, είναι η εξέταση των παραγγελιών που δέχονται οι επιχειρήσεις. Και φυσικά, δεν μπορούν οι ίδιες οι επιχειρήσεις να τις δημιουργήσουν, δεδομένου ότι τις παραγγελίες τις δέχονται από εξωτερικές πηγές, δηλαδή από τους πελάτες τους, τα νοικοκυριά ή τις άλλες επιχειρήσεις.
Το ομολογεί σε μια –εντυπωσιακή όσο και ακούσια- έκλαμψη αλήθειας, ο Ζαν Φρανσουά Ρουμπό, πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (CGPME), σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή: την ώρα της συζήτησης για τα «ανταλλάγματα» που θα προσφέρει η εργοδοσία. Όπως γνωρίζουμε, μέχρι τη σύναψη του «συμφώνου», η εργοδοσία ορκίζεται στο όνομα των αγορών, ότι η εφαρμογή του θα δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Όμως, αμέσως μετά τη σύναψή του, δεν υπάρχει πλέον η παραμικρή βεβαιότητα για τίποτε…. Ας μην μας κυριεύει όμως η ανησυχία, σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να δείχνουμε εμπιστοσύνη.
Και να, λοιπόν, που αυτός ο Ιωάννης Χρυσόστομος (8) Ρουμπό μας τα αποκαλύπτει όλα, ξαφνικά και με εντελώς αθώο ύφος : «Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι επιχειρήσεις μας οφείλουν προηγουμένως να έχουν δεχθεί ικανοποιητικό αριθμό παραγγελιών… ». Αυτή ήταν η γεμάτη αφέλεια απάντησή του, όταν ρωτήθηκε «εάν, ως αντάλλαγμα για την ψήφιση του συμφώνου, οι επιχειρήσεις είναι έτοιμες να προχωρήσουν σε προσλήψεις» (9). Και δεν έχει άδικο ο Ρουμπό! Εάν οι επιχειρήσεις «παρήγαν» οι ίδιες τις παραγγελίες τις οποίες καλούνται να εκτελέσουν, θα το ξέραμε εδώ και πολύ καιρό και το καπιταλιστικό παιχνίδι θα είχε γίνει μια εξαιρετικά απλή υπόθεση. Ωστόσο, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο: οι επιχειρήσεις απλώς καταγράφουν τη ροή των παραγγελιών, και η δυνατότητά τους να την επηρεάσουν είναι ελάχιστη, περιθωριακή (μάλιστα, στη συνολική κλίμακα της μακροοικονομίας, η δυνατότητα είναι μηδενική). Γιατί, οι παραγγελίες εξαρτώνται από έναν και μόνον παράγοντα: τη δυνατότητα των πελατών τους να ξοδέψουν χρήματα• κι αυτή τους η δυνατότητα εξαρτάται από τις «παραγγελίες» (10) που έχουν λάβει κι αυτοί, και ούτω καθεξής, μέσα στο μεγάλο πλέγμα της αλληλεξάρτησης που αποτελεί και το πλέον ενδιαφέρον και γοητευτικό στοιχείο του οικονομικού κυκλώματος.
Συνεπώς, αν εξαιρέσει κανείς μερικές διακυμάνσεις που ρυθμίζονται από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις εταιρείες, ο συνολικός όγκος των παραγγελιών –τον οποίο πάρα πολύ σωστά ο Ρουμπό θεωρεί καθοριστικό παράγοντα για τα πάντα- δεν εξαρτάται από τις επιχειρήσεις σε μεμονωμένο επίπεδο, αλλά από μια γενικότερη μακροοικονομική διαδικασία. Πράγματι, οι επιχειρήσεις έχουν μια παθητική στάση απέναντι στις παραγγελίες, τις οποίες απλώς καταγράφουν• δηλαδή, οι επιχειρήσεις δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας αλλά, απλούστατα, μετατρέπουν σε θέσεις εργασίας τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες που καταγράφουν ή προβλέπουν ότι θα τους ζητηθούν. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, εκεί όπου η εργοδοτική ιδεολογία μάς καλεί να δούμε μια δημιουργική πράξη, η οποία οφείλει τα πάντα στην κυρίαρχη (κι ωφέλιμη για το κοινωνικό σύνολο) δύναμη του επιχειρηματία, υπάρχει μονάχα η πολύ λιγότερο θεαματική κι εντελώς ετερόνομη μηχανική της προσφοράς, η οποία το μόνο που κάνει είναι να ανταποκρίνεται στην εξωτερική ζήτηση.
Ωστόσο, ορισμένοι θα υποστηρίξουν ότι οι επιχειρήσεις διαφοροποιούνται, ότι μερικές κατορθώνουν να μειώσουν περισσότερο τις τιμές τους από άλλες, ότι καινοτομούν κ.λπ.. Όμως, σε τελική ανάλυση, στην πραγματικότητα όλα αυτά επηρεάζουν μονάχα την ανακατανομή της συνολικής ζήτησης ανάμεσα στις επιχειρήσεις, η οποία περιορίζεται με απόλυτο τρόπο από το διαθέσιμο μακροοικονομικό εισόδημα. Δεν θα μπορούσαμε, άραγε, να υπερβούμε τα όρια που μας θέτει το εσωτερικό διαθέσιμο εισόδημα και να αναζητήσουμε στο εξωτερικό λίγη επιπλέον ζήτηση; Όντως, μπορούμε. Ωστόσο, αυτό το ενδεχόμενο δεν επηρεάζει τον πυρήνα του επιχειρήματος που προβάλαμε: οι επιχειρήσεις καταγράφουν τη ζήτηση –τόσο από το εξωτερικό όσο και την εγχώρια- την οποία δεν έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν από μόνες τους: απλώς περιορίζονται στο να μετατρέψουν (ενδεχομένως) αυτήν ακριβώς τη ζήτηση σε απασχόληση. Συνεπώς, αντίθετα απ’ ότι υποστηρίζει με έμφαση η εργοδοτική ιδεολογία, δεν υπάρχει καμία «δημιουργική» δράση των επιχειρήσεων στην απασχόληση. Όσον αφορά αυτό το ζήτημα, οι επιχειρηματίες και οι επιχειρήσεις δεν κάνουν απολύτως τίποτε• το μόνο που πραγματικά κάνουν είναι να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να αποσπάσουν μερίδιο του διαθέσιμου εισοδήματος και της ζήτησης.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υποτασσόμαστε στις υπέρογκες απαιτήσεις των επιχειρήσεων, με το πρόσχημα ότι κατέχουν το μυστικό της «δημιουργίας θέσεων εργασίας». Δεν κατέχουν απολύτως κανένα μυστικό. Όμως, αν οι θέσεις εργασίας δεν δημιουργούνται από τις επιχειρήσεις, τότε από ποιον, άραγε, δημιουργούνται; Προς ποια κατεύθυνση πρέπει, λοιπόν, να στραφούν οι προσπάθειές μας; Η απάντηση είναι ότι το «υποκείμενο» που έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, δεν πρέπει να αναζητηθεί ανάμεσα στους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για «μη υποκείμενο», για μια διαδικασία η οποία μας είναι γνωστότερη με το όνομα «οικονομική συγκυρία». Οποία απογοήτευση για όσους περίμεναν την είσοδο στη σκηνή ενός ήρωα πρωταγωνιστή (11)! Πράγματι, η οικονομική συγκυρία είναι ένας συνολικός κοινωνικός μηχανισμός μέσα από τον οποίο δημιουργούνται ταυτόχρονα εισοδήματα, συνολικές δαπάνες και παραγωγή. Πρόκειται για ένα φαινόμενο συνάντησης κι απρόσωπης σύνθεσης μυριάδων ατομικών αποφάσεων: των νοικοκυριών που θα επιλέξουν να καταναλώσουν και όχι να αποταμιεύσουν και των επιχειρήσεων που θα επιλέξουν να προχωρήσουν σε επενδύσεις ή να τις αναβάλουν. Η σωφροσύνη μάς επιτάσσει να στρέψουμε την προσοχή μας σε μια απρόσωπη διαδικασία. Τι μεγάλο δράμα για τη νεοφιλελεύθερη σκέψη που ηρωοποιεί τον επιχειρηματία!
Κι έχουμε σοβαρούς λόγους να ενδιαφερθούμε, και μάλιστα πολύ ενεργά, γι’ αυτήν τη διαδικασία, καθώς, σε έναν βαθμό, έχουμε τη δυνατότητα να την ελέγξουμε την οικονομική συγκυρία. Αυτήν ακριβώς τη δράση αποκαλούμε μακροοικονομική πολιτική. Όμως, απ’ ότι φαίνεται, η «σοσιαλιστική κυβέρνηση» -δεμένη εκουσίως χειροπόδαρα από τους περιορισμούς που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση- έχει παραιτηθεί από οποιαδήποτε πρόθεση να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Το μόνο που της έχει απομείνει είναι να ακολουθεί τους υπόλοιπους στην κατρακύλα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας που προωθούν οι επιχειρηματίες και να διατυπώνει τον εξής σοβαρό συλλογισμό: «Εάν οι θέσεις εργασίας δημιουργούνται από τις επιχειρήσεις, τότε πρέπει να φερόμαστε σε αυτές όσο καλύτερα μπορούμε».
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι -δεδομένου του βάθους όπου έχει σφηνωθεί όλη αυτή η μπουρδολογία, και της απίστευτης ταχύτητας με την οποία έρχεται στο στόμα των διάφορων «έγκριτων» αρθρογράφων- θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να κατορθώσουμε να την εξαλείψουμε. Όμως, όταν αρχίσει η κάθαρση του δημόσιου λόγου από τις προφανείς αυτές αναλήθειες, οι οποίες συνδέονται προφανέστατα με μια ιδιαίτερη αντίληψη για την οικονομία, όταν απενεργοποιηθούν οι αυτοματισμοί της σκέψης που υπαγορεύονται από αυτές τις αναλήθειες, τότε η πολιτική ζωή θα γίνει καλύτερη, δηλαδή λίγο περισσότερο ορθολογική.
Οι επιχειρήσεις δεν δημιουργούν την απασχόληση: «χρησιμοποιούν» την απασχόληση που καθορίζεται από την οικονομική συγκυρία. Αν επιθυμούμε να υπάρξει απασχόληση, πρέπει να ενδιαφερθούμε για την οικονομική συγκυρία και όχι για τις επιχειρήσεις. Άντε, όμως, να κατορθώσεις να το χωρέσεις κάτι τέτοιο μέσα σε ένα «σοσιαλιστικό» κεφάλι… Βέβαια, είναι αλήθεια ότι, ανάμεσα στο πλήθος των αλλαγών στις οποίες θα πρέπει να προβούμε στο συμβολικό επίπεδο, οφείλουμε και να απαλλαγούμε από την κακή συνήθεια να θεωρούμε ότι το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα ανήκει στην Αριστερά, καθώς κι από την ακόμα χειρότερη, να πιστεύουμε ότι το Σ.Κ. είναι η Αριστερά. Να μην ξεχνάμε, μάλιστα, ότι, αυτή τη στιγμή, το Σοσιαλιστικό Κόμμα καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες ώστε να μην υπάρχει πλέον η παραμικρή αμφιβολία περί αυτού και να μπορούμε πλέον να το κατατάξουμε στη Δεξιά, σε μια γεμάτη κόμπλεξ όμως Δεξιά (12). Κι όπως πηγαίνουν τα πράγματα, σε λίγο θα αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε πόσα είναι τελικά τα «κόμπλεξ» που έχουν απομείνει σ’ αυτήν τη σοσιαλφιλελεύθερη Δεξιά…