Αν ανατρέξουμε στην εποχή που άρχισαν να αναδύονται τα ακροδεξιά λαϊκιστικά κινήματα στην Ευρώπη, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, θα διαπιστώσουμε ότι έχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια χωρίς να έχει αναδυθεί με περισσότερη σαφήνεια, μέσα από την πλούσια επιστημονική φιλολογία, ένας ακριβής και συγχρόνως λειτουργικός προσδιορισμός για τη συγκεκριμένη πολιτική κατηγορία. Θα πρέπει, λοιπόν, να προσπαθήσουμε να κοιτάξουμε πιο καθαρά στην κατηγορία αυτού που έχει επικρατήσει να ονομάζουμε συλλήβδην «άκρα δεξιά» ή «λαϊκισμός» (1).
Στην Ευρώπη, από το 1945 και μετά, ο όρος «άκρα δεξιά» χαρακτηρίζει κάποια πολύ διαφορετικά μεταξύ τους φαινόμενα: ξενοφοβικά και «αντισυστημικά» κινήματα, εθνικο-λαϊκιστικά πολιτικά κόμματα, ενίοτε και θρησκευτικούς φονταμενταλισμούς. Η ουσία της έννοιας απαιτεί προσοχή στον βαθμό που, κοιτάζοντας από μια μάλλον στρατευμένη παρά αντικειμενική οπτική γωνία, τα κινήματα στα οποία προσδίδεται αυτή η ετικέτα ερμηνεύονται ως συνέχεια, ενίοτε προσαρμοσμένη στις ανάγκες της εποχής, εθνικοσοσιαλιστικών, φασιστικών και εθνικιστικοαυταρχικών ιδεολογιών με τις διάφορες παραλλαγές τους. Πράγμα που δεν αντανακλά την πραγματικότητα.
Bέβαια, ο γερμανικός νεοναζισμός –και το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα (NPD) σε κάποιο βαθμό– όπως και ο ιταλικός νεοφασισμός (ο οποίος περιορίζεται πια στα CasaPound Italia, Fiamma tricolore [τρίχρωμη φλόγα] και Forza Nuova [Νέα Δύναμη]) εγγράφονται στην ιδεολογική συνέχεια των μοντέλων τους, όπως και τα όψιμα άβαταρ των κινημάτων της δεκαετίας του 1930 στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη: η Λίγκα των Οικογενειών της Πολωνίας, το Εθνικό Κόμμα της Σλοβακίας, το Κόμμα της Μεγάλης Ρουμανίας. Πάντως, σε επίπεδο εκλογικής καταγραφής, μόνο το ανύπαρκτο πια Εθνικό Κίνημα της Ιταλίας (MSI), του οποίου η ιστορία διακόπτεται το 1995 με τη συντηρητική στροφή που προώθησε ο ηγέτης του Τζιανφράνκο Φίνι, κατόρθωσε να βγάλει τη συγκεκριμένη πολιτική οικογένεια από το περιθώριο στη Δυτική Ευρώπη (2): Και στην Ανατολική Ευρώπη, ωστόσο, βρίσκεται σε υποχώρηση. Ακόμα και αν οι επιτυχίες της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα και του Jobbik στην Ουγγαρία (3) αποδεικνύουν ότι δεν έχει μπει οριστικά ταφόπλακα, η συγκεκριμένη κατηγορία δεν παύει, εν έτει 2014, να αποτελεί μια μικρή μειοψηφία.
Η αποδοχή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
Σε μια εποχή όπου δεν χαίρουν καμίας εκτίμησης οι ιδεολογίες που κηρύσσουν την ανατολή ενός νέου ανθρώπου κι ενός νέου κόσμου, οι αξίες της παραδοσιακής άκρας δεξιάς αποδεικνύονται εκτός τόπου. Η πίστη στον ηγέτη και στο ενιαίο κόμμα δύσκολα ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των διαλυμένων και ατομικιστικών κοινωνιών, στις οποίες η κοινή γνώμη σφυρηλατείται με τηλεοπτικά ντιμπέιτ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, η ιδεολογική κληρονομιά αυτής της ακροδεξιάς «παλαιάς κοπής» παραμένει θεμελιώδης. Έχουμε, καταρχήν, να κάνουμε με μια εθνικιστική αντίληψη του λαού και της εθνικής ταυτότητας, από την οποία απορρέει το διπλό μίσος για τον εξωτερικό εχθρό –το άτομο ή τα ξένα κράτη– και τον εσωτερικό εχθρό, δηλαδή τις εθνικές ή θρησκευτικές μειονότητες και το σύνολο των πολιτικών αντιπάλων. Έχουμε, επίσης, ένα μοντέλο της κοινωνίας που βασίζεται στη θεωρία του οργανικισμού ή και συχνά του κορπορατιβισμού, το οποίο βασίζεται σε έναν πολιτικό και οικονομικό αντιφιλελευθερισμό που αρνείται την πρωτεύουσα θέση στις ατομικές ελευθερίες και την ύπαρξη κοινωνικών ανταγωνισμών, παρά μόνο αν αυτοί φέρνουν αντιμέτωπο τον «λαό» με τις «ελίτ».
Τις δεκαετίες 1980-1990 γίναμε μάρτυρες της εκλογικής επιτυχίας μιας άλλης οικογένειας, την οποία πολλά μέσα ενημέρωσης και αναλυτές συνέχισαν να ονομάζουν «άκρα δεξιά», όσο κι αν κάποιοι άρχιζαν ήδη να νιώθουν ότι η σύγκριση με τους φασισμούς του 1930 δεν ήταν πια δόκιμη και εμπόδιζε την Αριστερά να επεξεργαστεί μια απάντηση που να μην είναι απλά ένα κατηγορώ προς τους αντιπάλους. Πώς να αποκαλέσει κανείς τα ξενοφοβικά λαϊκιστικά κόμματα της Σκανδιναβίας, το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία (FN), το Vlaams Blok στη Φλάνδρα ή το Κόμμα της Ελευθερίας στην Αυστρία (FPÖ); Τότε ξεκινούσε η μεγάλη διαμάχη ως προς την ορολογία, η οποία ακόμα δεν έχει κλείσει. «Εθνικοσοσιαλισμός» -όρος που χρησιμοποίησε ο Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ (4), «ριζοσπαστική δεξιά», «άκρα δεξιά»: θα χρειαζόμασταν ολόκληρο βιβλίο για όλη την γκάμα των σημασιολογικών αντιπαραθέσεων. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, απλά ότι τα προαναφερθέντα κόμματα έχουν μεταλλαχθεί από την άκρα δεξιά προς την κατηγορία της λαϊκίστικης και ριζοσπαστικής δεξιάς.
H διαφορά έχει να κάνει με το ότι, επισήμως και συνήθως με ειλικρίνεια, τα κόμματα αυτά αποδέχονται την κοινοβουλευτική δημοκρατία και την άνοδο στην εξουσία μόνο μέσω των εκλογών. Παρ’ όλο που το θεσμικό τους πρόγραμμα παραμένει αόριστο, είναι φανερό ότι προτάσσει την άμεση δημοκρατία μέσα από δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας έναντι της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Κοινό τους σημείο είναι το σύνθημα για τη «σκούπα», που θα διώξει από την εξουσία τις διεφθαρμένες και αποκομμένες από τον λαό ελίτ. Στο στόχαστρό του βάζει εξίσου τη σοσιαλδημοκρατία, τους φιλελεύθερους και τη συντηρητική Δεξιά.
Ο λαός για αυτούς αποτελεί μια οντότητα που διαπερνά την ιστορία και περιλαμβάνει ζώντες και νεκρούς, καθώς και τις επόμενες γενιές. Όλους τους ενώνει ένα ομοιογενές και απαράλλαχτο πολιτισμικό υπόβαθρο. Αυτό συνεπάγεται τις διακρίσεις ανάμεσα στους «εκ γενετής» ντόπιους και τους μετανάστες, ιδιαίτερα τους μη Ευρωπαίους, για τους οποίους θα πρέπει να περιοριστεί το δικαίωμα παραμονής, καθώς και τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Παρ’ όλο που η παραδοσιακή άκρα δεξιά παραμένει αντισημιτική και ρατσιστική, οι λαϊκιστικές δεξιές προτιμούν μια νέα μορφή εχθρού, εσωτερικού και εξωτερικού: το Ισλάμ, με το οποίο ταυτίζουν όλα τα άτομα τα οποία προέρχονται από χώρες μουσουλμανικής κουλτούρας. Οι διάφορες μορφές της ριζοσπαστικής Δεξιάς υποστηρίζουν την οικονομία της αγοράς, στον βαθμό που αυτή επιτρέπει στο άτομο να αναπτύξει το επιχειρηματικό του πνεύμα, αλλά, ο καπιταλισμός που επικαλούνται είναι αποκλειστικά εθνικός, εξ ου και η εχθρότητά τους απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Πρόκειται, σε γενικές γραμμές, για εθνικοφιλελεύθερα κόμματα, τα οποία αποδέχονται την παρέμβαση του κράτους όχι μόνο πια σε θέματα εθνικής κυριαρχίας, αλλά και για να προστατεύσουν όσους περιθωριοποιούνται από μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία που κατευθύνεται από το τραπεζικό σύστημα, όπως μαρτυρά ο δημόσιος λόγος της Μαρίν Λεπέν, προέδρου του Εθνικού Μετώπου (5).
Σε τι διαφέρει, εν τέλει, η ριζοσπαστική Δεξιά στις διάφορες εκφάνσεις της από την άκρα δεξιά; Kατά κύριο λόγο, στον ελάχιστο βαθμό ανταγωνισμού που επιδεικνύει απέναντι στη δημοκρατία. Ο πολιτειολόγος Ούβε Μπάκες (6) εξηγεί ότι η ισχύουσα νομοθεσία στη Γερμανία αποδέχεται ως νόμιμη και θεμιτή την ακραία κριτική της παρούσας οικονομικής και κοινωνικής τάξης, ενώ ορίζει ως κίνδυνο για το κράτος τον εξτρεμισμό, ο οποίος είναι η συνολική απόρριψη των αξιών που εμπεριέχονται στο Σύνταγμα. Με βάση αυτή την κατηγοριοποίηση, μοιάζει σκόπιμο να εντάξουμε στην «άκρα δεξιά» τα κινήματα που αρνούνται πλήρως την κοινοβουλευτική δημοκρατία και την ιδεολογία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, και στη «ριζοσπαστική δεξιά» όσα συμμορφώνονται με αυτές τις αξίες.
’Ενας έκδηλος ή λανθάνων εθνικισμός
Οι δύο οικογένειες καταλαμβάνουν, εξάλλου, διαφορετική θέση στο πολιτικό σύστημα. H άκρα δεξιά βρίσκει ρίζες στους ανθρώπους που βρίσκονται στην κατάσταση την οποία ο Ιταλός ερευνητής Πιέρο Ινιάτσι αποκαλεί «το αποκλεισμένο ένα τρίτο του πληθυσμού» (7) και επιπλέον υπερηφανεύεται για τη θέση της και αντλεί οφέλη από αυτήν. Από την πλευρά της, η ριζοσπαστική δεξιά δέχεται να συμμετάσχει σε κυβέρνηση, είτε ως εταίρος κυβερνητικού συνασπισμού –η Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία, η Δημοκρατική Ένωση του Κέντρου (UDC) στην Ελβετία, το Κόμμα της Προόδου στη Νορβηγία- είτε ως δύναμη κοινοβουλευτικής στήριξης σε ένα κυβερνητικό σχήμα στο οποίο δεν λαμβάνει μέρος, όπως το Κόμμα για την Ελευθερία (PVV) του Χέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία και το Κόμμα του Λαού στη Δανία. Είναι εξασφαλισμένη, άραγε, η βιωσιμότητά τους; Αυτού του είδους τα κόμματα ζουν στην κόψη του ξυραφιού, ανάμεσα σε μια περιθωριοποίηση η οποία, αν διαρκέσει, οδηγεί σε εκλογικό «πάτο» και σε μια εξομάλυνση η οποία, αν αποδειχθεί πολύ εξόφθαλμη, μπορεί να τα οδηγήσει στην παρακμή.
Το ελληνικό παράδειγμα αποτελεί αντικείμενο μελέτης. Το νεοναζιστικό κίνημα Χρυσή Αυγή, στην αφάνεια ώς το 2009 και ύστερα από καμιά τριανταριά χρόνια ζωής ως γκρουπούσκουλο, κερδίζει το 7% των ψήφων στις δύο απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις, το 2012. Θα πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι ο εσωτεριστικός, ναζιστικός ρατσισμός τους κέρδισε ξαφνικά 426.000 ψηφοφόρους; Επουδενί. Αυτοί είχαν προτιμήσει αρχικά την παραδοσιακή ακροδεξιά, την οποία εξέφραζε ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός (ΛΑ.Ο.Σ.) που μπήκε στη Βουλή το 2007. Αλλά, μέχρι τις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2012, προέκυψε ένα γεγονός-κλειδί: η συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Λουκά Παπαδήμο, που σκοπός της ήταν να εγκριθεί από το Κοινοβούλιο ένα νέο σχέδιο οικονομικής «διάσωσης», στο οποίο είχε συμφωνήσει η «τρόικα» με αντάλλαγμα δραστικά μέρα λιτότητας. Το ΛΑ.Ο.Σ., αφότου μεταμορφώθηκε σε ριζοσπαστική δεξιά, έχασε τη γοητεία που ασκούσε, προς όφελος της Χρυσής Αυγής, η οποία αρνιόταν να κάνει την παραμικρή παραχώρηση. Αντίστροφα, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η ριζοσπαστική δεξιά είτε εκτόπισε εντελώς τους εξτρεμιστές αντιπάλους της (Σουηδία, Νορβηγία, Ελβετία και Ολλανδία) είτε κατόρθωσε να αναδυθεί σε χώρες όπου οι ακραίοι είχαν αποτύχει, όπως συνέβη με το κόμμα των «Αληθινών Φινλανδών».
Τελευταίο παράδειγμα προς μελέτη, το οποίο επαναλαμβάνεται συχνά: η ριζοσπαστική δεξιά υφίσταται τον εκλογικό ανταγωνισμό «σωβινιστικών (8)» σχηματισμών. Η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί τον πυρήνα του προγράμματος αυτών των κομμάτων, τα οποία, παράλληλα, εκμεταλλεύονται και τη θεματική της ταυτότητας, της μετανάστευσης και της πολιτιστικής παρακμής, χωρίς ωστόσο να φέρουν το στίγμα μιας εξτρεμιστικής προέλευσης και απορρίπτοντας τη ρατσιστική διάθεση. Θα αναφέρουμε την Εναλλακτική για τη Γερμανία, το Κόμμα της Ανεξαρτησίας στη Βρετανία (UKIP), τη Λίστα Stronach στην Αυστρία και το Debout la République (Όρθιοι για τη Δημοκρατία) υπό την ηγεσία του Νικολά Ντιπόν-Ενιάν στη Γαλλία.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα της λέξης «λαϊκισμός» είναι ότι χρησιμοποιείται αδιακρίτως και ιδιαίτερα για να απαξιώσει την όποια κριτική απέναντι στη φιλελεύθερη ιδεολογική συναίνεση, την όποια αμφισβήτηση της πόλωσης στην πολιτική συζήτηση για την Ευρώπη μεταξύ συντηρητικών/φιλελεύθερων και Χριστιανοδημοκρατών, την κάθε έκφραση λαϊκής δυσπιστίας στην κάλπη ως προς τις δυσλειτουργίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ο πανεπιστημιακός Πολ Ταγκάρ, για παράδειγμα, παρά τις αρετές και τη σχετική ακρίβεια του προσδιορισμού που έδωσε για τα λαϊκιστικά κινήματα της Δεξιάς, δεν παραλείπει να στήσει μια συμμετρική σχέση ανάμεσα σε αυτές και την αντικαπιταλιστική αριστερά. Απορρίπτει, έτσι, τη θεμελιώδη διαφορά που αποτελεί ο έκδηλος ή λανθάνων εθνικισμός στην άκρα ή ριζοσπαστική δεξιά (9). Για αυτόν, όπως και για πολλούς άλλους, ο λαϊκισμός της ριζοσπαστικής δεξιάς δεν προσδιορίζεται από την ιδεολογική της μοναδικότητα, αλλά από την αιρετική της στάση στους κόλπους ενός πολιτικού συστήματος όπου θεωρείται θεμιτή μόνο η επιλογή φιλελεύθερων ή κεντροαριστερών κομμάτων.
Ομοίως, η θέση που υποστηρίζει ο Τζοβάνι Σαρτόρι, σύμφωνα με την οποία η διάταξη του πολιτικού παιχνιδιού γίνεται με γνώμονα τη διάκριση ανάμεσα σε κόμματα συναίνεσης και κόμματα διαμαρτυρίας, με τα πρώτα να είναι τα κατάλληλα να ασκήσουν την εξουσία και να γίνουν αποδεκτά ως κυβερνητικοί εταίροι, θέτει το πρόβλημα μιας δημοκρατίας της κοπτάτσιας, ενός κλειστού συστήματος. Αν η πηγή κάθε μορφής νομιμότητας είναι ο λαός κι αν ένα σημαντικό κομμάτι του (μεταξύ 15% έως 25% σε πολλές χώρες) ψηφίζει μια ριζοσπαστική, «λαϊκιστική» και «αντισυστημική» Δεξιά, στο όνομα ποιας αρχής θα πρέπει να τον προστατεύσουμε από τον εαυτό του, εξακολουθώντας να εξοστρακίζουμε από την εξουσία τους πολιτικούς σχηματισμούς που τον εκφράζουν –χωρίς, εξάλλου, να καταφέρνουμε επί μακρόν να μειώσουμε την επιρροή τους;
Αυτή η φιλοσοφική άποψη είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς αφορά και τη θέση όσων διαμορφώνουν άποψη ως προς την εναλλακτική και ριζοσπαστική αριστερά, η οποία απαξιώνεται επειδή θέλει να αλλάξει –και όχι να διευθετήσει- την κοινωνία. Πράγμα που της κοστίζει συχνά, σύμφωνα με την παλιά ψευδή θεωρία «των δύο άκρων (που συγκλίνουν)», τον χαρακτηρισμό ως η άλλη όψη της άκρας δεξιάς. Ο πολιτειολόγος Μάιντερ Φενέμα κατασκευάζει με αυτό τον τρόπο μια ευρεία κατηγορία «κομμάτων διαμαρτυρίας», τα οποία προσδιορίζονται ως αντίθετα προς το πολιτικό σύστημα, το οποίο μέμφονται για όλα τα δεινά της κοινωνίας, ενώ δεν προσφέρουν, σύμφωνα με αυτόν, «καμία συγκεκριμένη απάντηση» στα προβλήματα που θίγουν. Τι σημαίνει, όμως, «συγκεκριμένη απάντηση» στα προβλήματα που η σοσιαλδημοκρατία και η φιλελεύθερη-συντηρητική Δεξιά δεν έχουν καταφέρει να επιλύσουν;
Το πρόβλημα της Ευρώπης, εξάλλου, είναι η άνοδος της άκρας και ριζοσπαστικής δεξιάς ή μήπως η αλλαγή ιδεολογικού παραδείγματος στη Δεξιά; Ένα από τα μείζονα προβλήματα της δεκαετίας του 2010 είναι ότι η παραδοσιακή Δεξιά έχει, τουλάχιστον, ενστάσεις στο να δεχτεί ως κυβερνητικούς εταίρους ακραίους πολιτικούς σχηματισμούς, όπως η Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία, το ελβετικό UDC, το FPÖ στην Αυστρία, η Λέγκα των Οικογενειών της Πολωνίας, το Κόμμα της Μεγάλης Ρουμανίας, το Εθνικό Κόμμα της Σλοβακίας και, τώρα πια, και το νορβηγικό Κόμμα της Προόδου.
Δεν πρόκειται μόνο για εκλογική τακτική και αριθμητική. Τα ολοένα και πιο ρευστά όρια ανάμεσα στα εκλογικά σώματα του FN και της Ένωσης Λαϊκού Κινήματος (UMP) το αποδεικνύουν, σε σημείο ώστε το μοντέλο με τις τρεις μορφές της Δεξιάς –αντεπαναστατική, φιλελεύθερη και δημοψηφισματικού χαρακτήρα (με τον μύθο της για τον θεόσταλτο άνθρωπο)- το οποίο επεξεργάστηκε παλιότερα ο Ρενέ Ρεμόν, ακόμα κι αν προσθέσουμε μια τέταρτη, την οποία ενσαρκώνει το Εθνικό Μέτωπο (10), δεν ανταποκρίνεται πλέον καθόλου στη γαλλική πραγματικότητα. Οδεύουμε αναμφισβήτητα προς ένα ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο μορφές της Δεξιάς. Η μία, εθνικο-δημοκρατικού χαρακτήρα, φέρεται να επιχειρεί μια πατριωτική(souverainiste) και ηθικά συντηρητική σύνθεση της δημοψηφισματικής παράδοσης και της ριζοσπαστικής δεξιάς του Εθνικού Μετώπου. Κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε την επιστροφή στην «οικογένεια του έθνους». Η άλλη Δεξιά εμφανίζεται ως ομοσπονδιακή, φιλοευρωπαϊκή, υπέρ των ελεύθερων συναλλαγών και φιλελεύθερη σε κοινωνικό επίπεδο.
Ο αγώνας για την εξουσία μέσα στο μεγάλο νεφέλωμα της Δεξιάς παίζεται παντού στην Ευρώπη γύρω από τις ίδιες διαχωριστικές γραμμές, με τις κατά τόπους, βέβαια, παραλλαγές: έθνος-κράτος εναντίον ευρωπαϊκής κυβέρνησης, «μια γη, ένας λαός» εναντίον πολυπολιτισμικής κοινωνίας, «καθολική υποταγή της ζωής στη λογική του κέρδους (11)» ή πάνω απ’ όλα η κοινότητα. Η ευρωπαϊκή Αριστερά, πριν σκεφτεί με ποιον τρόπο θα νικήσει στην κάλπη τη ριζοσπαστική δεξιά, θα πρέπει να αποδεχθεί τις μεταλλάξεις που έχει υποστεί ο αντίπαλός της. Ακόμα απέχουμε από κάτι τέτοιο.