Τον Νοέμβριο του 2013, ο «σούπερ τυφώνας» Χαϊγιάν έπληξε το αρχιπέλαγος των Φιλιππίνων. Ο απολογισμός του ήταν περισσότεροι από 6.000 νεκροί, ενάμισι εκατομμύριο κατοικίες κατεστραμμένες ή με σοβαρότατες ζημιές και συνολικές υλικές ζημίες ύψους 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τρεις μήνες αργότερα, δύο στελέχη των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών Munich Re και Willis Re, συνοδευόμενα από εκπροσώπους του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τον Περιορισμό των Κινδύνων από τις Φυσικές Καταστροφές (UNISDR), παρουσίασαν στους Φιλιππινέζους γερουσιαστές ένα νέο χρηματοοικονομικό προϊόν, το οποίο υποτίθεται ότι έχει τη δυνατότητα να δώσει λύση στην αδυναμία του κράτους να αναλάβει τη διαχείριση των καταστροφών που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή: πρόκειται για το Σχέδιο Κινδύνου και Ασφάλισης των Δήμων των Φιλιππίνων (PRISM). Είναι ένα είδος «δανείου φυσικών καταστροφών» με υψηλή απόδοση για τον επενδυτή, το οποίο οι δήμοι της χώρας θα μπορούσαν να προτείνουν στους επενδυτές (1). Οι τελευταίοι θα έχουν τη δυνατότητα να λάβουν ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια (επιδοτούμενα από το κράτος), όμως, στην περίπτωση που θα επέλθει μια φυσική καταστροφή (της οποίας η ένταση και η σοβαρότητα θα έχουν καθοριστεί στη σύμβαση), θα χάσουν τα κεφάλαια που έχουν δανείσει.
Τα «κλιματικά παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα» (weather bonds), τα «ομόλογα φυσικής καταστροφής» (catastrophe bonds ή cat bonds) και τα πάσης φύσεως κλιματικά ασφαλιστικά προϊόντα γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία. Εκτός από τις ασιατικές χώρες, το Μεξικό, η Τουρκία, η Χιλή αλλά και η αμερικανική πολιτεία της Αλαμπάμα που επλήγη ιδιαίτερα από τον τυφώνα Κατρίνα το 2005, έχουν προσφύγει σε κάποια μορφή τέτοιων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Για τους δημιουργούς τους, το ζητούμενο είναι να ανατεθεί στις χρηματαγορές η ασφάλιση των κινδύνων που εγκυμονούν οι φυσικές καταστροφές και όλα όσα σχετίζονται με αυτές (αξιολόγηση της απειλής, ασφάλιστρα, αποζημίωση των θυμάτων κ.λπ.). Γιατί όμως ο χρηματοοικονομικός τομέας αναμειγνύεται στα ζητήματα που αφορούν τη φύση, και μάλιστα τη στιγμή που αυτή εμφανίζει ολοένα και εντονότερα συμπτώματα εξάντλησης;
Για αρκετούς αιώνες, η Γη προσέφερε στο σύστημα της ανθρώπινης οικονομίας φθηνές πρώτες ύλες και φυσικούς πόρους. Το οικοσύστημα κατόρθωνε επίσης να απορροφά τα απόβλητα που προέκυπταν από τη βιομηχανική παραγωγή και τα οποία απορρίπτονταν ανεξέλεγκτα στο περιβάλλον. Όμως, και οι δύο αυτές προαναφερθείσες λειτουργίες δεν εκπληρώνονται πλέον τόσο εύκολα. Έτσι, όχι μόνον αυξάνεται η τιμή των πρώτων υλών και της διαχείρισης των αποβλήτων, αλλά αυξάνονται και επιδεινώνονται και οι φυσικές καταστροφές, ανεβάζοντας το συνολικό κόστος της ασφαλιστικής κάλυψης απέναντι στους κινδύνους. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα την άσκηση πτωτικών πιέσεων στα κέρδη των βιομηχάνων. Συνεπώς, η οικολογική κρίση δεν είναι μονάχα το αποτέλεσμα, αλλά αποτελεί και τον πιθανό πυροκροτητή για μια μια κρίση του καπιταλισμού.
Μέσα σε αυτήν τη συγκυρία, η μετατροπή των πάντων σε χρηματοοικονομικό προϊόν θα μπορούσε να προσφέρει μια κάποια διέξοδο: οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές εταιρείες (βλέπε ένθετο) δημιουργούν νέους τρόπους διασποράς του κινδύνου, με κυριότερο την τιτλοποίηση των απειλών που εγκυμονεί η κλιματική αλλαγή. Πρόκειται για τη μεταφορά στο επίπεδο της μετεωρολογίας των μηχανισμών που δοκιμάστηκαν –με την επιτυχία που όλοι γνωρίζουμε πλέον- στον τομέα της αμερικανικής κτηματαγοράς με τη μέθοδο των subprimes…
Ένα από τα πλέον εντυπωσιακά προϊόντα του νέου χρηματοοικονομικού οπλοστασίου είναι τα «ομόλογα καταστροφής». Το ομόλογο είναι ένα χρεόγραφο (χρεωστικός τίτλος) ή ένα κλάσμα του συνολικού χρέους, ανταλλάξιμο στις χρηματαγορές, το οποίο αποτελεί αντικείμενο καθημερινής διαπραγμάτευσης σε μια «αγορά». Η ιδιαιτερότητα των «cat bonds» συνίσταται στο γεγονός ότι δεν προέρχονται από τον δανεισμό που συνάπτει ένα κράτος για να ανανεώσει τις υποδομές του, ή μια επιχείρηση που επιθυμεί να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις της στην καινοτομία, αλλά αφορά τη φύση και τα εντελώς απρόβλεπτα γεγονότα που αυτή πυροδοτεί. Αφορούν ένα γεγονός το οποίο είναι πιθανόν –όχι όμως και βέβαιο- να συμβεί και το οποίο σίγουρα θα προκαλέσει σημαντικές υλικές ζημίες, τραυματισμούς και θανάτους. Συνεπώς, το ζητούμενο είναι η διασπορά των κινδύνων στον χρόνο και στον χώρο, έτσι ώστε αυτοί να μην έχουν σημαντικές οικονομικές συνέπειες. Στον βαθμό που οι αγορές αναπτύσσονται σε παγκόσμια κλίμακα, μέσα από την τιτλοποίηση οι κίνδυνοι αποκτούν τη μέγιστη δυνατή διασπορά.
Αυτό το θαύμα της χρηματοοικονομικής μηχανικής είδε το φως της ημέρας το 1994, λίγο καιρό μετά από μια σειρά τρομερών φυσικών καταστροφών που προκάλεσαν ασυνήθιστα υψηλές ζημίες (τυφώνας Άντριου στη Φλόριντα το 1992 και σεισμός του Νόρθριτζ στην Καλιφόρνια το 1994), οι οποίες υποχρέωσαν την ασφαλιστική βιομηχανία να αναζητήσει νέους οικονομικούς πόρους. Από εκείνη την εποχή έχουν εκδοθεί περίπου διακόσια cat bonds (από τα οποία τα 27 μόνο για το 2007), συνολικού ύψους 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Τυφώνας στην Καραϊβική ή τσουνάμι στην Ασία;
Όπως και οποιοσδήποτε άλλος χρηματοοικονομικός τίτλος, τα κλιματικά ομόλογα είναι υποχρεωτικό να περνάνε από τη σκληρή αξιολόγηση οίκων όπως οι Standard & Poor’s, Fitch, Moody’s κ.λπ., οι οποίοι τα βαθμολογούν συνήθως με τον μετριότατο βαθμό ΒΒ που αποδεικνύει ότι εμπεριέχουν ρίσκο. Η αξία ενός cat bond κυμαίνεται στις χρηματαγορές και είναι ανάλογη της μικρότερης ή μεγαλύτερης πιθανότητας να εκδηλωθεί η ασφαλισθείσα απειλή, αλλά και ανάλογη της προσφοράς και της ζήτησης που υπάρχει σε αυτό το είδος τίτλων. Έχει παρατηρηθεί δε και το φαινόμενο να συνεχίζουν να ανταλλάσσονται στην αγορά οι συγκεκριμένοι τίτλοι τη στιγμή που επίκειται μια καταστροφή ή –μάλιστα- ακόμα και τη στιγμή που αυτή έχει ήδη εκδηλωθεί και βρίσκεται σε εξέλιξη: χαρακτηριστικές ήταν οι περιπτώσεις ενός καύσωνα στην Ευρώπη ή ενός τυφώνα στη Φλόριντα. Με το χαρακτηριστικό γλωσσοπλαστικό τους ταλέντο, τα στελέχη των χρηματαγορών έχουν ονομάσει το φαινόμενο live cat bond trading, δηλαδή διαπραγμάτευση των τίτλων στον πραγματικό χρόνο της καταστροφής (2).
Μάλιστα, το 1995 έκανε την εμφάνισή του ένα ιδιαίτερο χρηματιστήριο των τίτλων φυσικών καταστροφών, το Catex (Catastrophe Risk Exchange), το οποίο εδρεύει στο Νιού Τζέρσεϊ. Έτσι, ένας επενδυτής ο οποίος είναι εξαιρετικά εκτεθειμένος στον κίνδυνο των καλιφορνέζικων σεισμών, θα μπορέσει να διαφοροποιήσει το επενδυτικό χαρτοφυλάκιό του ανταλλάσοντας τα cat bonds σεισμών που έχει στην κατοχή του με cat bonds που έχουν εκδοθεί για τυφώνες στην Καραϊβική ή για τσουνάμι στον Ινδικό Ωκεανό. Επίσης, το Catex έχει ως αποστολή να προσφέρει στους πελάτες του βάσεις δεδομένων οι οποίες τους επιτρέπουν να προβαίνουν στην αξιολόγηση των κινδύνων που αναλαμβάνουν.
Οι «οίκοι μοντελοποίησης» διαδραματίζουν καίριο ρόλο, καθώς αναλαμβάνουν τη δημιουργία μαθηματικών μοντέλων για την πιθανότητα εκδήλωσης των φυσικών καταστροφών. Με αυτόν τον τρόπο, επιχειρείται να περιοριστεί η αβεβαιότητα, όσο βέβαια κάτι τέτοιο είναι δυνατόν. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αριθμός των «οίκων μοντελοποίησης» είναι πολύ μικρός. Μάλιστα, οι περισσότεροι είναι αμερικανικοί [Applied Insurance Research (AIR), Eqecat και Risk Management Solutions (RMS)]. Αξιολογούν –με βάση παραμέτρους όπως η ταχύτητα των ανέμων, η θερμοκρασία, το μέγεθος των κυκλώνων, αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ζώνης (κυρίαρχα οικοδομικά υλικά, τύπος του εδάφους, πληθυσμιακή πυκνότητα)- το κόστος που ενδέχεται να προκαλέσει μια φυσική καταστροφή, καθώς και τις αποζημιώσεις που θα κληθούν να καταβάλλουν οι ασφαλιστικές εταιρείες. Έτσι, καθορίζουν την τιμή ενός cat bond.
Τα περισσότερα από τα ομόλογα αυτής της κατηγορίας που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή έχουν εκδοθεί από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές εταιρείες. Όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, τα ίδια τα κράτη άρχισαν να διοχετεύουν στην αγορά «cat bonds κρατικού χρέους». Η τάση αυτή -η οποία δρομολογήθηκε από τους θεωρητικούς της ασφαλιστικής επιστήμης του Wharton School του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, μιας από τις πλέον φημισμένες σχολές διοίκησης επιχειρήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο- ενθαρρύνεται έντονα από την Παγκόσμια Τράπεζα και από τον ΟΟΣΑ.
Η μετατόπιση αυτή τονίζει τη στενή σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στη δημοσιονομική κρίση (υπερχρέωση των κρατών και μείωση των φορολογικών εσόδων τους) και στην περιβαλλοντική κρίση. Λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν, τα κράτη αποδεικνύονται ολοένα και λιγότερο ικανά να αναλάβουν μέσα από συμβατικά μέτρα (δηλαδή χάρη στα φορολογικά έσοδα που αποκτούν) το κόστος αποζημίωσης το οποίο προκαλείται από τις φυσικές καταστροφές που συνεπάγεται η κλιματική αλλαγή. Πόσω μάλλον που ο αριθμός και η ένταση των κατακλυσμιαίων καταστροφών αυξάνονται συνεχώς λόγω της αλλαγής του κλίματος. Για τις κυβερνήσεις που είναι οικονομικά στριμωγμένες, η μετατροπή των ασφαλιστικών κινδύνων που εγκυμονεί η κλιματική αλλαγή σε χρηματοοικονομικό προϊόν, αποτελεί μια ανάσα οξυγόνου: η τιτλοποίηση αντικαθιστά τη φορολογία και την αλληλεγγύη σε εθνικό επίπεδο. Όπως αποδεικνύεται από το παράδειγμα του Μεξικού, πρόκειται για τη συγχώνευση της οικολογικής και της χρηματοοικονομικής κρίσης.
Πράγματι, αυτήν τη χώρα φαίνεται να την προτιμούν ιδιαίτερα οι καταστροφές: τυφώνες στον Κόλπο του Μεξικού, σεισμοί, κατολισθήσεις εδαφών, έκρηξη του Ποποκατεπέτλ, του ηφαιστείου που δεσπόζει στην Πόλη του Μεξικού… Καθώς το κράτος αναλαμβάνει τον ρόλο του «έσχατου ασφαλιστή» σε περίπτωση φυσικής καταστροφής, τα θύματα αποζημιώνονται από τον προϋπολογισμό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης (δηλαδή από τους πόρους που εξασφαλίζονται από τη φορολογία που αυτή επιβάλλει) με βάση την αρχή της εθνικής αλληλεγγύης, η οποία είναι συνυφασμένη με την έννοια κάθε σύγχρονου έθνους κράτους. Ο 1996, η μεξικανική κυβέρνηση ίδρυσε ένα Ταμείο για τις Φυσικές Καταστροφές (Fondo de Desastres Naturales, γνωστό και ως Fonden), το οποίο έχει ως αποστολή τόσο την παροχή επείγουσας βοήθειας στους πληγέντες, όσο και την ανοικοδόμηση των υποδομών της πληγείσας περιοχής. Το σύστημα λειτούργησε μέχρι τη στιγμή που η χώρα επλήγη από μια σειρά καταστροφών με υπέρογκο κόστος. Το 2005, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δαπάνησε 800 εκατομμύρια δολάρια για την αντιμετώπιση των συνεπειών τους, ενώ είχε προβλέψει να διαθέσει μονάχα… 50 εκατομμύρια!
Κριτήρια εξαιρετικά περιοριστικά
Η ιδέα της τιτλοποίησης της ασφάλισης των κινδύνων που εγκυμονούν οι σεισμοί συγκεκριμενοποιείται την επόμενη χρονιά, με πρωτοβουλία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το 2009, η χώρα αποφασίζει να συμπεριλάβει στο νέο σύστημα και τους τυφώνες, δημιουργώντας ένα «πολυκαταστροφικό» πρόγραμμα («multicat») που καλύπτει περισσότερους από έναν κινδύνους. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την εκπόνησή τους συναντήθηκε πλήθος σοβαρών ατόμων: ο υπουργός Οικονομικών του Μεξικού, οι εκπρόσωποι της τράπεζας Goldman Sachs και της αντασφαλιστικής εταιρείας Swiss Re που ήταν επιφορτισμένοι με την πώληση του χρηματοοικονομικού προγράμματος στους επενδυτές, ο εκπρόσωπος της Munich Re, καθώς και στελέχη δύο μεγάλων αμερικανικών δικηγορικών γραφείων, του Wickersham & Taft και του White & Case. Η AIR, ο οίκος μοντελοποίησης που είχε επιφορτιστεί με την εκπόνηση των παραμέτρων του κινδύνου που δρομολογούν την έναρξη της ενεργοποίησης του ομολόγου (δηλαδή το επίπεδο της σοβαρότητας του κινδύνου, το οποίο, όταν ξεπεραστεί, οι επενδυτές χάνουν τα χρήματά τους) συνέταξε δύο μοντέλα: ένα για τους σεισμούς κι ένα για τους τυφώνες. Στη συνέχεια, το ομόλογο εκδόθηκε στις Νήσους Καϊμάν από την Goldman Sachs και τη Swiss Re και πωλήθηκε στους επενδυτές χάρη σε μια τουρνέ παρουσίασης και προβολής του που οργάνωσαν οι τράπεζες.
Έτσι, κάθε φορά που μια φυσική καταστροφή πλήττει το Μεξικό, η AIR γνωμοδοτεί για το κατά πόσον το γεγονός εμπίπτει στις παραμέτρους που έχουν ορίσει οι συμβαλλόμενοι επενδυτές. Σε αυτήν την περίπτωση, οι επενδυτές οφείλουν να θέσουν στη διάθεση της μεξικανικής κυβέρνησης το συμφωνηθέν ποσό. Στην αντίθετη περίπτωση, δεν καταβάλλουν το παραμικρό ποσό και συνεχίζουν να εισπράττουν γενναιόδωρα ασφάλιστρα.
Τον Απρίλιο του 2010, η μεξικανική ομόσπονδη πολιτεία της Κάτω Καλιφόρνιας επλήγη από έναν σεισμό. Όμως, το επίκεντρό του βρισκόταν βόρεια της ζώνης που είχε καθοριστεί από το cat bond: έτσι, δεν πληρώθηκε το ποσό που προβλεπόταν στη σύμβαση, ενώ το Μεξικό εξακολουθεί να πληρώνει τους τόκους του ομολόγου. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν ένας τυφώνας έπληξε δύο μήνες αργότερα την πολιτεία του Ταμολίπας, η έντασή του ήταν κατώτερη από την προσυμφωνημένη στο ομόλογο, με αποτέλεσμα το Μεξικό να μην λάβει ούτε δεκάρα. Τα κριτήρια είναι τόσο περιοριστικά ώστε, έως σήμερα, έχουν ενεργοποιηθεί μονάχα τρία από τα διακόσια cat bonds που έχουν εκδοθεί την τελευταία δεκαπενταετία («The Economist», 5 Οκτωβρίου 2013).
Στη Νοτιοανατολική Ασία, μια περιοχή η οποία είναι εξαιρετικά εκτεθειμένη στις φυσικές καταστροφές, η έκδοση cat bonds κρατικού χρέους πραγματοποιείται με βάση ιδιαίτερες διαδικασίες (4). Στην Ινδονησία, στο μεγαλύτερο μουσουλμανικό κράτος στον κόσμο, εφαρμόζονται οι αρχές της ισλαμικής ασφάλισης, του «τάκαφουλ» («takaful»). Καθώς η αντασφαλιστική εταιρεία Swiss Re γνωρίζει ότι σε αυτόν τον τομέα καταγράφονται ετήσιοι ρυθμοί αύξησης της τάξης του 25% (έναντι 10% για την κλασική ασφαλιστική αγορά), καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες για να ενισχύσει τη συμβατότητα των δραστηριοτήτων της με τη σαρία [«sharia credibility», σύμφωνα με τον όρο που έχει καθιερώσει (5)]. Επιπλέον, οι αναπτυσσόμενες χώρες πλήττονται σκληρότερα σε σχέση με τις ανεπτυγμένες από τις καταστροφές που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή, τόσο εξαιτίας γεωγραφικών λόγων, όσο και επειδή δεν διαθέτουν για την αντιμετώπισή τους τα μέσα που διαθέτουν οι δυτικές κοινωνίες. Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας επηρεάζει τόσο την Ολλανδία όσο και το Μπαγκλαντές, ωστόσο, είναι σίγουρα προτιμότερο να βρίσκεσαι αντιμέτωπος με αυτό το πρόβλημα στο Άμστερνταμ, παρά στο Μουνσιγκάνζ (6).
Τα ομόλογα φυσικών καταστροφών –όπως επίσης κι οι ποσοστώσεις επιτρεπόμενων εκπομπών άνθρακα, οι οποίες βέβαια ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία- δεν είναι τα μοναδικά χρηματοοικονομικά προϊόντα που είναι συνδεδεμένα με διαδικασίες της φύσης. Για παράδειγμα, τα κλιματικά παράγωγα («weather derivatives») προτείνουν στους επενδυτές στοιχήματα επικεντρωμένα στον καιρό, δηλαδή στις μετεωρολογικές διακυμάνσεις οι οποίες δεν συνεπάγονται την ανατροπή της πορείας ολόκληρης της κοινωνικής ζωής. Πράγματι, πολλές πλευρές των σύγχρονων κοινωνιών επηρεάζονται από τον καιρό: από τη διεξαγωγή ενός αθλητικού γεγονότος έως την ποιότητα της συγκομιδής ενός προϊόντος κι από την πραγματοποίηση μιας υπαίθριας συναυλίας έως τις διακυμάνσεις της τιμής φυσικού αερίου λόγω της αυξημένης κατανάλωσης που συνεπάγεται ένα κύμα ψύχους. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το ένα τέταρτο του πλούτου που παράγεται κάθε χρόνο από τις αναπτυγμένες χώρες είναι δυνατόν να επηρεαστεί από τις διακυμάνσεις του καιρού (7). Η βασική αρχή του κλιματικού παράγωγου είναι σχεδόν παιδαριώδης: καταβάλλεται ένα χρηματικό ποσό στον αγοραστή του χρηματοοικονομικού προϊόντος στην περίπτωση που η θερμοκρασία (ή οποιαδήποτε άλλη μετεωρολογική παράμετρος) υπερβεί –ή, αντίθετα, δεν ξεπεράσει- ένα προκαθορισμένο επίπεδο: για παράδειγμα, εάν το ψύχος (και συνεπώς οι δαπάνες για θέρμανση) υπερβεί ένα συγκεκριμένο όριο, εάν οι καλοκαιρινές βροχοπτώσεις μειώσουν τον αριθμό των επισκεπτών ενός θεματικού πάρκου διασκέδασης κ.λπ..
Στη γεωργία, ορισμένα κλιματικά παράγωγα έχουν ως αντικείμενο τον χρόνο φυτρώματος και ωρίμανσης των φυτών. Καταρτίζεται ένας δείκτης βαθμών θερμοκρασίας – ημερών ανάπτυξης του φυτού («growing degrees days»), ο οποίος μετράει την απόκλιση ανάμεσα στη μέση θερμοκρασία που απαιτείται για την ωρίμανση ενός συγκεκριμένου γεωργικού προϊόντος και στην πραγματική θερμοκρασία που επικράτησε κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου: στην περίπτωση που αυτή η διαφορά υπερβεί ένα συγκεκριμένο όριο, τότε καταβάλλεται το συμφωνημένο ποσό στους αγοραστές αυτού του χρηματοοικονομικού προϊόντος. Στο πλαίσιο του παράγωγου χρηματοοικονομικού προϊόντος που ονομάζεται swap («ανταλλαγή»), δύο επιχειρήσεις που επηρεάζονται από τις διακυμάνσεις του κλίματος με εντελώς αντίθετο τρόπο μπορούν να αποφασίσουν να προβούν σε μια αμοιβαία ασφάλιση. Εάν μια επιχείρηση του κλάδου της ενέργειας χάνει χρήματα στην περίπτωση ενός εξαιρετικά ήπιου χειμώνα και μια επιχείρηση που διοργανώνει αθλητικά γεγονότα ζημιώνεται από έναν εξαιρετικά δριμύ χειμώνα, έχουν τη δυνατότητα να καταβάλλουν η μια στην άλλη ένα προκαθορισμένο ποσό, ανάλογα με την άνοδο ή την πτώση της θερμοκρασίας (8).
Στον τομέα της γεωργίας, οι πρόγονοι των κλιματικών ομολόγων έκαναν την εμφάνισή τους τον 19ο αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Σικάγο (Chicago Board of Trade) και αφορούσαν πρώτες ύλες όπως το σιτάρι και το βαμβάκι (9). Τη δεκαετία του 1970, όταν απελευθερώθηκαν οι χρηματαγορές και καταργήθηκαν όλα τα στεγανά που είχαν προβλεφθεί για την αποφυγή συστημικού κινδύνου (γεγονός που οδήγησε στον πολλαπλασιασμό των παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων), αυξήθηκαν και τα «αντικείμενα» πάνω στα οποία ήταν δυνατόν να δομηθούν παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Οι πολυεθνικές του κλάδου της ενέργειας (ανάμεσά τους κι η Enron), είδαν σε αυτά τα προϊόντα έναν τρόπο για να μειώσουν τους κινδύνους ζημιών στους οποίους ήταν εκτεθειμένες (10). Έτσι, μετά τον χειμώνα του 1998-1999 ο οποίος ήταν εξαιρετικά ήπιος λόγω του φαινομένου Ελ Νίνια, μερικές μεγάλες εταιρείες του κλάδου της ενέργειας, ζεματισμένες από τις απώλειες εσόδων, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τα παράγωγα προϊόντα για να «καλυφθούν» από τους κινδύνους. Πράγματι, για αυτές τις επιχειρήσεις, οι διακυμάνσεις της θερμοκρασίας κατά μερικούς βαθμούς αντιστοιχούν σε τεράστιες αυξομειώσεις των εσόδων τους. Από το 1999, τα κλιματικά παράγωγα ανταλλάσσονται στο Chicago Mercantile Exchange, το οποίο ανέκαθεν ειδικευόταν στα αγροτικά προϊόντα. Η εμφάνιση των συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών προϊόντων συμβαδίζει με την τάση ιδιωτικοποίησης των μετεωρολογικών υπηρεσιών, ιδίως στις αγγλοσαξονικές χώρες: πράγματι, αυτές είναι που έχουν τον τελευταίο λόγο για το εάν και πότε θα πρέπει να πληρωθεί ένα κλιματικό παράγωγο.
Σε ένα άρθρο με τίτλο «Γιατί το περιβάλλον χρειάζεται τις υψηλού επιπέδου υπηρεσίες του χρηματοοικονομικού κλάδου», τρεις θεωρητικοί της ασφάλισης προτείνουν τώρα τη δημιουργία species swaps, ένα είδος παράγωγου χρηματοοικονομικού προϊόντος το οποίο θα στηρίζεται στον κίνδυνο εξαφάνισης των ειδών (11). Η όσμωση μεταξύ του χρηματοοικονομικού τομέα και της φύσης αποκτά πλέον μια από τις ριζοσπαστικότερες μορφές της: το ζητούμενο είναι να καταστεί η προστασία των απειλούμενων ειδών επικερδής για τις επιχειρήσεις, έτσι ώστε να παρακινηθούν να ενδιαφέρονται για τη βιοποικιλότητα. Πράγματι, για την ώρα, αυτή η αποστολή, που συνεπάγεται υψηλό κόστος, επαφίεται στα κράτη, των οποίων τα ταμεία είναι συχνά άδεια. Για μια φορά ακόμα, το επιχείρημα της κρίσης των φορολογικών εσόδων δικαιολογεί τη μετατροπή της φύσης σε χρηματοοικονομικό εργαλείο.
Ας φανταστούμε, για παράδειγμα, την πολιτεία της Φλόριντα να υπογράφει με μια επιχείρηση μια σύμβαση species swap, η οποία να αφορά ένα απειλούμενο είδος θαλάσσιας χελώνας που ζει στην περιοχή όπου δραστηριοποιείται μια εταιρεία. Εάν ο αριθμός του πληθυσμού του είδους αυξηθεί λόγω της ευαισθησίας της επιχείρησης για το περιβάλλον, το κράτος θα της καταβάλει τόκους. Εάν αντίθετα ο αριθμός των χελωνών μειωθεί ή πλησιάσει τα επίπεδα της εξαφάνισης του είδους, τότε η επιχείρηση υποχρεούται να πληρώσει ποσά στο κράτος για να χρηματοδοτηθεί το έργο διάσωσης του είδους.
Άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι «περιβαλλοντικές υποθήκες» (environmental mortgages) –ένα είδος subprime, το οποίο δεν έχει δομηθεί πάνω σε ένα ακίνητο αγαθό, αλλά πάνω σε μια περιβαλλοντική περιοχή- οι τίτλοι που είναι δομημένοι πάνω στα δάση (forest backed securities) ή ακόμα οι χρηματοοικονομικοί μηχανισμοί που αφορούν υγρότοπους (wetlands). Η αγορά αυτών των χρηματοοικονομικών προϊόντων απελευθερώθηκε από την κυβέρνηση του προέδρου Μπους τη δεκαετία του 1990.
Όπως εξηγεί ο θεωρητικός του οικοσοσιαλισμού Τζέιμς Ο’ Κόνορ, ο καπιταλισμός προϋποθέτει την ύπαρξη «συνθηκών παραγωγής» (12). Στον βαθμό που αυτός αναπτύσσεται, εξασθενίζει –ακόμα και καταστρέφει- τις συνθήκες παραγωγής. Εάν το φθηνό πετρέλαιο επέτρεψε τη λειτουργία επί έναν αιώνα αυτού που ο Τίμοθυ Μίτσελ αποκαλεί «δημοκρατία του άνθρακα» (13), η διαφαινόμενη σπανιότητά του καθιστά σημαντικά υψηλότερο το κόστος λειτουργίας της βιομηχανίας. Το κεφάλαιο χρειάζεται τις συγκεκριμένες συνθήκες παραγωγής αλλά δεν μπορεί να εμποδίσει τον εαυτό του να τις εξαντλεί. Πρόκειται για αυτό που ο Ο’ Κόνορ αποκαλεί «δεύτερη αντίφαση του συστήματος»: την αντίφαση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στη φύση -η πρώτη συνίσταται στην αντίφαση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία.
Οι δύο αντιφάσεις αλληλοδιαπλέκονται: η ανθρώπινη εργασία δημιουργεί αξία προκαλώντας αλλαγές στη φύση: Η πρώτη αντίφαση οδηγεί σε μια πτώση του δυνητικού ποσοστού κέρδους, δηλαδή στην εμφάνιση βαθύτατων κρίσεων στο σύστημα. Από την πλευρά της, η δεύτερη αντίφαση οδηγεί στην ολοένα υψηλότερη αύξηση του κόστους της διατήρησης των συνθηκών παραγωγής, η οποία συμβάλλει εξίσου στον περιορισμό των ποσοστών του κέρδους, καθώς οι ολοένα αυξανόμενοι όγκοι κεφαλαίου που χρησιμοποιούνται για τη διατήρηση (για παράδειγμα, για την αναζήτηση αποθεμάτων πετρελαίου των οποίων η εξόρυξη γίνεται συνεχώς δυσκολότερη) δεν μετατρέπονται σε κέρδος.
Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, το σύγχρονο κράτος διαδραματίζει τον ρόλο του ενδιάμεσου ανάμεσα στο κεφάλαιο και στη φύση: επιβάλλει ρυθμίσεις στη χρήση των συνθηκών παραγωγής, έτσι ώστε αυτές να είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ο στόχος του οικοσοσιαλισμού συνίσταται στην κατάργηση του τρίπτυχου που δημιουργείται από τον καπιταλισμό, τη φύση και το κράτος. Το ζητούμενο είναι να εμποδιστεί το τελευταίο να λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων του κεφαλαίου, καθώς επίσης και να επαναπροσανατολιστεί η δράση του προς όφελος της ευημερίας των πληθυσμών και της διατήρησης των ισορροπιών της φύσης. Το παγκόσμιο κίνημα για την οικολογική δικαιοσύνη θα πρέπει να εκμεταλλευθεί όλα τα φόρουμ για να ακουστούν οι διεκδικήσεις του.
Διαβάστε επίσης: Μαύρο «top-ten»