Η Ευρώπη πέθανε, ζήτω η Ευρώπη; Από την αρχή αυτού του χρόνου, κατά τη διάρκεια του οποίου θα διεξαχθούν εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο –για πρώτη φορά με τη δυνατότητα εκλογής προέδρου της Κομισιόν– τα παράδοξα και οι ασάφειες του κοινοτικού οικοδομήματος διόλου δεν έλειψαν από την επικαιρότητα.
Από τη μία πλευρά, οι Κασσάνδρες προειδοποιούν ότι η Ευρώπη εξακολουθεί να απειλείται από παράλυση και διάλυση, αφού καμία από τις συνταγές που εφαρμόστηκαν δεν επέλυσε την εγγενή αντίφαση ενός πολιτικού οικοδομήματος, του οποίου η συστατική αρχή προϋποθέτει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα συμφέροντα των μελών του. Οι συνταγές αυτές διαιώνισαν την ύφεση, όξυναν τις ανισότητες μεταξύ των εθνών, των γενεών και των κοινωνικών τάξεων, επέφεραν εμπλοκή στα πολιτικά συστήματα και προκάλεσαν στους πληθυσμούς ριζική δυσπιστία απέναντι στο ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και τους θεσμούς του.
Από την άλλη, οι οπαδοί της αυθυποβολής πιάνονται από κάθε «μη αρνητική» ένδειξη, προκειμένου να αναγγείλουν πως, για ακόμη μία φορά, το ευρωπαϊκό σχέδιο επωφελείται από τις κρίσεις για να αναζωογονηθεί, καθώς εντέλει το γενικό συμφέρον επικρατεί έναντι των όποιων αποκλίσεων. Εκείνο που αναμφίβολα αποτελεί το αδύναμο σημείο τέτοιων διακηρύξεων είναι το γεγονός ότι, αν κοιτάξουμε από πιο κοντά όλες τις ενδείξεις που επικαλούνται (όπως την τραπεζική ένωση), αφορούν ημίμετρα, φορτωμένα με τόσους περιορισμούς όσους και νεωτερισμούς.
Εκείνο που, ωστόσο, μας εμποδίζει να τις αντιμετωπίσουμε ως αστειότητες, είναι η επιχειρηματολογία έκτακτης ανάγκης που βρίσκεται κρυμμένη πίσω τους: οι οικονομίες των ευρωπαϊκών εθνών είναι υπερβολικά αλληλοεξαρτημένες και οι κοινωνίες τους υπερβολικά υποταγμένες στους κοινοτικούς μηχανισμούς, για να μην φοβούνται την καταστροφή που θα αντιπροσώπευε για όλους η αποσυναρμολόγηση της Ένωσης. Με τη σειρά της, όμως, η επιχειρηματολογία αυτή βασίζεται στην προϋπόθεση πως στην Ιστορία και στην πολιτική η συνέχεια υπερισχύει πάντοτε, κάτι που επίσης θα σήμαινε πως η κρίση έχει απλώς συγκυριακό χαρακτήρα.
Η αποφασιστική παρτίδα παίζεται στη Γερμανία
Oι εκτιμήσεις αυτές ακυρώνονται στο σύνολό τους και δεν μπορούν να δώσουν αφορμή για κάτι παραπάνω από ρητορικούς διαξιφισμούς. Τους λείπει η μεγαλύτερη ιστορική βαθύτητα, ώστε να κατανοήσουμε ποια καμπή, σε μια διαδικασία που διαρκεί παραπάνω από μισόν αιώνα, σηματοδοτεί την τρέχουσα «μεγάλη κρίση». Τους λείπουν οι μεγαλύτερες απαιτήσεις κατά την ανάλυση των αντιφάσεων που η κρίση αυτή αποκαλύπτει στην καρδιά του θεσμικού οικοδομήματος, ιδίως όσον αφορά την ενσωμάτωση των διαφορετικών πολιτικών στρατηγικών και οικονομικών μεθόδων. Τέλος, τους λείπει η μεγαλύτερη ριζοσπαστικότητα κατά την αποτίμηση των ήδη υλοποιημένων μετασχηματισμών, στο επίπεδο όχι μόνο του καταμερισμού των εξουσιών, αλλά και του καθορισμού των πρωταγωνιστών και του πεδίου αντιπαράθεσης μεταξύ εναλλακτικών σχεδίων. Δεν με αφήνει ικανοποιημένο ένα τέτοιο σκαρίφημα για τη διαπραγμάτευση του ζητήματος, θα σκιαγραφήσω όμως όσα μου φαίνεται ότι συνιστούν τις τρεις κυριότερες διαστάσεις για την ανάλυση της κρίσης και της επίλυσής της, με τη μία ή την άλλη έννοια.
Η πρώτη διάσταση αφορά την Ιστορία, χωρίς την οποία δεν θα αντιλαμβανόμασταν ούτε σε ποιες πραγματικές τάσεις –που δεν μπορούν να απλοποιηθούν σε ένα «πρόταγμα» ή σε ένα «σχέδιο»– ανταποκρίνεται ο μετασχηματισμός της Ευρώπης σε ένα μετα-εθνικό σύστημα, ούτε γιατί η κατάληξη, ακόμη και η ίδια η μορφή του, παραμένουν έως και αυτή τη στιγμή αβέβαιες. Ας επιμείνουμε εδώ σε δύο δεδομένα, το ένα γνωστό στους ιστορικούς, το άλλο υποτιμημένο στις αντιπαραθέσεις μεταξύ υποστηρικτών και αντιπάλων της ομοσπονδοποίησης, ιδίως όταν περιορίζονται στο σχέδιο της νομικής αρχιτεκτονικής.
Η ιστορία της ευρωπαϊκής οικοδόμησης είναι αρκούντως μακρά ώστε να έχει διατρέξει πολλές διαφορετικές φάσεις, στενά συνδεδεμένες με τους μετασχηματισμούς του «παγκόσμιου συστήματος» (1). Είναι εύκολο να τις εντοπίσουμε από την αντιστοιχία μεταξύ των διαδοχικών επεκτάσεων του ευρωπαϊκού συστήματος και την αυξανόμενη πολυπλοκότητα των θεσμών που διασφαλίζουν την ολοκλήρωση, ενώ ταυτόχρονα διευθετούν τις ασταθείς ισορροπίες μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και κοινοτικής διακυβέρνησης. Θα διακρίναμε, λοιπόν, τρεις φάσεις: η μία, εκείνη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, την επομένη των γεγονότων του 1968 και της πετρελαϊκής κρίσης (χωρίς να ξεχνάμε το θανατηφόρο πλήγμα του Ρίτσαρντ Νίξον στο καθεστώς του Μπρέτον Γουντς (2))· η άλλη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 έως την πτώση του σοβιετικού συστήματος και την επανένωση της Γερμανίας, το 1990 και η τρίτη, τέλος, από τη διεύρυνση προς τα ανατολικά έως τη στιγμή του ξεσπάσματος της κρίσης, με το σκάσιμο της αμερικανικής κερδοσκοπικής φούσκας και, όσον αφορά την Ευρώπη, τη χρεωκοπία της Ελλάδας, η οποία περιορίστηκε την τελευταία ώρα, το 2010, κάτω από τις συνθήκες που γνωρίζουμε.
Σηματοδοτεί, άραγε, αυτή η χρονική στιγμή την είσοδο σε μια νέα φάση; Νομίζω πως ναι, ακόμη κι αν οι εντάσεις που παρατηρούμε δεν προέρχονται παρά από την εξαναγκαστική είσοδο στην παγκοσμιοποίηση, η οποία κυριαρχεί στην κοινοτική πολιτική εδώ και είκοσι χρόνια –ή ακριβώς για αυτό τον λόγο, καθώς οι εντάσεις αυτές, τόσο εθνικές όσο και κοινωνικές, έχουν όντως φτάσει σε σημείο ρήξης. Έχει ξεκινήσει μια περίοδος αβεβαιότητας και διακυμάνσεων –και μαζί της το ενδεχόμενο μιας αλλαγής κατεύθυνσης υπό όρους ακόμη απρόβλεπτους.
Εξ ου και η σημασία του δεύτερου δεδομένου. Είναι λάθος να θεωρούμε ότι η εξέλιξη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ακολουθεί γραμμική πορεία, με μόνες μεταβλητές την πρόοδο ή την υστέρηση του «σχεδίου». Απεναντίας, κάθε φάση περιλαμβάνει προστριβές ανάμεσα σε διαφορετικές μεταξύ τους πορείες.
Η αρχική φάση, μετά το 1945, εντάσσεται στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και της ανασυγκρότησης του βιομηχανικού ιστού και της θέσπισης συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας στη Δυτική Ευρώπη. Εμπεριέχει μια σφοδρή ένταση ανάμεσα στην ένταξη στην αμερικανική σφαίρα επιρροής και στην αναζήτηση γεωπολιτικής και γεωοικονομικής αναγέννησης της Ευρώπης (που είναι συνδεδεμένη, εκ των πραγμάτων, με την τελειοποίηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου) –αυτή η δεύτερη τάση είναι που υπερισχύει στην πράξη, εντός καπιταλιστικού πλαισίου, βεβαίως.
Το ίδιο ισχύει, με αντίστροφα αποτελέσματα, στην τρέχουσα φάση, όχι προς όφελος της αμερικανικής ηγεμονίας, αλλά της ενσωμάτωσης στον παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό. Στη Γερμανία είναι που παίχτηκε η αποφασιστική παρτίδα, σηματοδοτημένη από την προσχώρηση του καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ (1998-2005) στην αντίληψη της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας μέσω των χαμηλών μισθών.
Το αποφασιστικό ζήτημα, όμως, είναι να κατανοήσουμε πώς καθορίζονται οι επιλογές και πώς μεταβλήθηκε ο συσχετισμός δυνάμεων στην ενδιάμεση φάση, εκείνη της γαλλογερμανικής συγκυριαρχίας και της «Μεγάλης Κομισιόν» υπό την προεδρία του Ζακ Ντελόρ (1985-1995). Πράγματι, κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου είναι που διαμορφώθηκε το σχέδιο μιας διπλής υπερεθνικής εξέλιξης, με τη δημιουργία του ενιαίου νομίσματος και την ανάπτυξη της «κοινωνικής Ευρώπης», που υποτίθεται ότι θα συγκροτούσαν τους δύο πυλώνες της «μεγάλης αγοράς». Γνωρίζουμε ότι στην πράξη το πρώτο κατέστη ο κεντρικός θεσμός της Ένωσης (έστω και αν δεν συμμετέχουν όλα τα κράτη-μέλη σε αυτό), ενώ η άλλη περιορίστηκε στις τυπικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Απαιτείται ένα λεπτομερές ιστορικό αυτής της μεταστροφής, το οποίο θα αναδεικνύει όχι μόνο τις ατομικές ευθύνες, αλλά και τα αντικειμενικά πολιτικά αίτια –ανάμεσα στα οποία, δίπλα στις πιέσεις του νεοφιλελευθερισμού, δεν πρέπει να ξεχνάμε την ανικανότητα του ευρωπαϊκού συνδικαλιστικού κινήματος να ασκήσει επιρροή στις κοινοτικές αποφάσεις, εδραιωμένη τόσο στον τοπικισμό των συνιστωσών του όσο και στον άνισο συσχετισμό των δυνάμεων, τη στιγμή που πολλαπλασιάζονταν οι μετεγκαταστάσεις παραγωγικών μονάδων. Ιδού ένα σημαντικό δίδαγμα για το μέλλον.
Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα πάντοτε παρουσιάζει εναλλακτικές λύσεις. Όμως η δυνατότητα εκμετάλλευσής τους εξαρτάται από δυνάμεις και σχέδια που δεν είναι πάντοτε συνεπή στο ραντεβού.
Η δεύτερη διάσταση είναι η οικονομία, υπό την προϋπόθεση ότι την εννοούμε στο σύνολο των ορισμών της. Κάτι που καταρχάς σημαίνει πως δεν υπάρχει οικονομία χωρίς κάποια κοινωνική διάσταση και τις μεροληψίες που συνεπάγεται: υπέρ ή κατά μιας συγκεκριμένης διάρθρωσης των ανισοτήτων και των επενδύσεων, υπέρ αυτού ή του άλλου τρόπου δόμησης της κατανάλωσης και των κοινωνικών σχέσεων μέσα στην επιχείρηση, υπέρ ή κατά της προστασίας των εργαζομένων και των επαγγελματικών προσόντων τους έναντι των κινδύνων της ελαστικότητας. Και, συνεπώς, δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ οικονομίας και πολιτικής: όχι μόνο επειδή καμία πολιτική δεν μπορεί να προσδιοριστεί ανεξάρτητα από τους εκάστοτε οικονομικούς περιορισμούς, κάτι που όλος ο κόσμος είναι πρόθυμος να παραδεχθεί, αλλά κυρίως επειδή δεν υπάρχει οικονομία που να μην αποτελεί ταυτόχρονα ένα σύνολο (συλλογικών) επιλογών και το αποτέλεσμα ενός συσχετισμού δυνάμεων.
Συμπίεση εισοδημάτων, εργασιακή επισφάλεια
Προφανώς, η νεοφιλελεύθερη ρητορεία δεν παύει να αρνείται αυτήν την αλληλεξάρτηση, εν ονόματι της αντίληψης ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» στις απαιτήσεις της χρηματοπιστωτικής κερδοφορίας. Όμως, αυτή η ρητορεία αποτελεί ακριβώς το εργαλείο του συσχετισμού των δυνάμεων. Μερικές δεκαετίες μετά την εφαρμογή του μοντέλου, εξαιτίας της πίεσης των αγορών, του προσηλυτισμού των κυβερνήσεων στην «πολιτική της προσφοράς» και της συντονισμένης δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μπορούμε να παρατηρήσουμε τις επιπτώσεις του. Οδηγεί την ευρωπαϊκή κοινωνία στα πρόθυρα της ρήξης και τους πληθυσμούς της στην απελπισία, δίχως να προσφέρει, παρ’ όλα αυτά, στην οικονομία της, εξεταζόμενη ως σύνολο, κανένα πραγματικό πλεονέκτημα στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού.
Ας προσπαθήσουμε να γίνουμε πιο σαφείς. Μία από τις πηγές κεφαλαιακής κερδοφορίας στην Ευρώπη βασίζεται σήμερα σε μια ιδιαίτερη μορφή εκείνου που ορισμένοι μαρξιστές έχουν αποκαλέσει «συσσώρευση μέσω της αποστέρησης» (3), με τη διαφορά ότι οι πόροι στους οποίους στοχεύει δεν αφορούν πλέον παραδοσιακά «κοινά αγαθά» ή ατομικές ιδιοκτησίες, αλλά συνίστανται σε ένα σύνολο δικαιωμάτων και δυνατοτήτων πρόσβασης σε δημόσιες υπηρεσίες που διαμορφώνονται ως «κοινωνική ιδιοκτησία» (4).
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι ταξικοί αγώνες και η κοινωνική πολιτική εξασφάλισαν στις εργαζόμενες τάξεις ένα βιοτικό επίπεδο υψηλότερο από το ελάχιστο που προσδιοριζόταν από τον «ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό» –και το οποίο επίσης προϋπέθετε έναν βαθμό περιορισμού των κοινωνικών ανισοτήτων. Σήμερα, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και του ελέγχου του δημόσιου χρέους, παρακολουθούμε μια διπλή κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τα πραγματικά εισοδήματα από την εργασία πρέπει να συμπιεστούν και η ίδια η εργασία να μετατραπεί σε προσωρινή, προκειμένου να γίνει πιο «ανταγωνιστική», ενώ ταυτόχρονα συνεχίζεται η επέκταση της μαζικής κατανάλωσης, βασιζόμενη στην αγοραστική δύναμη των μισθωτών ή, ελλείψει αυτής, στη δυνατότητα δανεισμού τους. Αναμφίβολα, μπορούμε να φανταστούμε ότι κάποιες στρατηγικές, τόσο εκείνη του διαχωρισμού σε «ζώνες» όσο και εκείνη της κοινωνικής ή γενεακής διαφοροποίησης, επιτρέπουν να μετατεθεί στο μέλλον η έκρηξη της αντίφασης μεταξύ αυτών των στόχων. Ωστόσο, αυτή η αντίφαση εντέλει δεν μπορεί παρά να οξύνεται όλο και περισσότερο, για να μην μιλήσουμε για τους συστημικούς κινδύνους που εμπεριέχει η οικονομία του χρέους.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, προσανατολισμένη με αυτόν τον τρόπο προς την κατεύθυνση ενός οιονεί συνταγματικού νεοφιλελευθερισμού, έχει και μια άλλη επίπτωση, η οποία υποσκάπτει τους ίδιους τους πολιτικούς και ηθικούς όρους ύπαρξής της. Υπήρξε μια στιγμή όπου η δυνατότητα υπέρβασης των ιστορικών ανταγωνισμών στους κόλπους ενός μεταεθνικού οικοδομήματος με διαμοιρασμένη κυριαρχία προϋπέθετε, τουλάχιστον ως τάση, μια σύγκλιση μεταξύ των κρατών, από την τριπλή σκοπιά της συμπληρωματικότητας των δυνατοτήτων τους, της εξισορρόπησης των πόρων τους και της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαιωμάτων τους: τότε, ακριβώς, ο θρίαμβος της αρχής του ανταγωνισμού προκάλεσε μια διαρκή επιδείνωση των ανισοτήτων. Αντί για μια από κοινού ανάπτυξη των περιφερειών της Ευρώπης, γινόμαστε μάρτυρες μιας πόλωσης, την οποία η κρίση επέτεινε δραματικά. Η κατανομή του βιομηχανικού δυναμικού, της απασχόλησης και των ευκαιριών για επιτυχία, των δικτύων εκπαίδευσης, γίνεται ολοένα και πιο άνιση. Σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσαμε να πούμε, παρατηρώντας τη διαδρομή της ηπείρου στο σύνολό της από το 1945, ότι η μεγάλη διαίρεση μεταξύ Νότου και Βορρά αντικατέστησε τη μεγάλη διαίρεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, έστω και αν ο διαχωρισμός δεν υλοποιείται με την ύπαρξη ενός τείχους, αλλά μάλλον με τη μονομερή αφαίμαξη πόρων.
Ποια θέση έχει η Γερμανία σε αυτό το σύστημα που βασίζεται στην ανισομερή ανάπτυξη; Ήταν προβλέψιμο το γεγονός ότι η επανένωση της χώρας μετά από μισό αιώνα διχοτόμησης θα επέφερε αναζωπύρωση του εθνικισμού, όπως προβλέψιμο ήταν και ότι η ανασύσταση μιας Μεσευρώπης, μέσα στην οποία οι γερμανικές επιχειρήσεις και οι υπεργολάβοι τους μπόρεσαν να επωφεληθούν στο μέγιστο βαθμό από το εργατικό δυναμικό «με χαμηλό ημερομίσθιο και υψηλή τεχνολογική ικανότητα (5)», δημιουργεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, δεν ήταν αναπόφευκτο να μετασχηματιστούν αυτοί οι δύο παράγοντες σε πολιτική ηγεμονία (έστω και «με μισή καρδιά», σύμφωνα με την κοινοτοπία του συρμού (6)).
Αυτό συναρτάται με την καίρια θέση που η Γερμανία κατάφερε να καταλάβει ανάμεσα στην προς ίδιο όφελος χρήση των πόρων της ευρωπαϊκής οικονομίας, ή και των αδυναμιών της (όπως συμβαίνει με τη δυνατότητα δανεισμού με αρνητικό επιτόκιο από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, το οποίο αντισταθμίζεται με τα υψηλά επιτόκια άλλων ευρωπαϊκών χωρών), και στην ειδίκευση της βιομηχανίας της σε εξαγωγές εκτός Ευρώπης. Με αυτό τον τρόπο, βρίσκεται –προς στιγμήν– στο σημείο όπου συσσωρεύονται τα εθνικά πλεονεκτήματα της ανισομερούς ανάπτυξης, ιδίως καθώς είναι –συγκριτικά– λιγότερο μπλεγμένη σε σχέση με άλλους (ιδίως τη Γαλλία) στη χρηματιστικοποίηση νεοφιλελεύθερου τύπου (7).
Οι συνέπειες, όμως, της ηγεμονίας έχουν άλλα αίτια: από την ανυπαρξία μηχανισμών συλλογικής διαβούλευσης και επεξεργασίας «κοινοτικών» οικονομικών πολιτικών έως την ανοησία της αμυντικής στάσης που κρατούν οι υπόλοιπες κυβερνήσεις (ιδίως οι γαλλικές, που δεν εξετάζουν ούτε για μια στιγμή το ενδεχόμενο να στρατευθούν υπέρ εναλλακτικών μορφών ανάπτυξης των υπερεθνικών θεσμών). Επιπλέον, τούτες οι συνέπειες της ηγεμονίας έρχονται να προστεθούν στο σχίσμα μεταξύ της «Ευρώπης των πλουσίων» και της «Ευρώπης των φτωχών»: γίνονται πλέον μέρος των δομικών εμποδίων που μπαίνουν στον δρόμο της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Και δεν είναι η έγνοια για την «επανεκκίνηση της Ευρώπης», η οποία κατά περιόδους αποδίδεται στην καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, που θα αλλάξει τα πράγματα. Το «γερμανικό ζήτημα» θα υφίσταται για πολύ καιρό ακόμα στην Ευρώπη.
Εθνική κυριαρχία ή ομοσπονδιοποίηση: μια εσφαλμένη αντιπαράθεση
Υπάρχει, ωστόσο, κάτι παράδοξο στη σημερινή κατάσταση από τη σκοπιά της ιδεολογίας και των σκοπών του νεοφιλελευθερισμού. Τη στιγμή που διαγράφεται κάποια μεταστροφή της συγκυρίας και που οι οικονομολόγοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ενώνουν τη φωνή τους με τους επικριτές της λιτότητας –η οποία τρέφει την ύφεση και επιδεινώνει την αφερεγγυότητα των υπερχρεωμένων κρατών– η Ευρώπη ως οικονομική ενότητα μοιάζει να βρίσκεται σε μία από τις χειρότερες θέσεις στον κόσμο όσον αφορά την επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας. Για αυτό το παράδοξο σίγουρα δεν υπάρχει απλή εξήγηση, μπορούμε όμως να διατυπώσουμε ορισμένα ιδεολογικά αίτια.
Κάποια παραπέμπουν στην προβολή πάνω στο ενιαίο νόμισμα του ορντολιμπεραλιστικού (8) μοντέλου της απόλυτης ανεξαρτησίας της ΕΚΤ σε σχέση με τους στόχους «πραγματικής» οικονομικής πολιτικής. Κάποια άλλα παραπέμπουν σε ένα είδος ένοχης συνείδησης των αρχουσών τάξεων της Ευρώπης, οι οποίες, αφού πρώτα χρειάστηκε να υποκύψουν περισσότερο από άλλες σε δημόσιες πολιτικές κεϊνσιανικού τύπου, αντιλαμβάνονται κάθε ανάκαμψη της οικονομίας που συμβαίνει μέσω της ενίσχυσης της ζήτησης και της ανόδου του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων ως θανάσιμο κίνδυνο μετάπτωσης στη λογική του «κοινωνικού» καπιταλισμού.
Τελικά, πιστεύω ότι δεν πρέπει να αποκλείουμε μια εκτίμηση άλλου είδους, πιο δυσοίωνη, που σκιαγραφείται από το πείσμα με το οποίο επιδιώχθηκε η κατεδάφιση και η αποικιοποίηση της ελληνικής οικονομίας με πρόσχημα τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Πρόκειται για την αντίληψη ότι, όσο αρνητικές κι αν είναι οι συνέπειες της λιτότητας και του μονεταρισμού όσον αφορά τη γενική ευημερία, τουλάχιστον προετοιμάζουν τις συνθήκες για αυξημένη κερδοφορία ορισμένων επενδύσεων (ή ορισμένων κεφαλαίων): εκείνων που, είτε «ευρωπαϊκά» είτε όχι, είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό αποσυνδεδεμένα από συγκεκριμένες επικράτειες και μπορούν ανά πάσα στιγμή να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους από το ένα μέρος στο άλλο. Προφανώς, η εκτίμηση αυτή δεν είναι πολιτικά βιώσιμη, παρά μόνο καθ’ όσο η «δημιουργική καταστροφή» δεν προσβάλλει σε βάθος τον κοινωνικό ιστό και τη συνοχή των κυρίαρχων χωρών, κάτι που κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί.
Εφαρμοζόμενο στην Ευρώπη, το νεοφιλελεύθερο σχέδιο δεν καταλήγει στον μετασχηματισμό του αντικειμένου του: οδηγεί στον αφανισμό του.
Όσα προηγήθηκαν ήδη εξηγούν πώς συνδυάζονται οι διαστάσεις της κρίσης ώστε να οδηγήσουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα σε ένα σημείο καμπής που εμπεριέχει τις δυνατότητες για μια καινούργια φάση, σύμφωνα όμως με ριζικά ασύμβατους μεταξύ τους προσανατολισμούς. Ωστόσο, ούτε η αποκρυστάλλωση της σύγκρουσης ούτε και η εξέλιξή της μπορούν να γίνουν έξω από έναν πολιτικό χώρο αντιπαράθεσης και αντιπροσώπευσης. Είναι ξεκάθαρο ότι και οι δύο εξαρτώνται από τον τρόπο που θα επιλυθεί ένα διπλό πρόβλημα νομιμοποίησης και δημοκρατίας. Πρόκειται για την τρίτη διάσταση, πάνω στην οποία θα ήθελα να επιμείνω. Πώς να την προσεγγίσουμε με ρεαλιστικό τρόπο;
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να ξεφύγουμε από την αντιπαράθεση ανάμεσα στον «εθνικά κυρίαρχο» και τον «ομοσπονδιακό» λόγο, η οποία βασίζεται σε μια αντίθεση μεταξύ δύο εξίσου φαντασιακών καταστάσεων: από τη μία, της αντίληψης περί εθνικών κοινοτήτων κατά κάποιον τρόπο φυσικών, στις οποίες είναι πάντα δυνατό να επιστρέφουμε, ώστε να θεμελιώνουμε τη νομιμότητα των θεσμών πάνω στην έκφραση της συλλογικής βούλησης· από την άλλη, της αντίληψης ενός οιονεί ευρωπαϊκού δήμου (9), ο οποίος καλείται να συγκροτηθεί και να εκφραστεί επειδή υπάρχει μια δομή εκπροσώπησης σε υπερεθνικό επίπεδο.
Η πρώτη αντίληψη όχι μόνο αγνοεί τις συνθήκες μέσα στις οποίες η εθνική κυριαρχία μεταγράφει την ικανότητα άσκησης επιρροής, για την πλειοψηφία του λαού, στις επιλογές των κυβερνώντων, αλλά επίσης συντηρεί και τη φαντασίωση μιας αμετάβλητης νομιμοποίησης του έθνους-κράτους ως του μόνου πλαισίου μέσα στο οποίο οι πολίτες είναι σε θέση να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Και αντίστροφα, η δεύτερη αντίληψη παραμένει προσκολλημένη σε μια διαδικαστική σύλληψη της νομιμοποίησης. Δεν αναρωτιέται κατά κανέναν τρόπο ποιες πολιτικές διαδικασίες επένδυσαν ουσιαστικά τη δημοκρατική αντιπροσώπευση με μια συντακτική λειτουργία μέσα στην ιστορία των εθνών-κρατών.
Πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη το γεγονός ότι το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα, όσο ασυνάρτητο κι αν μοιάζει, είναι ήδη ένα μεικτό σύστημα, στο οποίο υπάρχουν πολλά επίπεδα ευθύνης και εξουσίας: είναι πολύ πιο ομοσπονδιακό απ’ όσο αντιλαμβάνεται η πλειοψηφία των πολιτών, αλλά λιγότερο δημοκρατικό απ’ όσο διατείνεται, εφόσον η κατανομή των εξουσιών μεταξύ των κοινοτικών και των εθνικών αρχών επιτρέπει στην καθεμία από αυτές να οργανώνει την αποφυγή καταλογισμού ευθυνών και εμποδίζει τον σχηματισμό αντίρροπων εξουσιών.
Το σύστημα αυτό ποτέ δεν ήταν σταθερό, όμως η τρέχουσα κρίση το αποσταθεροποίησε ακόμη περισσότερο, κάνοντας να αναφανεί εντός του μια οιονεί ηγεμονική αρχή: η «ανεξάρτητη» Κεντρική Τράπεζα, με στόχο της τη συνάρθρωση των δημόσιων οικονομικών των κρατών-μελών με τη διεθνή χρηματοπιστωτική αγορά. Η αύξηση της ισχύος της δεν αντανακλά ούτε την απλή επέκταση της τεχνοκρατίας ούτε μόνο την επιβολή του ιδιωτικού καπιταλισμού. Πρόκειται μάλλον για μια απόπειρα «επανάστασης εκ των άνω», σε μια εποχή όπου η πολιτική εξουσία δεν διαχωρίζεται πλέον από την οικονομική, και ιδίως τη χρηματοπιστωτική, εξουσία (10). Το ουσιαστικό ζήτημα είναι να μάθουμε αν μπορεί να καταλήξει σε ένα νέο καθεστώς κυριαρχίας και ποιες εναλλακτικές λύσεις μπορούμε να προτείνουμε.
Εξ ου και η δεύτερη παρανόηση που είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε και η οποία αφορά τις σχέσεις μεταξύ νομιμοποίησης και δημοκρατίας. Αν επιθυμούμε έναν ρεαλιστικό, όχι ιδεολογικό, ορισμό της νομιμοποίησης των πολιτικών συστημάτων, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως η μόνη αποτελεσματική νομιμοποίηση είναι εκείνη που παρέχουν οι δημοκρατικές διαδικασίες: ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία καταδεικνύει το αντίθετο. Γνωρίζουμε ότι, κατά τις επονομαζόμενες καταστάσεις εξαίρεσης, αυταρχικές δομές διάφορων ειδών υιοθετούν την τάση να διεκδικούν και να αποκτούν την εκπροσώπηση της εξουσίας των πληθυσμών, με ή χωρίς συνταγματική διαδικασία. Εκείνο που, ωστόσο, εντυπωσιάζει στην παρούσα συγκυρία είναι, πως η επείγουσα ανάγκη να προφυλαχθεί το ενιαίο νόμισμα απέναντι στις κερδοσκοπικές επιθέσεις και, αντίστοιχα, να ρυθμιστεί κάπως ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο, δεν πρόσφερε καθόλου επιπλέον νομιμοποίηση στην Κομισιόν των Βρυξελλών. Κατά συνέπεια, απέναντι στις «κατ’ εξαίρεση» πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του προέδρου της, οι κυβερνήσεις ή οι αρχηγοί των κρατών μπόρεσαν να παρουσιαστούν ως οι μόνοι που ενσαρκώνουν τη λαϊκή κυριαρχία και τα δικαιώματα των λαών, τα οποία διαχειρίζονται κατά βούληση. Η δημοκρατία ψαλιδίστηκε ταυτόχρονα και από τις δύο πλευρές και το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του έκανε ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση του «αποδημοκρατισμού».
Η εμπειρία αυτή επιβάλλει μια επανεξέταση των μηχανισμών και των ιστορικών αιτίων που είχαν αποτελέσει τη βάση του προνομίου των εθνών-κρατών όσον αφορά τη νομιμοποίηση της εξουσίας. Για να το πούμε με λίγα λόγια, ένα μέρος αυτών των αιτίων παραπέμπει στη συναισθηματική ισχύ της ίδιας της εθνικής ή εθνικιστικής ιδεολογίας, ιδίως –αλλά όχι μόνο– στις κοινωνίες οι οποίες σφυρηλάτησαν τη συλλογική συνείδησή τους μέσα από την αντίσταση σε διαδοχικούς ιμπεριαλισμούς που προσπαθούσαν να αφανίσουν την ταυτότητά τους και να σβήσουν την Ιστορία τους.
Όμως, μέσω αυτής της εκ του μακρόθεν εξέτασης, ένας άλλος παράγοντας αποκτά στρατηγική σημασία, στο μέτρο που καταδεικνύει ταυτόχρονα γιατί το μόρφωμα «έθνος» δεν διαθέτει τη δυνατότητα απόλυτης νομιμοποίησης και γιατί η δημοκρατική νομιμοποίηση του έθνους-κράτους παραμένει εξαρτημένη από κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και όχι απλά από μορφές της αντιπροσωπευτικής διαδικασίας ή από την ιδέα της «λαϊκής κυριαρχίας». Ο παράγοντας αυτός είναι –ιδιαίτερα στις χώρες της ευρωπαϊκής Δύσης– το γεγονός ότι ο μετασχηματισμός του κράτους-χωροφύλακα σε κοινωνικό κράτος έλαβε τη μορφή της συγκρότησης ενός εθνικού κοινωνικού κράτους, όπου η κατάκτηση κοινωνικών δικαιωμάτων συνδυαζόταν στενά με την κατά περιόδους ανασυγκρότηση του εθνικού ανήκειν (όπως συνέβη ιδιαίτερα μετά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και, στη Γαλλία, μετά τους αποικιακούς πολέμους (11)). Αυτό εξηγεί ταυτόχρονα γιατί η μεγάλη μάζα των πολιτών είδε στο έθνος το μόνο πλαίσιο αναγνώρισης και ενσωμάτωσης στην κοινότητα και γιατί αυτή η διάσταση της εθνικότητας που έχει να κάνει με τον πολίτη διαβρώνεται (ή εκφυλίζεται σε «λαϊκισμό», εδραιωμένο στον αποκλεισμό των ξένων) όταν το κράτος στην πράξη αρχίζει να λειτουργεί όχι ως το κέλυφος της κοινωνικής ιθαγένειας, αλλά ως ο ανίσχυρος θεατής του εξευτελισμού του ή το γεμάτο ζήλο όργανο της κατεδάφισής του.
Η κρίση της δημοκρατικής νομιμοποίησης στην Ευρώπη σήμερα εντοπίζεται, λοιπόν, συγχρόνως στο δεδομένο ότι τα έθνη-κράτη δεν διαθέτουν πλέον ούτε τα μέσα ούτε τη βούληση να υπερασπίσουν ή να ανανεώσουν το «κοινωνικό συμβόλαιο» και στο δεδομένο ότι οι αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν καμία διάθεση να διερευνήσουν τη μορφή και το περιεχόμενο μιας κοινωνικής ιθαγένειας ανώτερου επιπέδου –εκτός και αν κάποια στιγμή αναγκαστούν να το κάνουν εξαιτίας μιας εξέγερσης του πληθυσμού ή της συνειδητοποίησης των πολιτικών και πνευματικών κινδύνων που διατρέχει η Ευρώπη από τον συνδυασμό μιας «εκ των άνω» ασκούμενης δικτατορίας εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών αγορών και μιας αντιπολιτικής δυσαρέσκειας «εκ των κάτω», εξαιτίας της αυξανόμενης επισφάλειας των συνθηκών ζωής, της περιφρόνησης της εργασίας και της λεηλασίας των προοπτικών του μέλλοντος.
Η περιγραφή, όμως, του αδιεξόδου αυτού περιλαμβάνει και μερικά μαθήματα, έστω και διόλου συγκροτημένα, σχετικά με τους τρόπους εξόδου από αυτό. Όποια κι αν είναι η χρονική διάρκεια και η πίκρα των χαμένων ευκαιριών, μπορούμε να ελπίζουμε ότι η απαισιοδοξία της εμπειρίας δεν θα ακυρώσει πλήρως τις διεξόδους της επινοητικότητας –που προκύπτουν επίσης και από μια καλύτερη κατανόηση των γεγονότων. Η εισαγωγή δημοκρατικών στοιχείων στους κοινοτικούς θεσμούς θ’ αποτελούσε ήδη ένα αντίβαρο στην εν εξελίξει «συντηρητική επανάσταση» (12). Όμως, μια τέτοια κίνηση δεν θέτει ταυτόχρονα και νέους πολιτικούς όρους. Αυτοί θα προέλθουν μόνο από μια ταυτόχρονη, πανευρωπαϊκή ώθηση της κοινής γνώμης υπέρ μιας αναστροφής των προτεραιοτήτων της Ευρώπης, που θα δίνουν το προβάδισμα στην απασχόληση, στην ενσωμάτωση των νέων γενεών στην κοινωνία, στη μείωση των ανισοτήτων και στη δίκαιη επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων στη χρηματοπιστωτική κερδοφορία. Και αυτή η ώθηση δεν θα υπάρξει παρά μόνο αν τα κοινωνικά κινήματα ή η ηθική «αγανάκτηση», διασχίζοντας τα σύνορα, ισχυροποιηθούν αρκετά ώστε να ανασυγκροτήσουν, στο σύνολο της ευρωπαϊκής κοινωνίας, μια διαλεκτική μεταξύ της εξουσίας και της αντίστασης σε αυτήν. Η «άλλη δημοκρατία» πρέπει να βοηθήσει τη διάσωση της δημοκρατίας (13).
Έθνη σε αναζήτηση της χαμένης ταυτότητάς τους
Η νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος δεν μπορεί να θεσπιστεί με διάταγμα ή ακόμη και να επινοηθεί μέσω νομικής επιχειρηματολογίας. Δεν μπορεί παρά να προκύψει ως τάση μέσα από όσα καθιστούν την Ευρώπη το διακύβευμα και το πλαίσιο των κοινωνικών, ιδεολογικών, παθιασμένων, εν ολίγοις πολιτικών, συγκρούσεων που αφορούν το ίδιο της το μέλλον. Κατά παράδοξο τρόπο, μόνο όταν η Ευρώπη θα διεκδικηθεί –ακόμη και βίαια– όχι πλέον στο όνομα του παρελθόντος που υποβάθμισε, αλλά στο όνομα του παρόντος που διχοτομεί και του μέλλοντος που μπορεί να διανοίξει ή να αποκλείσει, θα καταφέρει να γίνει μια ανθεκτική πολιτική κατασκευή. Μια Ευρώπη ικανή να διακυβερνηθεί είναι αναμφίβολα μια δημοκρατική Ευρώπη και όχι μια ολιγαρχική ή τεχνοκρατική Ευρώπη. Όμως, μια δημοκρατική Ευρώπη δεν αποτελεί την έκφραση ενός αφηρημένου δήμου[([Σ.τ.Ε.) Ελληνικά στο πρωτότυπο.]]: είναι μια Ευρώπη μέσα στην οποία οι λαϊκοί αγώνες πληθαίνουν και εμποδίζουν την υφαρπαγή της ικανότητας λήψης αποφάσεων.
Η αντίσταση στον αποδημοκρατισμό δεν αρκεί για την αποκρυστάλλωση ενός ιστορικού ηγετικού ρόλου, είναι όμως μια απαραίτητη συνθήκη για να «ξαναφτιάξουμε την Ευρώπη».
Η κρίση της σημερινής Ευρώπης, που εύκολα πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθεί υπαρξιακή, καθώς φέρνει τους πολίτες της αντιμέτωπους με αμετάκλητες επιλογές και εντέλει με το «να ζει κανείς ή να μη ζει», χωρίς αμφιβολία προετοιμάστηκε από το γεγονός ότι οι θεσμοί και οι εξουσίες της αποσταθεροποιήθηκαν συστηματικά σε βάρος των δυνατοτήτων συμμετοχής των λαών στη δική τους ιστορία. Εκείνο, όμως, που την επέσπευσε, είναι το γεγονός ότι σκόπιμα αφέθηκε να λειτουργήσει όχι ως χώρος αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της και πρωτοβουλίας απέναντι στους κινδύνους της παγκοσμιοποίησης, αλλά ως όργανο διείσδυσης του παγκόσμιου ανταγωνισμού στην καρδιά του ευρωπαϊκού χώρου, απαγορεύοντας τις μεταβιβάσεις μεταξύ περιοχών και αποθαρρύνοντας τις κοινές επιχειρήσεις, απορρίπτοντας κάθε εναρμόνιση «εκ των άνω» των δικαιωμάτων και του βιοτικού επιπέδου, μετατρέποντας κάθε κράτος σε δυνητικό θηρευτή των γειτόνων του.
Από αυτή την αυτοκαταστροφική δίνη προφανώς δεν μπορούμε να ξεφύγουμε αντικαθιστώντας έναν ανταγωνισμό με έναν άλλο –παραδείγματος χάρη, υποκαθιστώντας τον ανταγωνισμό μέσω των μισθών, των φορολογικών συστημάτων και των επιτοκίων δανεισμού με τον ανταγωνισμό μέσω της υποτίμησης, όπως προτείνουν κάποιοι υποστηρικτές της επιστροφής στα εθνικά νομίσματα (14). Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτήν παρά μόνο επινοώντας και προτάσσοντας επίμονα μια Ευρώπη διαφορετική από εκείνη των τραπεζιτών, των τεχνοκρατών και των εισοδηματιών της πολιτικής. Μια Ευρώπη όπου αντιμάχονται αντιθετικά κοινωνικά μοντέλα και όχι έθνη σε αναζήτηση της χαμένης ταυτότητάς τους. Μια Ευρώπη της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, ικανή να επινοεί για την ίδια και να προτείνει στον κόσμο επαναστατικές στρατηγικές ανάπτυξης και διευρυμένες μορφές συλλογικής συμμετοχής –αλλά και να τις αποδέχεται και να τις προσαρμόζει προς ίδια χρήση, αν τύχει και προκύψει να προταθούν κάπου αλλού. Μια Ευρώπη των λαών, δηλαδή του λαού και των πολιτών που τον αποτελούν.