el | fr | en | +
Accéder au menu

ΡΩΣΙΑ-ΟΥΚΡΑΝΙΑ

Οι καλοί, ο κακός κι η Κριμαία

Με την προσάρτηση της Κριμαίας στη ρωσική επικράτεια, η οποία επικυρώθηκε στις 18 Μαρτίου από τον Βλαντιμίρ Πούτιν, και, στη συνέχεια, με τις κυρώσεις που ανακοινώθηκαν εναντίον του Κρεμλίνου, η ουκρανική κρίση έχει λάβει διαστάσεις γεωπολιτικού σεισμού. Η κατανόηση της συγκεκριμένης σύγκρουσης προϋποθέτει την κατανόηση των αντιτιθέμενων απόψεων όσων εμπλέκονται σε αυτήν. Ωστόσο, πολύ συχνά, οι δυτικές ηγεσίες προτιμούν τις ηθικολογικές διακηρύξεις από τις αναλύσεις.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, ο τρόπος με τον οποίο τα μέσα ενημέρωσης κάλυψαν το ουκρανικό ζήτημα επιβεβαίωσε την παραπάνω άποψη: για ένα τμήμα της δυτικής διπλωματίας, οι κρίσεις δεν προδίδουν πλέον μια ασυμμετρία ανάμεσα στα συμφέροντα και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα οι πρωταγωνιστές τους, οι οποίοι είναι προικισμένοι με λογική. Αντίθετα, πρόκειται για τις έσχατες αντιπαραθέσεις του Κακού και του Καλού, στις οποίες διακυβεύεται το νόημα της Ιστορίας.

Κι η Ρωσία ενδείκνυται απόλυτα για την απλουστευτική αυτή σκηνοθεσία. Για πολλούς σχολιαστές, το βάρβαρο αυτό κράτος που κυβερνιέται από Κοζάκους, μοιάζει να αποτελεί έναν μακρινό ημιμογγολικό τόπο, όπου κυριαρχούν οι επίγονοι της KGB, οι οποίοι εξυφαίνουν σκοτεινές συνωμοσίες στην υπηρεσία νευρωτικών τσάρων που τσαλαβουτάνε στα παγωμένα νερά της εγωιστικής υστεροβουλίας (1). Οι αυταρχικοί δεσπότες, βυθισμένοι στην απομόνωση κι αποκομμένοι από την εποχή τους, αντί να διαβάζουν τον Economist, μετακινούν αργά τα πιόνια τους πάνω σε μεγάλες σκακιέρες από ελεφαντόδοντο. Κάθε τόσο, βουλιάζουν κι ένα πυρηνικό υποβρύχιο –μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση που τους προκαλεί η ρύπανση της Θάλασσας του Μπάρεντς (2)- ή οργανώνουν παράνομο δημοψήφισμα στις χώρες του «εγγύς εξωτερικού», αποβλέποντας στην ανασύσταση της ΕΣΣΔ.

Εάν συγκεντρώσουμε όλες τις κοινοτοπίες που έχουν δημοσιευθεί στον δυτικό Τύπο –όχι μονάχα κατά τη διάρκεια της ουκρανικής κρίσης, αλλά ολόκληρη την τελευταία δεκαπενταετία- τότε η φολκλορική αυτή φανταχτερή εικόνα συνοψίζει όλα όσα θα έχει μάθει ο μέσος αναγνώστης για την πολιτική της σημερινής Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η αρνητική εικόνα που εκφυλίζεται σε καρικατούρα εντάσσεται σε μια γερά εδραιωμένη παράδοση.

Κάποτε στηρίζεται σε αναλύσεις οι οποίες υπογραμμίζουν, άλλοτε την ψυχαναγκαστική αυταρχική φύση της ρώσικης κουλτούρας, «στην οποία κυριαρχεί το ψεύδος» (3) κι άλλοτε την υποτιθέμενη συνέχεια ανάμεσα στον Ιωσήφ Στάλιν και στον Βλαντιμίρ Πούτιν. Είναι, μάλιστα, το αγαπημένο θέμα ορισμένων Γάλλων αρθρογράφων και νεοσυντηρητικών αμερικανικών «δεξαμενών σκέψης» (4). Αντλεί δε την έμπνευσή της από τις ταξιδιωτικές αφηγήσεις των Ευρωπαίων της Aναγέννησης, οι οποίοι ήδη από εκείνη την εποχή προχωρούσαν στον συσχετισμό των «βάρβαρων» Ρώσων και των σκληροτράχηλων Σκυθών της Αρχαιότητας (5).

Τα γεγονότα του Μαϊντάν, στο Κίεβο, προσφέρουν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των αναλυτικών μειονεκτημάτων που συνεπάγεται παρόμοια δαιμονοποίηση. Ο μόνος τρόπος που διαθέτει η Ουκρανία –η οποία είναι γλωσσικά και πολιτισμικά διαιρεμένη ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή- για να διατηρήσει τα σημερινά της σύνορα, είναι να διατηρεί μια διαρκή ισορροπία ανάμεσα στο Λβιβ και στο Ντονέτσκ, στα δύο σύμβολα που αντιστοιχούν στον ευρωπαϊκό και στον ρωσικό πόλο της.

Η Ουκρανία είναι μια αιώνια γεωπολιτική αρραβωνιαστικιά που την πολιορκούν δύο υποψήφιοι γαμπροί. Εάν επιλέξει να παντρευτεί τον έναν ή τον άλλον, αυτό θα σημαίνει ότι θα απαρνηθεί την ουσία της, τα θεμέλια στα οποία στηρίζεται, καθώς και ότι θα νομιμοποιήσει αναπόφευκτα έναν μηχανισμό διχοτόμησης, παρόμοιο με εκείνον που παρατηρήθηκε στην Τσεχοσλοβακία (6).

Η Ουκρανία δεν μπορεί να «διαλέξει». Γι’ αυτόν τον λόγο, αρκείται στο να αφήνεται να της προσφέρουν πανάκριβα μονόπετρα: τον Δεκέμβριο του 2013, η Ρωσία της υποσχέθηκε 15 δισεκατομμύρια δολάρια, τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση έδινε 3 δισ. ευρώ για την υποστήριξη της Συμφωνίας Σύνδεσης, η οποία τελικά οδηγήθηκε σε αποτυχία. Σε κάθε υποψήφιο γαμπρό που την πολιορκεί, δίνει και μερικές υποσχέσεις αγάπης, που ωστόσο μπορεί να ανακληθούν: συμφωνίες του Χαρκίβ, το 2010, οι οποίες παρέτειναν την ενοικίαση της ναυτικής βάσης της Σεβαστούπολης μέχρι το 2042, αλλά και ενοικίαση μεγάλων εκτάσεων εύφορης γης στους μεγιστάνες της ευρωπαϊκής γεωργίας. Βλέποντας σε αυτό το γεωπολιτισμικό ερωτικό τρίγωνο έναν γάμο με το στανιό με τη Μόσχα, οι εμπειρογνώμονες που υποκύπτουν σε αυτό που θα πρέπει να θεωρήσουμε ως αντιρωσική έμμονη ιδέα, αποδεικνύουν ότι στερούνται επαρκών αναλυτικών εργαλείων. Ενώ κατηγορούν τον Πούτιν ότι εγκλωβίζεται μέσα στα στενά περιθώρια της πολιτικής επίδειξης ισχύος, επιδεικνύουν εξίσου καταδικαστέα παράλυση της σκέψης, όταν περιορίζουν τον αφηγηματικό τους ορίζοντα στην απορρόφηση της Ουκρανίας μέσα στην ευρωατλαντική κοινότητα, η οποία υποτίθεται ότι θα φέρει την ελευθερία στη χώρα.

Αντίθετα απ’ ό,τι έχει γραφεί μέχρι τώρα, η ρήξη των εσωτερικών ισορροπιών στους κόλπους του εύθραυστου αυτού έθνους δεν πραγματοποιήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 2014, όταν ένοπλοι απέκτησαν τον έλεγχο του Κοινοβουλίου και της κυβέρνησης της Κριμαίας, πράξη η οποία θεωρήθηκε ως απάντηση του Πούτιν στη φυγή του Ουκρανού προέδρου Γιανουκόβιτς, στις 22 Φεβρουαρίου. Στην πραγματικότητα, η ρήξη πυροδοτήθηκε από ένα γεγονός που συνέβη ανάμεσα στα δύο προαναφερθέντα, στις 23 Φεβρουαρίου, όταν η νέα ουκρανική ηγεσία αποφάσισε να πάψει να αναγνωρίζει τη ρωσική γλώσσα ως δεύτερη επίσημη γλώσσα στις ανατολικές περιοχές της χώρας (όσο κι αν ο προσωρινός πρόεδρος αρνείται μέχρι αυτή τη στιγμή να υπογράψει το νομοθετικό κείμενο). Σπάνια βλέπει κανείς έναν καταδικασμένο να καεί στην πυρά, να ρίχνει ο ίδιος λάδι στη φωτιά στην οποία μέλλει να καεί….

Ο Πούτιν δεν μπορούσε να φανταστεί καλύτερη αφορμή από αυτήν τη βλακεία για να προχωρήσει στην κατάληψη της Κριμαίας. Συνεπώς, η εξέγερση που οδήγησε στην πτώση του Γιανουκόβιτς (ο οποίος είχε εκλεγεί το 2010) και στη συνέχεια η αποχώρηση της Κριμαίας από τους κόλπους της Ουκρανίας, δεν είναι τίποτε άλλο από την τελευταία εκδήλωση μιας πολιτισμικής τραγωδίας που είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με τις ιδιομορφίες της Ουκρανίας, της οποίας η κατάσταση θυμίζει ιδιαίτερα εκείνη του Βελγίου.

Στο Ντονέτσκ, όσο και στη Συμφερούπολη, οι ρωσόφωνοι Ουκρανοί είναι συνήθως λιγότερο ευαίσθητοι απ’ όσο πιστεύεται στην προπαγάνδα του «Ρώσου μεγάλου αδελφού». Τους έχει γίνει πραγματική δεύτερη φύση να την ερμηνεύουν με μια μοιρολατρική ειρωνεία. Όσο για τις προσδοκίες τους για ένα πραγματικό κράτος δικαίου στο οποίο δεν θα υπάρχει πλέον διαφθορά, είναι οι ίδιες ακριβώς με εκείνες των συμπολιτών τους στη Γαλικία. Ο Πούτιν τα γνωρίζει όλα αυτά. Γνωρίζει όμως, επίσης, ότι οι πληθυσμοί αυτοί δεν είναι διόλου διατεθειμένοι να απαρνηθούν τη γλώσσα τους, ούτε και να ανταλλάξουν τον Αλεξάντρ Πούσκιν και τις αναμνήσεις του «μεγάλου πατριωτικού πολέμου» (έτσι αποκαλούσαν οι Σοβιετικοί τον Β’ παγκόσμιο Πόλεμο) με μια συνδρομή στη Règle du Jeu («O Κανόνας του παιχνιδιού»), την επιθεώρηση που εκδίδει ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί (7). Το 2011, το 38% των Ουκρανών μιλούσαν ρωσικά μέσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Όμως, η τυχοδιωκτική και ρεβανσιστική απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου κατέστησε ξαφνικά αληθοφανείς τους ισχυρισμούς της Μόσχας: για τους πληθυσμούς της Ανατολικής Ουκρανίας, το πρόβλημα δεν είναι ότι η νέα κυβέρνηση της χώρας ανέβηκε στην εξουσία ανατρέποντας τον εκλεγμένο πρόεδρο, αλλά το γεγονός ότι η πρώτη απόφαση που έλαβε ήταν να ταπεινώσει τους μισούς από τους πολίτες της χώρας.

Φαντασιώσεις διπολισμού και αστυνομικά μυθιστορήματα

Εκείνη ακριβώς την ημέρα, η πλατεία του Μαϊντάν έχασε την Κριμαία. Μάλιστα, κανένας δεν ξεχνάει ότι η χερσόνησος «προσφέρθηκε ως δώρο» στην Ουκρανία το 1954 από τον Νικήτα Χρουστσόφ (βλέπε Σημαντικές Χρονολογίες). Το γεγονός οδήγησε τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να προβεί στην εξής παρατήρηση στις 17 Μαρτίου, αμέσως μετά από το δημοψήφισμα με το οποίο ο πληθυσμός της Κριμαίας επιδοκίμασε την ένωση της περιοχής με τη Ρωσία: «Εάν εκείνη την εποχή η Κριμαία εντάχθηκε στην Ουκρανία σύμφωνα με τους σοβιετικούς νόμους (…), χωρίς να ζητηθεί η γνώμη του λαού της, σήμερα αυτός ακριβώς ο λαός αποφάσισε τη διόρθωση του λάθους. Αντί να εξαγγέλλονται κυρώσεις, το γεγονός θα έπρεπε να χαιρετίζεται (8)». Τα λόγια του προκάλεσαν πραγματική ψυχρολουσία στις Βρυξέλες, οι οποίες –σε συνεργασία με την Ουάσιγκτον- ετοίμαζαν μια σειρά αντιποίνων εναντίον της Μόσχας (περιορισμοί στο δικαίωμα στα ταξίδια και πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων Ουκρανών και Ρώσων υπεύθυνων).

Παρά το γεγονός ότι αυτό που επιθυμεί η Ρωσία δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί, θα ήταν ενδιαφέρον να εξετάσουμε τα κίνητρά της. Πόσω μάλλον που η Ουκρανία θα μπορούσε να χάσει πολύ περισσότερα από την Κριμαία, εάν οι πολλές συναναστροφές με την τόσο ευγενική Βικτόρια Νούλαντ (9) την ωθούσαν να προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ. Μάλιστα, ορισμένοι από τους ισχυρούς άνδρες της νέας κυβέρνησης, στην οποία συμμετέχουν τέσσερις υπουργοί που ανήκουν στο υπερεθνικιστικό κόμμα Svoboda (10), είναι πεπεισμένοι για την ορθότητα αυτής της ιδέας.

Ίσως έχει φθάσει η στιγμή να απαλλαγεί η αρθρογραφία που αναφέρεται στη Ρωσία από τη φράση «ψυχρός πόλεμος». Αυτή η απλούστευση, η οποία δεν παρουσιάζει καμία ιστορική αντιστοιχία με την πραγματικότητα, χρησιμοποιείται κυρίως για να δικαιολογήσει την εκδήλωση μπαγιάτικων -παβλοφικού τύπου- φαντασιώσεων για ανασύσταση του διπλολισμού. Ο Τζον Μακέιν, ο Αμερικανός Ρεπουμπλικάνος πρώην υποψήφιος για τον Λευκό Οίκο, μας έδωσε ένα αξιομνημόνευτο παράδειγμα, κατακεραυνώνοντας τον Πούτιν και χαρακτηρίζοντάς τον «Ρώσο ιμπεριαλιστή κι απαράτσνικ της KGB», ο οποίος υποτίθεται ότι έχει πάρει θάρρος από την αδυναμία του Μπάρακ Ομπάμα. Προφανώς, ο Αμερικανός πρόεδρος είναι τόσο απασχολημένος με τα ασφαλιστικά προγράμματα υγείας των συμπατριωτών του, ώστε δεν συνειδητοποιεί ότι «η επίθεση στην Κριμαία (…) γεμίζει θράσος κι άλλους επιτιθέμενους, από τους Κινέζους εθνικιστές ως τους τρομοκράτες της Αλ Κάιντα ή το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν» (11). Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μοναδική περιοχή του πλανήτη στην οποία αναγνωρίζονται οι ικανότητες του Μακέιν στην ανάλυση των διεθνών θεμάτων είναι η… Αριζόνα. Και τι οφείλουμε, άραγε, να κάνουμε, σύμφωνα με τον πολιτικό, για να αποτρέψουμε παρόμοιο ενδεχόμενο; «Οφείλουμε να επανεξοπλιστούμε ηθικά και πνευματικά για να εμποδίσουμε το σκότος που αντιπροσωπεύει ο Πούτιν να πλακώσει ακόμα περισσότερο την ανθρωπότητα». Αυτή είναι η απάντηση που δίνει ο πρώην συνυποψήφιος της Σάρα Πέιλιν, με μια ρητορική η οποία χρησιμοποιεί θρησκευτικό λεξιλόγιο για να καταγγείλει τη θεοκρατία.

Απ’ ό,τι φαίνεται, στην Ουάσιγκτον και στις Βρυξέλες υιοθετούν τους ίδιους τόνους και συνεννοούνται για να ρίξουν λάδι στη φωτιά της ουκρανικής κρίσης και όχι για να την κατευνάσουν. Όσο για την Άγκελα Μέρκελ, μένει μακριά από όλες αυτές τις υπερβολές και μιλάει στο τηλέφωνο (στα ρωσικά) με τον Πούτιν.

Αυτοί οι δύο, όχι μόνον συνεννοούνται, αλλά και καταλαβαίνονται. Τι κι αν οι θέσεις τους είναι διαμετρικά αντίθετες; Θεωρούν ότι αυτό δεν είναι λόγος ανταλλαγής ύβρεων, αλλά διαλόγου και σκληρής διαπραγμάτευσης.

Στο Λονδίνο, στο Παρίσι και στην Ουάσιγκτον έχουν αρχίσει να ξαναδιαβάζουν τα κατασκοπευτικά μυθιστορήματα του Τομ Κλάνσι. Στο Βερολίνο και στη Μόσχα, «ψυχρές» πρωτεύουσες τις οποίες ενώνει η οικονομία, η ενέργεια (το 40% του φυσικού αερίου που εισάγει η Γερμανία είναι ρωσικής προέλευσης) αλλά και η ανάμνηση της τρομακτικής αλληλοσφαγής του Ανατολικού Μετώπου κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι κυβερνήσεις συμβουλεύονται τους χάρτες μιας Μεσευρώπης (Mitteleuropa), της οποίας μόνον αυτές έχουν τη δυνατότητα σήμερα να κατανοούν τις εντάσεις και τα σημεία τριβής. Τα σκληρά λόγια της καγκελαρίου απέναντι στη Μόσχα δεν εμποδίζουν την κατανόηση, αφενός, των αντικειμενικών λόγων που προκαλούν τη νευρικότητα του Πούτιν και, αφετέρου, των περιθωρίων ελιγμών που αυτός διαθέτει.

Σε αυτό το σημείο, η Μέρκελ διαφέρει από τον Γιανουκόβιτς, ο οποίος δεν κατάλαβε το παραμικρό από την ψυχολογία του «προστάτη» του: «Η Ρωσία οφείλει να δράσει», βροντοφωνάζει ο εξόριστος της 28ης Φεβρουαρίου του 2014. «Γνωρίζοντας τον χαρακτήρα του Βλαντιμίρ Πούτιν, αναρωτιέμαι γιατί είναι τόσο επιφυλακτικός και γιατί σωπαίνει». Αυτή ακριβώς είναι η ουσία του προβλήματος: ο έκπτωτος Ουκρανός πρόεδρος μιλάει και φέρεται χωρίς να ενδιαφέρεται για τις υπάρχουσες πληροφορίες, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις μακροπρόθεσμες προοπτικές και χωρίς να νοιάζεται για το τι σκέφτονται οι πολίτες της χώρας του. Συνεπώς, αδυνατεί να καταλάβει τον Πούτιν, δεδομένου ότι, πίσω από τους απότομους τρόπους του Ρώσου ηγέτη, κρύβεται η επιθυμία του να μην παρατραβήξει το σκοινί, να αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερα μπορεί, χωρίς όμως και να υπερβεί τα όρια, αντίθετα από τον Γιανουκόβιτς αλλά και από τους οπαδούς της συνεχούς επέκτασης του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε..

Ο Ρώσος πρόεδρος έπαιξε το στρατιωτικό χαρτί του με έμμεσο τρόπο, με τη διείσδυση στην Κριμαία Ρώσων στρατιωτών δίχως στολές και διακριτικά, που είχαν ως αποστολή να λειτουργήσουν αποτρεπτικά, σε συνδυασμό με στρατιωτικά γυμνάσια στα σύνορα της Ουκρανίας, κι όλα αυτά για να μεταφέρει με ακόμα αποτελεσματικότερο τρόπο την αντεπίθεσή του στο πεδίο της νομικής διαμάχης. Με το δημοψήφισμα της 16ης Μαΐου, το ζήτημα της απόσχισης της χερσονήσου της Κριμαίας έχει στο εξής μετατραπεί σε ένα πρόβλημα του διεθνούς δικαίου, για το οποίο υπάρχει η νομολογία που δημιούργησε η περίπτωση του Κοσσόβου, του προπατορικού αμαρτήματος των Δυτικών, το οποίο τους θέτει ενώπιον των δικών τους αντιφάσεων (12).

Δύο μέτρα, δύο σταθμά

Είναι επείγον να συνειδητοποιηθούν οι μακροπρόθεσμες γεωπολιτικές ισορροπίες, έτσι ώστε να ελεγχθούν οι «συνέπειες της αλλαγής». Με άλλα λόγια, το ζητούμενο είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι οφείλουμε να σκεφθούμε την έννοια της αλληλεπίδρασης (Wechselwirkung), την οποία ο Καρλ φον Κλαούζεβιτς, ο διάσημος αναλυτής στρατηγικής, είχε αναγάγει σε εργαλείο για την κατανόηση όλων των έλλογων αναμετρήσεων, οι οποίες επιλύονται με τη βία ή με την απειλή προσφυγής σε αυτήν. Υπάρχει μέσα στη δυτική λογομαχία μια πανικόβλητη άρνηση των «ασταθών μεταβλητών» (13), από την οποία μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η διπλωματία της περιορίζεται σε σπασμωδικά αντανακλαστικά. Η Ρωσία θεωρεί ότι υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά στις διεθνείς σχέσεις. Η Κίνα έχει καταλήξει σε μια παραπλήσια ανάλυση της κατάστασης, και απείχε από την ψηφοφορία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ της 16ης Μαρτίου για την έκδοση ψηφίσματος που θα καταδίκαζε τη ρωσική πολιτική στην Κριμαία.

Πράγματι, υποτίθεται ότι στην περίπτωση του Αφγανιστάν, το 2001, του Ιράκ, το 2003, και της Λιβύης, το 2011, κινητοποιήθηκαν οραματίστριες μεγάλες δυνάμεις, στις οποίες το μόνο που θα μπορούσε να προσάψει κανείς είναι ο αδέξιος απελευθερωτικός ζήλος τους. Αντίθετα, υποτίθεται ότι ο μόνος τρόπος που έχουν βρει οι υπόλοιποι παράγοντες της διεθνούς ζωής για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους, είναι οι καταδικαστέες επιθέσεις εναντίον άλλων κρατών. Για τον Φρανσουά Ολάντ, το δημοψήφισμα της 16ης Μαρτίου είναι ένα «ψευδοδημοψήφισμα, γιατί δεν είναι σύμφωνο, ούτε με το εσωτερικό ουκρανικό δίκαιο, ούτε με το διεθνές δίκαιο» (δήλωση της 17ης Μαρτίου). Στις 17 Φεβρουαρίου του 2008, εννιά χρόνια μετά από μια στρατιωτική επέμβαση η οποία είχε αποφασιστεί χωρίς την έγκριση του ΟΗΕ, το αλβανικό κοσσοβάρικο Κοινοβούλιο ψήφιζε την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της σερβικής αυτόνομης επαρχίας του Κοσσόβου, με την υποστήριξη της Γαλλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ρωσία, αλλά και η Ισπανία, αρνήθηκαν –κι εξακολουθούν να αρνούνται- να αναγνωρίσουν την παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Το ίδιο είχε πράξει και η… Ουκρανία.

Οι Ουκρανοί πρέπει να εργαστούν σκληρά σε τρία εξαιρετικά σημαντικά ζητήματα: την επίτευξη γεωπολιτικής ισορροπίας με την Ευρώπη και τη Ρωσία, την πολιτισμική και γλωσσική ισότητα των πολιτών που ζουν στο ανατολικό και στο δυτικό τμήμα της χώρας, την εξάλειψη της διαφθοράς των ελίτ. Είτε οι ελίτ είναι «δημοκρατικές» είτε «φιλορωσικές», άδειασαν εξίσου τα ταμεία της χώρας και χρησιμοποίησαν τους ίδιους συμβούλους επικοινωνίας (14). Μονάχα με αυτό το τίμημα θα γίνει πραγματικά απαραβίαστη η εδαφική ακεραιότητα της χώρας, η οποία –παρ’ όλες τις δηλώσεις των διπλωματών με την εξαιρετικά ασθενική μνήμη- είναι τόσο εξασφαλισμένη, όσο κι εκείνη της Τσεχοσλοβακίας, το 1992, της Σερβίας, το 1999 ή του Σουδάν, το 2011.

Η ουκρανική πρόκληση δεν είναι εξωτερική, αλλά εσωτερική. Όπως παρατηρούσε ο κοινωνιολόγος Γκέοργκ Σίμελ, «τα σύνορα δεν αποτελούν ένα χωροταξικό δεδομένο με κοινωνιολογικές επιπτώσεις, αλλά ένα κοινωνιολογικό δεδομένο που εκφράζεται με χωροταξική μορφή (15)». Όσο για το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολεί, δεν είναι το εάν ο Πούτιν είναι η μετενσάρκωση του Ιβάν του Τρομερού, αλλά το εάν οι ουκρανικές «ελίτ» θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και εάν θα κατορθώσουν να εξελιχθούν σε κοινωνικούς αρχιτέκτονες, οι οποίοι θα αποκαταστήσουν την ενότητα μιας χώρας με πολλαπλά πρόσωπα. Εκείνη την ημέρα, την οποία ελπίζουμε ότι θα δούμε κάποτε, η Ουκρανία θα αξίζει επιτέλους τα σύνορά της.

Olivier Zajec

Υπεύθυνος μελετών της Compagnie européenne d’intelligence stratégique (Παρίσι).
Παπακριβόπουλος Βασίλης (μτφ)

(1Bernard-Henri Lévy, «L’Honneur des Ukrainiens», Le Point, Παρίσι, 27 Φεβρουαρίου 2014. (Σ.τ.Μ.) Ο Bernard-Henri Lévy είναι Γάλλος διανοούμενος και «φιλόσοφος», εξαιρετικά –έως υπερβολικά- προβεβλημένος από τα μέσα ενημέρωσης, από τους πρωταγωνιστές της διάδοσης της «ενιαίας σκέψης». Φανατικός υποστηρικτής του κράτους του Ισραήλ, από τους πρωταγωνιστές της διαμόρφωσης ευνοϊκού κλίματος για τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας, ενώ παρακινεί και για επίδειξη πυγμής εναντίον του Πούτιν.

(2(Σ.τ.Μ.) Αναφορά στο ναυάγιο του πυρηνικού υποβρυχίου Κουρσκ, για το οποίο ο Πούτιν κατηγορήθηκε ότι αρνήθηκε –για λόγους γοήτρου και διαφύλαξης του στρατιωτικού απορρήτου- τη βοήθεια των Δυτικών, αφήνοντας το πλήρωμα να πεθάνει αβοήθητο στα βάθη της θάλασσας και δημιουργώντας μια δυνητική γιγάντια βόμβα ρύπανσης.

(3Alain Besançon, «Sainte Russie», Editions de Fallois, Παρίσι, 2014.

(4Steven P. Bucci, Nile Gardiner και Luke Coffey, «Russia, the West and Ukraine: Time for a Strategy – not hope», Issue Brief, n°4159, The Heritage Foundation, Ουάσινγκτον, Μάρτιος 2014.

(5Βλέπε Stéphane Mund, «Orbis Russiarum», Droz, Γενεύη, 2003.

(6Η «βελούδινη επανάσταση» του 1989 οδήγησε, το 1992, στη διαίρεση του κράτους σε δύο οντότητες, με εθνοτικά και γλωσσικά κριτήρια.

(7(Σ.τ.Μ.) Βλέπε υποσημείωση 1.

(8Δήλωση στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Interfax, 17 Μαρτίου 2014.

(9Κατά τη διάρκεια μιας τηλεφωνικής συνομιλίας με τον Αμερικανό πρεσβευτή στην Ουκρανία, η οποία διέρρευσε τον Φεβρουάριο, η Αμερικανίδα υφυπουργός Εξωτερικών, αρμόδια για τα ευρωπαϊκά ζητήματα, είχε αναφωνήσει: «Να πάει να γαμ… η Ευρώπη!».

(10Βλέπε Emmanuel Dreyfus, «Oι ακραίοι του εθνικισμού», http://monde-diplomatique.gr/spip.php?article531.

(11John McCain, «Obama has made America look weak», The New York Times, 14 Μαρτίου 2014.

(12Βλέπε Jean-Arnaud Dérens, «Indépendance du Κosovo, une bombe à retardement», Le Monde Diplomatique, Μάρτιος 2007.

(13Βλέπε τις εργασίες του Robert Kehoane σχετικά με τη σημασία που έχει για τις διεθνείς σχέσεις, ο τρόπος με τον οποίο γίνονται αντιληπτά τα γεγονότα.

(14Ο Αμερικανός Πολ Μάναφορτ συμβούλευε τον Γιανουκόβιτς από το 2004 ώς το 2013. Προηγουμένως, είχε υπηρετήσει τον Ρόναλντ Ρίγκαν, τον Τζορτζ Μπους και τον Μακέιν. Βλέπε Alexander Burns και Maggie Haberman, «Mystery man: Ukraine’s US political fixer», Politico, 5 Μαρτίου 2014, www.politico.com.

(15Βλέπε Georg Simmel, «Soziologie des Raumes», Jahrbuch fűr Gesetzgebung, Verwaltung und Volkswirtschaft, XXVII, Λειψία, 1903.

Μοιραστείτε το άρθρο