Καταρχάς, διαπιστώνει κανείς ότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να ξεκόψει κατηγορηματικά από τις ουσιοκρατικές ή τις εθνοκεντρικές αντιλήψεις. Στη συνέχεια, μαθαίνει ένα μάλλον καλό νέο: όσον αφορά τα έθνη, τίποτε δεν κρατάει για πάντα, αφού, εφόσον δεν είναι η φύση, αλλά η ιστορία που τα δημιουργεί, κάτι τέτοιο σημαίνει ότι οι λαοί, όπως δημιουργούνται, έτσι μπορούν και να εξαφανιστούν, καθώς επίσης και να μετεξελιχθούν. Ειδικότερα, τίποτε δεν απαγορεύει να εξεταστεί η υπόθεση της δημιουργίας ενός λαού από ήδη υπάρχοντες λαούς -πρόκειται, μάλιστα, όπως έχει δείξει ιδιαίτερα ο Έρικ Χόμπσμπαουμ (2), για διαδικασία συνηθισμένη στην ιστορία. Επομένως, η ιδέα της συγκρότησης ενός ευρωπαϊκού λαού, μολονότι, προφανώς, δεν είναι αυτονόητη, δεν έχει και τίποτε το παράλογο στην ουσία της.
Η φύση δεν δημιουργεί έθνη, λέει ο Σπινόζα, αλλά πολύ περισσότερο δεν τα δημιουργούν τα ζήματα της νομικιστικής ορθολογικότητας, σύμφωνα με το πρότυπο της οικειοθελούς, ελεύθερης και διαφανούς ένωσης, το οποίο διαμόρφωσε τα ποικίλα σχήματα του «κοινωνικού συμβολαίου». Και τότε, τι; «Αφού οι άνθρωποι επηρεάζονται περισσότερο από το συναίσθημα παρά από τη λογική, συνεπάγεται ότι η πολλαπλότητα εναρμονίζεται με φυσικό τρόπο και θέλει να πορεύεται ως μια ψυχή όχι με την καθοδήγηση της λογικής, αλλά κάποιου κοινού συναισθήματος (3)». Οι πολιτικές κοινότητες, οι εθνικές κοινότητες, είναι θεμελιωδώς κοινότητες συναισθηματικές.
Υπάρχουν, βέβαια, αρκετές παγίδες σε μια τέτοια διατύπωση. Πρώτον, πρέπει να προσέξουμε τον ενικό: το κοινό συναίσθημα που προσφέρει στην κοινότητα (τη συγκεντρωμένη πολλαπλότητα) τη συνεκτική αρχή της είναι ένα σύνθετο συναίσθημα -ή μια συναισθηματική σύνθεση. Έχει ως αντικείμενο διάφορους τρόπους: τρόπους να νιώθεις, τρόπους να σκέφτεσαι και να κρίνεις -να κρίνεις το καλό και το κακό, το κατάλληλο και το επιλήψιμο, το θεμιτό και το αθέμιτο. Άρα, το κοινό συναίσθημα έχει τη θέση μιας συλλογικής ηθικής τάξης.
Αλλά σε ποια έκταση; Να κρίνεις το καλό και το κακό, αλλά για ποια πράγματα; Σε ποια θέματα; Για ποιο ορισμένο σύνολο πράξεων; Ο Σπινόζα σίγουρα δεν λέει ότι πρέπει να είναι κοινοί οι τρόποι που κρίνουμε τα πάντα! Μάλιστα, στη Θεολογικο-πολιτική Πραγματεία ισχυρίζεται ρητά το αντίθετο και υπερασπίζεται, έτσι, την ελευθερία των απόψεων -δηλαδή τις αποκλίσεις τους. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει κανένας ολοκληρωτισμός στο κοινό συναίσθημα, κανένας απώτερος σκοπός απόλυτης ομογενοποίησης της πολλαπλότητας. Από εκεί και πέρα, η οπτική γωνία του αυστηρού εθνοκεντρισμού έχει την τάση να υποτιμά συστηματικά την εσωτερική πολιτιστική και ηθική ποικιλομορφία, ακόμη και στις περιπτώσεις εθνών-κρατών που φημίζονται για την ενότητά τους, πολιτιστική πολλαπλότητα που σχετίζεται, μεταξύ άλλων, και με τη γεωγραφία.
Το να ισχυρίζεται κανείς ότι δεν υπάρχει ολοκληρωτισμός στο κοινό συναίσθημα είναι σαν να αναγνωρίζει από την αρχή ότι το συλλογικό συναισθηματικό κράμα είναι απαραίτητα μια συνάρθρωση του πολλαπλού με το κοινό. Πρόκειται, όμως, για ιεραρχική συνάρθρωση: συνάρθρωση του πολλαπλού με το κοινό κάτω από την κυριαρχία του κοινού. Έτσι, δίπλα στα τοπικιστικά κοινά (υπο)συναισθήματα, υπάρχουν κοινά (υπο)συναισθήματα κοινωνικής θέσης, τα οποία ορίζονται κυρίως σε επίπεδο υλικών συμφερόντων -αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί κοινώς ταξικά συναισθήματα. Το γενικό σύνολο δεν λειτουργεί παρά μόνο εάν το συνολικό κοινό συναίσθημα υπερισχύει των τοπικών κοινών συναισθημάτων, δηλαδή εάν το αίσθημα του ανήκειν στο σύνολο υπερισχύει του αισθήματος του ανήκειν στα μέρη.
Για παράδειγμα, ορισμένες περιφέρειες της Γαλλίας ανέχονται δυναμικές οικονομικού μαρασμού, πολιτιστικής εγκατάλειψης και ερήμωσης χωρίς να προκαλείται η ανάδυση βίαιων συναισθημάτων αντίδρασης σε τοπικό επίπεδο, σε κάθε περίπτωση τίποτε που να μπορεί να αμφισβητήσει το συνολικό (εθνικό) κοινό συναίσθημα των κατοίκων των συγκεκριμένων περιοχών. Έτσι, οι νομοί της Κρεζ και της Αρντές δέχονται, στο πλαίσιο της Γαλλίας, την υποβάθμιση, ακόμη και την εγκατάλειψη, που κανένα κράτος δεν θα δεχόταν στο πλαίσιο μιας ενωμένης Ευρώπης, και αυτό δεν συμβαίνει παρά μέσω της στάθμισης, σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, των συνολικών κοινών συναισθημάτων και των τοπικών κοινών (υπο) συναισθημάτων. Αντίστροφα, ό,τι έχει απομείνει από τις αυτόματες μεταβιβάσεις χρηματικών πόρων ανάμεσα στις περιφέρειες, οι οποίες συνδέονται με το κυρίαρχο βάρος του κεντρικού προϋπολογισμού, οδηγεί αντικειμενικά τις πιο πλούσιες περιφέρειες να υποστηρίζουν τις πιο φτωχές, χωρίς, όμως, οι συνεισφορές αυτές να βιώνονται από τις πλουσιότερες περιοχές ως ένα μόνιμο βάρος που έχουν άδικα επωμιστεί, κάτι που θα τροφοδοτούσε σφοδρές διαμαρτυρίες. Καθώς δεν θέτει το πρόβλημα με τους όρους αυτούς, η ρητορική με τις κορώνες περί (χρηματικής) «αλληλεγγύης» των ευρωπαϊκών λαών («Θα πρέπει να δείξουμε την αλληλεγγύη μας στην Ελλάδα»), ή, αντίθετα, περί «εγωϊσμού» της Γερμανίας, είναι καταδικασμένη να βρίσκεται στο τελευταίο σκαλί της πολιτικής ματαιότητας -με τη διάλυσή της μέσα σε έναν θλιβερό ηθικολογικό χυλό.
Ποιο είναι ή ποια είναι τα αντικείμενα γύρω από τα οποία θα μπορούσε να αποκρυσταλλωθεί το κοινό συναίσθημα που θα συγκροτεί έναν ευρωπαϊκό λαό; Η υπόθεση του άρθρου είναι ότι ένα από τα αντικείμενα θα μπορούσε να είναι η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή η ίδια ιδέα που βρίσκεται σε βαθιά κρίση στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση και που, αντίστροφα, θα μπορούσε να γίνει ο μοχλός της αναγέννησής της. Στην πραγματικότητα, μπορεί κανείς να θεωρήσει τη λαϊκή κυριαρχία, με άλλα λόγια το δικαίωμα των συλλογικοτήτων να είναι κύριες του πεπρωμένου τους, ως το θεμελιώδες γεγονός της πολιτικής νεωτερικότητας, εάν όχι και του ορισμού της, έτσι όπως αυτός έχει ιστορικά εξελιχθεί στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Παραφράζοντας τον Σπινόζα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η λαϊκή κυριαρχία είναι το πρωταρχικό κοινό συναίσθημα των κοινωνιών αυτών, το αρχετυπικό πολιτικό συναίσθημά τους. Μήπως, λοιπόν, η ιδέα της διεκδίκησης της λαϊκής κυριαρχίας είναι διαδεδομένη σε τέτοιο σημείο που να μπορεί να αποτελέσει βασικό στοιχείο συγκρότησης ενός ευρωπαϊκού πολιτικού φαντασιακού και, άρα, την πιθανή πρώτη ύλη ενός επαρκούς κοινού συναισθήματος;
Το ζήτημα της επάρκειας αυτής είναι, βέβαια, νευραλγικό. Με άλλα λόγια, γνωρίζοντας και τις διαφοροποιήσεις και τις προσεγγίσεις που έχουν ήδη συντελεστεί ιστορικά, η διεκδίκηση της λαϊκής κυριαρχίας σε ευρωπαϊκή κλίμακα μπορεί, άραγε, να αποτελέσει το επαρκές συμπληρωματικό βήμα για να δημιουργηθεί ένα κοινό συναίσθημα που θα είναι, με τη σειρά του, ικανό να πυροδοτήσει τη δημιουργία κοινών πολιτικών (υπο)συναισθημάτων που θα τέμνουν εγκάρσια τα εθνικά κράτη, με αποτέλεσμα το κοινό, νεο-εθνικό, ευρωπαϊκό πολιτικό συναίσθημα να υπερισχύσει των κοινών, παλαιο-εθνικών (υπο)συναισθημάτων; Δηλαδή, τίθεται εδώ το ζήτημα των συναισθηματικών προϋποθέσεων αποδοχής του νόμου της πλειοψηφίας.
Επομένως, το διακύβευμα είναι, εάν ορισμένες από τις σημερινές εθνικές ιδιοσυγκρασίες, αντικείμενα ισχυρών τοπικών κοινών συναισθημάτων, θα ανέχονταν να τεθούν σε αμφισβήτηση από έναν νόμο της ευρωπαϊκής πλειοψηφίας -κάτι που θα μπορούσε να συμβεί εάν ο νόμος της πλειοψηφίας εφαρμοζόταν σε πεδία κοινής πολιτικής. Τυχαίο παράδειγμα: η οικονομική πολιτική και ιδιαίτερα, η νομισματική πολιτική. Δηλαδή η επανεξέταση των αρχών της νομισματικής πολιτικής, δηλαδή του καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρα και το ενδεχόμενο να μην είναι πια ανεξάρτητη, η ύπαρξη και το ύψος των στόχων για τον πληθωρισμό, η δυνατότητα ή μη της νομισματικής χρηματοδότησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, οι κανόνες περί ισοσκελισμένων προϋπολογισμών κτλ.
Ερώτηση: η Γερμανία, η οποία έχει επιβάλει τις εμμονές της και τα νομισματικά της δόγματα στο σύνολο της ευρωζώνης, θα αποδεχόταν, στα ζητήματα αυτά, τα οποία έχουν για την ίδια έναν σχεδόν ιερό χαρακτήρα, να υποταχθεί σε έναν νόμο της ευρωπαϊκής πλειοψηφίας που θα ανέτρεπε τις μέχρι τώρα ρυθμίσεις; Εδώ τίθεται το ζήτημα των τοπικών κοινών συναισθημάτων. Όλα πηγαίνουν καλά όσο οι διάφορες ιδιοσυγκρασίες μπορούν να συμβιβάζονται με μηχανισμούς επικουρικότητας. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν οι ιδιοσυγκρασίες αγγίζουν τομείς κοινού συμφέροντος -όπως συμβαίνει κατεξοχήν με την οικονομική και τη νομισματική πολιτική.
Για όσους θεωρούν ότι οι ενδιάμεσοι πολιτικοί σχηματισμοί, συμπεριλαμβανομένης της κοσμοπολίτικης μορφής της συνομοσπονδίας εθνικών κρατών, δεν είναι βιώσιμοι και εντούτοις δεν εγκαταλείπουν τον στοχασμό γύρω από την προοπτική ενός ευρωπαϊκού κράτους, εδώ ακριβώς βρίσκεται το είδος της πολύ συγκεκριμένης ερώτησης που πρέπει απαραίτητα να θέσουν, εκτός εάν θέλουν να παραμένουν στο έδαφος των φθηνών γενικοτήτων -«ειρήνη»- οι οποίες καταδικάζουν τους μεταγενέστερους πολιτικούς πειραματισμούς σε καταστροφικά αποτελέσματα. Περιττό να διευκρινιστεί ότι οποιαδήποτε αρνητική απάντηση καταδικάζει εξ ορισμού την ίδια την ιδέα της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης. Όμως, με την οικονομική πολιτική αγγίζει κανείς ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της κοινής ευρωπαϊκής ζωής... και, ταυτόχρονα, ένα από τα ζητήματα που μπορούν να προκαλέσουν ανυπέρβλητη τοπική αντίσταση, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα.
Επομένως, όσο ισχυρή και να είναι, και σίγουρα είναι, μάλλον είναι υπερβολικό να ζητά κανείς από τη σύγχρονη ιδέα της δημοκρατικής κυριαρχίας, την ιδέα της συλλογικής απόφασης, να πυροδοτήσει από μόνη της ένα επαρκές κοινό συναίσθημα για να συγκροτηθεί μια πολιτική Ευρώπη, ακόμη κι αν αληθεύει ότι αιώνες ευρωπαϊκής ιστορίας έχουν διαμορφώσει κι άλλα είδη κοινών πολιτιστικών χαρακτηριστικών που θα μπορούσαν να τη στηρίξουν. Άλλωστε, η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί διαρκώς να επιστρατεύει αυτά τα ενισχυτικά κοινά χαρακτηριστικά -από τον «ανθρωπισμό» μέχρι... τον «χριστιανισμό»!- τα οποία θα ήθελε να χρησιμοποιήσει ως συναισθηματικό υπόστρωμα μιας ενδεχόμενης πολιτικής κοινότητας. Βρισκόμαστε, όμως, πολύ μακριά από το σημείο αυτό, εάν το ζήτημα είναι να διασφαλιστεί ότι οι κοινές πολιτικές διαθέτουν τις συναισθηματικές προϋποθέσεις αποδοχής του νόμου της ευρωπαϊκής πλειοψηφίας.
Άρα, λέει κανείς ένα μικρό ψέμα όταν ανακοινώνει ότι απλώς προσπαθεί να επαναδιατυπώσει εννοιολογικά το πρόβλημα του ευρωπαϊκού κράτους χωρίς πρόθεση να αποφανθεί προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Κι αυτό, γιατί η επαναδιατύπωση προδιαγράφει μόνη της τις πιθανές λύσεις. Ανάμεσα στις οποίες πρέπει κανείς να διαλέξει.
Είτε διατηρείται το σημερινό περίγραμμα της Ευρώπης -οι 28 της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή οι 17 της Ευρωζώνης- αλλά εγκαταλείπεται η πραγματική πολιτική ενοποίηση, η οποία, εξ ορισμού, θα έπρεπε να περιλαμβάνει όλα τα ζητήματα οικονομικής πολιτικής, και, κάτι τέτοιο, τη στιγμή που τα σημαντικότερα από τα ζητήματα αυτά βρίσκονται εκτεθειμένα στο εμφανές βέτο μίας από τις χώρες και, άρα, απαγορεύεται να τεθούν ως επίδικο πανευρωπαϊκών αποφάσεων. Με το σχήμα αυτό, δεν θα υπάρξει ευρωπαϊκό κράτος, δεν θα υπάρξει ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση -κάτι που δεν σημαίνει καθόλου Ευρώπη, αλλά σημαίνει μια Ευρώπη με πιο ταπεινές φιλοδοξίες, η οποία θα νοείται ως ιστός ποικίλων συνεργασιών, χωρίς βλέψεις για τη συγκρότηση ενιαίου κυρίαρχου κράτους, κατά συνέπεια, χωρίς παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας των σημερινών ευρωπαϊκών κρατών.
Είτε, ίσως, ένα λιγότερο απαισιόδοξο δίδαγμα που μπορεί να αντλήσει κανείς από αυτή την αποφασιστική δοκιμασία του νομισματικού ζητήματος: ενδεχομένως μπορούμε να δημιουργήσουμε ευρωπαϊκό κράτος... αλλά όχι με τον οποιονδήποτε. Και, για την ώρα, εμφανέστατα όχι με τη Γερμανία.