Τα διακριτικά κτήρια της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΑΕΕ) στην Ουάσιγκτον είναι πλήρως ενσωματωμένα στο κοινότοπο φόντο μιας περιοχής γεμάτης με γραφεία. Στην πρόσοψη, μόλις που διακρίνεται η βαθυγάλαζη σημαία με τα δώδεκα αστέρια, επιδεικνύοντας στον επισκέπτη το πιο παλαιό σημείο αναγνώρισης της ευρωπαϊκής κοινότητας στο εξωτερικό (1954). Βρισκόμαστε στις 11 Φεβρουαρίου 2014 και, μερικές εκατοντάδες μέτρα βορειότερα, η αμερικανική πρωτεύουσα προετοιμάζεται με λαμπρότητα για την επίσημη επίσκεψη του Γάλλου προέδρου, Φρανσουά Ολάντ. Τα γαλλικά χρώματα, με μια σημαία ανά πενήντα μέτρα, κυματίζουν κατά μήκος των δρόμων. Το ίδιο βράδυ, ο Λευκός Οίκος θα στρώσει τα καλά του σερβίτσια για ένα επίσημο δείπνο με τριακόσιους συνδαιτυμόνες, το οποίο χαρακτηρίστηκε «υπερβολικά δαπανηρό» από τον κάπως αμήχανο τοπικό Τύπο.
Οι ενστάσεις αυτές διόλου εκπλήσσουν τον Φρανσουά Ριβασό, αναπληρωτή διευθυντή της ΑΕΕ, της οποίας κανείς εκπρόσωπος δεν προσκλήθηκε στους γαλλο-αμερικανικούς εορτασμούς. «Τα μεγάλα κράτη είναι φυσικό να διατηρούν τη δική τους διμερή πολιτική», παραδέχεται. Ιδού, λοιπόν, η Γαλλία σε έναν ρόλο που άλλοτε ήταν αποκλειστικό προνόμιο του Ηνωμένου Βασιλείου: αυτόν του πρωτοπαλίκαρου των Ηνωμένων Πολιτειών, που προβάλλει αχόρταγα την «ειδική σχέση» του με την Ουάσιγκτον, τη στιγμή, μάλιστα, που οι κεραίες των διπλωματών λαμβάνουν όλο και πιο δυνατά σήματα από την Ουκρανία.
Από την πλευρά του, ο Αμερικανός πρόεδρος επιθυμεί να παρηγορήσει τον σύμμαχό του, προσφάτως επανακάμψαντα στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, τον οποίο άφησε εντελώς ακάλυπτο στη σταυροφορία εναντίον του συριακού καθεστώτος. Εκπληκτική αντιστροφή ρόλων: λιγότερο έτοιμος να ξεθάψει το τσεκούρι του πολέμου από τον Φρανσουά Ολάντ, ο Μπαράκ Ομπάμα –που επιπλέον μόλις είχε ανακοινώσει την αύξηση του βασικού μισθού των απασχολουμένων στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση– διακοσμεί με λίγες ακόμη πινελιές το πορτρέτο του σοσιαλιστή προέδρου ως δεξιόστροφου ανδρός.
Ενθαρρυμένος από έναν υπουργό Εξωτερικών γνωστό για τον φιλοαμερικανισμό του, τον Λοράν Φαμπιούς, ο Γάλλος ανώτατος άρχων ολοκληρώνει το έργο τής φιλοατλαντικής στροφής της γαλλικής διπλωματίας, που εγκαινιάστηκε από τον Φρανσουά Μιτεράν. Μιμείται την καλυμμένη μισαλλοδοξία των Αμερικανών νεοσυντηρητικών, δηλώνοντας πως θέλει να «τιμωρήσει» τους «τρομοκράτες» του βόρειου Μάλι και συνηγορώντας υπέρ της στρατιωτικής λύσης εναντίον του καθεστώτος της Δαμασκού. Αφού προηγουμένως οδήγησε σε αποτυχία το πρώτο στάδιο των διαπραγματεύσεων με το Ιράν (Γενεύη ΙΙ), το Παρίσι υιοθετεί ψυχροπολεμική στάση απέναντι στη Μόσχα: υποστήριξη της ένταξης της Ουκρανίας στην ευρωπαϊκή σφαίρα επιρροής, αναγνώριση της κυβέρνησης που προέκυψε από την εξέγερση του φετινού χειμώνα, παροχή βοήθειας σε αυτήν, εγκατάλειψη της συμφωνίας της 21ης Φεβρουαρίου, η οποία προέβλεπε κυβέρνηση εθνικής ενότητας και καινούργιο Σύνταγμα. Συμβουλευόμενος ένα λεξικό που κατά τα φαινόμενα δεν διαθέτει παρά μία και μόνη σελίδα, ο κ. Φαμπιούς επαναλαμβάνει σε όποιον είναι πρόθυμος να το ακούσει, ότι η κατάσταση είναι «δύσκολη» και ότι πρέπει να επιδειχθεί «πυγμή».
Τα Ηνωμένα Έθνη όμηροι του ΝΑΤΟ
Ποιο γεωπολιτικό όραμα υπηρετεί αυτή η στάση; Κανένα, εκτιμά ένας διπλωμάτης, ο οποίος διακρίνει στη στάση των Γάλλων ηγετών ένα μείγμα «διανοητικής οκνηρίας και άγνοιας της εθνικής ιστορίας». Το 2011, ορισμένοι συνάδελφοί του ήδη κατήγγελλαν τον «παρορμητισμό», τον «ερασιτεχνισμό» και την «υπερβολική εμμονή με τα μέσα ενημέρωσης» των ενοίκων του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών (1). «Η εξωτερική πολιτική δεν είναι δυνατό να βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό», έγραφε με τη σειρά του ο πρώην πρέσβης Φρανσίς Γκουτμάν, το 2011. «Προϋποθέτει όραμα και προοπτική (ο στρατηγός Ντε Γκολ, όταν ήταν να εκφωνήσει τον λόγο του για το Βιετνάμ, δεν άρχισε να αναρωτιέται το ίδιο πρωί, μόλις ξύπνησε στην Πνομ Πενχ, τι θα έλεγε αργότερα στο στάδιο) (2)». Όσον αφορά την Ουκρανία, ο ίδιος διπλωμάτης, που επιπλέον χρημάτισε γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών, περιγράφει μια Γαλλία «ενοχλητικά μεροληπτική (3)». Αν και λειτούργησε ως διαμεσολαβητής στη σύρραξη του 2008 στη Γεωργία, το Παρίσι αφήνει πλέον αυτόν τον στρατηγικό ρόλο στη Γερμανία, προσδεμένη στο άρμα των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1945, αλλά και προνομιακό οικονομικό εταίρο της Μόσχας.
Απέναντι σε μια Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) που αδυνατίζει τη διπλωματία των Είκοσι Οκτώ, οι οποίοι διαφωνούν μεταξύ τους σχεδόν για τα πάντα, και σε αόριστες διακηρύξεις προθέσεων για τη διατήρηση της ειρήνης ή την πρόληψη των κρίσεων, ο ηγετικός ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών επιβάλλεται ως ο μικρότερος κοινός παρονομαστής. Ο Κουρτ Βόλκερ, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, τον οποίο συναντήσαμε στην Ουάσιγκτον, δεν κρύβει την ικανοποίησή του: μετά την «εξομάλυνση» της γαλλικής πολιτικής, οι ευρω-ατλαντικές σχέσεις έγιναν «πιο υγιείς». Ως Ρεπουμπλικάνος, λυπάται που ο πρόεδρος Ομπάμα δεν επιβάλλει ακόμη περισσότερο το κύρος του επί των Ευρωπαίων συμμάχων, τους οποίους θεωρεί άτολμους και πάντα έτοιμους «να διυλίσουν τον κώνωπα». Ευτυχώς, με την επέμβαση στη Λιβύη, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο κατέδειξαν ότι διαθέτουν την ικανότητα να αναλαμβάνουν το μερίδιο που τους αναλογεί από το περίφημο «φορτίο» της κοινής άμυνας, παίζοντας τον ρόλο του ένοπλου βραχίονα μιας «διεθνούς κοινότητας» υπό δυτική κυριαρχία. Χωρίς ολοκληρωμένο στρατιωτικό επιτελείο, που ωστόσο προβλέπεται στην ιδρυτική πράξη τους αλλά ποτέ δεν σχηματίστηκε, τα Ηνωμένα Έθνη βρίσκονται αίφνης όμηροι του ΝΑΤΟ.
Η ατλαντική ροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν συνιστά φυσικά κάποια απροσδόκητη γενετική μετάλλαξη. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εγκαινιάζεται κατά την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, με τις ευλογίες των ΗΠΑ και κάτω από τη στρατιωτική ομπρέλα τους. Η Ουάσιγκτον ήταν η πρώτη πρωτεύουσα που αναγνώρισε, το 1952, την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Ο δεσμός αυτός ποτέ δεν χαλάρωσε: ο πρώτος κάτοχος της θέσης του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για την ΚΕΠΠΑ ήταν ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Χαβιέ Σολάνα. Η διάδοχός του δεν είναι άλλη από την Κάθριν Άστον, η βρετανική ιθαγένεια της οποίας δεν μπορεί παρά να ενθουσιάζει τον Λευκό Οίκο. Διορισμένη από τους είκοσι οκτώ αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, είναι ταυτόχρονα αντιπρόεδρος της Κομισιόν και επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), που δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας.
Μέχρι τη δεκαετία του 1980, το Παρίσι προωθούσε την προοπτική μιας «ευρωπαϊκής Ευρώπης», ενός «τρίτου δρόμου» ανάμεσα στη ρωσική και την αμερικανική υπερδύναμη. Παρά τη γαλλική εναντίωση –απαρασάλευτα εκφραζόμενη μέχρι τον Μιτεράν– όλες οι συνθήκες επικύρωναν την πρόσδεση στο ΝΑΤΟ μιας Ένωσης «ψυχολογικά εξαρτημένης» από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με την έκφραση ενός ανώτερου Ευρωπαίου αξιωματούχου στην Ουάσιγκτον, ο οποίος προτιμά να διατηρήσει την ανωνυμία του. Όταν διαλυόταν το σοβιετικό μπλοκ, ο Αμερικανός πρόεδρος και οι Ευρωπαίοι ομόλογοί του επαναβεβαίωσαν, μέσω της Υπερατλαντικής Διακήρυξης του 1990, τη στρατηγική σύμπλευσή τους και την ανάγκη για την εμβάθυνσή της.
Μέσα στο ευρύ φάσμα κοινών στόχων, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται η ειρήνη, η δημοκρατία και η ασφάλεια, ιδιαίτερη θέση κατέχει η επέκταση της οικονομίας της αγοράς και του ελεύθερου εμπορίου (βλ. το φάκελο «Ευρώπη» στην Αυγή της περασμένης Κυριακής), η οποία κυριαρχεί σε μια διπλωματικά ασύμμετρη σχέση: Διατλαντική Οικονομική Συνεργασία (1998), συνθήκη-πλαίσιο για μια νέα οικονομική συνεργασία και δημιουργία του Διατλαντικού Οικονομικού Συμβουλίου (2007). Η Συμφωνία Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Συνεργασίας (Transatlantic Trade and Investment Partnership, ΤΤΙΡ), που βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση (4), αποτελεί τον τελευταίο φιλελεύθερο καρπό του ευρωαμερικανικού ζεύγους, που ζει έναν μήνα του μέλιτος αορίστου χρόνου, ενθαρρυμένο από την Κομισιόν. Ο πρέσβης της Ένωσης στην Ουάσιγκτον, ο Πορτογάλος Ζοάο Βάλε ντε Αλμέιντα, δεν φείδεται προσπαθειών προκειμένου να πείσει τα μέλη του Κογκρέσου που φοβούνται τις επιπτώσεις επί της απασχόλησης στις Πολιτείες τους, για τα οφέλη της Συμφωνίας Διατλαντικής Συνεργασίας. Στο Παρίσι, ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, κ. Τιερί Ρεπαντέν κάνει λιανά τη γαλλική θέση: «Η Γαλλία ανέκαθεν υποστήριζε επί της αρχής μια συμφωνία για το ελεύθερο εμπόριο». Από γεωπολιτική σκοπιά, δηλώνει: «Στο πλαίσιο της επικείμενης συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, που είναι προγραμματισμένη για τον Σεπτέμβριο του 2014, θα θέλαμε να ισχυροποιήσουμε τη συνεργασία μεταξύ της Ένωσης και του ΝΑΤΟ (5)».
Αντιπρόεδρος του Διατλαντικού Συμβουλίου, μιας ιδιαίτερα «ψυχροπολεμικής» δεξαμενής σκέψης που δημιουργήθηκε το 1961, η Φράνσις Μπέργουελ ανυπομονεί για την οριστική σύναψη της συμφωνίας, καθώς, όπως λέει, θα επιτρέψει στους ατλαντικούς εταίρους (40% του παγκόσμιου εμπορίου) να «ορίσουν τους οικονομικούς κανόνες για ολόκληρο τον κόσμο». Οι συναλλαγές ανάμεσα στις δύο όχθες του Ατλαντικού αντιπροσωπεύουν ποσά της τάξης του 1,7 δισ. ευρώ καθημερινά, με την κάθε πλευρά να είναι ο πρώτος εμπορικός εταίρος της άλλης. Η διατλαντική σχέση είναι ένα κρουαζιερόπλοιο πολυτελείας, του οποίου προηγούνται καταδρομικά που εξαπολύουν, με ομοβροντίες εμπορικών συμφωνιών, τα ευρω-αμερικανικά συμφέροντα σε όλον τον κόσμο. Πέρα από τις γενικόλογες διατυπώσεις περί δημοκρατίας και δικαιωμάτων του ανθρώπου, οι συμβάσεις που διαπραγματεύεται η Ένωση με τις ανατολικές χώρες, όπως η Ουκρανία, είναι κατά τ’ άλλα πρωτίστως συμβάσεις ελεύθερου εμπορίου. Από τη σκοπιά της Ουάσιγκτον, η ιδέα μιας κοινωνικής Ευρώπης μοιάζει ακόμη πιο θολή απ’ ότι στη Γηραιά Ήπειρο.
Η αντίληψη της διατλαντικής σχέσης γίνεται πλέον αντιληπτή «με την ευρεία έννοια», εξηγεί η Χέδερ Κόνλεϊ, πρώην αναπληρώτρια γενική γραμματέας του Γραφείου Ευρωπαϊκών και Ευρασιατικών Σχέσεων των ΗΠΑ, επιφορτισμένη με τις διμερείς σχέσεις με την Ευρώπη. Θεωρώντας ως σημείο αναφοράς τις δύο όχθες του ωκεανού, η σχέση αυτή συμπεριλαμβάνει το σύνολο του εδάφους των ΗΠΑ και της Ευρώπης των 28. Συγκεκριμένα, εκτείνεται, εκ δυσμών προς ανατολάς, από την Καλιφόρνια έως τη Λιθουανία και, από βορρά προς νότο, από τη Γροιλανδία έως τη Γη του Πυρός και τη Νότια Αφρική. Με αυτό το πνεύμα, η Κομισιόν ξεκίνησε, τον Ιανουάριο του 2013, ένα ειδικό πρόγραμμα με προορισμό «την ανάλυση των θεμελιωδών εξελίξεων στη λεκάνη του Ατλαντικού» όσον αφορά την οικονομία, την ασφάλεια, τους θεσμούς και το περιβάλλον. «Απασχολημένοι με την αντίθεση μεταξύ των θεαματικών δεικτών ανάπτυξης στην Ασία και των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η Δύση, πολλοί παρατηρητές δεν αντιλήφθηκαν την επαναδιαμόρφωση του ατλαντικού χώρου», γράφει η Κομισιόν. «Ο δεσμός Βόρειας Αμερικής και Ευρώπης παραμένει ο πιο ισχυρός υφιστάμενος δεσμός μεταξύ δύο ηπείρων (6)».
Όλα τα στοιχεία υπηρετούν την ίδια λογική. «Το παγκόσμιο εμπόριο θα επιβραδυνόταν αν οι ΗΠΑ δεν εγγυούνταν την ασφάλεια των συμμετεχόντων», επιβεβαιώνει με μια δόση απλοϊκότητας ο κ. Βόλκερ. Όμως, συνάδει, άραγε, ένα τέτοιο όραμα με την ενίσχυση «της ταυτότητας της Ευρώπης και της ανεξαρτησίας της», που προβλέπεται στο προοίμιο –χωρίς δεσμευτική αξία, είναι η αλήθεια– της Συνθήκης της Λισαβόνας; Σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων από την αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ουάσιγκτον, στα πολυτελή γραφεία του Γερμανικού Ταμείου Μάρσαλ των ΗΠΑ (German Marshall Fund, GMF), μιας αμερικανικής δεξαμενής σκέψης που δημιουργήθηκε με γερμανικά κεφάλαια, ο Άντριου Φισμπάιν εκπλήσσεται από την ερώτηση: «Από τη στιγμή που ενισχύεται η Ασία, τα συμφέροντά μας συμπίπτουν. Εξάλλου, έχουμε κοινές αξίες, όπως η δημοκρατία και η υπεράσπιση της “κοινωνίας των πολιτών”, που προωθεί τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Αυτές οι κούφιες διατυπώσεις –που επανέρχονται διαρκώς στο στόμα των περισσότερων συνομιλητών μας– φωτίζουν με σκληρό τρόπο την πολιτική ανυπαρξία της Ευρώπης των 28. Για την Ουάσιγκτον, η εταιρική σχέση με την Ευρώπη απαρτίζει τον έναν βραχίονα της τανάλιας που, μαζί με τις συμφωνίες οι οποίες έχουν συναφθεί στον Ειρηνικό, πρέπει να κλείσει ταυτόχρονα γύρω από τη Ρωσία και την Κίνα. Για τους Ευρωπαίους, των οποίων η ενότητα έγκειται, κατά κύριο λόγο, στην προώθηση της οικονομίας της αγοράς και του ελεύθερου εμπορίου, ο στρατηγικός στόχος μοιάζει πιο ασαφής.
Κανένα στρατηγικό όραμα
Επεμβαίνοντας ευθέως στα ουκρανικά πολιτικά πράγματα, η Ρωσία υπενθυμίζει πως ανήκει στην Ευρώπη, απέναντι σε δυτικές δυνάμεις που επιζητούν –υπό την καθοδήγηση των Ηνωμένων Πολιτειών– να την απωθήσουν προς την Ασία. Πέρα από τα προφανή εθνικά συμφέροντά του, το Βερολίνο εμφανίζεται επιφυλακτικό απέναντι σε μια προοπτική που προσκρούει τόσο στην ιστορία όσο και στη γεωγραφία. Βουτηγμένη από τη στιγμή της γέννησής της στη μεγάλη ατλαντική κολυμβήθρα, που πλέον γίνεται αντιληπτή «με την ευρεία έννοια», η Ένωση διεισδύει στη ζώνη επιρροής της Ρωσίας με το ελαφρύ βήμα του ελέφαντα και το διεισδυτικό βλέμμα του τυφλοπόντικα.
Όχι μόνο η Ε.Ε. δεν διαθέτει κανένα στρατηγικό όραμα σχετικά με τα ηπειρωτικά συμφέροντά της, αλλά και τίποτε δεν υποδηλώνει πως εξετάζει το ενδεχόμενο να το δημιουργήσει. Ακόμη χειρότερα, δεν φοβάται να έρθει σε αντίθεση με τις λίγες αρχές που με κόπο έχει υιοθετήσει. Έτσι, η πολιτική της επονομαζόμενης «γειτονίας» επισήμως οφείλει να συμβάλλει στη σταθεροποίηση της ειρήνης στη Γηραιά Ήπειρο. Όμως, η υποστήριξη που πρόσφερε η Ένωση στην επέκταση της Ατλαντικής Συμμαχίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η διακηρυγμένη βούληση διεύρυνσής της προς τα δυτικά Βαλκάνια, πιέζοντας, λόγου χάρη, το Βελιγράδι να απομακρυνθεί από τη Μόσχα, η αναγγελθείσα υπογραφή μιας συμφωνίας σύνδεσης με το Κίεβο –κατά παράδοση προθάλαμος της ένταξης στην Ένωση– διακινδυνεύουν να έρθουν σε ελαφρά αντίθεση με αυτή την ευγενή φιλοδοξία.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι θιασώτης της προσφυγής στη βία, την οποία θεωρεί σύνηθες εργαλείο της εξωτερικής πολιτικής, όμως τώρα βρέθηκε να παίζει, παρά τη θέλησή του, με τις Βρυξέλλες το παιδικό παιχνίδι «τα αγάλματα» (7). Μετά τα χρόνια της απουσίας της από το προσκήνιο, η Ρωσία δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει την ατλαντική επέκταση προς τα σύνορά της. Και, δήθεν αφελής, η Ε.Ε., έχοντας φθάσει έως την πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου, αρνείται πως έχει αναλάβει δράση –σαν παιδί που μόλις έκανε ζαβολιά.