«Συνεπώς, η εργασία δεν είναι η μοναδική πηγή των αξιών χρήσης που παράγει, του υλικού πλούτου. Είναι ο πατέρας τους κι η γη είναι η μητέρα τους».
Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο» (1867).
Το ξέρατε; Οι υπηρεσίες που παρέχουν οι νυχτερίδες στις Ηνωμένες Πολιτείες αξίζουν 22,9 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Πώς κατέληξαν σε αυτό το τόσο εντυπωσιακό ποσό; Υπολογίζοντας πόσες ποσότητες εντομοκτόνων γίνεται δυνατόν να εξοικονομηθούν, δεδομένου ότι οι νυχτερίδες τρέφονται με επιβλαβή για τον άνθρωπο έντομα. Όσον αφορά δε τα έντομα που γονιμοποιούν τα φυτά μεταφέροντας τη γύρη, εξασφαλίζουν σε αυτή τη χώρα όφελος 190 δισ. δολάρια ετησίως. Tο μεγαλύτερο μερίδιο αυτού του ποσού αντιστοιχεί στη συνεισφορά των μελισσών (153 δισ.). Η δε αξία της φωτοσύνθεσης που πραγματοποιούν τα γαλλικά δάση, υπολογίζεται με βάση την τιμή του τόνου αερίων τού άνθρακα στις διεθνείς αγορές δικαιωμάτων ρύπων (1).
Από πού προέρχεται αυτή η πρακτική, που συνίσταται στο να αποδίδεται στη φύση μια οικονομική αξία, η οποία στηρίζεται στη χρησιμοποίηση από τον άνθρωπο των ευεργετημάτων που του προσφέρει; Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και η εξάντληση των φυσικών πόρων έχουν φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, πανικόβλητοι μπροστά στην έκταση της καταστροφής και εμφορούμενοι από καινοφανή ζήλο, επιδιώκουν την εισαγωγή τού περιβαλλοντικού παράγοντα στα νεοκλασικά οικονομικά τους μοντέλα, τα οποία, μέχρι πολύ πρόσφατα, αγνοούσαν εντελώς το περιβάλλον και θεωρούσαν ότι η φύση είναι ανεξάντλητη.
Οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν στην κρίση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Πρόκειται δε, για ένα ζήτημα που δεν οφείλεται στη συγκυρία: οι ρίζες του βρίσκονται στις κοινωνικές και στις οικολογικές αντιφάσεις που οδηγήθηκαν στα άκρα κατά τη διάρκεια αυτής της νεοφιλελεύθερης περιόδου. Από τη μια πλευρά, η υποτίμηση της εργατικής δύναμης σε σχέση με την παραγωγικότητά της οδηγεί σε μια κατάσταση υπερπαραγωγής στους περισσότερους βιομηχανικούς τομείς. Ωστόσο, οι κατέχοντες που αποτελούν τις εύπορες τάξεις, πλουτίζουν σε εξοργιστικό βαθμό χάρη στις φοροαπαλλαγές που απολαμβάνουν και στα απίστευτα υψηλά εισοδήματα που αποκομίζουν από τον χρηματοοικονομικό τομέα. Από όλα αυτά προκύπτει μια ανεργία που έχει λάβει ενδημικές διαστάσεις, ακραία εργασιακή ανασφάλεια, συρρίκνωση της κοινωνικής προστασίας και ολοένα μεγαλύτερη αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Από την άλλη πλευρά, η απεριόριστη συσώρρευση κεφαλαίου προσκρούει στα όρια που της θέτει ο πλανήτης: απειλεί την ισορροπία των οικοσυστημάτων, εξαντλεί πολλούς φυσικούς πόρους, πλήττει τη βιοποικιλότητα, η οποία φτωχαίνει διαρκώς, δημιουργεί πλήθος πηγών ρύπανσης και απορρυθμίζει το κλίμα.
Από τις δύο κατηγορίες αντιφάσεων καθίσταται μακροπρόθεσμα αδύνατον να επιβληθεί στους εργαζόμενους να παράγουν ολοένα μεγαλύτερη οικονομική αξία και αυτή με τη σειρά της να μετατρέπεται σε χρήμα μέσα στην αγορά. Με άλλα λόγια, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από ένα ορισμένο όριο εκμετάλλευσης των ανθρώπινων όντων χωρίς να υπονομεύσει τις προοπτικές της επέκτασής του. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν μπορεί να ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο όριο εκμετάλλευσης της φύσης χωρίς να φθείρει ή και να καταστρέψει την υλική βάση της συσσώρευσης κεφαλαίου. Η χρηματοοικονομική κρίση που ξέσπασε το 2007 γκρέμισε την αυταπάτη ότι ο χρηματοοικονομικός τομέας θα μπορούσε να απελευθερωθεί, τόσο από τους κοινωνικούς όσο και από τους φυσικούς περιορισμούς, μετατρεπόμενος σε μια ενδογενή και αυτοτροφοδοτούμενη πηγή παραγωγής αξίας. Αποδεικνύεται, έτσι, ότι είναι αδύνατον να ξεπεραστούν οι δύο περιορισμοί.
Να διαφυλάξουμε τον ιστό της ζωής
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της κρίσης τού καπιταλισμού, δύο σημαντικές αλλαγές συνέβαλαν στην επανεκκίνηση των θεωρητικών συζητήσεων για τον πλούτο και την οικονομική αξία. Η πρώτη συνίσταται στη γενίκευση σε πλανητική κλίμακα του παραγωγικίστικου και καταστροφικού τρόπου ανάπτυξης. Η δεύτερη αφορά την ολοένα σημαντικότερη θέση που καταλαμβάνουν οι γνώσεις μέσα στην παραγωγική διαδικασία.
Τα δύο φαινόμενα προκαλούν δύο ερωτήματα: ποιος τύπος πλούτου βλάπτεται στην πρώτη περίπτωση; Και ποιες αλλαγές υφίσταται η πηγή της αξίας στη δεύτερη περίπτωση;
Η εργαλειοποίηση της φύσης έχει προχωρήσει σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε, ακόμα και στους κόλπους του κυρίαρχου νεοκλασικού ρεύματος, οι οικονομολόγοι άρχισαν να υπερασπίζονται το περιβάλλον ως «φυσικό κεφάλαιο». Η «πρόσδοση αξίας στους έμβιους οργανισμούς», η «έμφυτη οικονομική αξία της φύσης» και η «αξία των υπηρεσιών που μας παρέχει η φύση» αποτελούν σημαντικά θέματα των μελετών της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP), του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ.λπ..
Όλοι θεωρούν ότι είναι δυνατόν να αθροίζονται, αφενός στοιχεία των οποίων το μέτρο προκύπτει από τον υπολογισμό του κόστους της παραγωγής που πραγματοποιεί ο άνθρωπος και, αφετέρου, στοιχεία τα οποία δεν παράγονται και, επιπλέον, ανήκουν στη σφαίρα του ποιοτικού και των ηθικών αξιών, τα οποία συνεπώς είναι αδύνατον να αξιολογηθούν και να αποτιμηθούν. Εάν όλα μπορούν να αξιολογηθούν και να αποτιμηθούν, τότε τα πάντα μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν κεφάλαιο. Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι ορίζουν τον πλούτο ως το άθροισμα αυτού που αποκαλούν οικονομικό, ανθρώπινο, κοινωνικό και φυσικό κεφάλαιο, τα οποία, κατά τη γνώμη τους, μπορούν να ενταχθούν όλα σε μια ανάλογη διαδικασία υπολογισμών.
Υπάρχει όμως και κάτι που είναι πολύ σοβαρότερο: αυτή η ανάλυση δεν λαμβάνει υπόψη τον μεταβολισμό που υπάρχει ανάμεσα στα φυσικά οικοσυστήματα. Καθώς απομονώνει κάθε στοιχείο τους για να αξιολογηθεί ξεχωριστά το κόστος του, η τιμή του, ακόμα κι η χρησιμότητά του, αδυνατεί να συλλάβει τον παράγοντα που έχει τη μεγαλύτερη σημασία: τις αλληλεπιδράσεις που αποτελούν τον ιστό πάνω στον οποίο είναι υφασμένη η ζωή. Η διαφύλαξη αυτού του ιστού αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αναπαραγωγή της.
Το εν λόγω εγχείρημα δρομολογήθηκε το 1997, με τη μελέτη που πραγματοποίησε ο ειδικός στα ζητήματα του περιβάλλοντος Ρόμπερτ Κοστάντζα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, η αξία των υπηρεσιών που μας προσφέρει κάθε χρόνο η φύση κυμαίνεται μεταξύ 16 και 54 τρισεκατομμυρίων δολαρίων (με αγοραστική δύναμη του 1994) (2). Από εκείνη την εποχή, οι μελέτες τέτοιου τύπου έχουν πολλαπλασιαστεί. Ωστόσο, για παράδειγμα, η τιμή που αποδίδεται στο σύνολο των γαλλικών δασών (η οποία υπολογίζεται με βάση την τιμή των αερίων του άνθρακα στις διεθνείς αγορές ρύπων), αποτελεί δημιούργημα της χρηματοοικονομικής σφαίρας, της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό είναι οι απότομες διακυμάνσεις και η κερδοσκοπία. Αντίθετα, δεν υπάρχει τίποτε ανάλογο μέσα στη σφαίρα της φύσης. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία μονάδα μέτρησης η οποία να είναι κοινή και για τις δύο σφαίρες. Η οικονομία και η φύση αποτελούν μεγέθη που είναι αδύνατον να μετρηθούν με την ίδια μονάδα μέτρησης.
Γι’ αυτόν τον λόγο, θα πρέπει να επιστρέψουμε στη διάκριση του Αριστοτέλη, του Άνταμ Σμιθ, του Ντέιβιντ Ρικάρντο και του Καρλ Μαρξ ανάμεσα στις αξίες χρήσης και στις αξίες ανταλλαγής, και να υποστηρίξουμε ότι οι φυσικοί πόροι αποτελούν έναν πλούτο ο οποίος ωστόσο δεν διαθέτει ενσωματωμένη οικονομική αξία, καθώς και ότι η φύση είναι αναγκαία για την παραγωγή οποιασδήποτε μορφής οικονομικής αξίας η οποία δεν προέρχεται από την ανθρώπινη εργασία. Για να συνοψίσουμε, το μερίδιο του πλούτου που προέρχεται από τη φύση δεν αποτελεί αφ’ εαυτής οικονομική αξία, δεδομένου ότι ο πλούτος εντάσσεται σε μια κοινωνική, και όχι φυσική κατηγορία. Εάν, για να προωθήσουμε μια στρατηγική για την αειφορία της οικονομικής ανάπτυξης, αρχίσουμε να αποδίδουμε μια τιμή σε διάφορα φυσικά αγαθά, τότε αυτό το είδος της τιμής θα είναι πολιτικής φύσης και όχι οικονομικής, δεδομένου ότι θα προκύπτει από την καθιέρωση των οικολογικών προδιαγραφών, για τις οποίες θα έχουμε αποφασίσει ότι πρέπει να γίνουν σεβαστές.
Η αξία τού αποθέματος των φυσικών πόρων είναι ανεκτίμητη με οικονομικούς όρους, δηλαδή είναι ανεξάντλητη, δεδομένου ότι από αυτούς ακριβώς τους πόρους εξαρτάται η ζωή του ανθρώπινου είδους. Συνεπώς, η φύση δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί και να ενταχθεί σε μια οικονομική κατηγορία. Αντίθετα, η μέτρηση της οικονομικής αξίας που δημιουργείται μέσα από την εκμετάλλευση των πόρων, μπορεί να αναχθεί στην εργασία, χωρίς ωστόσο να έχει την παραμικρή σχέση με την οικονομική ψευδοαξία η οποία υποτίθεται ότι είναι ενσωματωμένη μέσα στους φυσικούς πόρους. Πρόκειται για ένα παράδοξο, το οποίο είναι αδύνατον να κατανοηθεί εκτός των πλαισίων της πολιτικής οικονομίας και της μαρξιστικής κριτικής της. Χωρίς τη φύση, ο άνθρωπος δεν μπορεί να παραγάγει τίποτε, ούτε με όρους φυσικών δυνατοτήτων, ούτε με όρους οικονομικής αξίας. Η οικονομική δραστηριότητα εντάσσεται υποχρεωτικά μέσα σε κοινωνικές σχέσεις και σε μια βιόσφαιρα. Συνεπώς, δεν μπορούμε να παράγουμε συλλογικά αξίες χρήσης χωρίς τη συνδρομή της φύσης, όπως εξάλλου και δεν μπορούμε να την υποκαθιστούμε διαρκώς με τεχνητά, ανθρωπογενή κατασκευάσματα. Ωστόσο, δεν είναι η φύση εκείνη που παράγει την αξία, η οποία αποτελεί εξ ορισμού μια κοινωνικοανθρωπολογική κατηγορία.
Εξάλλου, η επανάσταση των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας συγχωνεύει τις γνώσεις και τις μετατρέπει σε παράγοντα καθοριστικής σημασίας για τη δημιουργία πλούτου. Έτσι, δημιουργείται και αναπτύσσεται ένας «καπιταλισμός τής γνώσης», μια «οικονομία τής γνώσης», μια «οικονομία τής πληροφορίας», ακόμα και μια «άυλη οικονομία», τα οποία παίρνουν τη σκυτάλη από τον παλαιού τύπου καπιταλισμό που στηρίζεται στον φορντισμό και στη μαζική βιομηχανία της μεταπολεμικής περιόδου (3). Η εξέλιξη έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις, ώστε, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, θα οδηγήσει στην εξαφάνιση της εργασίας ως πηγής πλούτου, ενώ αντίθετα, σύμφωνα με ορισμένους άλλους, θα ενσωματωθούν στην εργασία όλες οι υπόλοιπες εκφάνσεις της ζωής. Και στις δύο περιπτώσεις, υποστηρίζεται ότι θα οδηγήσει στην εγκατάλειψη του μαρξιστικού νόμου της αξίας, της λεγόμενης «αξίας εργασίας», η οποία κατ’ αυτούς έφθασε στο απόγειό της την περίοδο του φορντισμού.
Στο εξής, υποστηρίζεται ότι η εργασία δεν παράγει πλέον αξία, η οποία «δημιουργείται κατά κύριο λόγο από την κυκλοφορία (4)» του κεφαλαίου. Κατά τη γνώμη τους, η μοναδική διέξοδος θα μπορούσε να συνίσταται στο να επιχειρηθεί μια αλλαγή τού καπιταλισμού, η οποία υπόσχεται σε κάθε εργαζόμενο τη δυνατότητα «να παράγει ο ίδιος τον εαυτό του», ενώ ταυτόχρονα θα χορηγείται ένα ελάχιστο εισόδημα, το οποίο θα εγγυάται την κάλυψη των βιοτικών αναγκών όσων το σύστημα εξωθεί στο περιθώριό του, αντί να επιδιώκεται μια ανέφικτη πλήρης απασχόληση, η οποία είναι επιπλέον και αντίθετη με τον στόχο της χειραφέτησης του ανθρώπου από την εργασία. Ωστόσο, η θέση του «καπιταλισμού της γνώσης» εγείρει αρκετά ερωτήματα. Το σημαντικότερο αφορά τη διάκριση μεταξύ πλούτου και οικονομικής αξίας ή μεταξύ αξίας χρήσης και αξίας ανταλλαγής. Στον βαθμό που αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας και μειώνεται η εργασία την οποία ο Μαρξ αποκαλεί «ζωντανή» -και κατ’ αυτόν πρόκειται για μια «ταυτολογική πρόταση» (5)- υποχωρεί και η αξία ανταλλαγής των εμπορευμάτων σύμφωνα με τον νόμο της αξίας. Έτσι, εγκαθιδρύεται μια ολοένα μεγαλύτερη απόκλιση ανάμεσα στην εργασία και στον παραγόμενο πλούτο, δηλαδή ανάμεσα στην εργασία και στην αξία χρήσης, χωρίς αυτό να σημαίνει και απόκλιση ανάμεσα στην εργασία και στην αξία ανταλλαγής.
Η νέα αντίφαση του καπιταλισμού συνίσταται στο ότι επιθυμεί να μεταμορφώσει τη γνώση σε κεφάλαιο και να τη μετατρέψει σε οικονομική αξία. Το συγκεκριμένο εγχείρημα προσκρούει σε τουλάχιστον δύο εμπόδια. Το πρώτο συνίσταται στο γεγονός ότι η γνώση δύσκολα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ιδιοποίησης, λόγω του χαρακτήρα της, δεδομένου ότι γεννιέται από το ανθρώπινο πνεύμα και δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί από αυτό. Μονάχα η χρήση της γνώσης μπορεί να αποτελέσει εύκολα αντικείμενο ιδιοποίησης και -χάρη στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας- είναι δυνατόν να απαγορευθεί ή να εξαρτηθεί από την πληρωμή δικαιωμάτων εκμετάλλευσης. Εκτός από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, η γνώση αποτελεί το κατ’ εξοχήν συλλογικό ή κοινό αγαθό, ακόμα και με την έννοια που του προσδίδουν οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι: ανταποκρίνεται στους κανόνες της μη δυνατότητας αποκλεισμού (για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί ένας άνθρωπος από την απολαβή του νυχτερινού φωτισμού των δρόμων της πόλης) και της μη αντιπαλότητας (η χρήση της από ένα άτομο δεν εμποδίζει τη χρήση της από κάποιο άλλο άτομο).
Το δεύτερο εμπόδιο που αντιμετωπίζει η ιδιοποίηση των γνώσεων από το κεφάλαιο εντοπίζεται στον κίνδυνο που αυτή η ιδιοποίηση εγκυμονεί για τη διάδοσή τους και για την επέκταση των γνώσεων. Η κοινωνικοποίηση της παραγωγής και της μετάδοσης των γνώσεων είναι αντίθετη με την ιδιοποίησή τους από ιδιώτες. Η αντίφαση βρίσκεται στην καρδιά τής κρίσης του καπιταλισμού σήμερα, καθώς αυτός αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να κατορθώσει να λειτουργήσει η γνώση σαν κεφάλαιο, δηλαδή να μετατραπεί σε πηγή κέρδους. Όσο κι αν το προσπαθεί, δεν είναι δυνατόν να απαλλαγεί από την εργατική δύναμη, η οποία είναι ο παραγωγός και ο φορέας της γνώσης.
Από τη στιγμή που αναγνωρίζουμε ότι είναι δυνατόν να αποφασίσουμε να προσδώσουμε μια τιμή που θα ξεφεύγει από την υποχρέωση να εξασφαλίσουμε ικανοποιητική κερδοφορία στο κεφάλαιο, και ότι θα σεβαστούμε προδιαγραφές διαφορετικού είδους, τότε περνάμε σε μια λογική όπου τα πάντα, όσο κι αν εκφράζονται με νομισματικό τρόπο, καθίστανται μη εμπορευματοποιημένα. Από αυτήν την άποψη, η παραγωγή μη εμπορευματοποιημένων υπηρεσιών –όπως, για παράδειγμα η δημόσια παιδεία και η δημόσια υγεία- οφείλει να θεωρηθεί ότι προκύπτει από την παραγωγική εργασία των ατόμων στα οποία έχουν ανατεθεί αυτά τα καθήκοντα (6). Συνεπώς, ο μη εμπορευματοποιημένος πλούτος δεν προκαλεί αφαίμαξη της εμπορευματοποιημένης δραστηριότητας: πρόκειται για κάτι το επιπρόσθετο, το οποίο προκύπτει από τη δημόσια απόφαση να χρησιμοποιηθεί για μη κερδοσκοπικούς σκοπούς ένα μέρος του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού και των υφιστάμενων πόρων. Αυτός δε ο μη εμπορευματοποιημένος πλούτος κοινωνικοποιείται μέσα από μια διπλή διαδικασία: από την απόφαση να χρησιμοποιηθεί συλλογικά το παραγωγικό δυναμικό και παράλληλα να κατανεμηθεί το κόστος της παραγωγής του στην κοινωνία μέσω της φορολογίας.
Η φιλελεύθερη θεωρία συγχέει τον πλούτο και την αξία και τείνει να περιορίσει κάθε αξία, στην αξία που προορίζεται για το κεφάλαιο. Από τη μια πλευρά, η αξία της εμπορευματοποιημένης παραγωγής εξακολουθεί να εξαρτάται από την εργασία που απαιτεί, αυτή η αξία υπολογίζεται και επικυρώνεται από την αγορά. Όμως, από την άλλη πλευρά, η αναγνώριση του παραγωγικού χαρακτήρα τής εργασίας που πραγματοποιείται μέσα στη μη εμπορευματοποιημένη σφαίρα, συμμετέχει στον επανακαθορισμό του πλούτου και της αξίας, ο οποίος είναι αναγκαίος για να ανακοπεί η διαδικασία της εμπορευματοποίησης της κοινωνίας.
Αυτή η εργασία ανταποκρίνεται σε κοινωνικές ανάγκες, οι οποίες βρίσκονται εκτός τού πεδίου τής εμπορευματοποίησης. Επιπλέον, συμβάλλει στην αύξηση τής ευημερίας, αυτής της άλλης μορφής πλούτου που ξεπερνάει το πλαίσιο της αξίας όταν αυτή νοείται με το οικονομικό νόημά της. Από αυτήν την άποψη, ο κοινωνικοποιημένος πλούτος δεν αποτελεί μια μορφή πλούτου η οποία είναι κατώτερη από τον ιδιωτικό πλούτο: συμβαίνει δε ακριβώς το αντίθετο. Εάν οριοθετηθεί και περιοριστεί το πεδίο τής εμπορευματοποίησης, τότε καθίσταται δυνατή η διεύρυνση του πεδίου των δωρεάν κοινωνικών αγαθών, δηλαδή ανθρώπινων δραστηριοτήτων οι οποίες, παρά το γεγονός ότι έχουν κάποιο κόστος, δεν έχουν τιμή παρόμοια με εκείνες που ορίζει η αγορά. Παρόμοια εξέλιξη επιτρέπει επιτέλους να διαφυλάσσονται η φύση και οι κοινωνικοί δεσμοί, πράγματα πραγματικά ανεκτίμητα.