el | fr | en | +
Accéder au menu

ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ

Ο κιρτσνερισμός οδεύει προς το τέλος του;

Στις 16 Ιουνίου, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, αρνούμενο να εξετάσει την υπόθεση, επικύρωσε στην ουσία απόφαση της αμερικανικής δικαιοσύνης, η οποία επέβαλε στην Αργεντινή να ξεχρεώσει 1,4 δισ. δολάρια στα κερδοσκοπικά κεφάλαια NML Capital και Aurelius Management, τα οποία δεν είχαν δεχθεί την επαναδιαπραγμάτευση των ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους. Η ανακοίνωση αυτή έφερε την Αργεντινή στο χείλος της πτώχευσης και αποδυνάμωσε περαιτέρω τη θέση της προέδρου Κριστίνα Κίρτσνερ, η επανεκλογή της οποίας, το 2011, από τον πρώτο γύρο, μοιάζει πια με μακρινή ανάμνηση.

Μπουένος Άιρες, 1η Μαρτίου 2014. Η πρόεδρος Κριστίνα Φερνάντες δε Κίρτσνερ, η οποία πρόσφατα συνήλθε από χειρουργική επέμβαση, κάνει την είσοδό της στο μέγαρο του Κογκρέσου. Το κτήριο αυτό με τις ελληνορωμαϊκές αναφορές, το οποίο χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, συμβολίζει τη χρυσή εποχή της Αργεντινής, τότε που η χώρα ήταν αποκλειστικά στραμμένη στην εξαγωγή αγροτικών προϊόντων. Η Φερνάντες δε Κίρτσνερ μόλις τελείωσε την εναρκτήρια ομιλία της κοινοβουλευτικής συνεδρίασης. Κανείς δεν προσδοκά κάποια έκπληξη, καθώς οι σημαντικές αναγγελίες φυλάσσονται συνήθως για άλλες συγκεντρώσεις. Η έκπληξη, ωστόσο, έρχεται. Και αυτή δεν έγκειται στην τρίωρη ομιλία ή στις 23.326 λέξεις που περιείχε, αλλά στον τόνο της. Τα προηγούμενα χρόνια, η πρόεδρος επωφελούνταν της ευκαιρίας για να κατακεραυνώσει τους αντιπάλους της (την αντιπολίτευση, τα ΜΜΕ, τις ενώσεις εργοδοτών) και να υπερασπιστεί με νύχια και με δόντια τις αποφάσεις της. Αυτή τη φορά, επιλέγει το μέτρο, για να μην πούμε την ηπιότητα. Έκπληκτη η Βουλή, θα την ακούσει, μάλιστα, να απευθύνει φιλοφρονήσεις προς τους εκπροσώπους της αντιπολίτευσης.

Μετά τον μακροβιότερο πολιτικό κύκλο από την επιστροφή στη δημοκρατία, το 1983, γινόμαστε, άραγε, μάρτυρες της αρχής μιας αλλαγής σκυτάλης στην Αργεντινή; Μήπως, πρόκειται, όπως υπονοούν ορισμένοι, για την «αρχή του τέλους του κιρτσνερισμού; (1)». Όσο κι αν είναι πολύ νωρίς ακόμα για να το πούμε με βεβαιότητα, η κυβέρνηση δεν παύει να βρίσκεται σε θέση αδυναμίας.

Κατ’ αρχήν, όμως, τι είναι ο κιρτσνερισμός; Το πολιτικό αυτό κίνημα, που προέρχεται από την αριστερά του περονισμού και ταυτίστηκε με το ζεύγος Νέστωρ Κίρτσνερ (πέθανε το 2010) και Κριστίνα Φερνάντες δε Κίρτσνερ, οι οποίοι εκλέγονταν αδιάκοπα από το 2003 και μετά, χαρακτηρίζεται από τη ρήξη με το νεοφιλελευθερισμό της περονικής δεξιάς. Δυναμική επιστροφή του κράτους, προσπάθειες για την εγκαθίδρυση μιας εγχώριας αστικής τάξης, κοινωνικά προγράμματα για τις λαϊκές τάξεις, άγρια αντιπαράθεση με την εργοδοσία και τα ιδιωτικά ΜΜΕ: Η στρατηγική οδήγησε σε ασυνήθιστους ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι άρχισαν να ασθμαίνουν πριν από μερικούς μήνες. Έκτοτε, τα προβλήματα συσσωρεύονται.

Στο οικονομικό επίπεδο, πρώτα απ’ όλα. Στα τέλη του 2013, για πρώτη φορά μετά την άφιξη του Νέστωρος Κίρτσνερ στην εξουσία, η κατάσταση της οικονομίας της Αργεντινής μοιάζει να ξεφεύγει από τον έλεγχο της Casa Rosada (ροζ σπίτι) του προεδρικού μεγάρου. Σημάδι μιας βαθιάς ανέχειας, το γεγονός ότι τα αποθεματικά της Κεντρικής Τράπεζας λιώνουν, όπως το χιόνι στον ήλιο. Τον Δεκέμβριο του 2013, ανέρχονταν πια μόλις σε 27 δισεκατομμύρια δολάρια: όχι αρκετά για να καλύψουν έξι μήνες εισαγωγών.

Μετά τη χρεοκοπία της, το 2001 (2), η Αργεντινή, πρακτικά, δεν έχει πλέον πρόσβαση στον διεθνή δανεισμό, αντίθετα με άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής με αριστερές κυβερνήσεις. Οι δόσεις του χρέους της, επομένως, μπορούν να εξυπηρετηθούν μόνο μέσα από τα συναλλαγματικά αποθέματα. Αυτή η θέση έδωσε στο Μπουένος Άιρες τη δυνατότητα να χειραφετηθεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, αποδείχθηκε ωστόσο πολύ περισσότερο παρακινδυνευμένη μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, το 2008. Η ανάπτυξη σταμάτησε να έχει τους «κινεζικούς» ρυθμούς της περιόδου 2003–2008, για να περιοριστεί πλέον γύρω στο 3%. Ο πληθωρισμός στο 30% δεν δείχνει κανένα σημάδι υποχώρησης (3). Οι προοπτικές της κατανάλωσης, της κινητήριας δύναμης του οικονομικού μοντέλου του κιρτσνερισμού, επαναθεωρήθηκαν προς τα κάτω.

Το αίνιγμα της Αργεντινής από ευρωπαϊκή σκοπιά

Η κυβέρνηση, προσπαθώντας να συγκρατήσει την εξαΰλωση των αποθεματικών, αποφάσισε ήδη από το 2012 να επιβάλει αυστηρό έλεγχο στις συναλλαγές. Πέτυχε το αντίθετο αποτέλεσμα: Επιτάχυνε τη φυγή κεφαλαίων, τόσο προς το εξωτερικό όσο και προς τα στρώματα των κρεβατιών της μεσαίας τάξης. Κλασική συμπεριφορά στην Αργεντινή, όπου ο κόσμος απέκτησε τη συνήθεια να βάζει στην άκρη τα πράσινα χαρτονομίσματα για ώρα ανάγκης. Δεν έζησε, εξάλλου, μέσα στις τρεις τελευταίες δεκαετίες δύο επεισόδια υπερπληθωρισμού (το 1988 και το 1990), δύο μαζικές δεσμεύσεις των τραπεζικών καταθέσεων (το 1989 και το 2001) και γύρω στις έξι υποτιμήσεις; Οι arbolitos (κατά λέξη «δεντράκια»), οι άνθρωποι που πουλούν δολάρια στη μαύρη αγορά και περιμένουν όλη μέρα στα σταυροδρόμια της επιχειρηματικής συνοικίας της πρωτεύουσας, είχαν εξαφανιστεί από την καθημερινή ζωή των Αργεντίνων. Να που επιστρέφουν ξανά.

Οι μεγάλοι παραγωγοί της σόγιας –εφτά επιχειρήσεις συγκεντρώνουν το 82,4% των εξαγωγών, οι οποίες εκπροσωπούν το 40% του συνόλου των πωλήσεων της χώρας στο εξωτερικό (4)- επωφελήθηκαν από αυτήν την εύθραυστη οικονομική συγκυρία για να απαιτήσουν υποτίμηση του πέσο, μια κίνηση που πολλαπλασιάζει την αξία των δολαρίων στα οποία πωλούν τα δημητριακά τους. Δεν δίστασαν, μάλιστα, να ασκήσουν πίεση. Γι’ αυτό, τους είναι αρκετό να συγκεντρώσουν τη σοδειά τους στους αγρούς. Διασχίζοντας τις λεωφόρους της χώρας, στα τέλη του 2013, έβλεπε κανείς παράλληλα με τους φράχτες ολόκληρους όγκους σόγιας που περίμεναν να πάρουν σειρά για εξαγωγή. Τον Ιανουάριο του 2014, η Κεντρική Τράπεζα, με την πλάτη στον τοίχο, δέχτηκε να προχωρήσει σε υποτίμηση της τάξης του 20%.

Στις 16 Ιουνίου, λοιπόν, πάνω που η οικονομία έδειχνε να σταθεροποιείται, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απέρριψε την έφεση της Αργεντινής σε προηγούμενη απόφαση αμερικανικού δικαστηρίου, η οποία υποχρέωνε το Μπουένος Άιρες να αποπληρώσει κάποια κερδοσκοπικά κεφάλαια, τα λεγόμενα «όρνεα», τα οποία χειριζόταν η NML Capital. Αυτά είχαν εξαγοράσει σε χαμηλή τιμή τις απαιτήσεις επενδυτών που είχαν αρνηθεί να συμμετάσχουν στις αναδιαρθρώσεις του χρέους της Αργεντινής μεταξύ 2005 και 2010. Η Casa Rosada, η οποία καταγγέλλει ένα είδος «εκβιασμού», προειδοποιεί ότι δεν θα μπορέσει να ρυθμίσει τα απαιτούμενα ποσά: 1,5 δισεκατομμύρια δολάρια (περίπου ένα δισ. ευρώ) για την NML και τους εταίρους της, δέκα φορές πάνω από το ποσό που θα προέκυπτε αν όλοι οι κάτοχοι μη αναδιαρθρωμένων ομολόγων επωφελούνταν της ευκαιρίας και δηλώνονταν και αυτοί (μια δυνατότητα που παραμένει για αυτούς ανοιχτή έως το 2015).

Στο πλαίσιο αυτό, η Αργεντινή δέχθηκε σημαντική διπλωματική στήριξη σε περιφερειακό επίπεδο. Τη στήριξη της Κοινής Αγοράς του Νότου (Mercosur), της Κοινότητας των λατινοαμερικανικών χωρών και των χωρών της Καραϊβικής (Celac) και της Ένωσης των Νοτιαμερικανικών Εθνών (Unasur). Στις 24 Ιουνίου, μια ανακοίνωση της τελευταίας κατήγγειλε «τη συμπεριφορά των κερδοσκόπων που απειλούν τις συμφωνίες ανάμεσα σε πιστωτές και χρεώστες καθώς και την χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε διεθνές επίπεδο». Τελικά, στις 26 Ιουνίου, η χώρα αναγκάστηκε να καταθέσει πάνω από 1 δισ. σε αμερικανική τράπεζα. Το επεισόδιο επιδεινώνει και άλλο τις δυσκολίες που ήδη αντιμετωπίζει για έξοδο στις διεθνείς πιστωτικές αγορές.

Αλλά, στο οικονομικό επίπεδο, τα προβλήματα της κυρίας Κίρτσνερ δεν οφείλονται μόνο σε συγκυριακούς παράγοντες, όπως οι εξελίξεις στο διεθνές οικονομικό πλαίσιο ή η πίεση των μεγάλων εξαγωγέων. Η οικονομία της Αργεντινής εξαρτάται από τις εξαγωγές πρώτων υλών: σόγια, σιτάρι, καλαμπόκι και, ολοένα περισσότερο, ορυκτά. Η βιομηχανία δεν παραμένει, απλώς, ελάχιστα ανταγωνιστική (εκτός από ορισμένους κλάδους που σχετίζονται με τον τομέα των αγροτικών προϊόντων), αλλά και το εμπορικό της ισοζύγιο παρουσιάζει δομικό έλλειμμα. Για να αναπτυχθεί, πρέπει πράγματι να εισάγει μεγάλες ποσότητες ενδιάμεσων αγαθών, τα οποία δεν παράγονται τοπικά. Τότε, ξεκινά ένας πολύ γνωστός κύκλος: η βιομηχανία επεκτείνεται κι έχει όλο και μεγαλύτερη ανάγκη από εισαγωγές, οι οποίες καλύπτονται από το εμπορικό πλεόνασμα του αγροτικού τομέα... μέχρι το σημείο που αυτό πλέον να μην επαρκεί. «Κατά κάποιον τρόπο, το πλεόνασμα που προέρχεται από τους αγρούς αποτελεί το όριο της εξάπλωσης της αργεντίνικης βιομηχανίας, δηλαδή το όριο της ανάπτυξης, της εργασίας και της ευημερίας», αναλύει ο αιρετικός οικονομολόγος Άλντο Φερέρ (5).

Για τους νεοφιλελεύθερους, κανένα πρόβλημα. Εναπόκειται στην αγορά να καθορίσει τους πραγματικά ανταγωνιστικούς τομείς της οικονομίας. Εν προκειμένω, την αγροτική βιομηχανία και τα παρακλάδια της στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Μόνο που ο συγκεκριμένος τομέας δραστηριότητας δεν είναι αρκετός για να εξασφαλίσει την ευημερία μιας χώρας με πάνω από 40 εκατομμύρια κατοίκους και η οποία, στο παρελθόν, διακρινόταν για τη μεγαλύτερη μεσαία τάξη και το πιο αναπτυγμένο κράτος πρόνοιας στη Λατινική Αμερική. Εξάλλου, οι Αργεντίνοι δεν είναι διατεθειμένοι να ακολουθήσουν το νοτιοκορεατικό μοντέλο: σήμερα θυσία και αφθονία… αύριο.

Η στρατηγική των κυβερνήσεων Κίρτσνερ συνίστατο στη μεταφορά τμήματος του πλούτου που παραγόταν στους αγρούς προς τη βιομηχανία, μέσω διαφόρων παρεμβάσεων: μέτρα προστατευτισμού, φόροι στις αγροτικές εξαγωγές κ.λπ.. Κατόρθωσαν έτσι να ανασυντάξουν ένα κομμάτι του βιομηχανικού ιστού που είχε υποστεί καταστροφή την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού και να μην επιτρέψουν στις πρώτες ύλες να αποκτήσουν μεγαλύτερη βαρύτητα για την οικονομία με την ίδια ταχύτητα όπως αλλού στην περιοχή (για παράδειγμα, στη Βραζιλία ή στο Περού, γεγονός που κέρδισε τα εύσημα του διεθνούς οικονομικού τύπου (6)). Κι ενώ οι εξαγωγές της Αργεντινής σε πρώτες ύλες (σόγια, λάδι, μεταλλεύματα) παρέμειναν σταθερές κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας (2003–2013), γύρω στο 48% επί του συνόλου, οι αντίστοιχες της Βραζιλίας πέρασαν από το 30% στο 46%. Η επιλογή αυτή έδωσε τη δυνατότητα για ένα δείκτη ανάπτυξης διπλάσιο από τον αντίστοιχο της Βραζιλίας κατά την ίδια περίοδο. Ώσπου, όπως είχε συμβεί και στο παρελθόν, το πλεόνασμα της αγροτικής οικονομίας της Αργεντινής αποδεικνύεται ανεπαρκές για να καλύψει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της βιομηχανίας, επιφέροντας επιστροφή στις πολιτικές εντάσεις.

Διότι οι δυσκολίες της κυβέρνησης δεν περιορίζονται σε επίπεδο λογιστικής. Μόλις αρχίζει να συρρικνώνεται η παραγωγή πλούτου, η ενδημική διαφθορά και το πελατειακό σύστημα της εξουσίας εξοργίζουν πολύ περισσότερο τον κόσμο. Είναι, αναμφίβολα, η αιτία που το Partido Justicialista (PJ/Κόμμα της Οριζοντιότητας) της Φερνάντες δε Κίρτσνερ κέρδισε μόλις το 30% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές του 2013, ενώ η πρόεδρος είχε εκλεγεί με ποσοστό 54% από τον πρώτο κιόλας γύρο, το 2011. Το PJ, καθώς διαθέτει μια σχετική πλειοψηφία, παραμένει η κύρια δύναμη στο Κογκρέσο. Όμως, η κατάσταση αυτή ενδέχεται να περιπλέξει τη μετάβαση κατά τις προεδρικές εκλογές του 2015, στις οποίες, βάσει του Συντάγματος, η Κίρτσνερ δεν έχει το δικαίωμα να είναι ξανά υποψήφια.

Μέχρι στιγμής, οι αριστεροί πρόεδροι στη Λατινική Αμερική έχουν εφαρμόσει τα εξής σενάρια για τη διαδοχή τους: είτε μια συνταγματική μεταρρύθμιση, είτε μια απόφαση της Δικαιοσύνης που να επιτρέπει την επανεκλογή του απερχόμενου (όπως στη Βενεζουέλα, στη Νικαράγουα, στη Βολιβία... ), είτε ορίζοντας έναν δελφίνο, όπως έκανε ο Ρικάρδο Λάγος με τη Μισέλ Μπατσελέτ στη Χιλή, το 2006 και ο Λουίς Ινάσιο Λούλα Ντα Σίλβα, με την Ντίλμα Ρούσεφ, στη Βραζιλία, το 2010. Η Casa Rosada δεν μπορεί να σκεφτεί ούτε το ένα ούτε το άλλο. Για να το κάνει αυτό, ένας ηγέτης θα πρέπει να χαίρει μεγάλης δημοτικότητας και να είναι σε θέση να επιβάλει την πειθαρχία στο κόμμα του. Αυτό δεν ισχύει πια για την Κίρτσνερ.

Βέβαια, με ένα ποσοστό θετικών απόψεων της τάξης του 40%, θα προκαλούσε άνετα τον φθόνο του γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ. Η δημοτικότητά της, εξάλλου, δεν είναι πολύ χαμηλότερη από εκείνη του Λάγος ή του Λούλα. Επιπλέον, το περονικό κίνημα δεν διαθέτει θεσμικά όργανα αποφάσεων και του λείπει ένας ξεκάθαρος ιδεολογικός προσανατολισμός. Στηρίζεται σε ένα πρόχειρο σύμπλεγμα από επαρχιακές και δημοτικές βαρονίες, κατά βάση πραγματιστικό και το οποίο καλύπτει ένα ευρύτατο ιδεολογικό φάσμα. Όπως και το Θεσμικό Κόμμα της Επανάστασης (PRI) στο Μεξικό, έτσι κι αυτό το πολιτικό κίνημα αποτελεί αίνιγμα για τους πανεπιστημιακούς της Ευρώπης: καταφέρνει να ενσαρκώνει την πλειοψηφία και ταυτόχρονα την αντιπολίτευση.

Διέξοδος δια της αριστεράς;

Ο υποψήφιος των περονιστών θα πρέπει, επομένως, να αναδειχθεί από εσωκομματική ψηφοφορία, η οποία αναμένεται να γίνει μέσα στον Αύγουστο. Ο κυβερνήτης της επαρχίας του Μπουένος Άιρες, Ντανιέλ Σιόλι, ο οποίος θεωρείται νικητής σύμφωνα με όλες τις σφυγμομετρήσεις, διακρίνεται για τη μετριοπάθειά του στον τομέα της οικονομίας και για τη μάλλον δεξιά στάση του σε ζητήματα ασφάλειας: αρνείται την αύξηση των φόρων και απαιτεί αυστηρότερες ποινές για την καταστροφή ατομικής ιδιοκτησίας. Για την αντιπολίτευση, επικρατέστεροι θεωρούνται ο δήμαρχος της πρωτεύουσας, Μαουρίσιο Μάκρι, ο οποίος ηγείται του συντηρητικότατου σχηματισμού «Compromiso para el cambio» (Δέσμευση για την αλλαγή) και ο πρώην κιρτσνεριστής γραφειοκράτης Σέρχιο Μάσα, ο οποίος εγκατέλειψε μια κυβέρνηση που έβρισκε υπερβολικά αριστερή. Εν ολίγοις, οι τρεις επικρατέστεροι διάδοχοι της Φερνάντες δε Κίρτσνερ τοποθετούνται ιδεολογικά στα δεξιά της.

Η εύθραυστη οικονομική κατάσταση και οι πολιτικές αβεβαιότητες προκαλούν δυσαρέσκεια, όπως και οι γκάφες της κυβέρνησης, το βασικότερο παράπτωμα της οποίας είναι ότι καθυστέρησε να εκσυγχρονίσει ένα ετοιμόρροπο σύστημα υποδομών. Τον Δεκέμβριο του 2013, εκδηλώθηκε απεργία των αστυνομικών σε πολλές πόλεις, η οποία άφησε χώρο για λεηλασίες. Τον Μάρτιο του 2014, οι πόρτες των σχολείων σε αρκετές επαρχίες παρέμειναν κλειστές για 20 μέρες λόγω κινητοποιήσεων των εκπαιδευτικών. Τον Απρίλιο, ένα τμήμα των συνδικάτων κήρυξε 24ωρη γενική απεργία απαιτώντας αυξήσεις μισθών, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί από την άνοδο των Κίρτσνερ στην κυβέρνηση.

Θα ήταν, πάντως, μάλλον υπερβολικά βιαστικό το να κηρύξουμε το τέλος του κιρτσνερισμού. Η κυβέρνηση διατηρεί σημαντικό έρεισμα στον κόσμο, καθώς και τη σχετική πλειοψηφία στα δύο σώματα του Κογκρέσου. Μετά τον «τρόμο» του Ιανουαρίου, κατάφερε να συγκρατήσει την τιμή του δολαρίου. Χάρη, μάλιστα, στη ρευστοποίηση των αποθεμάτων της σόγιας μετά την υποτίμηση, άρχισε να αποκαθιστά τα συναλλαγματικά αποθεματικά. Συγχρόνως, η Casa Rosada εξακολουθεί να εφαρμόζει κοινωνικές πολιτικές σε ευρύτατη κλίμακα: από τα βοηθήματα για τα παιδιά των φτωχών οικογενειών επωφελούνται 3,5 εκατομμύρια άτομα, το πρόγραμμα δανειοδότησης για την κοινωνική κατοικία αφορά περίπου 400.000 και το πρόγραμμα που έχει ως στόχο να βοηθήσει τους νέους να ολοκληρώσουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση περιλαμβάνει 300.000 εγγεγραμμένους. Το σύστημα συνταξιοδότησης, το οποίο καλύπτει περίπου το 90% των ηλικιωμένων, είναι το πιο εκτεταμένο στη Λατινική Αμερική. Η ανεργία διατηρήθηκε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα (7%) και οι αυξήσεις των μισθών που αποφασίστηκαν από επιτροπές ισότητας επιτρέπουν την ισοσκέλιση του πραγματικού πληθωρισμού.

Μέχρι στιγμής, ο κιρτσνερισμός πέτυχε να ξεπεράσει τις κρίσιμες στιγμές, κάνοντας στροφή προς τα αριστερά. Ερχόμενος αντιμέτωπος με τις δυσκολίες της πρώτης περιόδου, τις οποίες κληροδότησε η κρίση του 2001, διαπραγματεύθηκε προς τα κάτω τις τρέχουσες πληρωμές του εξωτερικού χρέους και επέβαλε νέους φόρους στη σόγια. Εθνικοποίησε το συνταξιοδοτικό σύστημα εν μέσω της παγκόσμιας κρίσης του 2008. Ήρθε σε σύγκρουση με την αγροτική βιομηχανία, εφάρμοσε κοινωνικές πολιτικές καθολικής ισχύος και υιοθέτησε νόμο για τον γάμο των ομοφυλόφιλων. Όταν παγιδεύτηκε στην ενεργειακή κρίση, το 2010, εθνικοποίησε την εταιρεία πετρελαίου YPF (7). Και τώρα βρίσκεται αντιμέτωπος με νέες προκλήσεις. Θα καταφέρει, άραγε, να δώσει μια νέα σωτήρια ανάπαυλα χάρη στα τοπικά του ερείσματα στις επαρχίες και τις μεγάλες πόλεις και κινητοποιώντας τη μαχητικότητα στις τάξεις του;

Valia Kaimaki

Δημοσιογράφος, Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Ψηφιακών Μέσων και Επικοινωνίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, συντονίστρια της ελληνικής έκδοσης της «Le Monde diplomatique»

José Natanson

Διευθυντής της έκδοσης της Αργεντινής της Le Monde diplomatique.

(1Anne Denis, «Le retour de la crise argentine et le début de la fin du kirchnérisme», 29 Ιανουαρίου 2014.

(3Το ποσοστό ανάπτυξης προέρχεται από τους επίσημους δείκτες (Indec). Με δεδομένη την αμφισβητούμενη αξιοπιστία τους, το ποσοστό του πληθωρισμού παρουσιάζει έναν πιο αυξημένο μέσο όρο σύμφωνα με τους αριθμούς που δίνουν διάφοροι περιφερειακοί, ιδιωτικοί και συνδικαλιστικοί οργανισμοί.

(4ADM, Bunge, CHS Argentina, Dreyfus, Cargill, Nidera y Toepfer.

(5«El pecado original de la economía argentina», Le Monde diplomatique, (édition Cono Sur), Μάρτιος 2014.

(6Διαβάστε Anna Bednik, «Pour tout l’or du Pérou», Le Monde diplomatique, Μάρτιος 2014.

(7Διαβάστε José Natanson, «Et Buenos Aires (re)trouva du pétrole», Le Monde diplomatique, Ιούνιος 2012.

Μοιραστείτε το άρθρο