Μετά τον τερματισμό της απόλυτης μοναρχίας, το 1932, η Ταϊλάνδη έχει γνωρίσει δεκαοκτώ απόπειρες πραξικοπήματος, από τις οποίες οι δώδεκα υπήρξαν επιτυχημένες. Το τελευταίο πραξικόπημα έλαβε χώρα στις 22 Μαΐου, δύο ημέρες μετά την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου από τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων, τον στρατηγό Πραγιούθ Χαν Οχά. Κατά τη διάρκεια των επτά προηγούμενων μηνών, η Μπανγκόκ συγκλονιζόταν από τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις των φανατικών οπαδών της μοναρχίας, των «κίτρινων πουκάμισων». Στο βουδιστικό ημερολόγιο, το κίτρινο είναι το χρώμα της Δευτέρας, της ημέρας που γεννήθηκε ο βασιλιάς Μπουμιμπόλ Αντουλιαντέζ. Οι διαδηλώσεις είχαν οργανωθεί από την Επιτροπή του Λαού για τις Δημοκρατικές Μεταρρυθμίσεις (PDRC), το κόμμα του πρώην πρωθυπουργού Σουθέπ Ταουγκσουμπάν, και αποσκοπούσαν στην πρόκληση ενός δικαστικού και στρατιωτικού πραξικοπήματος. Για άλλη μια φορά…
Επιστροφή σε μια αδύναμη κυβέρνηση
Κι όμως, όταν το 1992 οι πολίτες –κυρίως από τη μεσαία τάξη- πλημμύρισαν τους δρόμους της Μπανγκόκ για να καταγγείλουν την κυβέρνηση των στρατιωτικών και για να ωθήσουν τον βασιλιά Μπουμιμπόλ να παρέμβει, όλα έδειχναν ότι αυτός ο φαύλος κύκλος είχε κλείσει. Στη συνέχεια, μετά την ασιατική οικονομική κρίση, πίστεψαν ότι το «Σύνταγμα του Λαού» (1997) θα επέτρεπε την εγκαθίδρυση μιας σύγχρονής δημοκρατίας. Το νομοθετικό κείμενο έθεσε τέλος σε ορισμένες από τις πλέον κραυγαλέες όψεις και πρακτικές ενός πολιτικού συστήματος, στο οποίο, πίσω από μια επίφαση σύγχρονου κράτους, κρυβόταν η λειτουργία ενός παραδοσιακού πολιτικού συστήματος (πελατειακοί δεσμοί, νεποτισμός…) και ενθάρρυνε τη δημιουργία πολιτικών κομμάτων που προωθούν ένα πραγματικό πολιτικό πρόγραμμα.
Οι εξελίξεις έμελλαν να οδηγήσουν, το 2001, στη νίκη ενός μαζικού κόμματος, του Thai Rak Thai («Οι Ταϊλανδοί αγαπούν τους Ταϊλανδούς»). Έτσι, διορίστηκε πρωθυπουργός ο ιδρυτής του, Ταξίν Σιναβάτρα. Επρόκειτο για ένα είδος Ασιάτη Μπερλουσκόνι: Κινεζοταϊλανδός μεγαλοεπιχειρηματίας, πρώην συνταγματάρχης της αστυνομίας, με μεγάλη επιρροή στο Τσιάνγκ Μάι (βόρειο τμήμα της χώρας), χωρίς καταγωγή από την πρωτεύουσα.
Ωστόσο, το δημοκρατικό μοντέλο δεν άντεξε τις προσπάθειες ασφυκτικού κομματικού ελέγχου των θεσμών που είχαν ως αποστολή την ομαλή λειτουργία της πολιτικής ζωής της χώρας (Συνταγματικό Δικαστήριο, Εκλογική Επιτροπή και Εθνική Επιτροπή για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς), στις οποίες επιδόθηκαν αρχικά ο πρωθυπουργός και στη συνέχεια η αντιπολίτευση. Επιπλέον, το νέο σύστημα δημιουργούσε εμπόδια στα σχέδια της οικονομικής, της γραφειοκρατικής και της στρατιωτικής ελίτ της Μπανγκόκ, οι οποίες είχαν συσπειρωθεί γύρω από μια μοναρχία που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στον οποίο στηρίζεται η κοινωνική τάξη πραγμάτων. Έτσι, είχε προετοιμαστεί το έδαφος για το πραξικόπημα με το οποίο ανατράπηκε η κυβέρνηση του Ταξίν, με την υποκίνηση -ήδη από εκείνη την εποχή- των «κίτρινων πουκάμισων». Ο Ταξίν μόλις είχε επανεκλεγεί, παρά το γεγονός ότι το όνομά του είχε αμαυρωθεί από την εμπλοκή του σε υποθέσεις διαφθοράς και από σοβαρότατες παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων (εκτελέσεις χωρίς δίκη δύο χιλιάδων ατόμων, οι οποίες διαπράχτηκαν στο πλαίσιο του «πολέμου εναντίον των ναρκωτικών»).
Εκ πρώτης όψεως, το πραξικόπημα του 2014 θυμίζει εκείνο του 2006. Και τότε οι στρατιωτικοί είχαν επιδιώξει να εμφανιστούν ως οι εγγυητές της εθνικής ενότητας και στυλοβάτες της μοναρχίας. Ωστόσο, οι διαφορές ανάμεσα στα δύο πραξικοπήματα είναι σημαντικές. Το 2006, οι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος είχαν τη στήριξη ενός πρώην πρωθυπουργού και στρατηγού, του Πρεμ Τινσουλανόντα, ο οποίος ήταν επικεφαλής του ιδιωτικού συμβουλίου του βασιλιά και μπορούσε, λόγω αυτής ακριβώς της ιδιότητάς του, να θεωρηθεί ότι αντιπροσώπευε τον ίδιο τον Μπουμιμπόλ. Απ’ ό,τι φαίνεται, τον περασμένο Μάιο, οι πραξικοπηματίες δεν είχαν λάβει το πράσινο φως από τον βασιλιά, ούτε καν με έμμεσο, σιωπηρό τρόπο. Τόσο ο ογδονταεξάχρονος βασιλιάς, όσο και η βασίλισσα Σικρίτ –πραγματική λαίδη Μάκβεθ- είναι σοβαρά άρρωστοι και δεν έχουν προβεί στην παραμικρή δημόσια δήλωση εδώ και δύο χρόνια.
Καθώς κάθε μέρα μάς φέρνει πιο κοντά στο τέλος του μονάρχη, το πραξικόπημα του 2014 θα πρέπει να ιδωθεί ως μια απόπειρα να εγκαθιδρυθεί επειγόντως ένα καθεστώς, το οποίο θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την κατάσταση που θα προκύψει μετά τον θάνατό του. Επιδιώκεται η επίτευξη τριών στόχων. Καταρχάς, να αποτραπεί η επάνοδος στην εξουσία του Ταξίν, ο οποίος ζει στην εξορία από το 2006, παρά το γεγονός ότι το κόμμα του έχει κερδίσει όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μετά το 2001 (2005, 2006, 2007 και 2011). Στη συνέχεια, να επιτευχθεί η επιστροφή στην κατάσταση που επικρατούσε πριν από το 2001: σε μια αδύναμη κυβέρνηση και σε ένα αδύναμο κράτος, έτσι ώστε ο στρατός, η γραφειοκρατία και ο επιχειρηματικός κόσμος να διατηρήσουν την πραγματική εξουσία. Τέλος, να δοθεί η ευκαιρία στους στρατιωτικούς, όταν θα έχουν επιστρέψει στους στρατώνες τους, να διατηρήσουν τα προνόμιά τους και να αποκτήσουν καίρια θέση, για να μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην επικείμενη διαδοχή.
Κατά την περίοδο που ίσχυε ο στρατιωτικός νόμος (1948-1972) και στη συνέχεια την εποχή των (όχι εντελώς) πολιτικών κυβερνήσεων, ο στρατός θεωρούσε τη μοναρχία ως την υπέρτατη πηγή της νομιμότητας και επενέβαινε στο όνομά της. Ο βασιλιάς Μπουμιμπόλ ενσαρκώνει το ιδανικό του «dhamma raja», του πάνσοφου κι ευεργέτη βασιλιά πατέρα. Όμως, πίσω από μια πρόσοψη ουδετερότητας, η «μοναρχία των δικτύων», όπως την αποκαλεί ο ερευνητής Ντούνκαν Μακ Κάργκο (1) αποτελεί, όχι μόνο μια πολιτική δύναμη, αλλά και μια οικονομική εξουσία, της οποίας ο πλούτος ανέρχεται στα 22 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων βρίσκεται στην κατοχή του Γραφείου των Περιουσιακών Στοιχείων του Στέμματος (Crown Property Bureau).
Ο πρίγκιπας Μάχα Βαζιραλονγκκόρρν, ο διάδοχος του βασιλιά Μπουμιμπόλ, όχι μόνο είναι ελάχιστα δημοφιλής, αλλά ορισμένοι αμφιβάλλουν και για την κατάσταση της ψυχικής του υγείας, ενώ πολλοί υποστηρικτές της μοναρχίας στην Μπανγκόκ τον θεωρούν φιλικά διακείμενο προς τον Ταξίν και την αδελφή του Γινγκλούκ, την καθαιρεθείσα πρωθυπουργό. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί το εξής δίλημμα στους στρατιωτικούς: πώς είναι δυνατόν να συντηρήσουν τον μύθο της μοναρχίας, όταν ο μελλοντικός βασιλιάς είναι κατά τη γνώμη τους ανυπόληπτος;
Η συγκυρία αυτή που σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής, εξηγεί και τη στιγμή που επέλεξαν για να προβούν στο πρόσφατο πραξικόπημα ενάντια στην κυβέρνηση, το οποίο αντικειμενικά έμοιαζε περιττό. Πράγματι, το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε καθαιρέσει στις 6 Μαΐου την πρωθυπουργό Γινγκλούκ Σιναβάτρα και οκτώ από τους υπουργούς της. Την επόμενη ημέρα, η Εθνική Επιτροπή για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς είχε δρομολογήσει στη Γερουσία (στην οποία κυριαρχούν οι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης) μια διαδικασία με την οποία επιδιωκόταν να αφαιρεθεί το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, όχι μόνο από την πρώην πρωθυπουργό, αλλά και από όλα τα μέλη του κόμματός της. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στους οπαδούς της (τα «κόκκινα πουκάμισα») και στα «κίτρινα πουκάμισα» είχε εν μέρει εκτονωθεί. Το ίδιο συνέβαινε και με το επίπεδο της βίας, το οποίο είχε αισθητά μειωθεί. Μια κυβέρνηση η οποία δεν αντιπροσώπευε πλέον διόλου τη λαϊκή βούληση, είχε αναλάβει τη διεκπεραίωση των τρεχουσών υποθέσεων. Είχαν δε προκηρυχθεί εκλογές, οι οποίες θα πραγματοποιούνταν τον Ιούλιο του 2014 -οι εκλογές του περασμένου Φεβρουαρίου είχαν μποϊκοταριστεί από την αντιπολίτευση και ματαιώθηκαν.
Με άλλα λόγια, ακόμα και πριν από το πραξικόπημα, η εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση των «κίτρινων πουκάμισων» είχε επιτύχει τους περισσότερους στόχους της με –σημαντική βέβαια- εξαίρεση την υλοποίηση μιας συνταγματικής μεταρρύθμισης, η οποία θα αποσκοπούσε στη συγκρότηση ενός Κοινοβουλίου και μιας κυβέρνησης, των οποίων μεγάλο μέρος των μελών δεν θα εκλέγονταν στο εξής αλλά θα διορίζονταν. Γιατί, δεδομένου ότι η αντιπολίτευση του Δημοκρατικού Κόμματος δεν έχει νικήσει σε καμία από τις εκλογικές αναμετρήσεις τής τελευταίας εικοσαετίας, ενώ η ανατραπείσα κυβέρνηση απολαμβάνει της στήριξης της πλειοψηφίας του λαού, ο μοναδικός τρόπος για να ανέβει στην εξουσία είναι η αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού. Αυτό ακριβώς επιτρέπει το πραξικόπημα.
Σε όλα αυτά προστίθεται και η διαμάχη για την κατάκτηση της εξουσίας στην οποία επιδίδονται οι πολιτικές και οι οικονομικές ελίτ της πρωτεύουσας και της επαρχίας. Από την εποχή του τέλους της απόλυτης μοναρχίας, ο ανταγωνισμός υπήρχε ανέκαθεν. Εντάθηκε δε κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980, όταν ο στρατός είχε αποσυρθεί από το προσκήνιο –παραμένοντας βέβαια έτοιμος να επέμβει ανά πάσα στιγμή- και η κρατική γραφειοκρατία απέκτησε περισσότερο επαγγελματικό χαρακτήρα. Αρχικά –και με τις ευλογίες του παλατιού- η κατάσταση οδηγούσε σε μια βολική μοιρασιά της εξουσίας με κυβερνητικές εναλλαγές στις θέσεις εξουσίας, μελών του κατεστημένου της Μπανγκόκ, με την υποστήριξη του στρατού και της ηγεσίας της δημόσιας διοίκησης. Μια σειρά αδύναμων κυβερνήσεων συνασπισμού επέτρεψε στη συμμαχία των γραφειοκρατών και των στρατιωτικών να διατηρήσουν τα ηνία και να επιβάλουν όσο το δυνατόν λιγότερους περιορισμούς στον επιχειρηματικό κόσμο της πρωτεύουσας, ο οποίος επωφελήθηκε αυξάνοντας εντυπωσιακά την ευημερία του. Η κατάσταση άλλαξε κατά τη δεκαετία του 1980, με την εμφάνιση επιχειρηματιών από την επαρχία, όπως ο Μπανχάρν Σίλπα Άρχα. Ο Ταξίν κι η αδελφή του αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της κοινωνικοπολιτικής αλλαγής.
Έτσι, η νέα μορφή πολιτική αντιπαράθεσης ανάμεσα στην ύπαιθρο και στις πόλεις που έκανε την εμφάνισή της στην πολιτική ζωή της χώρας, προσέδωσε στη δυσφορία που επικρατεί στην Ταϊλάνδη μια δεύτερη διάσταση, κοινωνική αυτή τη φορά. Για τη μεσαία τάξη της Μπανγκόκ, οι πληθυσμοί της υπαίθρου και τα φτωχότερα στρώματα των πόλεων είναι «νεροβούβαλοι», άτομα τίμια αλλά ηλίθια, ανίκανα να κατανοήσουν τη δημοκρατία. Όμως, αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι έζησαν δύο πραξικοπήματα (τον Σεπτέμβριο του 2006 και τον Μάιο του 2014) και άλλες δύο φορές την αποσταθεροποίηση και στη συνέχεια την ανατροπή των νομίμως εκλεγμένων κυβερνήσεων, μέσα από κοινοβουλευτικές αποστασίες και τη χειραγώγηση της Δικαιοσύνης (Σεπτέμβριος και Δεκέμβριος του 2008). Και η κατάληψη του κέντρου της Μπανγκόκ, τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2010, από τους οπαδούς του Ταξίν, τα «κόκκινα πουκάμισα», οδήγησε σε μια βίαιη καταστολή, η οποία προκάλεσε τον θάνατο περίπου ενενήντα διαδηλωτών (2): όλα αυτά επιβεβαιώνουν τον κίνδυνο εμφυλίου πολέμου που πλανάται πάνω από τη χώρα.
Κρίση νομιμοποίησης
Ωστόσο, η αντιπαλότητα ανάμεσα στις πόλεις και στην ύπαιθρο δεν είναι αρκετή για να εξηγήσουμε την υπάρχουσα κατάσταση. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί κι η σημαντική ποικιλομορφία των τάξεων και των εθνοτήτων της χώρας. Στους οπαδούς των «κόκκινων πουκάμισων» συγκαταλέγονται, εκτός από τους χωρικούς του βόρειου και του βορειοανατολικού τμήματος, και πολλοί «χωρικοί των αστικών κέντρων», εσωτερικοί μετανάστες που απασχολούνται σε θέσεις ανειδίκευτων στην περιοχή της Μπανγκόκ, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με το χωριό από το οποίο κατάγονται. Αυτοί ακριβώς οι πληθυσμοί ευνοήθηκαν από τον Ταξίν, χάρη στις επιδοτήσεις που έδωσε στα χωριά και στα καντόνια, αλλά και από την απόκτηση πρόσβασης στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την κατασκευή υποδομών. Η κυβέρνηση της αδελφής του εφάρμοσε ακόμα πιο ριζοσπαστικά μέτρα, όπως η καθιέρωση κατώτατου ημερομισθίου 300 μπατ (7 ευρώ) και η αγορά του ρυζιού που παράγουν οι αγρότες σε τιμή κατά 40% ανώτερη από εκείνη που πρόσφεραν οι χονδρέμποροι. Στη βορειοανατολική Ταϊλάνδη, ο πληθυσμός του Ισαάν –ο οποίος ανήκει στην εθνότητα των Λάο, την οποία οι πιο ανοιχτόχρωμοι Τάι περιφρονούν λόγω της σκουρόχρωμης επιδερμίδας τους- δεν είναι πλέον διατεθειμένος να ανεχτεί μια νεοφεουδαρχική κοινωνική τάξη πραγμάτων (3).
Για να γίνει κατανοητή η σημερινή κρίση νομιμοποίησης, θα να ανατρέξουμε στις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν τις δεκαετίες του 1850 και 1920 από τρεις διαδοχικούς βασιλιάδες, τους Μονγκούτ, Τσουλαλαγκόρν και Βαζιραβούντχ, οι οποίοι επιδίωξαν τον εκσυγχρονισμό του κράτους και την εδραίωση του κράτους-έθνους (4). Οι μονάρχες αυτοί ενίσχυσαν τον ρόλο της Μπανγκόκ ως καρδιάς της εξουσίας του κράτους και δημιούργησαν τη θεωρία ότι, για να ενταχθεί ένα άτομο στην κοινότητα του έθνους, οφείλει να ασπάζεται όλες τις εκφάνσεις της «ταϊλανδικότητας», δηλαδή τη γλώσσα, τις αξίες και τα έθιμα των εθνοτήτων Τάι που ζουν στο κέντρο της χώρας. Χάρη σε μια αποτελεσματική δημόσια εκπαίδευση, επιχειρήθηκε η ομογενοποίηση μιας πολυεθνικής κοινωνίας, μέσα από τη διδασκαλία της γλώσσας των Τάι και μιας εθνικής ιστορίας η οποία μπορεί να συνοψιστεί στο εξής αφηγηματικό σχήμα: το γεγονός ότι το Σιάμ (έτσι ονομαζόταν τότε η Ταϊλάνδη) υπήρξε η μοναδική χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας η οποία δεν έπεσε στα χέρια των αποικιοκρατών, οφειλόταν στη σοφή διακυβέρνησή του από τους μονάρχες του, στο πατερναλιστικό κοινωνικό σύστημα και στον στρατό του (5) .
Ωστόσο, ο ταϊλανδικός εθνικισμός δεν διαθέτει τον ιδρυτικό μύθο για τη δημιουργία της πατρίδας, ο οποίος θα του επέτρεπε να υπερβεί τις κοινωνικές και εθνοτικές διαχωριστικές γραμμές, όπως συνέβη στην περίπτωση των χωρών που προέκυψαν μέσα από έναν απελευθερωτικό αντιαποικιακό αγώνα. Από αυτήν την άποψη, η Ταϊλάνδη δεν μπορεί να συγκριθεί με το Βιετνάμ ή με την Ινδονησία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ταυτότητα του πολίτη ως μέλους του έθνους να είναι υποδεέστερη σε σχέση με την ταυτότητα του υπηκόου μιας μοναρχίας, και να εξακολουθεί να είναι άλυτο το πρόβλημα της νομιμοποίησης της εξουσίας. Οι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος και τα «κίτρινα πουκάμισα» θεωρούν αυτονόητη την εξουσία του μονάρχη και τη διακυβέρνηση που ασκείται από ενάρετα και σώφρονα άτομα. Αντίθετα, για τα «κόκκινα πουκάμισα» και τους οπαδούς τους, η μοναδική πηγή του δικαίου και της νομιμότητας πηγάζει από την εκλογική διαδικασία.
Το πραξικόπημα της 22ας Μαΐου ενδέχεται να εξασφαλίσει βραχυπρόθεσμα τη σταθερότητα. Ωστόσο, αντί να δώσει λύση στο πρόβλημα της νομιμοποίησης, είναι πιθανό ότι θα το οξύνει ακόμα περισσότερο, χωρίς να αγγίζει τις βαθιές κοινωνικές ρίζες του και να δίνει λύσεις στα αδιέξοδα της χώρας.