Την επομένη, ένα ζεστό και υγρό πρωινό, περπάτησα την αλέα με τους φοίνικες και χτύπησα την πόρτα της τροπικής βίλας. Γνώριζα ότι υπέφερε από καρκίνο των λεμφαδένων και ότι υπέμενε μια εξοντωτική χημειοθεραπεία. Έλεγαν ότι είναι καταβεβλημένος. Έλεγαν, μάλιστα, ότι είχε συντάξει ένα σπαραχτικό γράμμα, το αντίο του στους φίλους και τη ζωή… Φοβόμουνα ότι θα βρω μπροστά μου έναν ετοιμοθάνατο. Η Μερσέντες μου άνοιξε την πόρτα και, προς μεγάλη μου έκπληξη, την άκουσα να λέει χαμογελαστή: «Μπες. Έρχεται και ο Γκάμπο… μόλις τέλειωσε μια παρτίδα τένις».
Στο ζεστό φως του σαλονιού, καθισμένος σ’ έναν λευκό καναπέ, τον είδα να έρχεται λίγο αργότερα, σε καλή φυσική κατάσταση, πράγματι. Τα κατσαρά μαλλιά του ακόμα βρεγμένα από το ντους και το μουστάκι ανακατεμένο. Φορούσε μια guayabera, ένα κουβανέζικο πουκάμισο σε χρυσαφί χρώμα, ένα φαρδύ λευκό παντελόνι και πάνινα παπούτσια, σαν να ξεπηδούσε από ταινία του Βισκόντι. Αργοπίνοντας έναν παγωμένο καφέ, μου εξήγησε ότι αισθανόταν σαν «άγριο πουλί που ξέφυγε από το κλουβί του. Σε κάθε περίπτωση, νεότερος απ’ ότι φαίνομαι». «Ωστόσο, με την ηλικία συνειδητοποιώ ότι το σώμα δεν είναι φτιαγμένο για να διαρκεί τόσα χρόνια, όσα θα θέλαμε να ζήσουμε», πρόσθεσε. Αμέσως μου πρότεινε να κάνουμε «σαν τους Βρετανούς που δεν μιλούν ποτέ για τα προβλήματα της υγείας τους. Είναι αγένεια».
Το αεράκι σήκωνε τόσο ψηλά τις κουρτίνες στα τεράστια παράθυρα, που το δωμάτιο έμοιαζε με ιπτάμενο καράβι. Του είπα πόσο μου άρεσε ο πρώτος τόμος της αυτοβιογραφίας του, «Ζω για να τη διηγούμαι» (1): «Είναι το καλύτερο μυθιστόρημά σου». Χαμογέλασε και διόρθωσε τη θέση των μεγάλων κοκάλινων γυαλιών του. «Χωρίς λίγη φαντασία, ήταν αδύνατον να διηγηθώ την απίθανη ιστορία αγάπης των γονιών μου. Ή τις βρεφικές μου αναμνήσεις… Μην ξεχνάς, ότι μόνο η φαντασία είναι διορατική. Μερικές φορές είναι πιο αληθινή από την πραγματικότητα. Δες τον Κάφκα, τον Φόκνερ ή απλώς τον Θερβάντες». Οι απαλές νότες της «Συμφωνίας του Νέου Κόσμου», του Αντονίν Ντβόρζακ, έλουζαν το δωμάτιο σε μια ατμόσφαιρα χαρούμενη και ταυτόχρονα δραματική.
Γνώρισα τον Γκάμπο γύρω στα 1979, στο Παρίσι. Ήταν καλεσμένος της Ουνέσκο και μαζί με τον Ιμπέρ Μπεβ-Μερί, τον ιδρυτή της «Monde diplomatique», αποτελούσαν μέλη μιας επιτροπής, με πρόεδρο τον νομπελίστα Σον Μακ Μπράιντ, η οποία ήταν επιφορτισμένη να συντάξει μια έκθεση για την ανισορροπία Βορρά - Νότου στα θέματα μαζικής επικοινωνίας. Εκείνη την εποχή δεν έγραφε πια μυθιστορήματα, εξαιτίας μας αυτοαπαγόρευσης για όσο διάστημα ο Αουγούστο Πινοσέτ θα ήταν στην εξουσία, στη Χιλή. Δεν είχε ακόμα πάρει το Νόμπελ λογοτεχνίας, αλλά ήταν ήδη διάσημος σε ολόκληρο τον κόσμο. Η επιτυχία τού «Εκατό χρόνια μοναξιά» (1967) τον είχε αναδείξει ως τον πιο γνωστό συγγραφέα στην ισπανική γλώσσα από την εποχή του Θερβάντες. Θυμάμαι την έκπληξη που ένιωσα, όταν συνειδητοποίησα πόσο μικρόσωμος ήταν, ενώ εντυπωσιάστηκα από τη σοβαρότητά του. Ζούσε ως αναχωρητής, δεν έφευγε από την κάμαρα που είχε μετατρέψει σε κελί εργασίας, παρά μόνο για να πάει στην Ουνέσκο.
Η δημοσιογραφία ήταν το δεύτερο μεγάλο του πάθος. Είχε μόλις δημοσιεύσει ένα ρεπορτάζ, το οποίο περιέγραφε την επίθεση ενός κομάντο σαντινίστας ενάντια στο Προεδρικό Μέγαρο στη Μανάγκουα, γεγονός που επιτάχυνε την πτώση του δικτάτορα Σομόζα στη Νικαράγουα (2). Γνώριζε απίστευτες λεπτομέρειες, δίνοντας την εντύπωση ότι συμμετείχε και ο ίδιος στο εγχείρημα. Τον ρώτησα πώς τα κατάφερε. «Ήμουνα στην Μπογκοτά την περίοδο της επίθεσης. Τηλεφώνησα στον στρατηγό Ομάρ Τορίχος, τον πρόεδρο του Παναμά. Το κομάντο είχε βρει καταφύγιο εκεί και δεν είχαν ακόμα μιλήσει στα μέσα ενημέρωσης. Του ζήτησα να πει στους “muchachos’’ να μην εμπιστεύονται τον Τύπο, γιατί τα λόγια τους μπορεί και να διαστρεβλωθούν. “Έλα”, μου είπε. “Μόνο σε σένα θα μιλήσουν”. Όταν πήγα, κλειδώθηκα με τους επικεφαλής, Εδέν Παστόρα, Ντόρα Μαρία και Ούγο Τόρες σ’ έναν στρατώνα, κι εκεί μου έκαναν την αναπαράσταση λεπτό προς λεπτό, από την προετοιμασία μέχρι την εκτέλεση. Περάσαμε όλη τη νύχτα εκεί, μέχρι που ο Παστόρα και ο Τόρες αποκοιμήθηκαν εξαντλημένοι. Συνεχίσαμε με τον Ντόρα Μαρία μέχρι το χάραμα. Γύρισα στο ξενοδοχείο να γράψω το ρεπορτάζ και μετά επέστρεψα για να το διαβάσουν. Διόρθωσαν κάποιους τεχνικούς όρους, τα ονόματα του οπλισμού, τη δομή των ομάδων… Το ρεπορτάζ δημοσιεύθηκε λιγότερο από μία βδομάδα μετά την επίθεση και έκανε γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο των αγώνα των Σαντινίστας».
Από τότε έβλεπα συχνά τον Γκάμπο, στο Παρίσι, στην Αβάνα, στο Μεξικό. Είχαμε μια μόνιμη διαφωνία γύρω από τον Ούγο Τσάβες. Δεν πίστευε σ’ αυτόν, ενώ εγώ έβλεπα τον ηγέτη της Βενεζουέλας ως τον άνθρωπο που θα έβαζε τη Λατινική Αμερική σ’ έναν νέο ιστορικό κύκλο. Κατά τα άλλα, οι συζητήσεις μας ήταν πάντα πολύ (μήπως πάρα πολύ;) σοβαρές: το μέλλον του κόσμου, η μοίρα της Λατινικής Αμερικής, η Κούβα…
Μια φορά, όμως, γέλασα μέχρι δακρύων. Επέστρεφα από την Καρθαγένη, μια πλούσια αποικιακή πόλη στην Κολομβία. Εκεί είχα δει τη βίλα του κάτω από τα τείχη και του το είπα. «Ξέρεις πώς την απέκτησα;», με ρώτησε. Δεν είχα ιδέα. «Πάντα ήθελα να ζήσω στην Καρθαγένη», άρχισε να μου διηγείται. «Και μόλις είχα τη δυνατότητα, άρχισα να ψάχνω σπίτι. Αλλά όλα ήταν πολύ ακριβά. Ένας φίλος μου, δικηγόρος, μου εξήγησε τι γινόταν: “Νομίζουν ότι είσαι εκατομμυριούχος και ανεβάζουν την τιμή. Άσε με να ψάξω εγώ”. Λίγες εβδομάδες αργότερα, είδε το συγκεκριμένο σπίτι που τότε ήταν ένα μισοκατεστραμμένο τυπογραφείο. Μίλησε στον ιδιοκτήτη, που ήταν τυφλός και συμφώνησαν σε μία τιμή. Ωστόσο, ο γέρος είχε μια απαίτηση, ήθελε να γνωρίσει τον αγοραστή. Ο φίλος μου μου είπε: “Πρέπει να τον γνωρίσεις, αλλά δεν χρειάζεται να μιλήσεις. Αλλιώς, μόλις αναγνωρίσει τη φωνή σου, θα τριπλασιάσει την τιμή... Αυτός είναι τυφλός, εσύ να είσαι μουγγός!”. Ήρθε η ώρα της συνάντησης και ο τυφλός αρχίζει να μου κάνει ερωτήσεις. Απαντάω με ακατάληπτα μισόλογα... Αλλά κάποια στιγμή έχω την απρονοησία να απαντήσω μ’ ένα ηχηρό “ναι”. “Ααα! Αναγνώρισα τη φωνή σας. Είσαστε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες”, αναπήδησε. Είχα αποκαλυφθεί. Και αμέσως πρόσθεσε “πρέπει να ξαναδούμε την τιμή, άλλαξαν τα πράγματα...”. Ο φίλος μου προσπαθεί να διαπραγματευτεί, αλλά ο τυφλός επαναλαμβάνει “Όχι! Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να είναι η ίδια τιμή...”. “Πόσα λοιπόν;”, ρωτάμε κι εμείς. Ο γέρος σκέφτεται λίγο και λέει: “Μισή τιμή!”. Δεν καταλαβαίναμε γιατί... Και μας εξήγησε: “Ξέρετε ότι είχα τυπογραφείο. Με τι νομίζεται ότι έζησα μέχρι σήμερα; Με πειρατικές εκδόσεις των μυθιστορημάτων του Γκαρσία Μάρκες!”».
Το τρελό γέλιο που κάναμε τότε αντηχούσε ακόμα στη μνήμη μου, την ώρα που στο σπίτι στην Αβάνα, συνέχιζα τη συζήτησή μου μ’ έναν Γκάμπο γερασμένο αλλά πάντα οξυδερκή. Μου μιλούσε για το βιβλίο μου με τις συνεντεύξεις με τον Φιντέλ Κάστρο (3). «Ζηλεύω, είχες την ευκαιρία να περάσεις περισσότερες από εκατό ώρες μαζί του...». «Κι όμως, εγώ ανυπομονώ να διαβάσω το δεύτερο μέρος από τα απομνημονεύματά σου. Θα μιλήσεις επιτέλους για τις συναντήσεις σου με τον Φιντέλ, τον οποίο γνωρίζεις πολύ περισσότερο καιρό. Κι εσύ κι αυτός είστε, ο καθένας με τον τρόπο του, γίγαντες του ισπανικού κόσμου. Αν το συγκρίνουμε με τη Γαλλία, θα είναι σαν να είχε συναντηθεί ο Βίκτωρ Ουγκό με τον Ναπολέοντα...». Έσκασε στα γέλια στρώνοντας τα φρύδια του. «Έχεις μεγάλη φαντασία... αλλά θα σε απογοητεύσω, δεν θα υπάρξει δεύτερο μέρος... Ξέρω ότι κατά κάποιον τρόπο, πολύς κόσμος, φίλοι και εχθροί, περιμένουν την “ιστορική ετυμηγορία” μου για τον Φιντέλ. Είναι παράλογο, ό,τι είχα να γράψω, το έγραψα (4)». «Ο Φιντέλ είναι φίλος μου και θα είναι πάντα. Μέχρι τον τάφο».
Ο ουρανός σκοτείνιασε και το δωμάτιο βυθίστηκε στο ημίφως, παρά το μεσημέρι. Η συζήτηση έχασε το ρυθμό της και μετά έσβησε. Ο Γκάμπο ήταν βυθισμένος στη σκέψεις του, με το βλέμμα στο πουθενά κι εγώ αναρωτιόμουνα πώς είναι δυνατόν να μην αφήσει γραπτή μαρτυρία για όλες τις συζητήσεις που έκανε σε κλίμα φιλικής συνενοχής με τον Φιντέλ. Μήπως έχει βάλει στην άκρη το γραπτό του, για μια μετά θάνατον έκδοση, όταν ούτε ο Φιντέλ, ούτε ο ίδιος θα είναι πια στη ζωή;
Έξω, οι ουρανοί κατέβαζαν τουλούμια νερό με όλη τη δύναμη της καταιγίδας των τροπικών. Ένα βίαιο άρωμα ορχιδέας είχε εισβάλει στο σαλόνι. Ο Γκάμπο φάνηκε ξαφνικά να κουράζεται. Ένας εξαντλημένος γέρος κολομβιανός γατόπαρδος, που καθόταν εκεί σιωπηρός και σκεφτικός, χαμένος στην ασταμάτητη βροχή, μόνιμη σύντροφο κάθε μοναξιάς του. Έφυγα διακριτικά, χωρίς να ξέρω ότι τον έβλεπα για τελευταία φορά.