Η «έξυπνη» οδοντόβουρτσα με σύνδεση Bluetooth, που λανσαρίστηκε φέτος από την Oral-B (θυγατρική του ομίλου Procter & Gamble), αποτελεί τη βασική συσκευή εκείνου που η εταιρεία αποκαλεί «δικτυωμένο μπάνιο». Συνδέεται με το έξυπνο τηλέφωνό μας, με την εφαρμογή της να παρακολουθεί τις φάσεις του βουρτσίσματος (χρησιμοποίησες οδοντικό νήμα; καθάρισες τη γλώσσα; ξέπλυνες το στόμα;) και επισημαίνει τις περιοχές του στόματος (απεικονιζόμενες στην οθόνη του τηλεφώνου) που απαιτούν μεγαλύτερη προσοχή. Ακόμη πιο σημαντικό, όπως με υπερηφάνεια ανακοινώνει η ιστοσελίδα της οδοντόβουρτσας (1), είναι επίσης το ότι «καταγράφει τις δραστηριότητες του βουρτσίσματος υπό τη μορφή δεδομένων, με τα οποία μπορούμε να φτιάξουμε μόνοι μας διαγράμματα και να τα μοιραστούμε με επαγγελματίες της στοματικής υγείας». Τι συμβαίνει με αυτά τα δεδομένα –αν πηγαίνουν σε αυτούς τους επαγγελματίες της στοματικής υγείας ή στην ασφαλιστική εταιρεία μας, αν παραμένουν στην κατοχή μας ή επισυνάπτονται στα προσωπικά δεδομένα μας που ήδη κατέχουν το Facebook και η Google– αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα.
Η συνειδητοποίηση πως τα δεδομένα που παράγονται από συσκευές καθημερινής χρήσης, έξυπνες οδοντόβουρτσες ή έξυπνες τουαλέτες, μπορούν να μεταφραστούν σε χρήμα έχει προκαλέσει μια ενδιαφέρουσα αντίδραση απέναντι στις τακτικές των γιγάντων της Σίλικον Βάλλεϋ, οι οποίοι προσπορίζονται δισεκατομμύρια ενόσω εμείς το μόνο που κερδίζουμε είναι κάποιες δωρεάν υπηρεσίες. Έτσι, έχει προκύψει μια λαϊκίστικη κριτική: ας αμφισβητήσουμε αυτά τα μονοπώλια δεδομένων και ας τα αντικαταστήσουμε με επιχειρηματίες μικρής κλίμακας. Ο καθένας μας μπορεί να γίνει ανεξάρτητος χρηματιστής δεδομένων και να διαχειρίζεται το δικό του χαρτοφυλάκιο –πουλώντας λόγου χάρη την πρόσβαση στο γονιδίωμά του αν το χρειάζεται κάποια φαρμακευτική εταιρεία ή αποκαλύπτοντας την τοποθεσία που βρίσκεται έναντι μιας έκπτωσης σε κάποιο κοντινό εστιατόριο.
Μερικά πρόσφατα βιβλία –όπως εκείνα του οραματιστή της εικονικής πραγματικότητας και επιχειρηματία Τζέρον Λάνιερ ή του ερευνητή της πληροφορικής Σάντυ Πέντλαντ (2)– υιοθετούν αυτό το πρόταγμα. Υπόσχονται το φαινομενικά αδύνατο: οικονομική ασφάλεια και ένα μέλλον με προστασία της ιδιωτικής ζωής. Αν τα δεδομένα θεωρηθούν ιδιωτική περιουσία, ένα ισχυρό νομικό οπλοστάσιο και οι σύγχρονες τεχνολογίες εφαρμογής των νόμων θα διασφαλίσουν ότι κανείς τρίτος δεν επωφελείται. Χάρη στο «Διαδίκτυο των Πραγμάτων», δηλαδή των πολλαπλώς διασυνδεδεμένων και διαρκώς πολλαπλασιαζόμενων «έξυπνων» συσκευών, κάθε μας ενέργεια μπορεί να καταγραφεί, να αναλυθεί και να μεταφραστεί σε χρήμα: κάπου υπάρχει κάποιος που είναι πρόθυμος να πληρώσει για να μάθει ποιο τραγούδι σφυρίζουμε στο μπάνιο. Ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν έχει ακόμη συμβεί κάτι τέτοιο είναι επειδή η ντουσιέρα μας δεν έχει αισθητήρες και δεν είναι συνδεδεμένη στο Διαδίκτυο.
Τα μέτωπα της μάχης είναι ξεκάθαρα. Αν η Google γεμίσει τα σπίτια μας με τους έξυπνους θερμοστάτες της θυγατρικής της Nest, τότε η Google –και όχι εμείς– θα κερδίζει χρήματα όταν θα τραγουδάμε στο μπάνιο. Η Google συσσωρεύει και ενσωματώνει δεδομένα από διαφορετικές πηγές (αυτο-οδηγούμενα οχήματα, έξυπνα γυαλιά, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο) των οποίων η αποτελεσματικότητα είναι άμεσα συναρτημένη με την πανταχού παρουσία του ψηφιακού γίγαντα: προκειμένου να έχουν τη βέλτιστη απόδοση, θα πρέπει να αφήσουμε της υπηρεσίες της Google να γεμίσουν όλες τις κενές περιοχές της ψηφιοποιημένης καθημερινότητάς μας. Το μέγεθος της δεξαμενής δεδομένων της Google κάνει κάθε ανταγωνισμό ανεδαφικό, κάτι που έχουν καταλάβει καλά οι μικρότερες εταιρείες. Η άλλη επιλογή είναι να ανταποκριθούμε στα λαϊκίστικα καλέσματα του Πέντλαντ και του Λάνιερ και να εναντιωθούμε στις φιλοδοξίες της Google, επιμένοντας ότι τα δεδομένα εξ ορισμού ανήκουν στους χρήστες ή απαιτώντας τουλάχιστον ένα μερίδιο από τα κέρδη της.
Και οι δύο αυτές στρατηγικές, παρά τις προφανείς διαφορές τους, ανήκουν στο ίδιο πολιτικό πρόγραμμα, εκπροσωπώντας δύο πνευματικές παραδόσεις του. Όπως καταδεικνύει στο νέο βιβλίο του «The Limits of Neoliberalism» (3) ο Βρετανός κοινωνιολόγος Γουίλλιαμ Ντέιβις, το μέλλον που μας προσφέρουν ο Λάνιερ και ο Πέντλαντ εντάσσεται στη γερμανική «ορντολιμπεραλιστική» παράδοση (4), η οποία αντιμετωπίζει ως ηθικό πρόσταγμα τη διατήρηση του ανταγωνισμού στην αγορά και θεωρεί επικίνδυνο κάθε είδους μονοπώλιο. Η προσέγγιση της Google ταιριάζει καλύτερα στην αμερικανική σχολή του νεοφιλελευθερισμού, που αναπτύχθηκε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Οι θιασώτες της είναι κατά κύριο λόγο επικεντρωμένοι στην αποδοτικότητα και στην ευημερία των καταναλωτών, όχι στην ηθική. Τα μονοπώλια ποτέ δεν θεωρούνται καθαυτά επιβλαβή –μερικά μπορεί να παίζουν θετικό κοινωνικό ρόλο. Παρά τις διακηρύξεις περί καινοτομίας και ρήξης με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, ο σύγχρονος διάλογος περί τεχνολογίας ούτε καινοτομεί ούτε προκαλεί ρήξεις: θεωρώντας ότι η πληροφορία αποτελεί εμπόρευμα, λειτουργεί σταθερά μέσα σε ένα αποκλειστικά νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα.
Από μηχανής θεός
Ενόσω μια εναλλακτική θεώρηση της πληροφορίας θα απαιτούσε την απόσπασή της από την οικονομική σφαίρα –και τη μετατροπή της σε «κοινό αγαθό», αγαπημένη αντίληψη αρκετών ριζοσπαστικών κύκλων, ή σε κάτι άλλο– στο μεταξύ μπορούμε να αναρωτηθούμε γιατί γίνεται τόσο άκριτα αποδεκτή η εμπορευματική διάστασή της. Η παρούσα συγκυρία δίνει την απάντηση: η τεχνολογία σήμερα είναι ένας από μηχανής θεός, ο οποίος μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να αναζωογονήσει την οικονομία και να αναπληρώσει φόρους που χάνονται εξαιτίας της εξωχώριας φοροαποφυγής των πλούσιων ελίτ και των πολυεθνικών. Αν η πληροφορία έπαυε να θεωρείται εμπόρευμα, θα έκλεινε ο μόνος αμόλυντος δρόμος που μπορούν πια να χρησιμοποιούν οι πολιτικοί ηγέτες για να τα βγάζουν πέρα με τους προϋπολογισμούς.
Η θεώρηση αυτή της τεχνολογίας ως από μηχανής θεού είναι ελάχιστα κατανοημένη, ακόμη και από διεισδυτικούς παρατηρητές της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Στο πρόσφατο βιβλίο του «Buying Time» (5), ο Γερμανός κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Στρέεκ υποστηρίζει ότι, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν φάνηκαν τα πρώτα σημάδια της επικείμενης κατάρρευσης του κοινωνικού μοντέλου που είχε κατοχυρωθεί από τους μεταπολεμικούς συμβιβασμούς, οι δυτικές κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν τεχνάσματα προκειμένου να κερδίσουν χρόνο και να αποφύγουν δομικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς που ήδη είχαν καθυστερήσει: πρώτα τον υπερπληθωρισμό, στη συνέχεια το δημόσιο χρέος και τελικά τη σιωπηρή ενθάρρυνση του ιδιωτικού τομέα προκειμένου να παρέχει φθηνά δάνεια στα νοικοκυριά. Η πολιτική λιτότητας που ακολούθησε ήταν μια ηθικολογική απάντηση που τιμώρησε απλούς πολίτες για αμαρτήματα που δεν είχαν διαπράξει.
Ο Στρέεκ δεν μνημονεύει την τεχνολογία της πληροφορικής, αλλά η λειτουργία της ως μηχανισμός που κερδίζει χρόνο είναι προφανής. Παράγει νέες θέσεις εργασίας για επιχειρηματίες –από τη στιγμή που όλοι μπορούν να μάθουν πώς να γράφουν κώδικα και να αναπτύσσουν τις δικές τους εφαρμογές– και απελευθερώνει τεράστιες οικονομικές αξίες. Η βρετανική κυβέρνηση το αντιλήφθηκε πολύ νωρίς, καταρτίζοντας φιλόδοξα, αν και αμφιλεγόμενα, σχέδια προκειμένου να πουλήσει δεδομένα ασθενών σε ασφαλιστικές εταιρείες (τα οποία απέσυρε μετά από τη λαϊκή κατακραυγή) και δεδομένα της εισαγωγής φοιτητών σε εταιρείες κινητής τηλεφωνίας και ενεργειακών ποτών. Μια πρόσφατη έκθεση σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα και τη βρετανική οικονομία, εν μέρει χρηματοδοτημένη από τη Vodafone (6), υποστηρίζει ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας κύκλος εργασιών της τάξης των 16,5 δισ. λιρών (21 δισ. ευρώ) αν γινόταν πιο εύκολη για τους καταναλωτές η διαχείριση –δηλαδή η πώληση– των προσωπικών δεδομένων τους. Ο ρόλος του κράτους περιορίζεται στη διασφάλιση του νομικού πλαισίου για τους μεσάζοντες μεταξύ των καταναλωτών και των εταιρειών που παρέχουν υπηρεσίες.
Οι κυβερνητικές προσπάθειες να κερδηθεί χρόνος εκ των άνω συμπληρώνονται από προσπάθειες να κερδηθεί χρόνος από τα κάτω –κυρίως από νεοφυείς εταιρείες (start-ups) της Σίλικον Βάλλεϋ. Η ελπίδα είναι ότι υπηρεσίες όπως το Uber (όπου ιδιώτες μετατρέπουν το αυτοκίνητό τους σε ταξί) και το Airbnb (όπου ιδιώτες μετατρέπουν το σπίτι τους σε ξενοδοχείο) μπορούν να μετατρέψουν ανεκμετάλλευτα περιουσιακά στοιχεία σε επικερδείς ψηφιακές υπηρεσίες, συμπληρώνοντας το εισόδημα των κατόχων τους. Ο Μπράιαν Τσέσκυ, διευθύνων σύμβουλος της Airbnb, το θέτει κάπως έτσι: «Στις μέρες μας, με το ρεκόρ ανεργίας και την πρωτοφανή εισοδηματική ανισότητα, στην πραγματικότητα καθόμαστε πάνω σε ένα χρυσωρυχείο. Μάθαμε να δημιουργούμε το δικό μας περιεχόμενο, τώρα όμως μπορούμε να δημιουργούμε τις δικές μας δουλειές, ίσως ακόμη και τους δικούς μας νέους τομείς οικονομικής δραστηριότητας (7). Όντως: όσον αφορά τον ίδιο, σίγουρα ισχύει.
Η «οικονομία του διαμοιρασμού»
Η Σίλικον Βάλλεϋ, πάντοτε με γρήγορα ανακλαστικά όταν πρόκειται να επωφεληθεί από την αντικουλτούρα, οικειοποιήθηκε την κοινοτιστική ρητορική προγενέστερων προσπαθειών, προσανατολισμένων στην οικονομία του δώρου, ώστε να υπερβεί τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα, παρουσιάζοντας νεοφυείς εταιρείες όπως η Uber και η Airbnb ως μέρος της «οικονομίας του διαμοιρασμού» (sharing economy) –το πολυπόθητο ουτοπικό μέλλον των αναρχικών και των ελευθεροφρόνων, όπου τα άτομα συναλλάσσονται άμεσα μεταξύ τους, παρακάμπτοντας τους μεγάλους μεσάζοντες (8). Ωστόσο, εκείνο που βλέπουμε είναι η αντικατάσταση μεσαζόντων παροχής υπηρεσιών, όπως οι εταιρείες ταξί, με ψηφιακούς μεσάζοντες όπως η Uber –η οποία έχει την οικονομική υποστήριξη των διαβόητων θαυμαστών του αναρχισμού που δρουν υπό την επωνυμία Γκόλντμαν Σακς.
Καθώς οι κλάδοι των ταξί και των ξενοδοχείων συγκεντρώνουν μεγάλες αντιπάθειες, ο δημόσιος διάλογος συνοψίστηκε στην εικόνα μερικών θαρραλέων νεωτεριστών που τα βάζουν με νωθρά, κατεστημένα μονοπώλια. Μια τέτοια διαστρεβλωμένη παρουσίαση, αν και όχι ανακριβής σε πολλές περιπτώσεις, συγκαλύπτει το γεγονός ότι οι νεοφυείς εταιρείες της «οικονομίας του διαμοιρασμού» λειτουργούν με πρότυπα που ίσχυαν πριν από την ανάδυση του κράτους πρόνοιας: η κοινωνική προστασία των εργαζομένων είναι ελάχιστη, αναλαμβάνουν ρίσκα που προηγουμένως βάραιναν τους εργοδότες τους και δεν υπάρχει σχεδόν καμία πιθανότητα για συλλογική διαπραγμάτευση.
Οι υπέρμαχοι της «οικονομίας του διαμοιρασμού» δικαιολογούν τον υψηλό αυτό βαθμό επισφάλειας με μια ρητορική αντάξια του Φρήντριχ Χάγιεκ: από τη στιγμή που αντικαθιστούμε τους νόμους με μηχανισμούς ανάδρασης –ώστε η αγορά να πιστοποιεί την ποιότητα του οδηγού ή του οικοδεσπότη– μπορούμε να απαλλαγούμε από κάθε είδους προληπτική ρύθμιση. Ο Φρεντ Γουίλσον, διακεκριμένος διαχειριστής επιχειρηματικών κεφαλαίων, το έθεσε πρόσφατα κάπως έτσι: «Όταν φτάσουμε στο σημείο όπου τα συστήματα θα είναι πραγματικά αυτο-κυβερνώμενα και αυτο-ρυθμιζόμενα, δεν θα χρειαζόμαστε ρυθμιστές» (9). Και για να συμβεί κάτι τέτοιο, αρκεί να δημιουργήσουμε πολλαπλούς βρόχους ανάδρασης σε αυτά τα συστήματα (δηλαδή διαρκείς ποιοτικές αξιολογήσεις): στην πραγματικότητα, απλώς σχόλια και γνώμες εκ μέρους των χρηστών.
Η ψηφιοποίηση της καθημερινότητας και η αρπακτικότητα της γενικευμένης χρηματιστηριοποίησης ενέχουν τον κίνδυνο να μετατραπούν τα πάντα –από το ανθρώπινο γονιδίωμα έως την κρεβατοκάμαρα– σε εμπορεύσιμο αγαθό. Η Έστερ Ντάυσον, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της 23andme, πρωτοπόρου της «εξατομικευμένης γενετικής», παρομοιάζει την εταιρεία της με «ένα ΑΤΜ το οποίο σου δίνει πρόσβαση στον πλούτο που είναι κρυμμένος μέσα στα γονίδιά σου» (10). Αυτό είναι το μέλλον που μας υπόσχεται η Σίλικον Βάλλεϋ: αρκεί να αποκτήσουμε κάμποσους αισθητήρες και τις ανάλογες συνδέσεις με το Δίκτυο και ολόκληρη η ζωή μας θα μετατραπεί σε ένα γιγαντιαίο ΑΤΜ. Εκείνοι που θα αρνούνται τούτη την εξέλιξη θα έχουν να κατηγορήσουν μόνο τον εαυτό τους. Η επιλογή της μη συμμετοχής στην «οικονομία του διαμοιρασμού» θα καταλήξει να αντιμετωπίζεται ως οικονομική δολιοφθορά και κατασπατάληση πολύτιμων πόρων, οι οποίοι θα μπορούσαν να επιταχύνουν την ανάπτυξη. Η άρνηση του «μοιράσματος» εντέλει θα στιγματιστεί και θα είναι εξίσου επονείδιστη με την άρνηση της αποταμίευσης, της εργασίας ή της πληρωμής των χρεών, με την εκμετάλλευση να καλύπτεται –για ακόμη μία φορά– από ένα επίχρισμα ηθικής.
«Καθόμαστε πάνω σε ένα χρυσωρυχείο»
Δεν προκαλεί λοιπόν καμία έκπληξη το γεγονός ότι οι λιγότερο προνομιούχοι, κάτω από το βάρος της λιτότητας, μετατρέπουν τις κουζίνες τους σε εστιατόρια, τα αυτοκίνητά τους σε ταξί και τα προσωπικά δεδομένα τους σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Τι άλλο μπορούν να κάνουν; Για τη Σίλικον Βάλλεϋ, κάτι τέτοιο αποτελεί τον θρίαμβο της επιχειρηματικότητας –μια αυθόρμητη τεχνολογική ανάπτυξη, άσχετη με τη χρηματοπιστωτική κρίση. Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για το ίδιο είδος «επιχειρηματικότητας» που οδηγεί απελπισμένους ανθρώπους –προκειμένου να πληρώσουν το ενοίκιό τους– στην πορνεία ή στην πώληση οργάνων του σώματός τους. Οι κυβερνήσεις μπορεί να προσπαθούν να βάλουν φραγμούς σε αυτό το ρεύμα, αλλά πρέπει να ισοσκελίσουν και τους προϋπολογισμούς τους: στο τέλος, θα επιτραπεί στην Uber και στην Airbnb να εκμεταλλευθούν όπως ακριβώς επιθυμούν αυτό το «χρυσωρυχείο», ενισχύοντας τα φορολογικά έσοδα και βοηθώντας τους πολίτες να βγάλουν τον μήνα.
Η «οικονομία του διαμοιρασμού» δεν θα αντικαταστήσει την οικονομία του χρέους: θα συνυπάρξουν. Η αυξημένη ροή δεδομένων, συνδυασμένη με περισσότερα και καλύτερα εργαλεία ανάλυσης, ήδη επιτρέπει στις τράπεζες να εκμεταλλεύονται τις τεχνικές διαχείρισης των Μαζικών Δεδομένων (Big Data) προκειμένου να επεκτείνουν την πίστωση σε «αναξιόχρεους», αφού πρώτα έχουν εντοπίσει και αποκλείσει τους πραγματικούς κακοπληρωτές οφειλέτες. Το μόνο που θα καταφέρει κάτι τέτοιο είναι να αυξήσει την αγωνία απέναντι στα χρέη. Νεοφυείς εταιρείες όπως η ZestFinance, η οποία μελετά 70.000 σημεία δεδομένων για κάθε αιτούντα (συμπεριλαμβανομένων του τρόπου πληκτρολόγησης και του τρόπου χρήσης του τηλεφώνου του), ήδη βοηθούν τις τράπεζες να αποφασίσουν εάν αξίζει να εγκρίνουν μια διαδικτυακή αίτηση για δάνειο. Ένα καινοτομικό επιχειρηματικό πλάνο που προώθησε στην Κολομβία η Lenddo, μια άλλη τεχνολογικά ενήμερη νεοφυής εταιρεία δανειοδότησης, συνδέει την έγκριση πιστωτικών καρτών με τη δραστηριότητα του αιτούντα στα κοινωνικά δίκτυα και έτσι κάθε τους κλικ μπορεί να έχει επίδραση στην καταλληλότητά τους για την παροχή πίστωσης –κάτι που δεν διέφυγε από τον Ντάγκλας Μέρριλλ, τον συνιδρυτή της of ZestFinance, ο οποίος δηλώνει πως «κάθε δεδομένο είναι πιστωτικό δεδομένο». Αν λοιπόν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε όλη μας η ζωή –εφόσον συλλαμβάνεται από τους ψηφιακούς αισθητήρες που μας περιβάλλουν– κυλάει στους ρυθμούς του χρέους.
Οι χρήσιμοι ηλίθιοι στη Σίλικον Βάλλεϋ έχουν έτοιμη τη συνήθη υπερασπιστική γραμμή τους: αν οι φτωχοί ζητούν πίστωση, γιατί να μην τους την δώσουμε; Το ότι η αυξημένη ζήτηση για δάνεια μπορεί να έχει κάποια σχέση με την ανεργία, τις περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και την κατάρρευση των πραγματικών μισθών, όπως και το ότι μια διαφορετική οικονομική πολιτική θα μπορούσε να αντιστρέψει αυτές τις τάσεις, απαξιώνοντας αυτά τα «δάνεια του μηνιάτικου» (11) –και τα βασισμένα στα «Big Data» εργαλεία που επιτρέπουν τη χορήγησή τους– ξεπερνά τη φαντασία των ψηφιακών οραματιστών της Σίλικον Βάλλεϋ. Το μόνο τους καθήκον είναι να αναπτύσσουν εργαλεία που επιλύουν τα προβλήματα όπως αυτά ανακύπτουν –και όχι όπως θα μπορούσαν να αναδιατυπωθούν από μια πολιτικά και οικονομικά κριτική σκοπιά.
Σε αυτό, η Σίλικον Βάλλεϋ δεν διαφέρει από οποιονδήποτε άλλο επιχειρηματικό κλάδο: οι εταιρείες δεν απαιτούν οποιαδήποτε ριζική κοινωνική αλλαγή παρά μόνο αν μπορούν να αποκομίσουν κέρδος από αυτήν. Ωστόσο, το ρητορικό οπλοστάσιο που έχουν στη διάθεσή τους η Uber, η Google ή η Airbnb είναι πολύ πιο ισχυρό από εκείνο της Γκόλντμαν Σακς ή της Τζέι Πι Μόργκαν. Αν διαμαρτυρηθείς για τις τελευταίες, θα θεωρηθεί ότι απεχθάνεσαι τον καπιταλισμό ή τη Γουώλ Στρητ ή τα πακέτα διάσωσης –μια κοινωνικά αποδεκτή κριτική, αν και μερικές φορές τόσο κοινότοπη που καταντά ανιαρή. Αν όμως επικρίνεις τη Σίλικον Βάλλεϋ, θα κατηγορηθείς ως τεχνοφοβικός και στείρος νοσταλγός ενός παρελθόντος που δεν υπάρχει πια. Οποιαδήποτε πολιτική και οικονομική κριτική των εταιρειών τεχνολογίας –και της αγαστής σχέσης τους με τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα– θεωρείται αυτομάτως πολιτιστική κριτική της νεωτερικότητας. Οι επικριτές παρουσιάζονται ως οπισθοδρομικοί εχθροί της προόδου, που ονειρεύονται να συναντηθούν με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ στον Μέλανα Δρυμό, για να ατενίσουν, συντετριμμένοι από την ασχήμια του, το άψυχο μπετόν των υδροηλεκτρικών φραγμάτων.
Για τη δημιουργία μιας τέτοιας αντίληψης μπορούμε να κατηγορήσουμε αρκετούς επικριτές της τεχνολογίας, με τις θρηνωδίες τους για την πολιτιστική παρακμή που επέφεραν το Twitter και τα ηλεκτρονικά βιβλία. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν και ο κοινωνιολόγος Ζίγκφρηντ Κρακάουερ μελέτησαν τα τότε καινοφανή μέσα μαζικής επικοινωνίας μέσα από ένα κοινωνικο-οικονομικό πρίσμα. Σήμερα, θα πρέπει να αρκεστούμε στον Νίκολας Καρρ και τους εναγκαλισμούς του με τις νευροεπιστήμες ή στον Ντάγκλας Ράσκοφ και τη βιοφυσιολογική κριτική του στην τεχνολογική επιτάχυνση (12). Όσο αξιοπρόσεκτες και αν είναι τέτοιες παρεμβάσεις, εντέλει αποσυνδέουν την τεχνολογία από την οικονομία και έτσι καταλήγουμε να συζητάμε πώς οι οθόνες των iPad μας διαμορφώνουν τη γνωσιακή λειτουργία του εγκεφάλου μας –αντί να συζητάμε πώς οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται από τα iPhone μας φτάνουν να διαμορφώνουν τα μέτρα λιτότητας που μας επιβάλλουν οι κυβερνήσεις. Στις μέρες μας, η άσκηση κριτικής στην τεχνολογία θα πρέπει να σημαίνει ότι θέτουμε ερωτήματα σχετικά με το πώς η ίδια και οι ενθουσιώδεις προωθητές της αφήνουν το παρόν σύστημα κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης να κερδίζει χρόνο και να αποσοβεί μια ακόμη μεγαλύτερη κρίση της ύπαρξής του.