Την τελευταία δεκαπενταετία, η έκταση των κινεζικών αμπελώνων έχει διπλασιαστεί. Το 2013, έφτασε τα έξι εκατομμύρια στρέμματα (1). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Κίνα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε παγκόσμιο αμπελουργικό γίγαντα, τη στιγμή που στην Ευρώπη οι αμπελώνες μειώνονται (35 εκατομμύρια στρέμματα, από τα οποία τα 8 στη Γαλλία). Στην Κίνα, το κρασί έχει πυροδοτήσει έναν ενθουσιασμό ο οποίος δεν έχει προηγούμενο. Η παραγωγή του αυξάνεται πολύ γρήγορα, όπως εξάλλου κι η κατανάλωσή του, της οποίας τα περιθώρια ανόδου είναι σημαντικά: πράγματι, η ετήσια κατανάλωση ανά κάτοικο μόλις ξεπερνάει το ένα λίτρο, έναντι 47 στην Γαλλία και 37 στην Ιταλία (2). Αυτή η ταχύτατη πρόοδος της αγοράς κάνει τη χώρα να φαντάζει ως πραγματικό Ελντοράντο, τόσο για τους ντόπιους παραγωγούς όσο και για τους ξένους εξαγωγείς. Το 2014, το Πεκίνο αποτελούσε τον κυριότερο πελάτη της περιοχής του Μπορντό.
Αν και η άμπελος είναι γνωστή στην Κίνα εδώ και χιλιετίες, η οινοποίηση και η μαζική παραγωγή κρασιού έκαναν την εμφάνισή τους μόλις τη δεκαετία του 1980. Μέχρι τη δεκαετία του 1990, μονάχα οι επαρχίες του Χεμπέι (περίχωρα του Πεκίνου), του Σαν Ντονγκ και του Ξιν Γιάνγκ παρήγαν κρασί, υπό τον έλεγχο μιας μικρής ομάδας μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων (Changyu, Dragon Seal, Great Wall και Suntime), οι οποίες εξακολουθούν να κατέχουν δεσπόζουσα θέση σε αυτόν τον τομέα. Ωστόσο, στις αρχές του 21ου αιώνα, η Κίνα άρχισε να αναπτύσσει νέες συνεργασίες με το εξωτερικό, δημιουργώντας κοινοπρακτικές επιχειρήσεις που σημείωσαν εντυπωσιακές επιτυχίες: Δυτικά κεφάλαια έχουν επενδυθεί σε 59.000 εταιρείες, επιτρέποντας τη σταδιακή μεταφορά ολοκληρωμένης τεχνογνωσίας. Συνάπτονται συμφωνίες συνεργασίας με πολυεθνικές όπως η Miguel Torres, η Domecq, η Pernod Ricard και η Castel. Όμως, παρά το γεγονός ότι το Πεκίνο ανοίγει τον οικονομικό του ορίζοντα, εξακολουθεί να επιμένει στη διατήρηση ορισμένων αρχών: η αγροτική γη πρέπει να παραμείνει ένα αναπαλλοτρίωτο αγαθό, ενώ η πρόσβαση στη γη πρέπει να πραγματοποιείται μέσα από μακροχρόνιες συμβάσεις μίσθωσης που συνάπτονται με το κράτος ή με τους ντόπιους εταίρους των ξένων επενδυτών.
Παραγωγή κρασιού Saint-Emilion στο Λιαονίνγκ
Η συνεργασία επιτρέπει τον περιορισμό των εισαγωγών χάρη στη μεταφορά κεφαλαίων και τεχνογνωσίας. Έτσι, το γαλλικό κράτος επένδυσε δύο εκατομμύρια ευρώ για τη δημιουργία ενός αμπελώνα στο Χεμπέι. Παρά το γεγονός ότι στη συνέχεια το σχέδιο εγκαταλείφθηκε, το εγχείρημα κρίθηκε επιτυχές, καθώς έδωσε την ευκαιρία για τη σύναψη συμφωνιών συνεργασίας, την ανταλλαγή γνώσεων γύρω από τις ποικιλίες και τις τεχνικές οινοποίησης και την επιμόρφωση των πρώτων Κινέζων ειδικών. Έτσι, ο Λι Ντεμέι έγινε ένας από τους καλύτερους οινολόγους, ο οποίος εργάζεται ως σύμβουλος σε πολλές από τις μεγαλύτερες κάβες της χώρας. Επίσης, ορισμένες γαλλικές εταιρείες του κλάδου επένδυσαν στη Κίνα, με μέτρια αποτελέσματα. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Pernod Ricard προτίμησε να θέσει τέλος στην πρώτη της συνεργασία με την Dragon Seal, λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπισε. Εξακολουθεί, ωστόσο, να διατηρεί παρουσία στο Νινγκ Ξιά, χάρη στο κτήμα του Helan Mountains. Η Castel, η οποία συνεργάζεται με την εταιρεία Changyu στο Σαν Ντονγκ, συνεχίζει την κινεζική της περιπέτεια.
Από το 2000, η άνθηση της αμπελοκαλλιέργειας εντάσσεται στο πλαίσιο της επιδίωξης της οικονομικής ανάπτυξης των δυτικών περιοχών της χώρας και των επαρχιών που έμειναν στο περιθώριο της οικονομικής μεγέθυνσης. Το Ξιν Γιάνγκ, η Εσωτερική Μογγολία, το Νινγκ Ξιά και το Σαν Ξι μετατρέπονται σε «περιοχές με προτεραιότητα επενδύσεων». Οι τοπικές αρχές ελπίζουν ότι, χάρη στην αμπελοκαλλιέργεια, θα περιορίσουν την εγκατάλειψη της υπαίθρου από τον πληθυσμό της και ότι θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Νέοι αμπελώνες κάνουν την εμφάνισή τους, συχνά μικρού μεγέθους, φιλοδοξώντας να παράγουν κρασί ποιότητας. Η άρδευση, κυρίως στις περιοχές που γειτονεύουν με τον Κίτρινο Ποταμό, επιτρέπει τη φύτευση αμπελώνων σε αυτές τις ερημικές και ψυχρές περιοχές.
Όπως δηλώνει ο τεχνικός διευθυντής ενός οινοποιείου, «συμβάλλουμε στη συγκράτηση του αμμώδους εδάφους και στον περιορισμό της διάβρωσης. Έτσι, περιορίζονται οι αμμοθύελλες που πλήττουν τις μεγάλες πόλεις στις ανατολικές περιοχές της χώρας. Εκπληρώνουμε έναν πολύ σημαντικό συλλογικό ρόλο: πρασινίζουμε την έρημο και βελτιώνουμε τη ζωή των συμπολιτών μας (3)». Ο Ζιάν Χαν του Château Hansen στην Εσωτερική Μογγολία προσθέτει: «Η εξέλιξη της κοινωνίας μας είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της χώρας μας… Η αλλαγή της φύσης δεν είναι μονάχα όνειρό μας, είναι και καθήκον απέναντι στην κοινωνία».
Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οι μεγάλοι όμιλοι δεν είναι πλέον μόνοι τους σε αυτόν τον τομέα. Οι νεόπλουτοι (4) δεν διστάζουν να προσλαμβάνουν Γάλλους εδαφολόγους-γεωλόγους, φυτωριούχους, οινολόγους και αρχιτέκτονες τοπίου για να δημιουργήσουν καλοφτιαγμένους αμπελώνες. «Η κυβέρνησή μας έχει δώσει προτεραιότητα στο κρασί κι εμείς ελπίζουμε ότι θα συνεχίσουμε να προσελκύουμε ξένες επενδύσεις. Υπάρχουν ήδη τριάντα οινοποιίες στην περιοχή, ενώ βρίσκονται στο στάδιο της κατασκευής και τριάντα πέντε “château”. Θέλουμε να μετατραπούμε σε Ελεγχόμενη Ονομασία Προέλευσης και να παράγουμε ποιοτικό κρασί», μας λέει ένας από τους υπεύθυνους των τοπικών αρχών του Νινγκ Ξιά. H Domaine Baron de Rothschild (DBR) εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Πενγκλάι (στο Σαν Ντονγκ), συνεργαζόμενη με το επενδυτικό ταμείο China International Trust and Investment Corporation (CITIC). Η δε Louis Vuitton-Moët-Henessy (LVMH) προτίμησε την επαρχία του Γιουνάν, όπου και δημιούργησε τη μάρκα Shangri-La, σε συνεργασία με τον όμιλο Vats.
Τα αγροτουριστικά συγκροτήματα -όπως η κατασκευή ενός αντίγραφου του διάσημου Château Saint-Emilion- στο Νταλιάν (Λιαονίνγκ) ανταποκρίνονται τόσο στις προσδοκίες των εύπορων κατοίκων των αστικών κέντρων που έχουν μετατραπεί σε καταναλωτές δραστηριοτήτων ελεύθερου χρόνου, όσο και στις επιθυμίες των εργολάβων που αναζητούν νέες μορφές επενδύσεων. Σε αυτά τα τεράστια συγκροτήματα που αποτελούνται από ξενοδοχεία με μορφή κλασικού ευρωπαϊκού πύργου, γήπεδα γκολφ και τένις, ο αμπελώνας διαδραματίζει συχνά δευτερεύοντα ρόλο. Ένας παρατηρητής που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του, μας εξηγεί: «Δεν πρέπει να μεγαλοποιούμε το ενδιαφέρον που υπάρχει για τη δημιουργία αμπελώνων. Η φύτευση αμπελιών προσφέρει την ευκαιρία να συναφθεί ένα συμβόλαιο μίσθωσης γης. Πολύ συχνά, οι επιχειρηματίες αδιαφορούν για την αμπελοκαλλιέργεια. Αν προχωρήσει η επέκταση των αστικών κέντρων, είναι πολύ πιθανόν ότι θα ξεριζώσουν τους αμπελώνες, διατηρώντας, ωστόσο, όλα τα δικαιώματα πάνω στη γη που έχουν μισθώσει… Πρόκειται για ένα σημαντικό διακύβευμα».
Για την εξουσία, το κρασί συμβολίζει επίσης την ένταξη της Κίνας στην παγκοσμιοποίηση και ενισχύει την εικόνα που επιθυμεί να προβάλλει στο εξωτερικό. Αρνείται να παραδεχθεί ότι διαθέτει λιγοστές δυνατότητες να επηρεάσει τον τομέα της μεγάλης παραγωγής φτηνού κρασιού και ποντάρει στη δημιουργία οινικών προϊόντων ποιότητας, στα οποία θα είναι ενσωματωμένες και οι διαστάσεις του πολιτισμού και της ταυτότητας της χώρας και των περιοχών της. Ένας ιδιοκτήτης αμπελώνων στην περιοχή του Νινγκ Ξιά μας λέει γεμάτος ενθουσιασμό: «Το όνειρό μου είναι πολύ απλό: να γίνει η παραγωγή μου πηγή υπερηφάνειας για την Κίνα. Γινόμαστε ικανοί να παράγουμε κρασιά εξαιρετικής ποιότητας και θα το αποδείξουμε σε ολόκληρο τον κόσμο!». Η επένδυση στο κρασί προβάλλεται ως η επιθυμία για συμβολή στο συλλογικό όραμα της Κίνας και όχι ως ένα απλό ατομικό όραμα. Βέβαια, όλα αυτά δεν εμποδίζουν νεαρούς οινολόγους, όπως την Έμα Γκάο από το κτήμα Silver Heights (Νινγκ Ξιά) ή τον Ζανγκ Ζινγκ από το κτήμα Jiabelan (Νινγκ Ξιά), να προβληθούν ιδιαίτερα από τη βρετανική επιθεώρηση «Decanter» ή από τη γαλλική «Revue du vin de France».
Όμως, η επέκταση του κινεζικού αμπελώνα προσκρούει στο εμπόδιο της έλλειψης κατάλληλης γης. Οι άνθρωποι του κλάδου διατρέχουν την αχανή κινεζική επικράτεια αναζητώντας τις κατάλληλες εκτάσεις. Καταφεύγουν δε στις υπηρεσίες διάσημων γραφείων συμβούλων που ειδικεύονται σε αυτά τα ζητήματα. Όμως, για τον Ζεράρ Κολέν, Γάλλο οινολόγο, «οι τρεις σημαντικότερες αμπελουργικές περιοχές της Κίνας -το Χεμπέι, το Σαν Ντονγκ και το Ξιν Γιάνγκ- δεν έχουν μέλλον. Το Ξιν Γιανγκ αντιμετωπίζει προβλήματα, γιατί το φύτεμα των κλημάτων συνεπάγεται υπερβολικό κόστος, σε μια συγκυρία όπου υπάρχει έλλειψη εργατικού δυναμικού. Δεν μιλάω καν για το πρόβλημα της άρδευσης και της έλλειψης νερού. Στο Χεμπέι, η επέκταση της πόλης γίνεται με εντυπωσιακό ρυθμό. Οι χωρικοί προτιμούν να εγκαταλείψουν τη γη τους και να εργαστούν στην οικοδομή, καθώς κερδίζουν περισσότερα χρήματα». Όσον αφορά δε το Σαν Ντονγκ, ένας άλλος Γάλλος οινολόγος, ο Μπρινό Πομάρ, τονίζει τα εμπόδια που δημιουργεί το κλίμα: «Ο συνδυασμός υψηλής υγρασίας και υψηλής θερμοκρασίας ευνοεί την ανάπτυξη ασθενειών. Κι η χρήση φυτοφαρμάκων έχει τα όριά της… Δεν έχουμε βρει ακόμα την ιδανική τοποθεσία για την παραγωγή κρασιού». Κι όμως, η Κίνα έγινε το 2012 ο πέμπτος παγκόσμιος παραγωγός κρασιού και ο θεαματικός πολλαπλασιασμός των επενδυτικών σχεδίων σε αυτόν τον κλάδο αναμένεται ότι θα την οδηγήσει σύντομα στις τρεις πρώτες θέσεις (5).
Την ίδια στιγμή, οι μεγάλοι κινεζικοί όμιλοι της βιομηχανίας τροφίμων έχουν αναπτύξει στρατηγικές απόκτησης παραγωγικού δυναμικού στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, ο γίγαντας του χονδρεμπορίου τροφίμων Cofco (6) έχει ήδη στην κατοχή του τα 250 στρέμματα του Château de Viaud στο Μποντό, ενώ έχει επίσης αγοράσει και τα 8.000 στρέμματα της χιλιανής Βodega Bisquertt (7) και επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές του και στην Αυστραλία. Οι κινεζικές επιχειρήσεις προσπαθούν επίσης να αγοράσουν ξένες μάρκες κρασιών για να προχωρήσουν στην απευθείας διανομή τους στην κινεζική αγορά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Bellefont-Belcier, ενός εξαιρετικού και διάσημου γαλλικού κρασιού της προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης Saint-Emilion, το οποίο αγοράστηκε από τον Κουάνγκ Γουάνγκ. Στην περιοχή του Μπορντό, περίπου πενήντα πολύ γνωστά αμπελουργικά κτήματα έχουν πουληθεί σε Κινέζους. Βέβαια, είναι πολύ πιθανό ότι ορισμένοι από τους πάμπλουτους αγοραστές τους επιχειρούν να αποκτήσουν περιουσιακά στοιχεία τα οποία –δεδομένου ότι βρίσκονται στο εξωτερικό- κινδυνεύουν πολύ λιγότερο από τις κατασχέσεις που ακολουθούν πολύ συχνά τις πολιτικές ανατροπές και τις διώξεις των πολιτικών και των φίλα προσκείμενων σε αυτούς επιχειρηματιών που πέφτουν σε δυσμένεια. Όμως, παρά το γεγονός ότι στην περιοχή του Μπορντό υπάρχουν περισσότεροι από 7.000 αμπελουργοί, αυτές οι λιγοστές, σε τελική ανάλυση, πωλήσεις δημιουργούν μεγάλη αίσθηση στη Γαλλία, όπου έχει αρχίσει να γίνεται λόγος για την «κίτρινη απειλή» που πλανάται πάνω από την εθνική αμπελουργική κληρονομιά (8).
Οι εξαγορές των κινεζικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό και των ξένων επιχειρήσεων στην Κίνα αποδεικνύουν την ολοένα αυξανόμενη διεθνοποίηση των παικτών της οινικής αγοράς και των αμπελουργικών περιοχών (9). Η αύξηση της παραγωγής αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στην ικανοποίηση της ζήτησης σε τοπικό επίπεδο: περισσότερο από το 80% του κρασιού που καταναλώνεται στην Κίνα προέρχεται από την ντόπια παραγωγή (10). Εντούτοις, δεν πρέπει να ταυτίζουμε την αγορά με την κατανάλωση του κρασιού. Η άνοδος της ζήτησης εντάσσεται στην ιδιαίτερα ισχυρή κουλτούρα του δώρου. Τα περισσότερα κινεζικά κρασιά που δοκιμάζουμε στις κάβες δεν κυκλοφορούν στο εμπόριο. Όπως μας εξηγεί ο τεχνικός διευθυντής ενός οινοποιείου, «δεν αντιμετωπίζουμε το παραμικρό πρόβλημα όταν πρόκειται να διαθέσουμε τα κρασιά μας. Ο ιδιοκτήτης έχει σχέσεις με τις τοπικές αρχές, στις οποίες προσφέρουμε σημαντικές ποσότητες. Στη συνέχεια, οι τοπικοί πολιτικοί υπεύθυνοι υποχρεώνουν τις επιχειρήσεις της περιοχής να αγοράσουν την παραγωγή μας. Και τα μπουκάλια με το κρασί μας προσγειώνονται στα επίσημα γεύματα ως δώρο! Δεν πρόκειται για μια αγορά της προσφοράς και της ζήτησης… Όλη η οικονομία λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Το να ριχτείς στην πραγματική αγορά των καταναλωτών είναι μια εντελώς διαφορετική υπόθεση».
Οι εξαρτήσεις μεταξύ επιχειρήσεων δημιουργούν την υποχρέωση αμοιβαίων αγορών και τα ξένα ποτά δεν ξεφεύγουν από την κυρίαρχη λογική του «γκουανξί», του δώρου για την προώθηση των κοινωνικών σχέσεων (11). Δεν είναι σίγουρο ότι ένα μπουκάλι κρασί θα ανοιχτεί και θα καταναλωθεί: πολύ συχνά τοποθετείται πάνω σε ένα έπιπλο του σαλονιού, σαν μπιμπελό πολυτελείας.
Επιπλέον, η κουλτούρα του κρασιού ενθαρρύνεται ως μια κοινωνική πρακτική που είναι συνδεδεμένη και με την ηθική ανόρθωση του πολιτικού κόσμου. Οι αρχές οργανώνουν εκστρατείες στα μέσα ενημέρωσης, μέσα από τις οποίες τονίζονται οι ευεργετικές επιδράσεις του κρασιού στην υγεία. Ελπίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα περιοριστεί η κατανάλωση δυνατών οινοπνευματωδών ποτών. Το «μπαϊζίου» (baijiu), ένα ποτό που μοιάζει με το ρακί και παράγεται από δημητριακά, κάνει θραύση στον αντρικό πληθυσμό της χώρας. Η παραγωγή του απορροφά μεγάλες ποσότητες δημητριακών, τις οποίες οι αρχές θα προτιμούσαν να διαθέτουν για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των κατοίκων (12). Τηλεοπτικά ρεπορτάζ κατακεραυνώνουν ορισμένα στελέχη του κόμματος που μεθάνε άγρια σε μεγάλα επίσημα γεύματα, όπου ρέει άφθονο το μπαϊζίου. Όμως, το να πίνει κανείς μαζί με τους άλλους εξακολουθεί να αποτελεί μια επιτακτική ανάγκη για τη σύσφιξη των σχέσεων εμπιστοσύνης, τόσο στους πολιτικούς, όσο και στους οικονομικούς κύκλους. Όπως μας εξηγεί ένας Γάλλος πωλητής κρασιών, «αν δεν πίνεις, σε κατηγορούν ότι δεν σέβεσαι τον συνομιλητή σου. Για να κλείσεις μια συμφωνία, πρέπει να γίνεις τύφλα, να μοιραστείς στιγμές οικειότητας μαζί του. Οι δουλειές μου πηγαίνουν πολύ καλά, αλλά έχω ρημάξει το συκώτι μου… ».
Ο λαός προτιμάει το ρακί
Ένας χωρικός που καλλιεργεί αμπέλια στο Χεμπέι μας εξομολογείται: «Εμείς δεν πίνουμε κρασί. Είναι υπερβολικά ακριβό. Προτιμάμε το μπαϊζίου». Οι προτιμήσεις των 600 εκατομμυρίων αντρών και γυναικών των λαϊκών στρωμάτων εξακολουθούν να είναι στραμμένες σε αυτό το παραδοσιακό οινοπνευματώδες ποτό ή στην μπύρα, και όχι στα κινεζικά κρασιά.
Αντίθετα, το κρασί αφορά έναν νεανικό και προνομιούχο πληθυσμό των αστικών κέντρων, ο οποίος υιοθετεί νέες κοινωνικές πρακτικές σε ένα μάλλον πρωτοφανές περιβάλλον συγχρωτισμού αντρών και γυναικών. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, τα ξένα κρασιά –και ιδίως τα γαλλικά- έχουν αποκτήσει ένα αναμφισβήτητο κύρος. Οι δε λάτρεις του κρασιού δεν εμπιστεύονται την ντόπια παραγωγή. Τα πολλά διατροφικά σκάνδαλα –όπως, για παράδειγμα, η πολύκροτη υπόθεση του νοθευμένου γάλακτος- έχουν προκαλέσει τεράστια καχυποψία. Επιπλέον, οι απομιμήσεις έχουν μετατραπεί σε πραγματική μάστιγα. Μέσα σε αυτήν τη συγκυρία, η κατανάλωση και η συλλογή ακριβών γαλλικών κρασιών αποτελούν για τους νεόπλουτους έναν τρόπο για να κάνουν επίδειξη της ισχύος τους.
Από το 2013, η πολιτική ενάντια στη διαφθορά, που προωθεί η κυβέρνηση, είχε επιπτώσεις στην «οικονομία του δώρου» και προκάλεσε την επιβράδυνση των εισαγωγών κρασιών Μπορντό. Παρόλα αυτά, το κρασί έχει εισχωρήσει στο κοινωνικό φαντασιακό και η παραγωγή και η κατανάλωσή του ριζώνουν με σταθερό ρυθμό στη νέα κοινωνική πραγματικότητα της χώρας. Πέρυσι, οι Κινέζοι έγιναν οι πρώτοι καταναλωτές κόκκινων κρασιών παγκοσμίως, μπροστά από τους Γάλλους, με 1,8 δισεκατομμύρια μπουκάλια (13).