Αν και αδιανόητο για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτό το σενάριο τώρα καθίσταται εφικτό. Και είναι πολλά τα στοιχεία που υποδεικνύουν ότι αυτός ο νέος ψυχρός πόλεμος θα είναι ίσως ακόμα πιο επικίνδυνος από τον πρώτο –από τον οποίο ο πλανήτης γλύτωσε στο παρά πέντε (1).
Το επίκεντρο της έντασης δεν βρίσκεται πια στο Βερολίνο, αλλά στα ίδια τα σύνορα με τη Ρωσία. Στην Ουκρανία, μια περιοχή ζωτικής σημασίας για τη Μόσχα, οι κακοί υπολογισμοί, τα ατυχήματα και οι προβοκάτσιες θα έχουν βαρύτερες επιπτώσεις από εκείνες στη Γερμανία πριν από λίγες δεκαετίες. Η κατάρριψη, τον περασμένο Ιούνιο, ενός αεροπλάνου των μαλαισιανών αερογραμμών το οποίο πετούσε πάνω από το ανατολικό τμήμα της χώρας, μοιάζει με πολύ άσχημο οιωνό, όπως και οι απειλές που εκτοξεύθηκαν εναντίον ενός ρωσικού κονβόι με ανθρωπιστική βοήθεια που κατευθυνόταν στο Ντονμπάς.
Το πιο σοβαρό: οι πρωταγωνιστές του νέου ψυχρού πολέμου θα μπορούσαν με μεγαλύτερη ευκολία να υποκύψουν στη γοητεία ενός πυρηνικού πολέμου. Ορισμένοι στρατιωτικοί αξιωματούχοι στη Μόσχα ανακοινώνουν ότι αν τα συμβατικά στρατεύματα της Δύσης, κατά πολύ μεγαλύτερα αριθμητικά, απειλήσουν άμεσα τη Ρωσία, αυτή θα προσφύγει στη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων. Η περικύκλωση της χώρας με στρατιωτικές βάσεις και αντιπυραυλικά συστήματα, στην οποία προβαίνει σήμερα το ΝΑΤΟ, καθιστά ακόμα πιο αληθοφανή μια τέτοια απάντηση.
Η απουσία κανόνων για αμοιβαία αυτοσυγκράτηση, παρόμοιων με εκείνους στους οποίους αυθυποβλήθηκαν τα δύο στρατόπεδα, ιδίως μετά την κρίση των πυραύλων, συνιστά έναν ακόμα παράγοντα κινδύνου. Η απαραίτητη αμοιβαία μετριοπάθεια προσκρούει σε καχυποψίες, απωθημένα, παρεξηγήσεις και εσφαλμένες πληροφορίες, τόσο στη Μόσχα όσο και στην Ουάσινγκτον. Ο Χένρι Κίσινγκερ (2) παρατηρεί ότι «η δαιμονοποίηση του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν μπορεί να θεωρηθεί πολιτική. Προσφέρει, απλώς, ένα άλλοθι για την απουσία πολιτικής». Από την πλευρά μου, πιστεύω ότι αυτή η δαιμονοποίηση ισοδυναμεί με την εγκατάλειψη κάθε σοβαρής ανάλυσης και κάθε επεξεργασίας μιας λογικής πολιτικής.
Tέλος, ο νέος ψυχρός πόλεμος θα είναι ακόμα πιο επικίνδυνος όσο θα απουσιάζει μια ικανή αντιπολίτευση στις ΗΠΑ. Λίγοι είναι οι Αμερικανοί οι οποίοι διαφωνούν με την καταστροφική εξωτερική πολιτική της χώρας τους. Καμία προσωπικότητα με επιρροή δεν μας υποστηρίζει κι εμείς δεν είμαστε οργανωμένοι. Καμία σχέση με τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, όταν αγωνιζόμασταν υπέρ εκείνου που τότε ονομάζαμε «εκτόνωση». Αποτελούσαμε βέβαια μειονότητα, αλλά μια μειονότητα ουσιαστική και με υψηλά ιστάμενους συμμάχους, ακόμα και μέσα στο Κογκρέσο και στο υπουργείο Εξωτερικών. Οι μεγάλες εφημερίδες, τα ραδιόφωνα και τα τηλεοπτικά κανάλια ζητούσαν τη γνώμη μας. Μας υποστήριζε μια λαϊκή βάση, αλλά και μια ομάδα πίεσης στην Ουάσινγκτον, η American Committee on East-West Accord (Αμερικανική Επιτροπή για τη Συμφωνία Ανατολής – Δύσης), στην οποία συμμετείχαν επιχειρηματίες, πολιτικές προσωπικότητες, εξέχοντες πανεπιστημιακοί και πολιτικοί του διαμετρήματος ενός Τζορτζ Κέναν. (3)
Σήμερα, δεν έχουμε τίποτα από όλα αυτά. Δεν διαθέτουμε καμία πρόσβαση στην κυβέρνηση Ομπάμα και ουσιαστικά ούτε στο Κογκρέσο, το οποίο έχει γίνει ένα δικομματικό προπύργιο της πολιτικής των αντιπαραθέσεων. Τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης μας αγνοούν. Από το ξεκίνημα της κρίσης στην Ουκρανία, ούτε τα εντιτόριαλ ούτε οι στήλες των «New York Times», της «Washington Post» ή της «Wall Street Journal» αναπαρήγαγαν τις ιδέες μας. Δεν βρήκαν βήμα ούτε στο κανάλι MSNBC ή στο Fox News, όπου οι συνήθεις αναλύσεις διαφοροποιούνται ελάχιστα: για όλα πάντα «φταίνε οι Ρώσοι». Κάνουμε, βέβαια, δημοσιεύσεις στα «εναλλακτικά» μέσα ενημέρωσης, στην Ουάσινγκτον όμως δεν τα θεωρούν αξιόπιστα ή μείζονος σημασίας. Στον μακρύ μου βίο, δεν θυμάμαι άλλη τόσο σοβαρή ανεπάρκεια στο δημοκρατικό διάλογο κατά τη διάρκεια ανάλογης κρίσης.
Εκτιμώ ότι καθήκον μου είναι να υπενθυμίζω ότι το κάθε νόμισμα έχει δυο όψεις και να εξηγώ τις θέσεις της Μόσχας σχετικά με την κρίση στην Ουκρανία. Αυτό μου έχει κοστίσει συνεχείς επιθέσεις –ακόμα και από περιώνυμα αριστερά μέσα. Με γελοιοποιούν αποκαλώντας με εμπροσθοφυλακή των «απολογητών» του Πούτιν, «χρήσιμο ηλίθιό» του και, ακόμα χειρότερα, «γλείφτη» του. Πάντα δεχόμουν κριτικές, κυρίως στα 20 χρόνια που πέρασα ως σχολιαστής στο CBC News. Ποτέ όμως δεν είχα γίνει αντικείμενο τόσο προσωπικών και τόσο χυδαίων επιθέσεων.
Ορισμένοι από εκείνους που τις εξαπολύουν –ή που τις υποκινούν– είναι οι πρωτεργάτες της εξωτερικής πολιτικής που ακολουθεί η Ουάσινγκτον τις δυο τελευταίες δεκαετίες και η οποία οδήγησε στην ουκρανική κρίση. Απαξιώνοντας εμάς, επιχειρούν να κρύψουν τη συνευθύνη τους στη σημερινή καταστροφή. Αυτοί οι νεομακαρθιστές (4) θέλουν να καταπνίξουν τον δημοκρατικό διάλογο με το να μας συκοφαντούν στις ενημερωτικές εκπομπές μεγάλης θεαματικότητας, στις μεγάλες εφημερίδες ή στα πρόσωπα που λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις. Και συνολικά, τα καταφέρνουν.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι εμείς, οι αντιφρονούντες, είμαστε οι γνήσιοι δημοκράτες της χώρας, οι γνήσιοι πατριώτες που νοιάζονται για την ασφάλειά της. Δεν προσπαθούμε να φιμώσουμε τους πολεμοχαρείς. Θέλουμε να κάνουμε διάλογο μαζί τους. Θέλουμε να τους δώσουμε να καταλάβουν ότι η σημερινή εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ κινδυνεύει να έχει καταστροφικές συνέπειες για την ασφάλεια της χώρας μας, όπως και για τον υπόλοιπο κόσμο. Οι κίνδυνοι και το κόστος ενός νέου παρατεταμένου ψυχρού πολέμου θα έχουν επιπτώσεις στη ζωή των παιδιών μας και των εγγονιών μας. Αυτή η ανεύθυνη πολιτική ήδη στερεί από την Ουάσινγκτον την απαραίτητη συμμαχία του Κρεμλίνου σε τομείς ζωτικής σημασίας για την ασφάλειά μας, όπως το Ιράν, η Συρία, το Αφγανιστάν, η μη διάδοση των πυρηνικών όπλων ή η διεθνής τρομοκρατία.
Θα πρέπει όμως επίσης να πούμε ότι είμαστε κι εμείς εν μέρει υπεύθυνοι για αυτή την ανισορροπία, αν όχι την απουσία διαλόγου. Η οργάνωση και η αλληλεγγύη είναι ελλιπείς. Ορισμένα πρόσωπα συμμερίζονται κατ’ ιδίαν την άποψή μας, χωρίς όμως να εκφράζονται ποτέ προς αυτή την κατεύθυνση. Όμως, στη δημοκρατία μας, όπου το κόστος της ανυπακοής είναι σχετικά χαμηλό, η σιωπή δεν αποτελεί πλέον πατριωτική επιλογή.
Μας δίδαξαν ότι η μετριοπάθεια στη σκέψη και στη γλώσσα αποτελεί πάντοτε την καλύτερη λύση. Αλλά, σε μια τόσο σοβαρή κρίση, η μετριοπάθεια δεν έχει καμία αξία. Μεταλλάσσεται σε κομφορμισμό και ο κομφορμισμός σε συνενοχή. Θυμάμαι μια συζήτηση μεταξύ σοβιετικών αντιφρονούντων γύρω από αυτό το ζήτημα, όταν έμενα μαζί τους στη Μόσχα κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Ορισμένοι από αυτούς μας χαρακτήρισαν πρόσφατα «Αμερικανούς αντιφρονούντες». Aσύμμετρος παραλληλισμός: οι σοβιετικοί φίλοι μου είχαν πολύ λιγότερες πιθανότητες να γίνουν αντιφρονούντες και το ρίσκο που έπαιρναν ήταν πολύ μεγαλύτερο. Πρόκειται πάντως για μια διδακτική αναλογία. Οι σοβιετικοί αντιφρονούντες διαμαρτύρονταν ενάντια σε μια άκαμπτη δογματική ορθοδοξία, καταχρηστικά προνόμια και μια αρτηριοσκληρωτική πολιτική σκέψη. Κατά συνέπεια, οι σοβιετικές αρχές και τα μέσα ενημέρωσης τους κατήγγειλαν ως αιρετικούς. Από τη δεκαετία του 1990 και την κυβέρνηση Κλίντον και μετά, κάποιες ελάχιστα φρόνιμες ιδέες που αφορούν στην εξωτερική πολιτική έχουν λάβει τη συμπαγή μορφή μιας δικομματικής ορθοδοξίας. Οπότε, η φυσιολογική απάντηση σε κάθε μορφή ορθοδοξίας είναι η αίρεση. Λέω, λοιπόν, στους φίλους μου: «Ας είμαστε αιρετικοί χωρίς να νοιαζόμαστε για τις προσωπικές συνέπειες, με την ελπίδα ότι θα μας ακολουθήσουν κι άλλοι, όπως τόσο συχνά έχει συμβεί στην πορεία της ιστορίας».
Η πιο ενθαρρυντική προοπτική που μπορώ να προσφέρω στους συμμάχους μου είναι να τους υπενθυμίσω ότι οι αλλαγές συχνά ξεκινούν ως αιρέσεις. Ή, για να αναφερθώ στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ όταν σχολίαζε τον δικό του αγώνα στους κόλπους μιας νομενκλατούρας ακόμα πιο αυστηρής από τη δική μας: «Κάθε νεωτερισμός στη φιλοσοφία έχει ως απαρχή μια αίρεση και στην πολιτική μια μειοψηφική άποψη». Όσο για τον πατριωτισμό, ας αφουγκραστούμε τον Γουίντροου Γουίλσον (5): «Ο μεγαλύτερος πατριώτης είναι ενίοτε εκείνος ο οποίος εμμένει στην κατεύθυνση την οποία θεωρεί σωστή, όσο κι αν βλέπει ότι ο μισός κόσμος είναι εναντίον του».