Όταν, στις 31 Ιουλίου του 2014, ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός της Ινδίας, Ναρέντα Μόντι, απέρριπτε το κείμενο της συμφωνίας που είχαν εκπονήσει μετά από επίπονες προσπάθειες και πολλά «μαγειρέματα» οι εμπειρογνώμονες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), με αυτήν του την ενέργεια κοινοποιούσε σε παγκόσμιο επίπεδο τη ληξιαρχική πράξη του θανάτου του κύκλου της Ντόχα, ο οποίος ήταν ήδη εδώ και καιρό ετοιμοθάνατος (1). Όμως, εάν σε αυτήν την εξέλιξη δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα αν και δεν πρόκειται για το πρώτο βέτο που προβάλλει η Ινδία, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αντιδράσεις στις αξιώσεις του ΠΟΕ πολλαπλασιάζονται, με τις αναπτυσσόμενες χώρες να συμμαχούν μεταξύ τους –ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντά τους- εναντίον των ισχυρών και κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών. Η μηχανή επιβολής του φιλελευθερισμού έχει μπλοκάρει σε μεγάλο βαθμό.
Η αντίδραση των δυτικών χωρών (και των πολυεθνικών) σε αυτήν την εξέλιξη συνίσταται στη στροφή προς τις διμερείς συμφωνίες ελεύθερων ανταλλαγών (Ευρωπαϊκής Ένωσης – Καναδά, Ηνωμένων Πολιτειών – Νότιας Κορέας κ.λπ.) και, ακόμα περισσότερο, προς τις συμφωνίες ελεύθερων ανταλλαγών που αφορούν ολόκληρες γεωγραφικές ζώνες: χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Μεγάλης Διατλαντικής Αγοράς (ΜΔΑ) μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών και της Συνεργασίας του Ειρηνικού, η οποία είναι περισσότερο γνωστή με την αγγλική της ονομασία, Trans-Pacific Partnership ή TPP, μεταξύ έντεκα χωρών του Ειρηνικού Ωκεανού και των Ηνωμένων Πολιτειών… Με αυτή τη διαίρεση του πλανήτη σε περιφέρειες, η Ουάσιγκτον μπορεί να ελπίζει ότι θα συνεχίσει να σέρνει τον χορό.
Αρχικά, το 2005, στην TPP είχαν προσχωρήσει τέσσερις πολιτικοί και εμπορικοί νάνοι: η Χιλή, το Μπρουνέι, η Νέα Ζηλανδία και η Σιγκαπούρη, οι οποίοι προσπαθούσαν να αντισταθούν στον οδοστρωτήρα των γειτονικών τους χωρών. Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξαναζωντανεύουν αυτήν την ιδέα, επιθυμώντας να ανακόψουν την άνοδο της ισχύος της Κίνας, η οποία είχε προσεγγίσει τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας με συμφωνίες ελεύθερων ανταλλαγών. Καθώς η Ουάσιγκτον φοβάται ότι θα χάσει την ηγεμονία της στην περιοχή, κατόρθωσε να πείσει την Αυστραλία, τη Μαλαισία, το Περού και το Βιετνάμ να ακολουθήσουν την πολιτική της. Στη συνέχεια, σε αυτήν προσχώρησε κι ο Καναδάς και το Μεξικό που ήδη δεσμεύονται από τη Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου (ALENA). Ωστόσο, χρειάστηκε οι Ηνωμένες Πολιτείες να περιμένουν μέχρι τον Νοέμβριο του 2011 για να προσχωρήσει στην ομάδα –στις μύτες των ποδιών, βέβαια- και η Ιαπωνία, η οποία εκείνη την εποχή ήταν ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Κίνας. Έκτοτε, ο ιδιαίτερα εθνικιστής Ιάπωνας πρωθυπουργός, Άμπε Σίντζο, είδε σε αυτή τη συμφωνία μια ευκαιρία για να ενισχύσει τον ρόλο του ως το δεξί χέρι της Αμερικής στην Ασία.
Έτσι, αρχίζει να διαγράφεται αυτό που οι Αμερικανοί εμπειρογνώμονες αποκαλούν «εμπορική συμφωνία του 21ου αιώνα». Σε περίπτωση επιτυχίας, στη συμφωνία θα ενταχθεί το ήμισυ του πλούτου που παράγεται σε παγκόσμιο επίπεδο, το 35% του διεθνούς εμπορίου και το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού. Με αυτόν τρόπο θα μπορούσε να καταστεί δυνατή η εδραίωση του «ασιατικού οικονομικού άξονα» που εξήγγειλε ο Μπάρακ Ομπάμα αμέσως μετά την άνοδό του στην εξουσία, τη στιγμή που ήδη προχωρούσε η ανάπτυξη του στρατιωτικού σκέλους του άξονα χάρη στη διεύρυνση των στρατηγικών συμφωνιών με τις Φιλιππίνες, την Αυστραλία, το Βιετνάμ και, φυσικά, με την Ιαπωνία. Όπως υπογραμμίζει ο Άρβιν Γκούπτα, πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Αμυντικών Σπουδών και Ανάλυσης του Νέου Δελχί (IDSA), το ζητούμενο είναι «ένα συνολικό σχέδιο, το οποίο θα αποσκοπεί στην εντατικοποίηση της εμπλοκής, της επιρροής και του ειδικού βάρους των Ηνωμένων Πολιτειών στα οικονομικά, διπλωματικά, ιδεολογικά και στρατηγικά ζητήματα της περιοχής (2)», έτσι ώστε να κατορθώσουν να κόψουν τα φτερά της Κίνας. Ο παρών αιώνας οφείλει να είναι αμερικανικός και όχι κινεζικός, όπως φαντάζονται ορισμένοι.
Ωστόσο, τα όνειρα του Μπάρακ Ομπάμα απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Την περασμένη άνοιξη, η περιοδεία του στους στενότερους από τους συμμάχους του (Ιαπωνία, Μαλαισία, Φιλιππίνες και Νότια Κορέα) δεν οδήγησε στο ξεμπλοκάρισμα κανενός φακέλου. Όχι μόνον οι διαπραγματεύσεις δεν ολοκληρώθηκαν μέχρι τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου, αλλά ούτε καν μέχρι το τέλος ταυ έτους.
Κι όμως, οι Αμερικανοί δεν φείδονται μέσων για την προώθησή τους. Σύμφωνα με την Αυστραλή ερευνήτρια Πατρίτσια Ρόναλντ, η Ουάσιγκτον έχει κινητοποιήσει 600 συμβούλους, οι οποίοι βοηθούν τους επίσημους διαπραγματευτές στο έργο τους. Όσον αφορά δε το ευρύ κοινό, είναι αναγκασμένο να προσπαθεί να ψαρέψει από δω κι από εκεί πληροφορίες γι’ αυτό που εντούτοις παρουσιάζεται ως «η μεγαλύτερη ελεύθερη αγορά στον κόσμο». Το περιεχόμενο των συζητήσεων θα είχε παραμείνει μυστικό αν δεν είχε υπάρξει η επιμονή Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, όπως η Electronic Frontier Foundation και η Public Citizen, αλλά και χάκερς όπως το WikiLeaks. Τον Νοέμβριο του 2013, την επαύριο των άκαρπων διαπραγματεύσεων, ο Μαλαισιανός υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου προχώρησε στην εξής δήλωση: «Θα είναι κάτι το πολύ δύσκολο (να καταλήξουμε σε συμφωνία). Κι οι αποκαλύψεις του WikiLeaks δεν θα βοηθήσουν στην ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας (3).
Σύμφωνα με τα συγκεκριμένα ντοκουμέντα, στην πράξη, κανένας από τους τομείς της ζωής δεν θα είναι δυνατόν να ξεφύγει από τον έλεγχο των πολυεθνικών εταιρειών. Εκτός από την κατάργηση των τελωνειακών δασμών που έχουν απομείνει, η ΤΡΡ επιθυμεί να θεσπίσει κοινές προδιαγραφές για όλα τα προϊόντα (τρόφιμα, φυτοφάρμακα, βιομηχανικά προϊόντα…), για όλες τις υπηρεσίες (τράπεζες, ταμιευτήρια, ασφαλιστικά ταμεία…) και για την πνευματική ιδιοκτησία. Όσο για τις διαφορές που ενδέχεται να ανακύψουν γύρω από αυτά τα ζητήματα, θα επιλύονται από τα περιβόητα ειδικά δικαστήρια που θα επιτρέπουν στους γίγαντες του ιδιωτικού τομέα να αμφισβητούν τις αποφάσεις που έχει λάβει μια κυβέρνηση.
Αμφιταλάντευση της Ιαπωνίας
Όσον αφορά τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι ορέξεις των μεγάλων ομίλων φαντάζουν απύθμενες. Έτσι, για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας «που κατέχουν οι επιχειρήσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες προτείνουν την καθιέρωση περιόδου αποκλειστικής εκμετάλλευσής τους, διάρκειας 95 ετών, η οποία μάλιστα μπορεί να φθάνει τα 120 έτη, όταν οι εργασίες που οδήγησαν σε αυτά δεν έχουν δημοσιευτεί (4)». Στον τομέα της ιατρικής, αυτή η εξέλιξη θα σήμαινε το τέλος των γενόσημων φαρμάκων (σήμερα, η πλειονότητα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας έχει ισχύ 20 ετών). Μάλιστα, οι αγιατολάχ της αγοράς απαιτούν να επεκταθεί η κατοχύρωση με διπλώματα ευρεσιτεχνίας και στον τομέα «των μεθόδων διάγνωσης (…), θεραπείας και χειρουργικών επεμβάσεων». Για παράδειγμα, για τις τεχνικές εγχείρησης καρδιάς ή για ορισμένα καινοτόμα πρωτόκολλα ανίχνευσης του καρκίνου ή θεραπείας του, θα μπορούσε να ζητηθεί από τους χρήστες η πληρωμή δικαιωμάτων! Μετά από πολλές μάχες, η περίπτωση των χειρουργικών επεμβάσεων φαίνεται ότι έχει αφαιρεθεί από το τελευταίο γνωστό κείμενο που έχουμε στη διάθεσή μας (5). Ωστόσο, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι οι ΗΠΑ θα αποδεχθούν αυτήν την εξέλιξη.
Θα μπορούσαμε επίσης να αναφέρουμε την κατοχύρωση με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας γονιδίων ή ουσιών που περιέχονται σε φυτά που συναντάμε ελεύθερα στη φύση, την κατάργηση των μέτρων ελέγχου στις κινήσεις των κεφαλαίων, τον περιορισμό των πληροφοριών που αναγράφονται στις ετικέτες των τροφίμων και κυρίως την ύπαρξη σε αυτά Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών… Ο κατάλογος είναι ατελείωτος, όσο κι απίστευτα ετερογενής, μπορεί να συναντήσει κανείς τις πλέον απίθανες περιπτώσεις. Ωστόσο, ακόμα κι οι πλέον φιλικά διακείμενες προς τις νεοφιλελεύθερες ιδέες κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να αντιδρούν, καθώς ο νόμος του ισχυρότερου τσακίζει τα συμφέροντα των δικών τους καπιταλιστικών ομίλων. Ο Καναδάς αρνείται ορισμένες επεκτάσεις του δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ο Αυστραλιανός Ιατρικός Σύλλογος (ΑΜΑ), στον οποίο συμμετέχουν όλοι οι επαγγελματίες της υγείας, ζήτησε να απορριφθεί οποιαδήποτε δέσμευση «θα περιόριζε το δικαίωμα της κυβέρνησης να αναπτύσσει μια πολιτική για την υγεία η οποία θα εξυπηρετεί τις ανάγκες της χώρας (6)», στους τομείς του φαρμάκου, της ιχνηλασιμότητας των διατροφικών προϊόντων και της καταπολέμησης του καπνίσματος. Για την ώρα, το Σίδνεϊ δεν έχει ενδώσει στις αμερικανικές απαιτήσεις. Στο Βιετνάμ, η κυβέρνηση θα ήθελε να προστατεύσει την υφαντουργική βιομηχανία της χώρας. Η Σιγκαπούρη, η Μαλαισία και το Μπρουνέι εκφράζουν την αντίθεσή τους στην καθιέρωση ρήτρας για την επίλυση των διαφορών που προκύπτουν ανάμεσα στα κράτη και στους επενδυτές.
Όμως, εκεί όπου η αντίσταση φαίνεται να είναι εντονότερη, είναι η Ιαπωνία. Οι επιδοτήσεις, οι προδιαγραφές, οι ποσοστώσεις και οι τελωνειακοί δασμοί αποτελούν σοβαρούς φραγμούς στις εισαγωγές, από τους οποίους οι Ιάπωνες δεν είναι διατεθειμένοι να παραιτηθούν τόσο εύκολα, απλά και μόνο για να γίνουν αρεστοί στους Αμερικανούς. Βέβαια, ο πρωθυπουργός Άμπε ανήγγειλε τη συμμετοχή του στις διαπραγματεύσεις με τόσο ενθουσιασμό και πανηγυρισμούς, όσο ακριβώς είχε επιδείξει διακριτικότητα ως προς αυτό το ζήτημα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 2012, η οποία τον οδήγησε, στη συνέχεια, στην εξουσία. Όπως δήλωσε με λυρικό τρόπο κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε, «η ΤΡΡ αποτελεί την τελευταία μας ευκαιρία. Εάν την χάσουμε, η Ιαπωνία θα βρεθεί απλούστατα εκτός των κύκλων της παγκόσμιας εξουσίας (7)».
Εντωμεταξύ, έχει παρουσιαστεί εμπλοκή στις συζητήσεις όσον αφορά τις πέντε ιαπωνικές «ιερές αγελάδες»: το ρύζι, το σιτάρι, το βόειο και χοιρινό κρέας, τη ζάχαρη και τα γαλακτομικά προϊόντα, δηλαδή τα 586 προϊόντα που προστατεύονται από ένα σύστημα ποσοστώσεων. Οι εισαγωγές ρυζιού δεν μπορούν να υπερβούν το 5-8% της εγχώριας κατανάλωσης. Σε περίπτωση υπέρβασης της ποσόστωσης, η ιαπωνική κυβέρνηση επιβάλλει δασμούς που μπορούν να φθάσουν έως και το 780%. Για το σιτάρι και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, οι δασμοί φτάνουν το 252%. Περιττό να υπενθυμίσουμε ότι, από πολιτική άποψη, η κατάργησή τους μπορεί να αποδειχθεί μια εξαιρετικά επικίνδυνη υπόθεση. Η πλειοψηφία των στελεχών του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (PLD) που βρίσκεται στην εξουσία, είναι εξαιρετικά επιφυλακτική απέναντι σε αυτήν τη συνθήκη, καθώς οι αγρότες και οι οικογένειές τους αποτελούν σημαντικό τμήμα της εκλογικής βάσης του κόμματος. Ωστόσο, δεν είναι πιθανό ότι ο Άμπε θα παραιτηθεί από τα σχέδιά του. Πράγματι, βλέπει σε αυτή τη συνθήκη μια ευκαιρία για να ξαναβρεί η Ιαπωνία τη θέση που κατείχε στην Ασία και την οποία τής έκλεψε το Πεκίνο. Ελπίζει δε, ότι χάρη στον εθνικιστικό λόγο του θα κατορθώσει να επιβάλει τις μεταρρυθμίσεις που καμία κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να περάσει μέχρι σήμερα, τόσο στη γεωργία όσο και στη βιομηχανία. Πράγματι, καθώς τα μέτρα που έχει λάβει για την ανάκαμψη της οικονομίας –τα περιβόητα «Αμπενόμικς»- δεν φαίνονται να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά (8), ο πρωθυπουργός ποντάρει στην άφιξη άμεσων ξένων επενδύσεων, αφενός, για να αντισταθμίσει τη μεταφορά της παραγωγικής δραστηριότητας σε χώρες με χαμηλό κόστος, στην οποία προβαίνουν οι μεγάλοι ιαπωνικοί όμιλοι και, αφετέρου, για να εκσυγχρονίσει την παραγωγική μηχανή της χώρας που έχει περάσει σε φάση γήρανσης: οι άμεσες ξένες επενδύσεις αντιπροσωπεύουν το 4% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της Ιαπωνίας, τη στιγμή που ο αντίστοιχος μέσος χώρες για τις χώρες μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ανέρχεται στο 20%.
Επιπλέον, ελπίζει ότι η ΤΡΡ θα καταστήσει εφικτή την πραγματοποίηση άλλου ενός θαύματος: του ανοίγματος των τρίτων αγορών, που θα επιτρέψει την αύξηση των εξαγωγών κυρίως στους τομείς της πυρηνικής ενέργειας και των σιδηροδρόμων (γεγονός που εξηγεί και την επιθυμία της Mitsubishi να συμμαχήσει με τη γαλλική Alstom (9)), αλλά επίσης –και κυρίως- στον τομέα των οπλικών συστημάτων, τα οποία μέχρι σήμερα η Ιαπωνία αδυνατεί να εξαγάγει λόγω της απαγόρευσης που της έχει επιβληθεί (10). Θα διαπραγματευθεί άραγε ο Άμπε τη μείωση των δασμών στα γαλακτοκομικά προϊόντα και στο βόειο κρέας με αντάλλαγμα την πρόσβαση στις ξένες αγορές αυτοκινήτου; Απ’ ό,τι φαίνεται, προωθείται ένας τέτοιος συμβιβασμός. Η ιαπωνική κυβέρνηση δεν κρύβει την επιθυμία της να χρησιμοποιήσει τη συμφωνία ελεύθερων ανταλλαγών ανάμεσα στην Ιαπωνία και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο στάδιο των διαπραγματεύσεων, για να αναγκάσει τους Ιάπωνες αγρότες να υποκύψουν, καθώς μπορούν πολύ ευκολότερα να αποδεχθούν τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές για τα τρόφιμα απ’ ό,τι τις αμερικανικές. Ως αντάλλαγμα την υποχώρησή, θα απαιτήσει το άνοιγμα της ευρωπαϊκής αγοράς για τα ιαπωνικά αυτοκίνητα• στη συνέχεια, με εφαλτήριο αυτήν την επιτυχία της, σκοπεύει να ζητήσει από τις Ηνωμένες Πολιτείες τη μείωση των τελωνειακών δασμών που επιβάλλουν στα εισαγόμενα φορτηγά (25%). Πρόκειται για ένα παιχνίδι μπιλιάρδου με πολλές καραμπόλες. Φυσικά, αν η υπογραφή της ΤΡΡ ιδωθεί μέσα από αυτήν την προσέγγιση, τότε μάλλον θα αργήσει αρκετά. Κι από την αμερικανική πλευρά, δεν είναι βέβαιο ότι αυτό το σχέδιο θα περάσει εύκολα από το Κογκρέσο: η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων είναι αντίθετη -λόγω της βαθύτατης εχθρότητάς τους προς τον Μπάρακ Ομπάμα- καθώς κι ένα τμήμα των Δημοκρατικών βουλευτών.
Οι συγκεκριμένοι παράμετροι του ζητήματος δεν εμποδίζουν την Κίνα να αντιμετωπίζει με μεγάλη σοβαρότητα τους εν λόγω ελιγμούς. Ο Κρίστιαν Έντουαρντς, σημαντικό στέλεχος του επίσημου κινεζικού ειδησεογραφικού πρακτορείου Xinhua, είναι απόλυτα ξεκάθαρος στις εκτιμήσεις του: «Μέσα στον φάκελο της ΤΡΡ κρύβονται οι βίδες και τα εξαρτήματα μιας μηχανής, η οποία θα επιβάλει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο αμερικανικού τύπου, ανάλογα με τις ανάγκες –ή ακόμα και τα καπρίτσια- των κυριότερων εξαγωγικών βιομηχανιών των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες διοχετεύουν εκατομμύρια δολάρια στα ταμεία των προεκλογικών εκστρατειών, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν, στη συνέχεια, εγγυημένα έσοδα (11)». Υπήρξαν πράγματι μερικές κινεζικές δηλώσεις, οι οποίες άφηναν να εννοηθεί ότι το Πεκίνο θα μπορούσε να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις. Η χαρακτηριστικότερη από αυτές ήταν εκείνη του υφυπουργού Οικονομικών, στις αρχές Οκτωβρίου. Ορισμένοι Κινέζοι οικονομολόγοι είναι πεπεισμένοι ότι αυτή η εξέλιξη, αφενός, θα καθιστούσε δυνατή την επιτάχυνση του κύματος μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που έχει σχεδιαστεί από τον πρόεδρο Ξι Ζιμπίνγκ και την ομάδα του και, αφετέρου, θα περιόριζε σημαντικά τις εντάσεις στις σχέσεις της χώρας με την Ουάσιγκτον.
Από οικονομική άποψη, η κινεζική εξουσία δεν έχει την παραμικρή αντίρρηση για τη διεύρυνση των τομέων που παραδίδονται στην απελευθέρωση των αγορών και στις ελεύθερες ανταλλαγές. Ωστόσο, επιδιώκει να διατηρήσει τον έλεγχο των εξελίξεων, καθώς και εργαλεία παρέμβασης, κυρίως στους τομείς των τεχνολογιών της πληροφορίας και του ελέγχου των κινήσεων των κεφαλαίων. Από γεωπολιτική άποψη, το Πεκίνο δεν σκοπεύει να εμπλακεί σε μια συζήτηση στην οποία ο άξονας Ουάσιγκτον – Τόκιο θα υπονόμευε (ή σε κάθε περίπτωση θα περιόριζε) την ισχύ του.
Γι’ αυτόν τον λόγο, εκπόνησε το δικό του σχέδιο ολοκληρωμένης περιφερειακής οικονομικής συνεργασίας [Regional Comprehensive Economic Partnership (RCEP)] με τις δέκα χώρες της Ένωσης των Εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN: Βιρμανία, Μπρουνέι, Καμπότζη, Ινδονησία, Λάος, Μαλαισία, Φιλιππίνες, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη και Βιετνάμ), καθώς επίσης και με την Ιαπωνία, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ινδία και τη Νότια Κορέα (οι δύο τελευταίες δεν έχουν εμπλακεί στην υπόθεση της ΤΡΡ). Το Πεκίνο δεν χάνει ευκαιρία να υπενθυμίζει ότι το σύνολο που θα προέκυπτε, θα αντιστοιχούσε στο ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού και στο ένα τρίτο του διεθνούς εμπορίου. Οι συνομιλίες έχουν ήδη αρχίσει. Δίδεται δε, ιδιαίτερη προσοχή στη Νότια Κορέα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι παρατηρείται ένταση στις σχέσεις της με την Ιαπωνία, αφενός, λόγω της εδαφικής διαμάχης τους σχετικά με την κυριαρχία στις νήσους Ντόκντο (για τους Κορεάτες) ή Τακεσίμα (για τους Ιάπωνες) και, αφετέρου, λόγω του «αναθεωρητισμού» (12) του Άμπε. Αλλά επίσης και στο γεγονός, ότι η νοτιοκορεάτικη κυβέρνηση ανησυχεί για την επιβράδυνση του ρυθμού της μεγέθυνσης της οικονομίας της χώρας, Η Σεούλ έχει προσεγγίσει την Κίνα, παρά τις διαφωνίες της για το ζήτημα της Βόρειας Κορέας . Ο Κινέζος πρόεδρος ασκούσε πιέσεις στον ομόλογο γείτονά του να υπογράψει μια νέα διμερή συμφωνία ελεύθερων ανταλλαγών πριν από τη συνεδρίαση στο Πεκίνο του φόρουμ της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας – Ειρηνικού (APEC), στο οποίο συμμετείχαν όλα τα μέλη του ASEAN, οι χώρες τις οποίες αφορά η ΤΡΡ, το Μεξικό και η Ρωσία. Παρόμοια συμφωνία με τη Νότια Κορέα, η οποία αποτελεί παραδοσιακό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών, θα αποτελούσε σημαντικό επίτευγμα για την κινεζική ηγεσία.
Για να αποφύγει την εμπλοκή του σε μια κατά μέτωπο αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και για να προσδώσει κάποιο λούστρο στο σχέδιό του, ο Ξι συνδυάζει τις εμπορικές φιλοδοξίες της χώρας του με μια μεγαλεπήβολη ρητορική περί αναγέννησης των «δρόμων του μεταξιού», επιχειρώντας μια ιστορική αναφορά, τόσο στα καραβάνια που διέσχιζαν από τον 2ο π.Χ. αιώνα την Κεντρική Ασία, όσο και στους εμπόρους που διέσχιζαν τους ωκεανούς, συνδέοντας την Κίνα με την Ευρώπη. Όσον αφορά τις θαλάσσιες οδούς, τα περιθώρια ελιγμών της Κίνας δεν φαντάζουν ιδιαίτερα μεγάλα. Όσον όμως αφορά τις χερσαίες οδούς, οι οιωνοί είναι πολύ καλύτεροι Στα τέλη του 2013, ο πρόεδρος Ξι πραγματοποίησε περιοδεία στο Κιργιστάν, στο Καζακστάν, στο Τουρκμενιστάν και στο Ουζμπεκιστάν. Τον περασμένο Μάρτιο επισκέφθηκε τον τερματικό σταθμό της σιδηροδρομικής γραμμής που συνδέει το Ντούισμπουργκ (Γερμανία) με το Τσονγκ Κινγκ (Κίνα), μέσω Πολωνίας, Λευκορωσίας, Ρωσίας και Καζακστάν: η διαδρομή πραγματοποιείται σε 16 ημέρες, τη στιγμή που η μεταφορά με πλοίο απαιτεί έναν μήνα. Επιπλέον, η Κίνα πολλαπλασιάζει τις συμφωνίες με τη ρωσική κυβέρνηση. Θα αποδειχθεί άραγε αρκετή αυτή η σύγχρονη εκδοχή των «δρόμων του μεταξιού» για να εξουδετερωθεί το σχέδιο του «ασιατικού άξονα» που προωθεί η Αμερική;