Ένας τεράστιος τίτλος κάλυπτε την δεύτερη σελίδα της Βild την 26η Φεβρουαρίου: «Όχι! Όχι στα νέα δισεκατομμύρια για τους άπληστους Έλληνες!» Τυπωμένο με μπλε φόντο, στο χρώμα της Ευρώπης, απεύθυνε ένα κάλεσμα στους αναγνώστες να τραβήξουν ένα selfie με την σελίδα και να το στείλουν για να προστεθεί στο site της. Το επιθετικό εγχείρημα είχε διπλό στόχο: αφενός να αυξήσει σημαντικά την επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας και να συντηρήσει τη φήμη της «Bild», αφετέρου να βαρύνει στη δημόσια συζήτηση. Την επομένη, οι βουλευτές της Bundestang έπρεπε να αποφανθούν για την εκχώρηση μιας νέας δόσης της Ε.Ε. προς την Ελλάδα ή καλύτερα προς τους δανειστές της. Χωρίς αυτή την μετάγγιση, το Ελληνικό κράτος θα αδυνατούσε να επιστρέψει στους δανειστές την οφειλόμενη δόση και θα υποχρεωνόταν σε έξοδο από την ευρωζώνη. Μια τέτοια έκβαση την επιθυμούσε το δεξιόστροφο κομμάτι των χριστιανοδημοκρατών (CDU) της Άνγκελα Μέρκελ καθώς και ο εκδότης της «Bild», ο εκδοτικός γίγαντας Άξελ Σπρίνγκερ που ποτέ δεν έκρυψε από την δεκαετία του 1950 την υποστήριξή του προς τους χριστιανοδημοκράτες.
Στη Γερμανία, στις ανώτερες τάξεις είναι σύνηθες να εκλαμβάνουν την «Bild» ως προϊόν χαμηλής ποιότητας που θα ήταν καλύτερο να αγνοηθεί ή να περιφρονηθεί. Αλλά το πιο ευπώλητο ταμπλόιντ στην Ευρώπη -με 2,2 εκατομμύρια φύλλα ημερησίως (1)- δεν ξεχωρίζει μόνο από τον καταιγισμό των πιπεράτων δημοσιευμάτων του ή από τις διαστάσεις των pin-up του. Παρέχει επιπλέον μια ατσαλωμένη ετοιμοπαράδοτη ιδεολογία: η Γερμανία που δουλεύει σκληρά, κάνει οικονομίες και ψηφίζει CDU από τη μια μεριά και τον υπόλοιπο κόσμο, και κυρίως αν αυτός αποτελείται από αριστερούς, μουσουλμάνους ή ξένους. Ανάλογα με το που φυσάει ο άνεμος, η πρόσληψη του εχθρού μπορεί να ενσαρκωθεί αδιάκριτα από τον κομμουνιστή, τον ειρηνιστή, τον τρομοκράτη, τον Άραβα ή τον Ρώσο κλπ. Κανένας όμως από αυτούς δεν κατάφερε την τελευταία πενταετία να είναι διαρκώς στο επίκεντρο, με τέτοια ένταση, όπως οι Έλληνες. Στη σκηνοθεσία της «Βild», οι Έλληνες αποτελούν ένα ομοιογενές μπλοκ τεμπέληδων και απατεώνων, που θέτουν σε κίνδυνο κάτι περισσότερο ιερό από την τάξη ή την ασφάλεια: την τσέπη του φορολογούμενου ή τη σταθερότητα του νομίσματος.
Οι τίτλοι της ημερήσιας εφημερίδας στη διάρκεια των πρώτων μηνών της κρίσης της ευρωζώνης περνούσαν στα πρωτοσέλιδα του γαλλικού εβδομαδιαίου «Valeurs actuelles» με καταπληκτική πιστότητα: «Ποιος φταίει για την κρίση; Η Ελλάδα! (12 Φεβρουαρίου 2010). «Πως μας τα παίρνουν οι Έλληνες και τα ξοδεύουν; Δες τε τι τα κάνουν!». (1η Μαρτίου). «Ούτε ένα ευρώ για την Ελλάδα!» (3 Μαρτίου). «Αυτοί φταίνε!». (12 Μαρτίου). «Δεν έχουν ανάγκη από τη βοήθεια μας!» και «ο Έλληνας ζητιανεύει τα εκατομμύρια μας» (24 Απριλίου). «Ποιος ακόμα μπορεί να πιστέψει τους Έλληνες»; (27 Απριλίου), «Μη μας περνάτε για ηλιθίους!» (8 Μαΐου). «Σώστε το ευρώ!» (11 Μαΐου). «Χωρίς το ευρώ τίποτα δεν τσουλάει» (15 Μαΐου). Ο κατάλογος είναι μακρύς και δεν χωνεύεται εύκολα, πηγαίνοντας μας από τους «συνταξιούχους πολυτελείας» και τους «ουζοπότες» που στηλιτεύονται το 2010, στους «άπληστους Έλληνες» του σήμερα. Είναι δύσκολο να φανταστούμε πως ένα παρόμοιο σφυροκόπημα- που ενορχηστρώνεται από μια καθημερινή εφημερίδα που μπορεί με να έχει χάσει το ήμισυ των αναγνωστών της σε δεκαπέντε χρόνια αλλά διαβάζεται από δέκα εκατομμύρια γερμανόφωνους ενώ η επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας εκτοξεύτηκε (17, 8% εκατομμύρια επισκεπτών μόνο το Φεβρουάριο)- δεν ασκεί καμία επιρροή.
Παρ’ όλο που η «Bild» προκαλεί την απέχθεια ενός μεγάλου τμήματος της κοινής γνώμης, κάτι τέτοιο δεν είναι αυτονόητο για τους κυβερνώντες. Ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ δίνουν συχνά συνεντεύξεις στη «Bild». O Όσκαρ Λαφονταίν, άλλοτε βαρύ πυροβολικό των σοσιαλδημοκρατών και ιδρυτής του Die Linke διατηρούσε στην εφημερίδα μια εβδομαδιαία στήλη, το ίδιο και ο πρώην Βαυαρός υπουργός Πήτερ Γκαουβάιλερ.
Η συνέργεια ανάμεσα στα σκανδαλοθηρικά φύλλα και στις πολιτικές ελίτ εκδηλώνεται με πάταγο το 2013, όταν ο Πήτερ Στάινμπρουκ, τότε υποψήφιος του SPD για την καγκελαρία, προσλαμβάνει έναν δημοσιογράφο της «Bild», τον Ρολφ Κλάινε για να τον χρίσει Εκπρόσωπο Τύπου στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο συγκεκριμένος ανήκε στους συντάκτες κειμένου με τίτλο «Πουλήστε τα νησιά σας χρεωκοπημένοι Έλληνες, μαζί και την Ακρόπολη!» (27 Οκτωβρίου 2010), το να του εμπιστευτείς να εμψυχώσει την ελπίδα για μια εναλλακτική πρόταση της αριστεράς δεν είναι αυτονόητο. Πάντως ο οίκος Σπρίνγκερ δεν του κράτησε κακία καθώς ο λιποτάκτης, όταν ολοκλήρωσε το έργο του με την εκλογική αποτυχία του SPD, ξαναβρήκε τη θέση του στην υπηρεσία της «Βild».
Από τη στιγμή που ο Σύριζα ήρθε στην εξουσία, το βερολινέζικο ταμπλόιντ διπλασίασε τη λύσσα του. Αγαπημένος στόχος του ο Υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, που διαδοχικά συγκέντρωσε χαρακτηρισμούς όπως «άγαρμπος», «posterboy» (2), «Έλληνας ψεύτης» , «ελληνικό αρπακτικό», καθώς και «ακροαριστερός γυμνιστής ποδηλάτης». Η υπερβολή στη χρήση των επιθέτων μπορεί να μας κάνει να γελάμε, αλλά συνάμα θέτει το ζήτημα της επιρροής που μια τέτοια λυσσαλέα επίθεση μπορεί να ασκήσει στο κοινωνικό σώμα. Οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν μια αυξανόμενη εχθρότητα απέναντι στην Ελλάδα: 52% των Γερμανών υποστηρίζουν την αποπομπή της Ελλάδας από την ευρωζώνη, 80% εκτιμούν ότι η κυβέρνηση Τσίπρα δεν «είναι σοβαρή». (2). Το συγκεκριμένο κλίμα δεν αποδίδεται μόνο στους πολεμοχαρείς της «Bild». Στην πραγματικότητα και ο καθωσπρέπει Τύπος συμμερίζεται παρόμοιες υποθέσεις: δοξολογία του ισχυρού ευρώ και της δημοσιονομικής πειθαρχίας και ομοβροντία κατά της ελληνικής Κυβέρνησης που θεωρείται «τελείως ανεύθυνη», σύμφωνα με την διατύπωση της κεντροαριστερής «Die Zeit» (31 Ιανουαρίου 2015).
Διακηρυγμένος συνήγορος του ευρώ και των «απλών ανθρώπων», θεσμός στην υπηρεσία των «κατεχόντων» και «οδόφραγμα στην υπηρεσία του δρόμου» (3), η «Bild» επιχειρεί μια σύνθεση εξαιρετικά χρήσιμη για τη γερμανική οικονομική συναίνεση. Η ισχύς της πάντως γνωρίζει όρια. Η «δράση selfie» δεν απέτρεψε την Bundenstag να εγκρίνει τη βοήθεια στην Αθήνα και η συγκομιδή μεταξύ των αναγνωστών αποδείχθηκε τόσο ισχνή που η εφημερίδα γρήγορα εγκατέλειψε την ιδέα της. Ένα μήνα αργότερα, με την ευκαιρία της επίσκεψης στο Βερολίνο του Αλέξη Τσίπρα, το ταμπλόιντ έκανε τιμητικό αφιέρωμα βάζοντας τίτλο: «Πενήντα λόγοι που μας κάνουν την Ελλάδα αγαπητή» (23 Μαρτίου). Ο κατάλογος περιελάμβανε το ελαιόλαδο, τη Νάνα Μούσχουρη, δημητριακά με ελληνικό γιαούρτι και τον Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες.