el | fr | en | +
Accéder au menu

Βόρεια Κορέα: Έκκληση στη Ρωσία για βοήθεια

Για την πρώτη του επίσκεψη στο εξωτερικό, ο Κιμ Ζονγκ Ουν διάλεξε τη Μόσχα και όχι το Πεκίνο. Παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να είναι εύθραυστη, η προσέγγιση της Ρωσίας με τη Βόρεια Κορέα ενδέχεται να επηρεάσει τις περιφερειακές ισορροπίες.

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα είναι ο πρώτος αρχηγός κράτους που θα υποδεχθεί τον Κιμ Ζονγκ Ουν, ο οποίος έχει προσκληθεί στις εορταστικές εκδηλώσεις για την εβδομηκοστή επέτειο της νίκης της Ρωσίας επί του ναζισμού, οι οποίες θα λάβουν χώρα την 9η Μαΐου. H επίσκεψη στο εξωτερικό, η πρώτη από τον Δεκέμβριο του 2011, οπότε και διαδέχτηκε τον πατέρα του, θα προσφέρει στον Βορειοκορεάτη ηγέτη την ευκαιρία να συναντηθεί με άλλους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων και θα σημάνει την επίσημη είσοδό του στη διεθνή πολιτική σκηνή. Κυρίως, θα επιβεβαιώσει την ταχύτατη προσέγγιση που έχει σημειωθεί ανάμεσα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας και στη Ρωσία.

Η Μόσχα, η οποία στα δυτικά της βρίσκεται αντιμέτωπη με τις διεθνείς κυρώσεις που της επιβλήθηκαν εξαιτίας της εμπλοκής της στη σύγκρουση της Ουκρανίας και της προσάρτησης της Κριμαίας, ενδυναμώνει τις σχέσεις της με την Κίνα και ανακαλύπτει ξανά το στρατηγικό βάρος που διαθέτει η Βόρεια Κορέα στις περιφερειακές ισορροπίες (η χώρα αποτελεί σημείο σύγκλισης των αμερικανικών, κινεζικών, νοτιοκορεατικών και ιαπωνικών συμφερόντων) (1). Από την πλευρά της, η Πιονγκγιάνγκ επιδιώκει τη διαφοροποίηση των εταίρων της.

Τον Ιούλιο του 1945, στη διάσκεψη του Πότσδαμ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση αποφάσισαν ότι η κορεατική χερσόνησος, η οποία εκείνη την εποχή αποτελούσε ιαπωνική αποικία, θα χωριζόταν προσωρινά σε δύο ζώνες κατοχής. H διχοτόμηση επικυρώθηκε εκ των πραγμάτων το 1948, με τη δημιουργία δύο χωριστών κρατών. Στον Βορρά επιβλήθηκε, υπό την κηδεμονία της Μόσχας, ένα στρατιωτικό καθεστώς παρόμοιο με τις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης. Τον Ιούνιο του 1950, ο Στάλιν έδωσε το πράσινο φως για την εισβολή των δυνάμεων της Βόρειας Κορέας στον Νότο. Όμως, μετά την επέμβαση των δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών υπό αμερικανική διοίκηση, η Κίνα ήταν εκείνη που προσέφερε την υποστήριξή της στην Πιονγκγιάνγκ και παρενέβη στρατιωτικά στην κορεατική χερσόνησο. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και του 1970, το καθεστώς της Βόρειας Κορέας, αφού εξόντωσε τους κινεζόφιλους και τους φιλοσοβιετικούς που υπήρχαν στο Κόμμα, εφάρμοσε μια έξυπνη πολιτική ισορροπιών ανάμεσα στους δύο «σοσιαλιστές» μέντορές του, κατορθώνοντας να εξασφαλίσει κάποια περιθώρια ελιγμών. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να ελπίζει στην επιστροφή σε αυτό το σύστημα όπου χρησιμοποιούσε τη μια δύναμη ως αντίβαρο της άλλης, επιδιώκει σήμερα να χαλαρώσει τους ασφυκτικούς πολιτικούς –και κυρίως οικονομικούς- δεσμούς που τη συνδέουν με την Κίνα, οι οποίοι απειλούν την ανεξαρτησία που διεκδικεί με εξαιρετικά έντονο τρόπο το βορειοκορεατικό καθεστώς.

H αναζήτηση νέων εταίρων καθίσταται ακόμα περισσότερο επιτακτική από το γεγονός ότι, από τη στιγμή της ανόδου του προέδρου Ξι Ζινπίνγκ στην εξουσία, το Πεκίνο δεν κρύβει τον εκνευρισμό που του προκαλεί το καθεστώς της Βόρειας Κορέας. Έτσι, η Πιονγκγιάνγκ πραγματοποίησε μια πραγματική «επίθεση γοητείας» προς τη Ρωσία, ιδίως κατά τη διάρκεια των εορταστικών εκδηλώσεων για την εξηκοστή επέτειο της λήξης του πολέμου της Κορέας, που πραγματοποιήθηκαν τον Ιούλιο του 2013. Πρόβαλε δε ιδιαίτερα την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης και τη φιλία που συνδέει τους δύο λαούς, «από γενιά σε γενιά».

Την επαύριο της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991, η Μόσχα έθεσε με απότομο τρόπο τέλος στις προνομιακές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα σε αυτές τις δύο «αδελφές χώρες», απαιτώντας την πληρωμή σε τιμές της αγοράς των εξαγωγών προϊόντων που αποτελούσαν τη βάση για την παραγωγή λιπασμάτων και ενέργειας. Η Βόρεια Κορέα δεν κατόρθωσε να ανταποκριθεί στην απαίτηση και το γεγονός υπήρξε ένας από τους παράγοντες που πυροδότησαν το οικονομικό ναυάγιο και τον λιμό που έπληξε τη χώρα στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με την άνοδο του Πούτιν στην εξουσία, η Μόσχα προχώρησε στη σύσφιξη των σχέσεών της με την Πιονγκγιάνγκ: τον Φεβρουάριο του 2000 υπογράφηκε μια νέα συνθήκη φιλίας, καλής γειτονίας και συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες, ενώ τον Ιούλιο του ίδιου έτους ο Ρώσος πρόεδρος επισκέφθηκε τη βορειοκορεατική πρωτεύουσα. Ο Κιμ Ζονγκ Ιλ μετέβη στη Μόσχα την επόμενη χρονιά, ενώ συναντήθηκε το 2011 και με τον πρόεδρο Ντιμίτρι Μεντβέντεφ στο Ουλάν Ουντ της Σιβηρίας.

Εκείνη την εποχή, δρομολογήθηκαν δύο μεγάλα οικονομικά προγράμματα: η κατασκευή ενός αγωγού φυσικού αερίου ο οποίος θα συνδέει τα ρωσικά κοιτάσματα με τη Νότια Κορέα, μέσω Βόρειας Κορέας, καθώς και η σιδηροδρομική σύνδεση του Κασάν (συνοριακή πόλη της Ρωσίας) με τη βορειοκορεατική ειδική οικονομική ζώνη του Ραζόν. Το σχέδιο εντάσσεται στη σύνδεση της Νότιας Κορέας με τον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο: η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να μειώσει κατά το δύο τρίτα τον χρόνο της μεταφοράς των εμπορευμάτων, τα οποία σήμερα μεταφέρονται μέσω της διώρυγας του Σουέζ.

Το πρώτο στάδιο του σχεδίου ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2013. Xάρη στη ρωσική χρηματοδότηση (340 εκατομμύρια δολάρια): ανακαινίστηκαν 54 χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής, με αποτέλεσμα να μπορεί η Ρωσία να χρησιμοποιεί το λιμάνι του Ραζόν ως τερματικό σταθμό για τη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων, αποσυμφορώντας με αυτόν τον τρόπο το λιμάνι του Βλαδιβοστόκ, το οποίο έχει κορεστεί. Η Μόσχα σχεδιάζει επίσης να εμπλακεί στην εξορυκτική βιομηχανία της χώρας και, για να διευκολύνει την εκμετάλλευση του μεταλλευτικού πλούτου της, σκοπεύει να επενδύσει στον εκσυγχρονισμό 7.000 χιλιομέτρων σιδηροδρομικής γραμμής, δηλαδή του ημίσεως του σιδηροδρομικού δικτύου της.

Ο αγωγός φυσικού αερίου και ο «Διακορεατικός» σιδηρόδρομος απαιτούν σημαντικές επενδύσεις και γίνονται αφορμή για έναν πολυσύνθετο προβληματισμό στη Σεούλ σχετικά με την ασφάλεια της Νότιας Κορέας. Το γεγονός ότι η χώρα δεν έχει δώσει το πράσινο φως για το σχέδιο, δεν σημαίνει ότι αδιαφορεί. Χαρακτηριστική είναι η συμμετοχή εκπροσώπων της Korail, της κρατικής εταιρείας σιδηροδρόμων της Νότιας Κορέας, στη διεθνή διάσκεψη για τις μεταφορές ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία, η οποία οργανώθηκε τον Απρίλιο του 2014 στην Πιονγκγιάνγκ. Μάλιστα, η Korail, η σιδηρουργία Posco και η ναυτιλιακή εταιρεία του ομίλου Hyundai απέκτησαν το ήμισυ των ρωσικών μεριδίων της ρωσο-βορειοκορεατικής κοινοπραξίας που διαχειρίζεται τη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει το Κασάν με το Ραζόν. Ωστόσο, τα σχέδια μπορούν να υλοποιηθούν μονάχα εάν υπάρξει ύφεση στην ένταση που επικρατεί ανάμεσα στις δύο Κορέες.

Τον Απρίλιο του 2014, η Ρωσία προχώρησε σε μια χειρονομία καλής θέλησης, διαγράφοντας το 90% του χρέους που είχε η Βόρεια Κορέα απέναντι στη Σοβιετική Ένωση (10,9 δισ. δολάρια). Το υπόλοιπο 10% θα χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση ενεργειακών προγραμμάτων στη Βόρεια Κορέα. Επιπλέον, οι δύο εταίροι συμφώνησαν να χρησιμοποιούν ως νόμισμα το ρούβλι στις διμερείς συναλλαγές τους, έτσι ώστε να περιοριστεί η εξάρτησή τους από το δολάριο. Όσο κι αν αυτές οι εμπορικές ανταλλαγές τους δεν είναι σήμερα άξιες λόγου (100 εκατομμύρια δολάρια το 2013), θα μπορούσαν να δεκαπλασιαστούν μέχρι το 2020. Από το 2013, η Ρωσία έχει εξαγάγει πετρέλαιο αξίας 36 εκατομμυρίων δολαρίων (ποσότητα αυξημένη κατά 58,5% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά).

Η Μόσχα δεν έχει ούτε τα οικονομικά μέσα, ούτε και τη φιλοδοξία να υποκαταστήσει την Κίνα στο ρόλο του σημαντικότερου εταίρου της Βόρειας Κορέας. Ωστόσο, η επιστροφή της ως σημαντικού παράγοντα στην κορεατική σκακιέρα, θα μπορούσε να έχει συνέπειες στο παγκόσμιο στρατηγικό παιχνίδι, προσφέροντας στο Κρεμλίνο ένα επιπλέον χαρτί στην αντιπαράθεσή του με την Ουάσιγκτον. Καθώς η Ρωσία έχει ταχθεί υπέρ της αποπυρηνικοποίησης της Βόρειας Κορέας μέσα από τον διάλογο, συντάσσεται με την Κίνα για να μπλοκάρει τα ψηφίσματα που ενδέχεται να οδηγήσουν την Πιονγκγιάνγκ να βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο: τόσο το Πεκίνο όσο και η Μόσχα επιθυμούν τη διατήρηση της σταθερότητας στην κορεατική χερσόνησο.

Το ζήτημα της Βόρειας Κορέας αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σημεία στα οποία συμφωνεί η Ρωσία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, απαιτώντας την αποπυρηνικοποίηση και τον σεβασμό της συνθήκης για τη μη εξάπλωση των πυρηνικών όπλων. Το Κρεμλίνο διατήρησε χαμηλό προφίλ στις διαπραγματεύσεις της Ομάδας των Έξι (Κίνα, Βόρεια και Νότια Κορέα, Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία και Ιαπωνία), αφήνοντας στο Πεκίνο τον ρόλο του υπερασπιστή της Βόρειας Κορέας. Ωστόσο, η Μόσχα ανέλαβε αρκετές φορές μεσολαβητικό ρόλο (κυρίως δε το 2007, στην υπόθεση Banco Delta Asia του Μακάο, την οποία κατηγορούσε η Ουάσιγκτον για ξέπλυμα χρήματος για λογαριασμό της Πιονγκγιάνγκ). Καθώς δε η Ρωσία βρίσκεται αντιμέτωπη με τις κυρώσεις των Αμερικανών και των Ευρωπαίων, ενδέχεται να προσεγγίσει περισσότερο την κινεζική θέση (2) και να αντιταχθεί σφοδρότερα στην πολιτική απομόνωσης της Βόρειας Κορέας που προωθεί η Ουάσιγκτον, για να υποχρεωθεί η Πιονγκγιάνγκ να παραιτηθεί από τις πυρηνικές φιλοδοξίες της.

Οι ανησυχίες της Ουάσινγκτον

Philippe Pons

Δημοσιογράφος
Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1Βλέπε Isabelle Facon, «La complexe quête asiatique de la Russie», στο Poudrières asiatiques, «Manière de voir», n°139.

(2Georgy Toloraya, «A tale of two peninsulas: How will the Crimean crisis affect Korea?», 13 Μαρτίου 2014.

Μοιραστείτε το άρθρο