el | fr | en | +
Accéder au menu

Το κόμμα στον 21ο αιώνα

Η προβληματική αυτή είχε εκφραστεί σ’ ένα εντιτόριαλ του Σερζ Αλιμί, τον Νοέμβριο του 2011. Στο συγκεκριμένο κείμενο, με τίτλο «Αναζητείται αριστερά την ώρα της κρίσης», ο Αλιμί εξέφραζε τον προβληματισμό για το γεγονός ότι τα μεγαλύτερα κόμματα της αριστεράς μοιάζουν αμήχανα, την ώρα που ο καπιταλισμός γνωρίζει τη σοβαρότερη κρίση του από τη δεκαετία του ’30. Η ενότητα ξεκινά με την εισαγωγή της σύνταξης που ακολουθεί και περιλαμβάνει επίσης τα κείμενα “Όταν o κομματικός μηχανισμός απομακρύνεται από τη βάση του” και “Μπορούμε να καταπολεμήσουμε την ολιγαρχική εκτροπή‘”. Το αφιέρωμα ολοκληρώνεται με το κείμενο «Οι σχολές των κομματικών μελών στη Γαλλία” το οποίο δημοσιεύτηκε προγενέστερα στην «Αυγή της Κυριακής». ΒΚ

Με το βλέμμα στραμμένο στην αριστερά, το αφιέρωμα της «Le Monde diplomatique» στη δομή αλλά και την ιδεολογία των κομμάτων τον 21ο αιώνα αποτελεί μια εξαίρετη βάση συζήτησης για ολόκληρη την Ευρώπη, παρ’ όλο που η έρευνα επικεντρώνεται κυρίως στη γαλλική πραγματικότητα.

Ειδοποίηση προς τους οργισμένους φορτηγατζήδες». Στις 30 Νοεμβρίου του 2013, ο λογαριασμός στο Facebook μιας συλλογικότητας που αντιτίθεται στον «οικοφόρο» (ένα είδος αυξημένων διοδίων για τα φορτηγά, το οποίο εμπνεύστηκε η γαλλική κυβέρνηση με στόχο την καταπολέμηση της ρύπανσης) καλούσε τους οδηγούς φορτηγών σε κινητοποιήσεις σε εθνικό επίπεδο. Από τις 34 λέξεις του μηνύματος, οι 10 χρησιμοποιούνται για να τονιστεί το γεγονός ότι «η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί δίχως κόμματα και συνδικάτα, μονάχα εμείς, όλοι μαζί, για να πούμε τέρμα!». Από το κίνημα της σωτηρίας της γεωργικής γης και των υγροτόπων της περιοχής της Νοτρ Νταμ ντε Λαντ που απειλούνται από την κατασκευή ενός περιττού νέου αεροδρομίου (1), ως την αντίθεση στην καταστροφική για το περιβάλλον κατασκευή του φράγματος του Σιβέν (2), κι από τη «Διαδήλωση για όλους» των (υπερσυντηρητικών) Γάλλων που διαμαρτύρονταν ενάντια στην επέκταση του γάμου και στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια ως τους Μεξικάνους φοιτητές που κινητοποιήθηκαν το 2012 ενάντια στο μονοπώλιο των δύο μεγάλων καναλιών εθνικής εμβέλειας, χωρίς να ξεχνάμε και τις κινητοποιήσεις του Occupy Wall Street στη Νέα Υόρκη, τα κόμματα δεν επιβάλλονται πλέον ως οι υποχρεωτικοί φορείς μέσα από τους οποίους θα δοθούν οι πολιτικές μάχες. Μάλιστα, η απόρριψή τους προς όφελος ευρύτερων ετερόκλιτων κινημάτων που έχουν δημιουργηθεί για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου μονάχα σκοπού φαίνεται ότι αποτελεί εχέγγυο αποτελεσματικότητας. Η αύξηση της αποχής και η κατάρρευση του αριθμού των μελών των κομμάτων μάς δίνουν μια χαρακτηριστική εικόνα της ανυποληψίας στην οποία έχουν περιπέσει τα ίδια, η οποία εντείνεται από τα «σκάνδαλα». Κι αναμφίβολα, η αλλαγή του ονόματος των πολιτικών σχηματισμών –την οποία στη Γαλλία επιθυμούν τόσο η Μαρίν Λεπέν για το Εθνικό Μέτωπο, όσο και ο Νικολά Σαρκοζί για την Ένωση για Ένα Λαϊκό Κίνημα (UMP) και ο Μανιέλ Βαλς για το Σοσιαλιστικό Κόμμα- δεν αναμένεται να αποδειχθεί αρκετή για την αντιστροφή αυτής της τάσης. Είναι, άραγε, καταδικασμένα τα πολιτικά κόμματα; Στις αρχές του 20ού αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους ισχυρά λαϊκά κόμματα τα οποία ανταγωνίζονταν τις πολιτικές οργανώσεις που είχαν συγκροτήσει οι προύχοντες και τα πλέον εύπορα μέλη της κοινωνίας. Αυτοί οι πολιτικοί σχηματισμοί απέκτησαν στέρεες ιεραρχικές δομές και επιδίωξαν την ενοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων: των πολιτών που μοιράζονται την ίδια πραγματικότητα ή τις ίδιες ελπίδες. Στην Αριστερά, το διακύβευμα είναι εξαιρετικά σημαντικό. Οι συντηρητικοί μπορούν να στηρίζονται στην ενίσχυση που τους παρέχουν οι δυνάμεις της οικονομίας, της θρησκείας και των μέσων ενημέρωσης, ενώ το σχολείο και το πανεπιστήμιο συνεχίζουν να παράγουν ελίτ οι οποίες ενδιαφέρονται κατά κύριο λόγο να κυβερνήσουν έναν κόσμο ο οποίος οφείλει να παραμείνει ως έχει. Αντίθετα, οι δυνάμεις που επιθυμούν τον μετασχηματισμό της κοινωνίας, δεν διαθέτουν άλλα εργαλεία πέρα από τα κόμματα (και τα συνδικάτα) για να διαδώσουν τις ιδέες τους, να εκπαιδεύσουν στελέχη και να διεξαγάγουν τις μάχες που επιθυμούν. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η σοσιαλδημοκρατία ανήγαγε το κράτος σε –υποτίθεται αμερόληπτο και ουδέτερο- διαιτητή του ανταγωνισμού ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο. Για τους δυτικούς ηγέτες που δέχτηκαν τον νέο κανόνα, το πολιτικό παιχνίδι εξελίχθηκε: το ζητούμενο ήταν πολύ λιγότερο η κατάληψη της εξουσίας για να επιχειρηθεί η αλλαγή του κόσμου και περισσότερο η πρόσβαση στους θεσμούς που καθορίζουν την πορεία του. Από τη στιγμή που η εκλογική στρατηγική μετατράπηκε σε μοναδική προτεραιότητα, η εξέλιξη συνεπαγόταν τη συσπείρωση του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ψηφοφόρων, έστω κι αν δεν συμμερίζονται όλοι τις ίδιες ιδέες κι ανησυχίες. Σύμφωνα με τον Ιρλανδό πολιτικό επιστήμονα Πίτερ Μάιρ (3), αυτή η δυναμική οδηγεί τα κόμματα «να απομακρύνονται από τα τμήματα του πληθυσμού τα οποία ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν και να προσεγγίζουν τους πολιτικούς σχηματισμούς τους οποίους ισχυρίζονται ότι αντιπαλεύουν». Με την προσωποποίηση της εξουσίας και την «πρόσδωση χαρακτηριστικών προεδρικού πολιτεύματος» στην πολιτική ζωή, αυτή μετατρέπεται σε υπόθεση επαγγελματιών, στην οποία οι ειδικοί στην επικοινωνία και στην εξεύρεση χρηματοδότησης αποκτούν πολύ μεγαλύτερο ειδικό βάρος από τα απλά μέλη της βάσης του κόμματος που δίνουν τις μάχες και κολλάνε τις αφίσες. Οι χώροι της συλλογικής διαβούλευσης αντικαθίστανται από «δεξαμενές σκέψεις» (think tanks), από σχεδιαστές ιστοσελίδων στο Ίντερνετ και από δημοσκόπους. Επιπλέον, η γενίκευση προκριματικών εκλογών για την ανάδειξη ηγετών κομμάτων ή υποψηφίων, οι οποίες είναι ανοιχτές σε όλους τους συμπαθούντες, έχει ως αποτέλεσμα την εντυπωσιακή μείωση της όποιας δύναμης διαθέτουν τα μέλη του κόμματος. Έτσι, για την αναγνωρισιμότητα των υποψηφίων που συμμετέχουν, η προβολή από τα μέση ενημέρωσης και οι κανόνες της έχουν πλέον πολύ μικρότερη βαρύτητα απ’ ό,τι ο λόγος των οργανωμένων μελών. Για να τονίσει το χάσμα που χωρίζει πλέον τον κόσμο της πολιτικής από την υπόλοιπη κοινωνία, η Μισέλ Ντελονέ, πρώην σοσιαλίστρια αναπληρώτρια υπουργός, αρμόδια για τα ζητήματα της τρίτης ηλικίας, αναφέρει στο μπλογκ της (13 Σεπτεμβρίου 2014) ότι οι πρώην συνάδελφοί της «δεν γνώρισαν ποτέ την πραγματική ζωή. Μπήκαν από νωρίς στο τούνελ της πολιτικής και δεν βγήκαν ποτέ από αυτό. Δεν ξέρουν τι σημαίνει να κάνεις λογαριασμούς για να δεις αν υπάρχουν χρήματα για να πληρώσεις τους δύο υπαλλήλους σου στο τέλος του μήνα, αν έχεις αρκετά λεφτά για να πληρώσεις το νοίκι ή τα έξοδα του σπιτιού…». Οι κομματικές ελίτ δέχονται πολύ ευκολότερα τη σταδιακή μετανάστευση της εξουσίας προς θεσμούς οι οποίοι δεν ελέγχονται από την καθολική ψηφοφορία –Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κ.λπ.- στο βαθμό που και οι ίδιες έχουν μεγάλες δυνατότητες να περάσουν στη συνέχεια σε θέσεις που δεν εξαρτώνται πλέον από την έκβαση των εκλογικών αναμετρήσεων (υψηλά αξιώματα σε διάφορες κυβερνητικές ή ανεξάρτητες αρχές, θέσεις σε διεθνείς οργανισμούς κ.λπ.). Η κυβέρνηση από τον λαό δεν υφίσταται πλέον: απ’ ό,τι φαίνεται, έχει αντικατασταθεί από μια διακυβέρνηση για τον λαό, η οποία τείνει ολοένα περισσότερο προς μια διακυβέρνηση στη θέση του λαού. Κι ο Μέιρ αναρωτιέται: κάτω από αυτές τις συνθήκες, γιατί εκπλησσόμαστε που «στο εξής, η πραγματική αντιπολίτευση εμφανίζεται έξω από το πεδίο των συμβατικών πολιτικών κομμάτων, παίρνοντας τη μορφή των κοινωνικών κινημάτων, των διαδηλώσεων και των λαϊκών κινητοποιήσεων;» Στην Ισπανία, οι συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων που ξεκίνησαν τον Μάιο του 2011, απαιτούσαν έναν νέο τρόπο άσκησης της πολιτικής, διεκδικώντας μια δημοκρατία η οποία θα είναι περισσότερο άμεση και θα εξασφαλίζει στον καθένα το δικαίωμα να εκφραστεί. Με λίγα λόγια, απαιτούσαν μια μορφή οριζόντιας οργάνωσης αντίθετη με τις κομματικές ιεραρχίες. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα, μεγάλο μέρος των πρώην αγανακτισμένων διαδηλωτών θεωρεί ότι η συνέχιση του αγώνα τους προϋποθέτει τη… δημιουργία ενός πολιτικού κόμματος, του Podemos («Μπορούμε»). Να πρόκειται άραγε για κύκνειο άσμα ή για μια αναγέννηση;

valia

(2(Σ.τ.Μ.) Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων στα τέλη του 2014, ένας από τους διαδηλωτές έπεσε νεκρός, χτυπημένος από χειροβομβίδα κρότου – λάμψης της γαλλικής Χωροφυλακής.

(3Peter Mair, «Ruling the Void», 2013.

Μοιραστείτε το άρθρο