Πορείες διαμαρτυρίας, συμμετοχή στις εκλογές, άσκηση εξουσίας. Αυτοί οι τρεις τύποι πολιτικής δράσης έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: οι λαϊκές τάξεις απομακρύνονται ή τις απομακρύνουν από αυτό.
Όταν στις 11 Ιανουαρίου, εκατομμύρια Γάλλοι διαδήλωσαν την αλληλεγγύη τους με τα θύματα των επιθέσεων στο Παρίσι, η κινητοποίηση των μεσαίων τάξεων ήρθε για μια ακόμη φορά σε αντίθεση μ’ εκείνη, περισσότερο σεμνή, του κόσμου της εργατιάς και των νέων των μη προνομιούχων περιοχών. Εδώ και χρόνια, ο «δρόμος» αστικοποιείται. Το ίδιο και οι κάλπες. Σχεδόν σε κάθε εκλογές, το ποσοστό συμμετοχής υποχωρεί ανάλογα με το επίπεδο του εισοδήματος. Και η «εθνική αντιπροσώπευση» παύει να είναι εθνική αφού κανείς τη μπερδεύει με την αντιπροσώπευση των υψηλότερων τάξεων. Γίνεται, άραγε, η πολιτική ένα σπορ των ελίτ;
Το βλέπουμε ήδη στην περίπτωση της ευρωπαϊκής αριστεράς. Το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας ιδρύθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα με στόχο να εκπροσωπήσει το εργατικό σώμα. Το 1966, το ψήφιζε το 69% των χειρωνακτών εργατών, το ποσοστό αυτό έπεσε στο 45% το 1987 και τέλος στο 37% στις εκλογές του Μαΐου. Ο μπλερισμός εκτιμούσε πώς έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στις μεσαίες τάξεις και το κατάφερε. Οι Εργατικοί κατάφεραν να υποχωρήσουν εκλογικά με τη βοήθεια της πιο αστικής ψήφου στην ιστορία τους.
«Η όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση των λαϊκών στρωμάτων από τα κόμματα της αριστεράς, γεγονός που παρατηρείται σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες, έχει σίγουρα σχέση με την μείωση των εκλεγμένων που προέρχονται από μη προνομιούχα περιβάλλοντα και οι οποίοι γνώριζαν τις συνθήκες διαβίωσής τους», σημειώνει ο πολιτειολόγος Πατρίκ Λεάνγκ. Ας κρίνουμε από τους αριθμούς: το 1945, το ένα τέταρτο των Γάλλων βουλευτών ήταν εργάτες ή μισθωτοί πριν την εκλογή τους. Σήμερα δεν αντιπροσωπεύουν παρά το 2,1%. Το 1983, εβδομήντα οκτώ δήμαρχοι πόλεων άνω των 30.000 κατοίκων προέρχονταν από αυτές τις δύο κοινωνικές κατηγορίες (που αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα του πληθυσμού), τριάντα χρόνια αργότερα δεν απέμεναν παρά έξι (1).
Είναι το σύστημα αντιπροσωπευτικό; Περισσότεροι από τους μισούς αμερικανούς θεωρούν ότι η Πολιτεία θα έπρεπε να αναδιανέμει τον πλούτο φορολογώντας τους έχοντες. Από τους οποίους –ανθρώπινο είναι- μόνο το 17% θα συμφωνούσε με κάτι τέτοιο (2). Κι όμως η λειτουργία των δυτικών δημοκρατιών εγγυάται ότι η γνώμη των ισχυρών είναι αυτή που κερδίζει, χωρίς πραγματική αντιπαράθεση. Μια τάξη που έχει συνείδηση των συμφερόντων της συμπεριφέρεται τόσο πιο ήρεμα όσο τα θέματα «αντιπερισπασμού» που ανεβαίνουν ψηλά στην ατζέντα των μίντια –τα οποία της ανήκουν- συνεχίζουν να περισπούν το δημόσιο διάλογο. Και να στρέφουν τα λαϊκά στρώματα το ένα απέναντι στο άλλο.
Όταν το σύστημα είναι καλά ρονταρισμένο, δεν απομένει παρά να ζητήσουμε τη γνώμη περισπούδαστων ειδικών, οι οποίοι έχουν ως αποστολή να μας θυμίζουν ότι η απάθεια των μεν καθώς και ο θυμός των δε, ερμηνεύονται από τη «δεξιά στροφή» της κοινωνίας μας…