Πέρα από το σοκ που τα γεγονότα στην Ελλάδα προκάλεσαν σε κάποιους από τους υποστηρικτές του ευρωπαϊκού σχεδίου, τρία διδακτικά συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν. Πρώτον, σχετικά με την ολοένα και πιο αυταρχική φύση της Ένωσης, καθώς η Γερμανία τής επιβάλλει, χωρίς αντίβαρο, τις επιθυμίες και τις εμμονές της. Δεύτερον, σχετικά με την ανικανότητα μιας κοινότητας βασισμένης σε μια υπόσχεση ειρήνης να αντλήσει οποιοδήποτε δίδαγμα από την ιστορία, ακόμη και την πιο πρόσφατη, ακόμα και την πιο βίαιη, από τη στιγμή που εκείνο το οποίο πρωτίστως την ενδιαφέρει είναι η επιβολή κυρώσεων στους κακοπληρωτές και στους ξεροκέφαλους. Και τέλος, σχετικά με την πρόκληση που αποτελεί τούτος ο αμνησιακός καισαρισμός (1) για όσους θεωρούσαν την Ευρώπη εργαστήρι δημοκρατικής ανανέωσης και υπέρβασης των εθνικών πλαισίων.
Στην αρχή, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση χάρισε αφειδώς στους πολίτες υλικές παροχές, ως παράπλευρα πλεονεκτήματα από τη σύγκρουση Ανατολής-Δύσης. Από την επομένη του πολέμου, το ευρωπαϊκό σχέδιο στηρίχθηκε από τις ΗΠΑ, οι οποίες έψαχναν αγορές για τα προϊόντα τους, καθώς και ένα φράγμα ενάντια στον σοβιετικό επεκτατισμό. Η Ουάσινγκτον όμως είχε καταλάβει ότι αν ο λεγόμενος «ελεύθερος» κόσμος ήθελε να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά τις «δημοκρατικές» χώρες-μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, θα έπρεπε να κατακτήσει την καρδιά και το μυαλό των πολιτών, δείχνοντας την καλή του θέληση στον κοινωνικό τομέα. Από τη στιγμή που πλέον δεν υφίσταται αυτός ο στρατηγικός ιμάντας ασφαλείας, η Ευρώπη κυβερνάται σαν να ήταν διοικητικό συμβούλιο τραπέζης.
Κάποιοι παράγοντες του Ψυχρού Πολέμου, όπως το ΝΑΤΟ, επιβίωσαν της πτώσης του Τείχους, εφευρίσκοντας άλλους εχθρούς σε άλλες ηπείρους. Και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί επανακαθόρισαν επίσης τον αντίπαλο: η ειρήνη και η σταθερότητα τις οποίες πιπιλάνε σαν καραμέλα απαιτούν στα μάτια τους την πολιτική εξουδετέρωση των λαών και την καταστροφή όσων εργαλείων εθνικής κυριαρχίας τούς απομένουν. Πρόκειται για μια ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με το ζόρι, για τον ενταφιασμό των ζητημάτων δημοκρατίας μέσα από τις Συνθήκες, για το σχέδιο ομοσπονδοποίησης. Η προσπάθεια αυτή δεν είναι χθεσινή, όμως η περίπτωση της Ελλάδας δείχνει με πόση βιαιότητα γίνεται σήμερα.
«Πόσες μεραρχίες έχει το Βατικανό;», λέγεται πώς απάντησε ο Ιωσήφ Στάλιν προσπαθώντας να ξεφορτωθεί έναν Γάλλο πολιτικό που τον πίεζε να λάβει υπ’ όψη τις απαιτήσεις του Πάπα. Οκτώ δεκαετίες αργότερα, τα μέλη της Ευρωζώνης μοιάζουν να κρατούν την ίδια στάση απέναντι στην Ελλάδα. Εκτιμώντας ότι η «ενοχλητική» κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να υπερασπίσει τον εαυτό της, της έκοψαν το οξυγόνο, υποχρεώνοντάς την να κλείσει τις τράπεζες και να διακόψει τις εισαγωγές.
Εκ προοιμίου, οι σχέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της ίδιας ένωσης, που συμμετέχουν στα ίδια θεσμικά όργανα, συμβάλλουν στην εκλογή του ίδιου Κοινοβουλίου κι έχουν το ίδιο νόμισμα, δεν θα έπρεπε να επιτρέπουν τέτοιου είδους δολοπλοκίες. Ωστόσο, βέβαια για την συντριπτική υπεροχή τους, όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, με τη Γερμανία επικεφαλής, επέβαλαν σε μια αποδυναμωμένη Ελλάδα ένα τελεσίγραφο που, όπως όλοι παραδέχονται, επιδεινώνει τα περισσότερα από τα προβλήματά της. Το επεισόδιο αυτό αποκαλύπτει το βάθος των κακοτεχνιών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος (2).
Τον περασμένο Ιανουάριο, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές, το κόμμα αυτό της Αριστεράς είχε δίκιο (σχεδόν) σε όλα. Είχε δίκιο να συνδέει την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας με την «εκκαθάριση» που υπέστη η χώρα επί πέντε χρόνια, άλλοτε από τους σοσιαλιστές και άλλοτε από τη Δεξιά. Είχε δίκιο να υπερασπίζεται ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να αποκαταστήσει τον διαλυμένο παραγωγικό τομέα του, όταν πρέπει να διαθέτει διαρκώς αυξανόμενα ποσά για την εξόφληση των πιστωτών του. Είχε δίκιο να υπενθυμίζει ότι στη δημοκρατία η κυριαρχία ανήκει στον λαό και ότι θα την αποστερηθεί αν του επιβάλλεται η ίδια πολιτική, ό,τι κι αν αποφασίζει ο ίδιος.
Πρόκειται για τρία φύλλα που δεν χάνουν με τίποτα, αρκεί να τα παίξεις σε φιλικό τραπέζι. Όμως, στις ευρωπαϊκές συσκέψεις κορυφής, τα επιχειρήματα γύρισαν εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θεωρήθηκε εκπρόσωπος του μαρξισμού του Νότου, τόσο αποκομμένος από την πραγματικότητα ώστε να τολμήσει να αμφισβητήσει τα οικονομικά αξιώματα που εκπορεύονται από τη γερμανική ιδεολογία. Τα όπλα της λογικής και της πεποίθησης είναι άχρηστα σε τέτοιες περιπτώσεις. Τι ωφελεί να υπερασπίζεται κανείς την υπόθεσή του μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα; Στη διάρκεια των «διαπραγματεύσεων» στις οποίες συμμετείχε, ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης παρατήρησε ότι οι Ευρωπαίοι ομόλογοί του τον κοιτούσαν έντονα και έμοιαζαν να του απαντούν: «Έχετε δίκιο σε αυτό που λέτε, αλλά εμείς θα σας συντρίψουμε ούτως ή άλλως (3)».
Ωστόσο, η επιτυχία, έστω προσωρινή, του γερμανικού σχεδίου υποβιβασμού της Ελλάδας σε προτεκτοράτο του Eurogroup, εξηγείται επίσης από την αποτυχία των υπερβολικά αισιόδοξων στοιχημάτων που τέθηκαν εξαρχής στην Αθήνα από την πλειονότητα μιας Αριστεράς η οποία ήλπιζε να αλλάξει την Ευρώπη (4). Ήταν το στοίχημα ότι θα είχε τη βοήθεια της γαλλικής και ιταλικής ηγεσίας προκειμένου να ξεπεράσει τα μονεταριστικά ταμπού της γερμανικής Δεξιάς. Ήταν το στοίχημα ότι οι λαοί της Ευρώπης, κάτω από το βάρος των πολιτικών λιτότητας που και οι ίδιοι υπέστησαν, θα πίεζαν τις κυβερνήσεις τους να πάρουν τη σκυτάλη του κεϋνσιανικού αναπροσανατολισμού, τον οποίο η Ελλάδα φανταζόταν ότι μεταλαμπάδευε στην Γηραιά Ήπειρο. Ήταν το στοίχημα ότι αυτή η στροφή θα ήταν δυνατή εντός της ζώνης του ευρώ, σε σημείο που καμία εναλλακτική δεν είχε σχεδιαστεί ή προετοιμαστεί. Και τέλος, ήταν το στοίχημα ότι η κατά περιόδους επίκληση μιας «ρωσικής εναλλακτικής» θα μπορούσε να αναχαιτίσει, για γεωπολιτικούς λόγους, τις τιμωρητικές προσπάθειες της Γερμανίας και θα υποχρέωνε τις ΗΠΑ να συγκρατήσουν τον εκδικητικό βραχίονα του Βερολίνου. Σε καμία στιγμή όμως, κανένα από αυτά τα στοιχήματα δεν φάνηκε έτοιμο να κερδηθεί. Αλίμονο, δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ένα τανκ με βιολέτες και φυσοκάλαμα.
Ένοχη για την αθωότητά της, η ελληνική ηγεσία πίστεψε ότι οι πιστωτές της χώρας θα έδειχναν ευαισθησία στη δημοκρατική επιλογή του ελληνικού λαού, και ειδικότερα της νεολαίας του. Αντίθετα, πρώτα οι βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου και στη συνέχεια το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, προκάλεσαν την οργισμένη κατάπληξη του Βερολίνου και των συμμάχων του. Δεν είχαν πια παρά μόνο έναν στόχο: να τιμωρήσουν τους αντάρτες και όσους θα μπορούσαν να έχουν εμπνευστεί από την τόλμη τους. Η συνθηκολόγηση δεν ήταν αρκετή· έπρεπε να συνοδεύεται κι από μια συγγνώμη (η Αθήνα παραδέχθηκε ότι οι οικονομικές επιλογές της είχαν προκαλέσει ρήξη της εμπιστοσύνης με τους εταίρους της), συνοδευόμενη μάλιστα από αποζημιώσεις: ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων περιουσιακών στοιχείων της Ελλάδας, αξίας ίσης με το ένα τέταρτο του εθνικού προϊόντος, θα υποθηκευθούν προς όφελος των πιστωτών. Με την αναμφισβήτητα ανεκτίμητη υποστήριξη του Φρανσουά Ολάντ, η Ελλάδα απλώς κατάφερε τα υποθηκευμένα αυτά στοιχεία να μην μεταφερθούν στο Λουξεμβούργο. Όλοι παριστάνουν τους ανακουφισμένους: η Ελλάδα θα πληρώσει.
«Η Γερμανία θα πληρώσει». Η φράση, την οποία ψιθύρισε στο αυτί του Ζωρζ Κλεμανσό ο υπουργός των Οικονομικών του, Λουί Κλοτζ, στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε μετατραπεί σε μαγικό φυλαχτό των Γάλλων καταθετών, οι οποίοι είχαν δανείσει το δημόσιο ταμείο κατά τη διάρκεια της αιματοχυσίας. Έδειχναν εμπιστοσύνη γιατί θυμούνταν ότι το 1870 η Γαλλία είχε πληρώσει το σύνολο του ποσού που απαιτούσε ο Μπίσμαρκ, παρ’ όλο που ήταν μεγαλύτερο από το συνολικό κόστος του πολέμου για τη Γερμανία. Το προηγούμενο αυτό ενέπνευσε τον πρωθυπουργό Ρεϊμόν Πουανκαρέ, όταν η Γαλλία δεν έλαβε τις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών δόσεις των αποζημιώσεων (5), να πάρει την απόφαση να καταλάβει τη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ τον Ιανουάριο του 1923.
Ο Βρετανός οικονομολόγος Τζον Μέυναρντ Κέυνς είχε κατανοήσει αμέσως τη ματαιοδοξία μιας τέτοιας πολιτικής που είχε στόχο την ταπείνωση και την άντληση αποζημιώσεων: αν η Γερμανία δεν πλήρωνε, όπως και σήμερα η Ελλάδα, είναι επειδή δεν μπορούσε να πληρώσει. Μόνο ένα ενδεχόμενο πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιό της θα μπορούσε να ικανοποιήσει το γιγαντιαίο χρέος της. Όμως η Γαλλία αρνιόταν την οικονομική νεκρανάσταση της αντιπάλου της, η οποία θα της επέτρεπε να «πληρώσει», ίσως όμως και να χρηματοδοτήσει τον στρατό της, με κίνδυνο να ξεκινήσει μια τρίτη φονική παρτίδα. Η οικονομική επιτυχία της ελληνικής Αριστεράς δεν θα είχε, βεβαίως, τέτοιες δραματικές ανθρώπινες συνέπειες για τους ευρωπαϊκούς λαούς. Αλλά θα είχε ξεμπροστιάσει τις πολιτικές λιτότητας που υπερασπίζονται οι ηγέτες τους…
Έναν χρόνο περίπου μετά την έναρξη της κατοχής του Ρουρ, ο Πουανκαρέ αναγκάστηκε να αυξήσει κατά 20% τους φόρους προκειμένου να την χρηματοδοτήσει. Για ηγέτη της Δεξιάς που ήταν αντίθετος με τη φορολογία και που δεν είχε πάψει να διατυμπανίζει ότι η Γερμανία θα πλήρωνε, η αντίφαση αυτή πληρώθηκε πολύ ακριβά. Ο Πουανκαρέ έχασε τις εκλογές και ο διάδοχός του αποχώρησε από το Ρουρ. Κανείς δεν φαντάζεται ακόμα τις συνέπειες που θα έχει η τιμωρία της Αθήνας στις χώρες που την στραγγάλισαν προκειμένου να ρυθμίσει τις πληρωμές ενός χρέους το οποίο ακόμα και το ΔΝΤ θεωρεί «συνολικά μη βιώσιμο».
Πάντως, το τιμωρητικό τους μένος υποχρέωσε της χώρες του Eurogroup να υποσχεθούν τον Ιούλιο τρεις φορές περισσότερα χρήματα (86 δισ. ευρώ) απ’ όσα θα απαιτούνταν εάν το ποσό είχε ξεμπλοκαριστεί πέντε μήνες νωρίτερα, καθώς στο μεταξύ η ελληνική οικονομία κατέρρευσε λόγω έλλειψης ρευστότητας (6). Η ακαμψία του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θα κοστίσει λοιπόν σχεδόν το ίδιο ακριβά μ’ εκείνη του Πουανκαρέ, με τον οποίο εξάλλου μοιράζεται την πεποίθηση ότι η σκλήρυνση μιας αποτυχημένης πολιτικής αναπόφευκτα αντιστρέφει και το αποτέλεσμά της. Η δίχως τέλος ταπείνωση της Αθήνας θα παραδειγματίσει παρ’ όλα αυτά τους επόμενους απείθαρχους. Στη Μαδρίτη; Στη Ρώμη; Στο Παρίσι; Θα τους θυμίζει το «θεώρημα Γιούνκερ», το οποίο διατύπωσε ο πρόεδρος της Επιτροπής μόλις τέσσερις μέρες μετά την εκλογική νίκη της ελληνικής Αριστεράς: «Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική επιλογή ενάντια στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες (7)».
Όταν δεκαεννέα όνειρα στριμώχνονται στο ίδιο κρεβάτι, καταλήγει υπερβολικά στενό για να τα χωρέσει. Η επιβολή μέσα σε λίγα χρόνια του ίδιου νομίσματος σε λαούς που δεν έχουν ούτε την ίδια ιστορία, ούτε την ίδια πολιτική κουλτούρα, ούτε το ίδιο βιοτικό επίπεδο, τους ίδιους φίλους ή την ίδια γλώσσα, ήταν ένα σχεδόν αυτοκρατορικό εγχείρημα. Πώς μπορεί ένα κράτος να εξακολουθεί να σχεδιάζει μια οικονομική και κοινωνική πολιτική που υπόκειται σε διαδικασίες διαλόγου και δημοκρατικής διαιτησίας, όταν οι μηχανισμοί νομισματικής ρύθμισης δεν βρίσκονται πλέον στα χέρια του; Και πώς να φανταστεί κανείς ότι λαοί που δεν γνωρίζονται καθόλου, θα συνδεθούν με μια αλληλεγγύη όπως εκείνη που συνδέει σήμερα τη Φλόριντα με τη Μοντάνα; Όλα αυτά ήταν βασισμένα σε μια υπόθεση: μια βεβιασμένη ομοσπονδοποίηση θα έφερνε κοντά τα ευρωπαϊκά έθνη μεταξύ τους. Αντιθέτως, δεκαπέντε χρόνια μετά τη γέννηση του ευρώ, η εχθρότητα έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της.
Στις 27 Ιουνίου, όταν ανακοίνωνε το δημοψήφισμα, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανέτρεξε σε όρους που θυμίζουν κήρυξη πολέμου. Παρομοίασε την πρόταση του Eurogroup σχηματικά ως «τελεσίγραφο προς την ελληνική δημοκρατία». Και κατηγόρησε ορισμένους από τους «εταίρους» του ότι έχουν στόχο να «ταπεινώσουν έναν ολόκληρο λαό». Οι Έλληνες θα στηρίξουν μαζικά την κυβέρνησή τους. Οι Γερμανοί θα στοιχηθούν πίσω από τις αυστηρές απαιτήσεις της δικής τους. Μπορεί η ευρωπαϊκή οικογένεια να συνδέσει ακόμη πιο στενά τις τύχες των μελών της, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο περαιτέρω ενδοοικογενειακής βίας;
Κι αυτό γιατί η εχθρότητα δεν αφορά πλέον μόνο την Αθήνα και το Βερολίνο. «Δεν θέλουμε να γίνουμε γερμανική αποικία» επιμένει ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, επικεφαλής των Ποδέμος στην Ισπανία. «Λέω στη Γερμανία: φτάνει πια! Είναι αδιανόητο να ταπεινώνεται ένας Ευρωπαίος εταίρος», ξεσπαθώνει ο Ιταλός πρωθυπουργός, Ματτέο Ρέντσι, με μια διακριτικότητα αξιοσημείωτη καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης. «Στις μεσογειακές χώρες, και σε κάποιον βαθμό και στη Γαλλία, το μίσος για τη Γερμανία βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα από το 1945. (…) Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η οποία επρόκειτο να εδραιώσει οριστικά την ευρωπαϊκή ενότητα, απειλεί να την τινάξει στον αέρα» (8), παρατηρεί ο Γερμανός κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Στρέεκ.
Οι Έλληνες με τη σειρά τους προκαλούν εχθρικά συναισθήματα. «Αν το Eurogroup λειτουργούσε ως κοινοβουλευτική δημοκρατία, θα ήσουν ήδη εκτός, γιατί σχεδόν όλοι οι εταίροι αυτό επιθυμούν», κατέληξε, απευθυνόμενος προς τον κ. Τσίπρα, ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (9). Επιπλέον, εφαρμόζοντας έναν πολύ γνωστό συντηρητικό αυτοματισμό, σε επίπεδο εθνών αυτή τη φορά, οι φτωχοί ενθαρρύνονται να υποπτεύονται ο ένας τον άλλον, ότι οι μεν ζουν εις βάρος των δε, ιδίως όταν οι άλλοι είναι ακόμη πιο φτωχοί από τους ίδιους. Ο υπουργός Παιδείας της Εσθονίας επέπληξε κατ’ αυτόν τον τρόπο τον «εταίρο» του από τη Αθήνα: «Έχετε κάνει πολύ λίγα, με πολύ αργό ρυθμό και απείρως λιγότερα από την Εσθονία. Έχουμε υποφέρει πολύ περισσότερο από ό,τι στην Ελλάδα. Αλλά δεν σταματήσαμε για να γκρινιάξουμε, δράσαμε (10)». Οι Σλοβάκοι σκανδαλίστηκαν πολύ με τις υπερβολικά υψηλές, σύμφωνα με τους ίδιους, συντάξεις στην Ελλάδα, μια χώρα την οποία ο πολύ γενναιόδωρος Τσέχος υπουργός Οικονομικών θα ήθελε να δει «επιτέλους να πτωχεύσει, προκειμένου να καθαρίσει η ατμόσφαιρα (11)».
Κλείνοντας με τον δικό του τρόπο τους θερινούς εορτασμούς της κοινωνικής Ευρώπης, ο Πιέρ Μοσκοβισί, Γάλλος σοσιαλιστής και Ευρωπαίος Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, επαναλάμβανε με μπρίο το ίδιο «ανέκδοτο» σε κάθε μικρόφωνο που στρεφόταν προς το μέρος του: «Κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης του Eurogroup, ο σοσιαλιστής υπουργός της Λιθουανίας είπε στον κύριο Βαρουφάκη: “Ωραίο είναι που θέλετε να αυξήσετε τον κατώτατο μισθό κατά 40%, αλλά ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι ήδη δύο φορές μεγαλύτερος από τον δικό μας. Και θέλετε να τον αυξήσετε με χρήματα που μας χρωστάτε, μέσω του χρέους!” Ε λοιπόν, το επιχείρημα αυτό είναι πολύ δυνατό (12)». Πράγματι, πολύ δυνατό, αφού ξέρουμε ότι μόλις πέρσι το κόμμα του κ. Μοσκοβισί ανακοίνωνε: «Θέλουμε μια Ευρώπη που να προστατεύει τον εργαζόμενο. Μια Ευρώπη της κοινωνικής προόδου και όχι του κοινωνικού ρήγματος».
Στις 7 Ιουλίου του 2015, κατά τη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αρκετοί αρχηγοί κρατών υπογράμμισαν στον κ. Τσίπρα την αγανάκτηση που τους ενέπνεε: «Δεν μπορούμε άλλο! Έχουν περάσει μήνες που δεν μιλάμε παρά μόνο για την Ελλάδα! Πρέπει να πάρεις μια απόφαση. Εάν δεν είσαι σε θέση να αποφασίσεις, θα αποφασίσουμε εμείς για σένα (13)». Θα έπρεπε άραγε να δούμε εδώ το προοίμιο, αν και κάπως άκομψο, μιας επερχόμενης ομοσπονδοποίησης; «Πρέπει να προχωρήσουμε», ήταν πάντως το συμπέρασμα του κ. Ολάντ στις 14 Ιουλίου, μετά από όλο αυτό το επεισόδιο. Να προχωρήσουμε, αλλά προς ποια κατεύθυνση; Ε, λοιπόν, στην ίδια, ως συνήθως: «οικονομική διακυβέρνηση», «ένας προϋπολογισμός για ολόκληρη την ευρωζώνη», «σύγκλιση με τη Γερμανία». Γιατί στην Ευρώπη, όταν ένα φάρμακο καταστρέφει την οικονομική ή τη δημοκρατική υγεία του ασθενούς, πάντοτε διπλασιάζουμε τη δόση. Ειδικά από τη στιγμή που, σύμφωνα με τον Γάλλο πρόεδρο, «η ζώνη του ευρώ επαναβεβαίωσε τη συνοχή της με την Ελλάδα (…) οι συνθήκες μάς αναγκάζουν να επιταχύνουμε (14)».
Ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός στρατευμένων αριστερών και συνδικαλιστών αντιθέτως πιστεύουν ότι θα ήταν προτιμότερο να σταματήσουμε για λίγο και να στοχαστούμε. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας της, η Ελλάδα έχει πολλές φορές εγείρει μεγάλα οικουμενικά ερωτήματα. Αυτή τη φορά, μόλις μας αποκάλυψε ποια είναι στ’ αλήθεια αυτή η Ευρώπη που δεν θέλουμε πια.