Μπροστά στη θυρίδα ενός check casher (1), κατά μήκος του Μπρόντγουαιη, μια λεωφόρο του Κεντρικού Μπρούκλιν που τη σκιάζει το εναέριο μετρό της Νέας Υόρκης, ο Κάρλος Ριβέρα ζητάει μια παράταση. «No tengo los 10 pesos» («Δεν έχω τα 10 δολάρια»), φωνάζει στην υπάλληλο πίσω από το τζάμι. Στο Μπρούκλιν, τα καταστήματα αυτά είναι πανταχού παρόντα: στις σελίδες του επαγγελματικού τηλεφωνικού καταλόγου είναι καταγεγραμμένα 236. Τα αναγνωρίζει κανείς από τις χρωματιστές και ετοιμόρροπες προσόψεις τους, τα φώτα νέον με το σύμβολο του δολαρίου και τη λέξη «Cash» (2) στις βιτρίνες τους. Εκτός από μεταβιβάσεις σε ρευστό, εξαργυρώνουν και επιταγές στο όνομα κατοίκων οι οποίοι δεν έχουν τραπεζικό λογαριασμό: το αντίτιμο ρευστοποιείται με παρακράτηση προμήθειας (2% για 100 δολάρια συν διάφορα έξοδα). Επίσης προσφέρουν εξαιρετικώς βραχυπρόθεσμα δάνεια, με πολύ υψηλό επιτόκιο. Σε εθνικό επίπεδο, τα χιλιάδες τέτοια μικρομάγαζα συνιστούν μια ισχυρή και πολύμορφη χρηματοοικονομική δραστηριότητα, αποκαλούμενη γενικά «predatory lenders» ή «δανειστές–αρπακτικά». Προσωνυμία που οφείλεται σε ένα επιθετικό εμπορικό μοντέλο: δεν αφήνουν ποτέ τον οφειλέτη, ο οποίος συχνά αποπληρώνει ένα χρέος συνομολογώντας ένα νέο.
check
cashers» κι από McDonald’s
Παρά τη χωρίς προηγούμενο επιτυχία τους, τέτοιοι δανειστές χωρίς ενδοιασμούς δεν έχουν καλό όνομα στη χώρα. Οι Πολιτείες προσπαθούν με περισσότερη ή μικρότερη επιτυχία να βάλουν όρια στις δραστηριότητές τους. Το πιο καταστροφικό χρηματοπιστωτικό προϊόν, παράνομο στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης αλλά νόμιμο στην Καλιφόρνια, είναι το payday loan ή «μισθοδάνειο», ένα εξαιρετικά βραχυπρόθεσμο δάνειο (το πολύ δεκαπέντε ημερών), που αποπληρώνεται τη μέρα της πληρωμής του μισθού με εξαιρετικά υψηλό τόκο. Ένας πελάτης μπορεί να πάρει δάνειο 300 δολαρίων για να αποπληρώσει την ημέρα της είσπραξης του μισθού του 346 δολάρια. Η οικονομική αυτή δραστηριότητα, που δεν υπήρχε πριν από είκοσι χρόνια, παρήγαγε τον περασμένο χρόνο κέρδη ύψους 46 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Πλέον στις ΗΠΑ υπάρχουν περισσότερα check cashers από ό,τι McDonald’s και Starbucks μαζί. Το 2002, όταν ιδρύθηκε, το Κέντρο για τον Υπεύθυνο Δανεισμό (Center for Responsible Lending, CRL), που παρακολουθεί και καταγράφει τις καταχρηστικές ενέργειες, εκτιμούσε ότι το συνολικό κόστος τέτοιων δανείων ανερχόταν σε 9,1 δισεκατομμύρια δολάρια σε τόκους κάθε μορφής και κατασχέσεις σε περιπτώσεις αδυναμίας αποπληρωμής. Δεκατρία χρόνια αργότερα, παραδέχεται ότι του είναι αδύνατο να υπολογίσει τις επιπτώσεις τους: «Το σύνολο είναι της τάξης των εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων», υπογράμμιζε τον περασμένο Ιούνιο. «Αυτό έχει επιπτώσεις στη ζωή εκατομμυρίων Αμερικανών, αλλά και στη χώρα, στο σύνολό της» (3). Ένας φτωχός στις ΗΠΑ πληρώνει ακριβότερα για τα πάντα: καθημερινές υποχρεώσεις, διατροφή, ασφάλιση (4). Η έννοια του poverty penalty (επιβάρυνση φτώχειας) δεν είναι καινούργια: το 1967, ο Ντέιβιντ Κάπλοβιτς την είχε θεωρητικοποιήσει σε ένα κοινωνιολογικό εγχειρίδιο που θεωρείται κλασικό, «The Poor Pay More» (Οι φτωχοί πληρώνουν ακριβότερα) (5). Η ανάλυσή του είναι πάντα επίκαιρη. «Οι φτωχοί πληρώνουν ακριβότερα για ένα λίτρο γάλα και για κατοικίες χαμηλότερης ποιότητας», τόνιζε, το 2009, ο Ερλ Μπλουμενάουερ, Δημοκρατικός βουλευτής του Όρεγκον. Τα 37 εκατομμύρια των Αμερικανών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και τα 100 εκατομμύρια που αγωνίζονται για να ενταχθούν στη μεσαία αστική τάξη «πληρώνουν για πράγματα που η μεσαία αστική τάξη θεωρεί ότι της οφείλονται» (6). Ένα παράδειγμα μεταξύ άλλων: σύμφωνα με μια έκθεση της Consumer Federation of America (7), τα τιμολόγια των σημαντικότερων ασφαλιστικών εταιρειών αυτοκινήτων δίνουν περισσότερη σημασία στο επίπεδο σπουδών των πελατών τους και στην επαγγελματική τους κατάσταση, παρά στην αξιοπιστία της συμπεριφοράς τους. Στα δύο τρίτα των περιστατικών που εξετάστηκαν, «οι καλοί, πλην φτωχοί, οδηγοί πληρώνουν ακριβότερα [περίπου 25%] από πλούσιους που έχουν ήδη προκαλέσει ατυχήματα» (8).
«Πρέπει να είναι κανείς πλούσιος για να ζει φτωχικά» διαπίστωνε ειρωνικά η «Washington Post» (9) καταγράφοντας τα μικρά καθημερινά πράγματα που κάνουν δύσκολη τη ζωή των εργαζομένων με χαμηλά εισοδήματα: χαμένος χρόνος στα μέσα μεταφοράς, ουρές κάθε λογής για υπηρεσίες χαμηλότερης ποιότητας κ.λπ.. Όλα αυτά χωρίς περιθώριο ελεύθερου χρόνου ή δικαίωμα στο λάθος.
Οι ρυθμισμένες με ακρίβεια δευτερολέπτου ζωές έχουν μερικές φορές τραγική κατάληξη. Όπως αυτή της Μαρία Φερνάντες, που πέθανε το Σεπτέμβρη του 2014 μέσα στο αυτοκίνητό της, σε ένα πάρκινγκ στο Νιου Τζέρσεϋ. Εργαζόμενη επί τέσσερα χρόνια σε μια αλυσίδα ταχυφαγείων, τα Dunkin‘ Donuts, αυτή η 32χρονη γυναίκα απασχολούνταν σε τρεις βαρδιες (απογευματινή, νυχτερινή και σαββατοκύριακα), σε τρία διαφορετικά καταστήματα, για να πληρώνει την εκπαίδευση της κόρης της, και αμειβόταν με το βασικό ημερομίσθιο των 8,25 δολαρίων που ίσχυε τότε στο Νιου Τζέρσεϋ. Πλήρωνε 550 δολάρια για ένα επιπλωμένο διαμέρισμα στο οποίο σπάνια μπορούσε να κοιμηθεί. Ξεκουραζόταν μέσα στο αυτοκίνητό της, με τη μηχανή και το κλιματιστικό σε λειτουργία για να δροσίζεται ο χώρος, έχοντας ένα δοχείο με βενζίνη στο πίσω κάθισμα. Μια μέρα το δοχείο αυτό ανατράπηκε συμπτωματικά, στη διάρκεια ενός από τους σύντομους ύπνους της, και γέμισε το όχημα με τοξικές αναθυμιάσεις που της προκάλεσαν ασφυξία. Ένας εκπρόσωπος της Dunkin‘ Donuts της απέτισε φόρο τιμής σε ένα δελτίο Τύπου, χαρακτηρίζοντάς την «πρότυπο εργαζόμενης» (10).
Επιστροφή στο check casher του Μπρούκλιν. Η ταμίας προτείνει μια διευθέτηση στον Ριβέρα: η αποπληρωμή του χρέους του θα γίνει την επόμενη μέρα. Απευθύνεται σε αυτόν με το μικρό του όνομα· προφανώς είναι συχνός πελάτης. Ανακουφισμένος, κάνει ένα σύντομο τηλεφώνημα, υποσχόμενος, στα αγγλικά, να πληρώσει το συνομιλητή του. Ύστερα ξαναρχίζει να σπρώχνει ένα καροτσάκι σουπερμάρκετ στους δρόμους. Το γεμίζει με ανακυκλώσιμα μπουκάλια· τα σουπερμάρκετ της γειτονιάς τα αγοράζουν προς 10 σεντς το μπουκάλι. Κάνει επίσης αδήλωτα περιστασιακά μεροκάματα «στην οικοδομή». Παλιά υπήρξε πελάτης τράπεζας· ούτε που θυμάται πόσος καιρός έχει περάσει.
Τα παραδοσιακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ανοίγουν λιγότερα υποκαταστήματα στις συνοικίες με χαμηλά εισοδήματα. Η περιοχή που προσδιορίζεται από τον ταχυδρομικό κωδικό του Ριβέρα, το Στάιβεσαντ Χάιτς, έχει μόνο δύο υποκαταστήματα για 85.000 κατοίκους: μια τραπεζική έρημος ανάμεσα στις 650 που υπάρχουν στη χώρα (11). Κατά μια εξωφρενική παραδοξότητα, το Στάιβεσαντ Χάιτς βρίσκεται σε απόσταση δέκα στάσεων του μετρό από τη Γουόλ Στρητ, το νευραλγικό κέντρο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. «Το άνοιγμα υποκαταστημάτων στις φτωχογειτονιές δεν αξίζει τον κόπο για τις τράπεζες», εξηγεί η Λάιζα Σέρβον, καθηγήτρια αστικής πολιτικής στο New School της Νέας Υόρκης. «Οι κάτοικοι των συνοικιών αυτών είναι περισσότερο μπελάς παρά πηγή κέρδους. Δεν καταθέτουν χρήματα και περνούν πολύ χρόνο μπροστά στις θυρίδες. Οι τράπεζες αναζητούν το αντίστροφο: πελάτες που δεν τους βλέπουν ποτέ και καταθέτουν χρήματα».
Τα check cashers αντικατέστησαν λοιπόν τις τράπεζες στις φτωχογειτονιές, βασίζοντας το οικονομικό τους μοντέλο στο ότι βρίσκονται κοντά στον πελάτη, στη διαφοροποίηση των παρεχομένων υπηρεσιών (προπληρωμένες κάρτες SIM, λόττο… ) και σε ένα αυξημένο ποσοστό προμήθειας σε κάθε συναλλαγή. «Οι τράπεζες θέλουν έναν πελάτη με περιουσία ενός εκατομμυρίου· εμείς θέλουμε ένα εκατομμύριο πελάτες με περιουσία ενός δολαρίου», συνοψίζει χωρίς περιστροφές ο Τζο Κόλμαν, πρόεδρος της RiteCheck, μιας εταιρείας που έχει δώδεκα καταστήματα στο Μπρονξ και στο Χάρλεμ (12). Για τους φτωχούς, τέτοια καταστήματα είναι το τελευταίο καταφύγιο πριν από την προσφυγή στα άτυπα δάνεια στον δρόμο, εκτός κάθε νόμιμου πλαισίου, με τους κινδύνους που εμπεριέχουν, από τους loan sharks (τοκογλύφους). Τα άτομα αυτά έχουν δεσμούς με τη μικρή και τη μεγάλη εγκληματικότητα και προσφεύγουν στη χρήση βίας για την ανάκτηση των ποσών που έχουν δανείσει, προσαυξημένων με τους τόκους.
Η Σέρβον διαπιστώνει επίσης ότι οι κοινότητες μεταναστών στη Νέα Υόρκη, ιδίως οι ισπανόφωνες, αλλά και οι σενεγαλέζικες και οι αραβικές, έχουν εισαγάγει μια άτυπη μέθοδο μικροδανείων με μηδενικό επιτόκιο. Η αρχή είναι απλή: πολλά πρόσωπα επενδύουν ένα μικρό ποσό σε έναν κοινό κουμπαρά. «Κάθε εβδομάδα, σύμφωνα με ένα κυλιόμενο σύστημα, ένας διαφορετικός επενδυτής παίρνει το περιεχόμενο του κουμπαρά», εξηγεί η καθηγήτρια, που μελετάει τα εναλλακτικά δίκτυα πίστωσης χωρίς να είναι σε θέση να αξιολογήσει τον αριθμό τους και το οικονομικό τους μέγεθος.
Αν οι φτωχοί δεν ενδιαφέρουν την Chase ή την Bank of America, είναι επίσης γεγονός πως ούτε κι αυτούς τους ενδιαφέρουν οι τράπεζες, σύμφωνα με τις μελέτες της Σέρβον. «Οι φτωχοί προτιμούν τα check cashers, γιατί στις τράπεζες θα πλήρωναν ακόμα πιο ακριβά, λόγω των προστίμων όταν ο λογαριασμός είναι ακάλυπτος», εξηγεί. Οι τράπεζες είναι πιο λαίμαργες και δεν τους προσφέρουν βραχυπρόθεσμα δάνεια, προσαρμοσμένα στις ανάγκες τους. Κάθε τραπεζικό ίδρυμα διαθέτει ένα οπλοστάσιο 49 πιθανών κυρώσεων για έναν λογαριασμό όψεως: μια απλή ανάληψη που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο ακάλυπτο προκαλεί μια αλληλουχία κυρώσεων. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία για τις δέκα μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες του Federal Deposit Insurance Corporation (του οργανισμού αντασφάλισης των τραπεζών) , οι μισές υπερβάσεις του ορίου κάλυψης αφορούν δαπάνες κατώτερες των 36 δολαρίων. Κι αν θεωρούνταν βραχυπρόθεσμα δάνεια, οι τόκοι τους θα έφθαναν στο δυσθεώρητο ύψος του 5.000% ετησίως.
Το 2011, οι αμερικανικές τράπεζες αποκόμισαν κέρδη 38 δισεκατομμυρίων δολαρίων μόνο από τις κυρώσεις των υπερβάσεων του ορίου κάλυψης (13). «Γίνονται ολοένα και ακριβότερες», σχολιάζει η Σέρβον. «Η οικονομική αβεβαιότητα των Αμερικανών αυξήθηκε· τα εισοδήματά τους είναι πλέον κυμαινόμενα. Συσσωρεύουν περισσότερες της μίας εργασίες, μαζεύουν ώρες εργασίας από ‘δω κι από ‘κει. Οι επιταγές πληρωμής τους δεν έχουν το ίδιο ποσό στο τέλος του κάθε μήνα. Δεν κάνουν προϋπολογιστικές προβλέψεις. Δεν έχουν χρήματα· τα ελλείμματα γίνονται μόνιμα και οι κυρώσεις συσσωρεύονται». Δεν είναι σπάνιο να συναντήσει κανείς κάποιον ο οποίος πριν από την κρίση είχε μια σταθερή δουλειά και τώρα συσσωρεύει δύο πρόσκαιρες μερικές απασχολήσεις με ωρομίσθιο. Τα κόστη της υγείας, της εκπαίδευσης, της φύλαξης των παιδιών έχουν εκτοξευθεί και «οι εργοδότες προσφέρουν λιγότερες κοινωνικές παροχές, τη στιγμή που οι Αμερικανοί καλούνται να διαχειριστούν όλο και πιο μεγάλες δαπάνες. Δεν υπάρχει περιθώριο λάθους… Αυτή είναι η καρδιά του προβλήματος».
Ένας τυπικός Αμερικανός είναι ένας χρεωμένος Αμερικανός που αποπληρώνει τις δόσεις του στην ώρα τους. Έξω από την εμβέλεια των ραντάρ του τραπεζικού συστήματος, περίπου δέκα εκατομμύρια αμερικανικές οικογένειες δεν διαθέτουν το απαραίτητο εργαλείο για μια αξιοπρεπή κοινωνική θέση στις ΗΠΑ: το credit score (πιστοληπτική αξιοπιστία). Πρόκειται για έναν τριψήφιο αριθμό που ξεκινάει γενικά από το 300 (πολύ χαμηλή) και έχει ανώτατο όριο το 850 (πολύ υψηλή), με παραλλαγές που αρχίζουν από το 100 και τελειώνουν στο 990 ανάλογα με το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Αυτός ο προσωπικός κωδικός γίνεται εξίσου σημαντικός με τον αριθμό της κοινωνικής ασφάλισης. Άγνωστος στην Ευρώπη, ο φάκελος πιστοληπτικότητας καθορίζει όλες τις πτυχές της ζωής ενός Αμερικανού πολίτη. Αποδεικνύει ότι αποπληρώνει τις δόσεις του έγκαιρα και ότι είναι επαρκώς αξιόπιστος για να συνάψει δάνειο.
Προορισμένος αρχικά για αποκλειστική χρήση των τραπεζών στα στεγαστικά δάνεια, ο φάκελος πιστοληπτικότητας είναι προσβάσιμος από μια εμπορική επιχείρηση, μια ασφαλιστική εταιρεία, έναν ιδιοκτήτη πριν από την ενοικίαση ενός αγαθού, από έναν δυνητικό εργοδότη. Ένας υψηλός βαθμός πιστοληπτικότητας είναι λόγος για να νιώθει κάποιος υπερήφανος. Παρεισφρέει μέχρι και στις διαδικτυακές συναντήσεις, όπου επιτρέπει να κρίνει κάποιος αν η οικονομική κατάσταση του συνομιλητή του είναι επαρκώς υγιής ώστε να αξίζει τον κόπο μια συζήτηση μαζί του (14). Η καθυστέρηση μιας πληρωμής τον επηρεάζει άμεσα· αν τα προβλήματα συσσωρευτούν, ο φάκελος υποβαθμίζεται και οι τράπεζες επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να αυξήσουν τα επιτόκια.
Το χειρότερο είναι ο τραπεζικός αποκλεισμός, εξαιτίας της αδυναμίας να χτιστεί ένας βαθμός πιστοληπτικότητας: τότε ο πολίτης γίνεται credit invisible (15). Οι πόρτες κλείνουν· η ζωή γίνεται πιο ακριβή και πιο περίπλοκη. Σύμφωνα με μια έκθεση του Γραφείου Χρηματοπιστωτικής Προστασίας Καταναλωτών (Consumer Financial Protection Bureau, μια ομοσπονδιακή υπηρεσία), το 30% των κατοίκων των συνοικιών με χαμηλά εισοδήματα δεν έχει πρόσβαση στη δανειοδότηση. Σε εθνική κλίμακα, το κοινωνικό αυτό στίγμα πλήττει περισσότερο τους μαύρους και τους ισπανόφωνους, σε ποσοστό 15%, έναντι 9% των λευκών και των Ασιατών (16).
Ενώ η Ευρώπη δίνει προτεραιότητα στην αποταμίευση, η αμερικανική κοινωνία ενθαρρύνει έντονα τον δανεισμό (17). Η χρέωση των νοικοκυριών είναι σε συνεχή επέκταση. Η απουσία χρεών είναι δείγμα κακής οικονομικής υγείας. Πλέον κάθε νοικοκυριό διαθέτει κατά μέσο όρο οκτώ πιστωτικές κάρτες και, σύμφωνα με το Urban Institute, το μέσο ύψος καταναλωτικών δανείων ανέρχεται σε 15.000 δολάρια ανά οικογένεια.
Ένα γεγονός που συνέβη στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ταρακούνησε, χωρίς να κάνει πολύ θόρυβο, τις παλιές οικονομικές δομές (18): η απορρύθμιση του επιτοκίου τοκογλυφίας, δηλαδή η κατάργηση οροφής στα επιτόκια δανεισμού. Το γεγονός αυτό επέτρεψε σε μεγάλο αριθμό Αμερικανών να αποκτήσουν πρόσβαση στον δανεισμό· σε αντάλλαγμα, οι τράπεζες απέκτησαν το δικαίωμα να ορίζουν τα επιτόκια με απόλυτη αδιαφάνεια. Το ποσοστό των προσωπικών πτωχεύσεων εκτοξεύθηκε στα ύψη και τα καταναλωτικά δάνεια έφθασαν σε επίπεδο ανάλογο της περιόδου της Μεγάλης Ύφεσης. «Είναι η μόνη βιομηχανία που μπορεί να δρα με τέτοιο τρόπο» (19), διαμαρτυρόταν, το 2004, η Ελίζαμπεθ Γουώρεν. Αυτή η σημαντική προσωπικότητα της αριστερής πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος πέρασε όλη της τη ζωή καταγγέλλοντας τις υπερβάσεις των επιχειρήσεων δανεισμού. Χάρη στις προσπάθειές της δημιουργήθηκε, το 2010, ύστερα από την κρίση, η Υπηρεσία Χρηματοπιστωτικής Προστασίας των Καταναλωτών. Δίδαξε για χρόνια χρηματοπιστωτικό δίκαιο στο Χάρβαρντ. Για να τονίσει την αδιαφάνεια του τραπεζικού τομέα, δηλώνει ότι η ίδια είναι ανίκανη να υπολογίσει τους τόκους των δανείων που έχει συνάψει.
Χρέη για τη διασφάλιση του ελάχιστου εισοδήματος
Η μεσαία αστική τάξη και όσοι προσπαθούν να ενταχθούν σε αυτήν αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή κέρδους των τραπεζών, εξαιτίας των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν στην αποπληρωμή των δανείων τους και των προστίμων που συσσωρεύονται. Σύμφωνα με τη Γουώρεν, αυτοί είναι που συντηρούν τις δραστηριότητες δανεισμού. «Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, που βρίσκονται κοντά στη χρεοκοπία· εκείνοι που μπορούν να καταβάλουν μονάχα την ελάχιστη δόση κάθε μήνα για την πληρωμή των τόκων, που πληρώνουν μερικές φορές με καθυστέρηση, που εκδίδουν πότε-πότε κάποια ακάλυπτη επιταγή, που χάνουν μερικές φορές την πληρωμή μιας δόσης…» (20).
Στο Όρεγκον, η Κλαιρ Σρουτ, νοσοκόμα, παντρεμένη, με δύο παιδιά, ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Ένας κόκκος άμμου εκτροχίασε τη ζωή της οικογένειάς της: ο καρκίνος του συζύγου της ενόσω αυτή ήταν έγκυος στον δεύτερο γιο τους. «Όταν γέννησα, ο άντρας μου ολοκλήρωνε τη χημειοθεραπεία του», αφηγείται. Δεν είχε μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει ένα κεφάλαιο επείγουσας ανάγκης, εξαιτίας των δανείων που είχε συνάψει ως φοιτήτρια. «Κάθε μήνα έφευγαν χιλιάδες δολάρια». Ο σύζυγός της αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εργασία του συνεπεία της ασθένειάς του, το ίδιο κι αυτή για τέσσερις μήνες. «Χωρίς εισοδήματα, αναγκαστήκαμε να δανειστούμε για την κάλυψη των ιατρικών δαπανών και των απαραίτητων για τη διαβίωση. Για την αποπληρωμή του πρώτου δανείου πήραμε δεύτερο. Για την αποπληρωμή του δεύτερου ένα τρίτο. Έτσι άρχισαν οι μπελάδες μας. Μόνο για να επιβιώσουμε». Η ασθένεια ενός συζύγου, ένας ιμάντας που έσπασε στο αυτοκίνητο, ένα δάνειο της νεότητας που δεν έγινε δυνατή η αποπληρωμή του: η προοπτική μιας προσωπικής πτώχευσης είναι όλο και λιγότερο αφηρημένη, ακόμα και για τη μεσαία αστική τάξη.
Για τις επιχειρήσεις δανεισμού, το ζεύγος Σρουτ είναι οι ιδανικοί πελάτες. Η Σρουτ πήρε το πτυχίο της από το Πανεπιστήμιο του Όρεγκον στη δεκαετία του 1990. Το κόστος των σπουδών ήταν «πολύ χαμηλό, ιδίως σε σύγκριση με τώρα». Στην έναρξη της σχολικής χρονιάς, θυμάται τα περίπτερα στον κήπο του πανεπιστημίου, όπου, μέσα σε γιορτινή ατμόσφαιρα, προτείνονταν πιστωτικές κάρτες στους φοιτητές. «Οι εκπρόσωποι ήταν νέοι σαν εμάς, φορούσαν χρωματιστά μπλουζάκια. Όποιος υπέγραφε για ένα δάνειο έπαιρνε δώρο ένα γεύμα ή ένα φρίσμπι. Είναι ανόητο, αλλά όταν είσαι 17 χρονών είναι μεθυστικό. Λες ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις με ένα νεύμα του χεριού: θα κερδίσεις πολύ περισσότερα αργότερα για να το αποπληρώσεις… ». Μέσα σε τέσσερα χρόνια σπουδών απόκτησε πέντε διαφορετικές πιστωτικές κάρτες. «Έγινε ένας τρόπος επίλυσης του προβλήματος». Όταν παντρεύτηκε, στα 28 της, κέρδιζε 25.000 δολάρια τον χρόνο και είχε συσσωρεύσει χρέη 13.000 δολαρίων, ενώ ο σύζυγός της 8.000.
Οι γονείς της σπούδασαν στο Boston College, «όμως, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχαν συνάψει δάνειο για να πληρώσουν τις σπουδές τους, όπως είναι τώρα ο κανόνας». Για τον πατέρα της, μια δουλειά σε ένα βενζινάδικο και μια υποτροφία ήταν αρκετές. Στην έναρξη της σχολικής χρονιάς του 2015, ένα έτος σπουδών στο Boston College κοστίζει 48.540 δολάρια –62.820 δολάρια αν πάρει και δωμάτιο στην πανεπιστημιούπολη, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του πανεπιστημίου.
Τα αμερικανικά νοικοκυριά δεν δανείζονται προκειμένου να αποκτήσουν πισίνα ή αυτοκίνητο 4×4, αλλά προκειμένου να διασφαλίσουν τα στοιχειώδη: κατοικία, υγεία, αυτοκίνητο, εκπαίδευση, ασφάλιση. «Σε άλλες χώρες, καλύτερα οργανωμένες, οι άνθρωποι δεν έχουν χρέη για την υγεία ή την εκπαίδευση», αναστενάζει η Σρουτ. «Αν ήμουν μητέρα στη Σουηδία, η ιστορία μας θα ήταν εντελώς διαφορετική κι εγώ θα είχα περισσότερες από δέκα ημέρες άδεια μητρότητας. Δεν ρίχνω την ευθύνη στην κοινωνία ή στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς· έχω και το δικό μου μερίδιο ευθύνης. Όμως στις ΗΠΑ οι νέοι είναι περισσότερο εκτεθειμένοι από οπουδήποτε αλλού στο χρέος. Είναι αφημένοι στην τύχη τους. Η πόρτα είναι ανοιχτή σε δραματικές καταστάσεις. Όλο το σύστημα μπορεί να γίνει αρπακτικό».
Τα χρέη του Ριβέρα και της Σρουτ είναι μικρά ρυάκια· σε εθνική κλίμακα σχηματίζουν το μεγάλο ποτάμι των δανείων, που φούσκωσε κατά 22% στην τελευταία τριετία. Το 2014, τα καταναλωτικά δάνεια έφθασαν στην ιστορική κορυφή των 3,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
♦♦♦ Συνεχίστε την ανάγνωση με το ένθετο συμπλήρωμα