Ένθετο συμπλήρωμα του άρθρου
ΗΠΑ: Η τέχνη να χαρατσώνεις τους φτωχούς
Τον περασμένο Ιούνιο, στις 5 του μήνα, στο Μακ Κίννεϋ, ένα προάστιο του Ντάλας (Τέξας), ένας λευκός αστυνομικός βιντεοσκοπήθηκε να κακοποιεί μια ομάδα μαύρων εφήβων που φορούσαν τα μαγιό τους. Βλέπουμε τον αστυνομικό να χάνει την ψυχραιμία του, να σημαδεύει με το πιστόλι του, έπειτα να σπρώχνει και να ακινητοποιεί μια κοπέλα 15 χρόνων με μπικίνι. Οι νέοι είχαν έρθει να γιορτάσουν κάποια γενέθλια στην πισίνα του Κραιγκ Ραντς, μιας gated community (περίφρακτος οικισμός περιορισμένης πρόσβασης). Πολλοί από αυτούς ήταν μαύροι ή δεν είχαν δικαίωμα πρόσβασης στον συγκεκριμένο χώρο. Σε ένα εθνικό πλαίσιο επιδημίας αστυνομικών βιαιοτήτων, το εν λόγω ερασιτεχνικό βίντεο προκάλεσε σκάνδαλο.
Στο μηνιαίο περιοδικό «The Atlantic», ο ιστορικός και δημοσιογράφος Γιόνι Άπλμπαουμ κάνει μια ιστορική και φυλετική ανάγνωση του περιστατικού. Βλέπει σε αυτό το αποτέλεσμα της ιδιωτικοποίησης δημοσίων υπηρεσιών, η οποία εφαρμόζεται για τον παραγκωνισμό ανεπιθύμητων πληθυσμών, στη συγκεκριμένη περίπτωση των μαύρων. «Πριν από το 1950, οι Αμερικανοί κολυμπούσαν στις δημοτικές πισίνες τόσο συχνά όσο πήγαιναν στον κινηματογράφο. Υπήρχαν πολύ λίγοι κολυμβητικοί σύλλογοι και οι ελάχιστες ιδιωτικές πισίνες ήταν δείγματα μεγάλου πλούτου», αποκαλύπτει. Μισό αιώνα αργότερα, «ο αριθμός των ιδιωτικών πισινών στις ΗΠΑ αυξήθηκε από 2.500 σε περισσότερες από 4 εκατομμύρια» (1). Για να κολυμπήσει κανείς πρέπει να κατοικεί σε συγκεκριμένες γειτονιές ή να εγγραφεί σε κάποιον σύλλογο. Ο Άπλμπαουμ βασίζεται στον ιστορικό Τζεφ Γουίλτσε για να υποστηρίξει ότι στη ρίζα αυτής της διαδικασίας βρίσκεται ο αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα: «Πολλοί λευκοί εγκατέλειψαν τις δημόσιες πισίνες μετά την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, δεν εγκατέλειψαν όμως την κολύμβηση. Έχτισαν ιδιωτικές πισίνες, είτε στις ακριβές συνοικίες είτε στους ιστιοπλοϊκούς συλλόγους, ούτως ώστε να μπορούν να ελέγξουν την κοινωνική τάξη και το χρώμα του δέρματος των κολυμβητών» (2).
Η εξέλιξη αυτή δεν περιορίζεται στις πισίνες. Το οξύμωρο των privately owned public spaces (ιδιωτικοποιημένοι δημόσιοι χώροι) ορίζει έτσι κάθε χώρο στον οποίο η πρόσβαση είναι αυστηρά καθορισμένη από τις ιδιοκτήτριες εταιρείες ή από εκείνους στους οποίους έχουν εκχωρηθεί τα δικαιώματα. Έχει αναπτυχθεί έντονα και πλέον περιλαμβάνει τα πάρκα, ακόμα και μερικές παραλίες ή όχθες λιμνών.
Ο Μάικλ Σάντελ, καθηγητής Δικαίου στο Χάρβαρντ, έχει ασχοληθεί με την οικονομία της εκχώρησης δικαιωμάτων σε ιδιώτες έναντι τιμήματος, σε όλες της όψεις της καθημερινότητας. «Δεν έγινε πραγματικός διάλογος για αυτό το θέμα», παρατηρεί. «Μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να αφήσουμε τον έλεγχο στην αγορά; Μέχρι ποιο σημείο υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και από ποιο σημείο το διαβρώνει;» (3). Σήμερα κάποιος μπορεί να πληρώσει προκειμένου να αποφύγει την ουρά σε πολλά μέρη, όπως στα λούνα παρκ. Στις μποτιλιαρισμένες λεωφόρους της Μινεάπολης, του Σηάτλ, του Σαν Ντιέγκο και των υπόλοιπων μητροπόλεων των ΗΠΑ, κάποιος μπορεί να πληρώσει το δικαίωμα χρήσης της λωρίδας ταχείας κυκλοφορίας, σε τιμές που κυμαίνονται ανάλογα με την κατάσταση της κίνησης. Η δυνατότητα αγοράς προνομίων έχει επεκταθεί ακόμα και… στις φυλακές: στην κομητεία της Σάντα Μπάρμπαρα, στην Καλιφόρνια, ένας κρατούμενος μπορεί να ζητήσει ένα πιο άνετο κελί, με αντίτιμο 90 δολάρια τη βραδιά.
Ο Σάντελ αποκαλύπτει επίσης νέους τρόπους με τους οποίους ένα άτομο μπορεί να κερδίσει χρήματα: να προσφερθεί ως ανθρώπινο πειραματόζωο στη φαρμακευτική βιομηχανία (γύρω στα 7.500 δολάρια, μερικές φορές περισσότερα αν η αγωγή προκαλεί αναπηρία ή αν παρουσιαστούν επιπλοκές) ή να πουλήσει τις υπηρεσίες του σε εταιρείες μισθοφόρων που δραστηριοποιούνται στη Μέση Ανατολή (1.000 δολάρια ημερησίως).
Σε αυτόν τον κατάλογο μεταμοντέρνων εμπορευματοποιήσεων, η παρουσίαση αποκτά νέο ενδιαφέρον όταν ο εξέχων νομικός εντοπίζει μια συναλλαγή που χλευάζει το αμερικανικό δημοκρατικό ιδεώδες. Συμβαίνει κάθε μέρα στο Καπιτώλιο, στην Ουάσιγκτον. Οι ακροάσεις του Κογκρέσου είναι δημόσιες, όμως οι ουρές για να τις παρακολουθήσει κάποιος είναι ατελείωτες, προς μεγάλη απελπισία των λομπιστών. Οπότε, εταιρείες στρατολογούν ανθρώπους για να περιμένουν στην ουρά για λογαριασμό τους, έναντι αμοιβής. Αυτοί οι άνθρωποι, διαβεβαιώνει ο Σάντελ, είναι στην πλειονότητά τους άστεγοι. «Όμως όλοι θα έπρεπε να έχουν ίσο δικαίωμα πρόσβασης στους θεσμούς», ενίσταται ο συγγραφέας.
Κατά τη γνώμη του, η αξία που η κοινωνία της αγοράς θέτει περισσότερο σε κίνδυνο είναι η communality, η έννοια της συλλογικότητας. Ο ίδιος μεγάλωσε στη Μινεάπολη, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, και ήταν φανατικός των Twins, της ομάδας μπέιζμπολ της πόλης. Στο γήπεδο, όλες οι θέσεις είχαν περίπου την ίδια τιμή εισιτηρίου: 3,50 δολάρια για την εξέδρα των επισήμων, ένα δολάριο στο πέταλο. «Αφεντικά και εργαζόμενοι κάθονταν στην ουρά για να φάνε τα ίδια χοτ ντογκ και να πιουν τις ίδιες μπύρες χωρίς αφρό. Όταν έβρεχε, όλος ο κόσμος γινόταν μούσκεμα. Όλα αυτά έχουν τελειώσει. Αν πάτε στο γήπεδο σήμερα, υπάρχουν ειδικοί χώροι, με διαχωριστικά τζάμια, όπου οι προνομιούχοι απομονώνονται από τους υπόλοιπους. Δεν υπάρχει πια η ίδια συνύπαρξη των τάξεων. Όταν βρέχει κάποιοι δεν βρέχονται» (4). Όλο και περισσότερο, προσθέτει, οι πλούσιοι και οι φτωχοί «ζουν ξεχωριστές ζωές, πάνε στο σχολείο και κάνουν τα ψώνια τους χωρίς να διασταυρώνονται».
Οι χλωριωμένες τσουλήθρες της πισίνας του Μακ Κίννεϋ είναι οι μάρτυρες αυτής της αλλαγής της κοινωνίας. Η πόλη διαθέτει τρεις δημόσιες πισίνες, όλες στα μέρη όπου συγκεντρώνονται τα χαμηλά εισοδήματα. Στις πλούσιες συνοικίες οι πισίνες είναι ιδιωτικές ή εν μέρει ιδιωτικές, με πρόσβαση αποκλειστική και ελεγχόμενη. Στην περίπτωση του Κραιγκ Ραντς, κάθε κάτοικος διαθέτει έναν περιορισμένο αριθμό θέσεων, που τις διανέμει κατά βούληση.
Στο Μακ Κίννεϋ, οι έφηβοι που πήγαν να γιορτάσουν εκείνα τα γενέθλια δεν κολυμπούσαν σε μια δημόσια πισίνα, αλλά σε μια πισίνα προορισμένη για την αποκλειστική χρήση των κατοίκων μιας συνοικίας κοινωνικά και φυλετικά πολύ ομογενοποιημένης, κατόχων ενός αγαθού που κάποτε ήταν δημόσιο και πλέον έχει μεταβληθεί σε προνόμιο.