Την επομένη των επιθέσεων της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους, μεταξύ τους και η Γαλλία, επαναβεβαίωσαν τη βούλησή τους να υλοποιήσουν αποτελεσματικά μια στρατηγική με δύο όψεις. Από τη μία, την ανάληψη σημαντικής κλίμακας στρατιωτικής δράσης ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος –το οποίο συχνά αναφέρεται με το ακρωνύμιο «Daech», που, στα αραβικά, σημαίνει «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Συρίας» – και, από την άλλη, την αναζήτηση πολιτικής λύσης στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας. Και στα δύο επίπεδα, όμως, παραμένουν πολλά, και όχι ασήμαντα, εμπόδια.
Σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική δράση, υπάρχουν ορισμένες ασάφειες στον ορισμό της «μεγάλης συμμαχίας» ή της «ενιαίας συμμαχίας», όπως την επιθυμεί ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ και όπως την αντιλαμβάνονται οι πρόεδροι της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, ο καθένας από την πλευρά του. Επίσημα, όμως, ο στόχος είναι η «καταστροφή» του ISIS. Πώς; Με τη συνέχιση των αεροπορικών βομβαρδισμών, με τη χρησιμοποίηση των ειδικών δυνάμεων, με την εξουδετέρωση των διαύλων χρηματοδότησης της τρομοκρατικής οργάνωσης και, όπως επαναλαμβάνει ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, με μια «πιο ενεργό εμπλοκή των περιφερειακών δυνάμεων».
Οι δολοφονικές επιθέσεις στο Παρίσι ουσιαστικά δεν άλλαξαν τίποτα. Η κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα παραμένει σταθερά αντίθετη σε μια χερσαία επέμβαση και, μάλιστα, παρά την έκδηλη βούληση των Ρεπουμπλικάνων βουλευτών και γερουσιαστών να τελειώνουν με το ISIS. «Αποστολή χερσαίων δυνάμεων θα σήμαινε την επανάληψη των λαθών του παρελθόντος, εκτός εάν μιλάμε για μόνιμη κατοχή [της Συρίας]», δήλωνε ο Αμερικανός πρόεδρος μετά τη σύνοδο του G20 στο τουρκικό παραθαλάσσιο θέρετρο της Αντάλια, στις 14 Νοεμβρίου. Μήνυμα που εκπέμφθηκε σε ολόκληρη την Ασία με ακρίβεια: στόχος της συμμαχίας παραμένει ο περιορισμός της γεωγραφικής έκτασης που ελέγχει το ISIS, ώστε να εμποδιστεί η ικανότητά του να στρατολογεί νέα μέλη. «Ο Μπαράκ Ομπάμα θα κάνει τα πάντα για να διατηρήσει το στάτους κβο μέχρι τον Ιανουάριο του 2017 και να αφήσει στον διάδοχό του την ευθύνη για την ενδεχόμενη απόφαση εμπλοκής του αμερικανικού στρατού σε ένα νέο σφαγείο», μας τονίζει υψηλόβαθμος Αμερικανός διπλωμάτης που επιθυμεί να κρατήσει την ανωνυμία του.
Η φροντίδα αποφυγής μιας χερσαίας στρατιωτικής εμπλοκής, απόδειξη ρεαλισμού και σύνεσης, προκαλεί πάντως γενικό σκεπτικισμό ως προς την εξάρθρωση του ISIS. «Ποιος θα απελευθερώσει τη Ράκα και ειδικά τη Μοσούλη; Οι πόλεις δεν ανακαταλαμβάνονται με αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Όσο το Daech ελέγχει τα δύο αυτά νευραλγικά σημεία, έχει την ικανότητα να αντεπιτεθεί και να αρχίσει πάλι να εξαπλώνεται γεωγραφικά», αποκωδικοποιεί ο Ιρακινός πολιτικός επιστήμονας Ομάρ Γιάσερ. Ως απάντηση, ο αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών Μπέντζαμιν Τζ. Ρόουντς επιμένει στην «ανάγκη να υποστηριχθούν οι δυνάμεις που ήδη πολεμούν το ISIS στο έδαφος, με πρώτα τα κουρδικά αποσπάσματα».
Οι Κούρδοι μοιάζουν ως οι μόνοι αποτελεσματικοί σύμμαχοι των δυτικών, καθώς ούτε η Τουρκία ούτε η Σαουδική Αραβία φαίνεται να είναι διατεθειμένες να στείλουν χερσαίες δυνάμεις. Η Άγκυρα διεξάγει τον δικό της πόλεμο ενάντια στο Κόμμα Εργατών του Κουρδιστάν (ΡΚΚ) (1), ενώ το Ριάντ δίνει προτεραιότητα στην επέμβασή του εναντίον των ανταρτών Χούτι στην Υεμένη. Όμως, ο κεντρικός ρόλος των Κούρδων ενάντια στο ISIS δεν συναντά γενική συμφωνία. Η Τουρκία βλέπει με κακό μάτι την όλο και πιο εμφανή υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στους πεσμεργκά. Από την πλευρά της, η κεντρική κυβέρνηση της Βαγδάτης τους κατηγορεί ότι «προσάρτησαν το Σινζάρ» και απαιτεί την «αποκατάσταση» της πόλης, την οποία κατέλαβαν στα μέσα Νοεμβρίου δυνάμεις Τούρκων και Ιρακινών Κούρδων με την κάλυψη της αμερικανικής αεροπορίας.
Έτσι, μπροστά στην έλλειψη συμμάχων που να θέλουν να εμπλακούν σε χερσαίες επιχειρήσεις, η Ουάσινγκτον και οι εταίροι της κάνουν λόγο για μια άλλη «ανίερη συμμαχία». Μια τέτοια συμμαχία θα περιλάμβανε τον στρατό και τις πολιτοφυλακές του Σύρου προέδρου Μπασάρ Αλ-Άσαντ, καθώς και αρκετές ένοπλες ομάδες που σήμερα πολεμούν το καθεστώς της Δαμασκού. Έτσι εξηγείται η σπουδαιότητα που αποκτά ο στόχος της ειρηνευτικής συμφωνίας από κοινού με μια διαδικασία πολιτικής μετάβασης. Στις 14 Νοεμβρίου, σε συνάντηση στη Βιέννη, οι 17 χώρες που συμμετείχαν, μεταξύ τους η Σαουδική Αραβία, το Ιράν και η Τουρκία, καθώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Ηνωμένα Έθνη, επικύρωσαν την υποστήριξή τους «σε μια κατάπαυση του πυρός και σε μια διαδικασία που θα θέσουν σε εφαρμογή οι Σύροι ώστε, μέσα σε έξι μήνες, να καταρτιστεί οδικός χάρτης για τη συγγραφή νέου Συντάγματος».
Από την 1η Ιανουαρίου 2016, τα διάφορα συριακά κόμματα και η κυβέρνηση του Αλ-Άσαντ καλούνται να διαπραγματευτούν τους όρους κατάπαυσης του πυρός, η οποία θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ στις 14 Μαΐου και να οδηγήσει στη διεξαγωγή «εκλογών» (χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες) το 2017. Έχοντας ταξινομηθεί στην κατηγορία των τρομοκρατικών οργανώσεων, το ISIS και το Μέτωπο Αλ-Νόσρα, παρακλάδι της Αλ-Κάιντα που αποτελεί τη δεύτερη ισχυρότερη ένοπλη ομάδα στη Συρία μετά το ISIS, αποκλείστηκαν ήδη από τον διάλογο, τον οποίο ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι χαρακτήρισε, με κάπως προσποιητό ενθουσιασμό, «μοναδική ευκαιρία για τη Συρία».
Όπως εξηγεί ο Χασάν Χασάν, ειδικός στη Συρία με έδρα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, «οι πιθανότητες επιτυχίας της διαδικασίας αυτής είναι πολύ λίγες και, μάλιστα, μεσοπρόθεσμα, θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση». Πρώτο ερώτημα: ο κατάλογος όσων θα συμμετάσχουν στις διαπραγματεύσεις, τον οποίο πρέπει να καταρτίσει η Ιορδανία μέχρι το τέλος της χρονιάς. Πώς θα μπορέσει το Αμμάν να αντισταθεί στις πιέσεις της Δαμασκού, για την οποία ο διάλογος δεν μπορεί να διεξαχθεί παρά με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης που ανέχεται, όπως το Λαϊκό Μέτωπο για την Αλλαγή και την Απελευθέρωση; Για παράδειγμα, δεν είναι ακόμη γνωστό εάν ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός θα γίνει δεκτός στις συνομιλίες. Η ένοπλη αυτή ομάδα, την οποία ο Αλ-Άσαντ και οι Ρώσοι σύμμαχοί του χαρακτηρίζουν «τρομοκρατική», αποτελείται από πρώην αξιωματικούς του τακτικού στρατού και αποτέλεσε για καιρό την αιχμή του δόρατος της εξέγερσης, πριν υπερκεραστεί από τις δυνάμεις των ισλαμιστών. Σήμερα, διατηρεί παρουσία στην επαρχία της Ντεράα και, σύμφωνα με δική του ομολογία, έχει συνάψει ευκαιριακές συμμαχίες με τζιχαντιστικές ομάδες.
«Εκτός από τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, καμία ένοπλη ομάδα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μετριοπαθής»
Η Ιορδανία, ωστόσο, θα πρέπει κυρίως να συνεννοηθεί με το Ριάντ. Η Σαουδική Αραβία θα επιδιώξει να επιβάλει την παρουσία ορισμένων «μετριοπαθών» ομάδων, οι οποίες, όμως, διατηρούν σημαντικούς στρατιωτικούς δεσμούς με το Μέτωπο Αλ-Νόσρα και, μάλιστα, έχουν υπάρξει και σύμμαχοι του ISIS. Τέτοια περίπτωση είναι η ομάδα Αχράρ Αλ-Σαμ («Ελεύθεροι Άνδρες της Συρίας»), σαλαφιστικού, αλλά και εθνικιστικού, προσανατολισμού (δεν στρατολογεί ξένους μαχητές). Εδώ και αρκετούς μήνες, η συγκεκριμένη ομάδα προσπαθεί να φιλοτεχνήσει μια μετριοπαθή εικόνα προς τα έξω, ακόμη κι αν παραμένει ενεργή στους κόλπους μιας ευρύτερης συμμαχίας, της Ζαΐς Αλ-Φάταχ («Στρατός της Κατάκτησης»), όπου συναντά κανείς το Μέτωπο Αλ-Νόσρα και άλλα τζιχαντιστικά μορφώματα.
Διατηρώντας παρουσία στην επαρχία του Ιντλίμπ και στα περίχωρα της Δαμασκού, η Αχράρ Αλ-Σαμ, όπως και οι εταίροι και ανταγωνιστές της στους κόλπους του Ζαΐς Αλ-Φάταχ, δέχεται χρηματοδότηση από τις χώρες του Κόλπου και την Τουρκία. Εμφανίζεται ως –επίσης σουνιτική– εναλλακτική στο ISIS, το οποίο υπήρξε αρχικά σύμμαχός της, πριν στραφεί εναντίον της το 2014. Εδώ και αρκετούς μήνες, έχει επιδοθεί σε μια επίθεση γοητείας προς τις δυτικές πρωτεύουσες και κυρίως προς την Ουάσινγκτον. Μένει να φανεί εάν η Δαμασκός θα δεχτεί να διαπραγματευθεί με μια ομάδα της οποίας ο αρχικός πυρήνας απελευθερώθηκε από τις φυλακές του καθεστώτος το 2011 για να ριζοσπαστικοποιήσει και έτσι να απαξιώσει μια πολιτική αμφισβήτηση που παρέμενε, μέχρι τότε, βασικά ειρηνική (2). «Εάν θέλουμε να καταλήξουμε σε κατάπαυση του πυρός, πρέπει η πλειοψηφία των υπαρκτών δυνάμεων να συμμετάσχει», επισημαίνει Σύρος αντικαθεστωτικός, εξόριστος στη Γαλλία. «Το πρόβλημα είναι ότι, με εξαίρεση τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, καμία ένοπλη ομάδα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μετριοπαθής. Στην πράξη, η διαφορά μεταξύ Αλ-Νόσρα και Αχράρ Αλ-Σαμ είναι αμελητέα».
Άλλο εμπόδιο στον δρόμο για την ειρήνη; Ο βραχυπρόθεσμος ρόλος και το μέλλον του Αλ-Άσαντ. Στο ζήτημα αυτό, πολλές δυτικές χώρες και οι σύμμαχοί τους έχουν μετακινηθεί κάπως από τις αρχικές θέσεις τους. Κανένας πια, ούτε στη Γαλλία, ούτε την Τουρκία ή τις μοναρχίες του Κόλπου, δεν θεωρεί την άμεση απομάκρυνση του Σύρου προέδρου απόλυτη προτεραιότητα. Μολονότι κανείς δεν παραλείπει να υπενθυμίσει τις ευθύνες του Αλ-Άσαντ για το δράμα της χώρας του, η άποψη ότι θα μπορούσε να συμμετάσχει στην πολιτική μετάβαση είναι πια γενικά αποδεκτή. Με την έννοια αυτή, ο Σύρος πρόεδρος θα μπορούσε να υπερηφανευτεί ότι πέτυχε μια διπλωματική νίκη, καθώς η συμμετοχή του στις διαπραγματεύσεις επικυρώθηκε, όπως και η παραμονή του στην εξουσία κατά την περίοδο που θα πρέπει να οδηγήσει στις εκλογές. Η συγκεκριμένη εξέλιξη προκαλεί την οργή πολλών αντικαθεστωτικών. «Ο συριακός λαός θα αρνηθεί να παίξει ο Άσαντ ρόλο στη μετάβαση μετά από όλες τις σφαγές που διέπραξε», δηλώνει ο Χισάμ Μαρουά, αντιπρόεδρος του Συριακού Εθνικού Συνασπισμού (CNS), στον οποίο συμμετέχει το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής, μη ισλαμιστικής, αντιπολίτευσης στο καθεστώς. Εκφράζει, επίσης, τη λύπη του για την παρουσία του Ιράν σε μια διπλωματική διαδικασία, το οποίο κατηγορεί ότι έχει έναν και μόνο στόχο: «Την πάση θυσία διατήρηση του Άσαντ στην εξουσία».
Διακριτικά, η Μόσχα αναζητά τόπο εξορίας για τον Άσαντ
Η Τεχεράνη παραμένει το πιο ενεργό και πιο αποφασιστικό στήριγμα του Σύρου προέδρου. Όσον αφορά την περίοδο της μετάβασης, μάλιστα, η ιρανική κυβέρνηση εκτιμά ότι ο Αλ-Άσαντ «δεν πρέπει να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την εξουσία» και ότι έχει «το δικαίωμα να παρουσιαστεί στις εκλογές». Ενδεχόμενο με το οποίο η Ρωσία, ο άλλος ισχυρός σύμμαχος του Αλ-Άσαντ, μοιάζει να μη συμφωνεί πια. Αποφασισμένη να υποστηρίξει το καθεστώς, η Ρωσία αποδέχεται την ιδέα ο Σύρος πρόεδρος να αποχωρήσει με το πέρας μιας συμφωνημένης διαδικασίας μετάβασης ή μιας αποφασιστικής αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος της Δαμασκού. Εξάλλου, τον περασμένο Ιούνιο, ο Βλαντίμιρ Πούτιν βολιδοσκόπησε διακριτικά τους Αλγερινούς και Λευκορώσους συνομιλητές του γύρω από το ενδεχόμενο φιλοξενίας της εξόριστης οικογένειας Άσαντ.
Ακόμη κι αν, σύμφωνα με ορισμένες διπλωματικές πηγές, η αναγκαιότητα αποχώρησής του από την εξουσία, ίσως και από τη χώρα, επισημάνθηκε στον Σύρο ηγέτη κατά τη συνάντηση που είχε με τον Ρώσο πρόεδρο στη Μόσχα τον περασμένο Οκτώβριο, μια τέτοια έκβαση δεν ανταποκρίνεται στους σχεδιασμούς του. Αν και επίπονη, η ανακατάληψη ορισμένων εδαφών από τα στρατεύματά του, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της χώρας, τον έχει πείσει ότι μια στρατιωτική ήττα είναι μακροπρόθεσμα απίθανη, όσο διαθέτει την υποστήριξη της Ρωσίας και του Ιράν. Οι επιθέσεις του ISIS στο Παρίσι απλώς ενίσχυσαν την αποφασιστικότητά του να κρατηθεί πάση θυσία στην εξουσία. Η έναρξη μιας διπλωματικής διαδικασίας με αβέβαιες προοπτικές τού προσφέρει έναν επιπλέον μοχλό για να αντέξει, ελπίζοντας σε καλύτερες ημέρες.