«Αξίες δυνατότερες κι από το ατσάλι». Το σύνθημα της Tata Steel, της μεγαλύτερης ινδικής χαλυβουργίας, υπογραμμίζει την ιδιαιτερότητα του κορυφαίου ιδιωτικού επιχειρηματικού ομίλου της χώρας, με εξαιρετικά πολυσχιδείς δραστηριότητες. Οι εν λόγω αξίες – εμπιστοσύνη, αξιοπιστία και κοινωνική ευθύνη – παραπέμπουν στις αρχές που θέσπισε ο ιδρυτής του ομίλου, Τζαμσέτζι Νουσερβαντζί Τάτα (ο οποίος συχνά αποκαλείται απλώς «Τζαμσέτζι»).
Στην Ινδία, όλος ο κόσμος γνωρίζει τον θρύλο της οικογένειας Τάτα, η οποία ίδρυσε μια αυτοκρατορία που παρεμβαίνει σχεδόν σε όλους τους τομείς της ζωής: από τη βιομηχανία τροφίμων ώς την πληροφορική, από τον χάλυβα ώς τα χημικά προϊόντα και από την ενέργεια και τα αυτοκίνητα ώς τα καλλυντικά (1)… Αδύνατον να ξεφύγεις από τα προϊόντα που παράγει ο όμιλος. Για τον πληθυσμό της χώρας, η Tata εξακολουθεί να είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένη με τη δημιουργία του ινδικού κράτους: είναι συνυφασμένη με την εξέλιξη της χώρας και με το οικονομικό πεπρωμένο της, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Η ιστορία της αρχίζει το 1858, όταν ο Τζαμσέτζι αρχίζει να δραστηριοποιείται στην υφαντουργία, εγκαταλείποντας την οικογενειακή επιχείρηση εισαγωγών-εξαγωγών που επιδιδόταν στο εμπόριο οπίου με την Κίνα (2). Στη συνέχεια, σε συνεργασία με τον μεγαλύτερο γιο του Ντοράμπ και τον εξάδελφό του Ρατνάν Ντανταμπχάι Τάτα, δημιουργεί την εταιρεία που σήμερα είναι γνωστή ως Tata Sons, βασική εταιρεία χαρτοφυλακίου του ομίλου. Προσκείμενος στο Κόμμα του Κογκρέσου – που δημιουργήθηκε το 1885 και που από τις τάξεις του θα αναδειχθεί η κυρίαρχη φυσιογνωμία του Ματχάμα Γκάντι – θα ταχθεί εξαρχής υπέρ της ανεξαρτησίας της χώρας. Πεπεισμένος ότι οι πολιτικές ελευθερίες εξαρτώνται από την οικονομική ισχύ, είχε την έμπνευση να επεκτείνει τον όμιλο επιχειρήσεών του σε μια μεγάλη ποικιλία τομέων όπως η χαλυβουργία, η ενέργεια και η επιστημονική έρευνα. Το όραμά του για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της χώρας ήταν τόσο μεγαλόπνοο ώστε, μισό αιώνα αργότερα, ο πρωθυπουργός Νεχρού θα πει ότι «από μόνος του ήταν ένα ολόκληρο υπουργείο σχεδιασμού της οικονομικής ανάπτυξης». Ωστόσο, τα σχέδιά του άρχισαν να υλοποιούνται μονάχα μετά τον θάνατό του το 1904.
Οι πρώτες επιχειρήσεις χαλυβουργίας, ενέργειας, τσιμέντου, ελαιουργίας, ασφαλειών, χημείας, αεροναυπηγικής και αυτοκινητοβιομηχανίας ιδρύονται από την Tata την εποχή της βρετανικής αποικιοκρατίας. Το 1911 ιδρύεται το διάσημο Ινστιτούτο Επιστημών της Μπάνγκαλορ, της πόλης που μεταβλήθηκε σε πρότυπο εκσυγχρονισμού της χώρας, κυρίως στους τομείς των υπηρεσιών πληροφορικής και των τεχνολογιών της πληροφορίας. Το Ινστιτούτο Tata για την Βασική Έρευνα ιδρύεται 1944 στη Βομβάη και αργότερα μετατρέπεται στο Ινστιτούτο Ατομικής Έρευνας, που χαίρει ιδιαίτερου κύρους. Μεγάλα ονόματα της επιστημονικής έρευνας και της βιομηχανίας έχουν συνδέσει το όνομά τους με αυτό το Ινστιτούτο, όπως ο Σ.Β. Ραμάν (Νόμπελ Φυσικής το 1930) ή ο καθηγητής Χόμι Μπάμπα, ο πατέρας της ινδικής ατομικής βόμβας.
Μετά την ανεξαρτητοποίηση της Ινδίας το 1947, η επέκταση του ομίλου στηρίχθηκε στην πολιτική αυτοδύναμης ανάπτυξης της χώρας που προωθούσε η νέα ηγετική ομάδα της Ινδίας και η οποία στηριζόταν στον σχεδιασμό της οικονομίας, στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας, στην εθνική βιομηχανική πολιτική για την «υποκατάσταση των εισαγωγών» και στην προστασία της εσωτερικής αγοράς. Ο Νεχρού, ως σύνδεσμος μεταξύ πολιτικής και οικονομίας, εμπιστεύτηκε σε πολλά διευθυντικά στελέχη του ομίλου σημαντικά καθήκοντα στην κυβέρνησή του και στην δημόσια διοίκηση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Τζον Ματάι, ο οποίος το 1948 διορίστηκε Υπουργός Οικονομικών.
Έτσι, η Tata επωφελείται από μια αγορά προστατευμένη από τον ξένο ανταγωνισμό, γεγονός που της επέτρεψε να μετατραπεί σε έναν από τους μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους της εθνικής οικονομίας. Εξαπλώθηκε διαδοχικά στα κλιματιστικά, στο τσάι, στις τεχνολογίες της πληροφορίας, στην ωρολογοποιία, στα κοσμήματα, στην παραγωγή γυαλιών οράσεως… Δημιούργησε δε την πρώτη ινδική μάρκα καλλυντικών Lakmé, όταν ο Νεχρού ζήτησε τη βοήθεια του ομίλου επειδή είχε βρεθεί αντιμέτωπος με τις αντιδράσεις του γυναικείου πληθυσμού, καθώς είχε απαγορεύσει την εισαγωγή τέτοιων προϊόντων.
Ο όμιλος αντιμετώπισε και ορισμένες αντιξοότητες, όπως η εθνικοποίηση της αεροπορικής εταιρείας του, Air India International, το 1953 και των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων του. Αυτό δεν τον εμπόδισε να επεκταθεί, περνώντας από 14 εταιρείες το 1938 σε 95 το 1991, υπό τη διεύθυνση του Τζεχανγκίρ Ρατάν Ντανταμπάι Τάτα (γνωστού με τα αρχικά του ως JRD). Ήταν ανιψιός του Τζαμσέτζι και ακόμη ένας «θρύλος» της οικογένειας: ο μοναδικός επιχειρηματίας που τιμήθηκε μεταθανάτια από το ινδικό Κοινοβούλιο, το 1993.
Το 1992, παραμονές της φιλελευθεροποίησης της ινδικής οικονομίας και του ανοίγματός της, τα έσοδα του ομίλου αντιστοιχούν σχεδόν στο 2% του ινδικού ΑΕΠ. Η Tata επενδύει πλέον στο εξωτερικό, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, εξαγοράζοντας επιχειρήσεις όπως το τσάι Tetley, αλλά και η χαλυβουργία Corus ή οι αυτοκινητοβιομηχανίες Jaguar και Land Rover. Στην Ινδία αναδιαρθρώνεται πλήρως, ακολουθώντας την επέκταση των δραστηριοτήτων της. Δραστηριοποιείται στην κινητή τηλεφωνία, αποκτά τον έλεγχο του πρώτου παρόχου Ίντερνετ, παράγει το Indica, το πρώτο πλήρως κατασκευασμένο στην Ινδία αυτοκίνητο, και στη συνέχεια το Nano, το φθηνότερο αυτοκίνητο στον κόσμο… Το 2013 ιδρύει, σε συνεργασία με την Singapore Airlines, την αεροπορική εταιρεία Vistara.
Η Tata οικοδόμησε τη φήμη της ως «ξεχωριστός όμιλος» υιοθετώντας μια πατερναλιστική διοίκηση. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Τζαμσέτζι ιδρύει στα υφαντουργεία του συνταξιοδοτικό ταμείο για τους εργαζομένους και ασφαλιστικό ταμείο για την αποζημίωση των εργατικών ατυχημάτων, ενώ κατασκευάζει κατοικίες, αθλητικές εγκαταστάσεις… Όπως εξηγούσε, «δεν ισχυριζόμαστε ότι είμαστε πιο αλτρουιστές, πιο γενναιόδωροι, πιο φιλάνθρωποι απ’ όσο οι υπόλοιποι. Ακολουθούμε όμως ορισμένες απλές και ακλόνητες αρχές, θεωρώντας ότι τα συμφέροντα των μετόχων μας ταυτίζονται με τα δικά μας και ότι η υγεία και η ευζωία των εργαζομένων μας αποτελούν τα πλέον στέρεα θεμέλια της ευημερίας μας (3)». Έτσι, προς υποστήριξη αυτών των συμφερόντων, το οκτάωρο, η δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και η άδεια μετ’ αποδοχών καθιερώνονται στη χαλυβουργία Tata Iron and Steel Company Limited (Tisco), η οποία ιδρύθηκε το 1907 από τον Ντοράμπ, τον διάδοχο του Τζαμσέτζι.
Το 1908, ο Τζαμσέτζι δημιούργησε εκ του μηδενός μια πόλη, την Τζαμσεντπούρ, επίσης αποκαλούμενη και Ταταναγκάρ («πόλη της Tata»), προκειμένου να στεγάσει τους εργαζομένους του εργοστασίου που δημιούργησε σε μια από τις φτωχότερες περιοχές της Ινδίας, στο σημερινό ομόσπονδο κρατίδιο του Τζαρκάντ. Οι αυτόχθονες πληθυσμοί εκδιώχθηκαν από τη γη τους και η αντίστασή τους αντιμετωπίστηκε με βίαιη καταστολή. Για τον όμιλο επρόκειτο για μια επωφελή κίνηση: του ενοικιάστηκαν σχεδόν δωρεάν ορισμένες εξαιρετικά σημαντικές εκτάσεις (δίπλα σε ορυχεία σιδήρου και με πρόσβαση σε νερό). Οι συμβάσεις ενοικίασης ανανεώθηκαν από τις διαδοχικές κυβερνήσεις με τους ίδιους ευνοϊκούς όρους, με αντάλλαγμα την ανάπτυξη της πόλης. Επιπλέον, από τη φορολόγηση του ομίλου εκπίπτουν όλες οι δαπάνες που πραγματοποιεί για οικοδομικές εργασίες στην περιοχή. Προκειμένου να προσελκυστεί και να κρατηθεί στην περιοχή το εργατικό δυναμικό, οι εργαζόμενοι δικαιούνται κατάλυμα, τα σχολεία, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και η χρήση των αθλητικών εγκαταστάσεων είναι δωρεάν, ενώ είναι εγγυημένη η παροχή νερού.
Σήμερα, η Τζαμσεντπούρ θεωρείται υπόδειγμα πολεοδομίας: μια πόλη τριγυρισμένη από πράσινους λόφους, με πλατιές δενδροφυτευμένες λεωφόρους, υπέροχους χώρους πρασίνου σχεδιασμένους από αρχιτέκτονες εξωτερικών χώρων, λίμνες και ποταμούς, συνοικίες με βίλες για τα στελέχη του ομίλου και πλήθος επιστημονικά, πολιτιστικά και αθλητικά κέντρα που λειτουργούν χάρη στις χορηγίες του ομίλου. Ωστόσο, το εντυπωσιακότερο στοιχείο είναι η καθαριότητα και η πρόσβαση σε πόσιμο νερό και ηλεκτρικό ρεύμα καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετράωρου, μια πραγματική πολυτέλεια στην Ινδία… Όσο για τον αέρα, είναι καθαρός, παρά την παρουσία των μεγάλων εργοστασίων της Tata Steel (που εδώ συνεχίζει ακόμη να αποκαλείται Tisco), της Tata Motors, της Tata Power…
Ωστόσο, δεν επωφελούνται όλοι οι κάτοικοι από αυτήν την ποιότητα ζωής. Παρά το γεγονός ότι η Τζαμσεντπούρ έχει επεκταθεί σημαντικά, δεν διαθέτει ενοποιημένη τοπική διοίκηση. Η ηγεσία μιας θυγατρικής της Tisco εξακολουθεί να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του τμήματος της πόλης που έχει χτιστεί στην ενοικιασμένη έκταση, της «πόλης του χάλυβα» όπως την αποκαλούν, η οποία και καλύπτει περίπου το ένα τέταρτο του συνολικού πολεοδομικού συγκροτήματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όσον αφορά τις υποδομές και τον υπόλοιπο εξοπλισμό της πόλης, να παρατηρείται μια αδιανόητη διαφορά ανάμεσα σε αυτό το τμήμα και στην υπόλοιπη πόλη. Περίπου τα τρία τέταρτα του πληθυσμού, τα άτομα που δεν εργάζονται για τον όμιλο, δεν έχουν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από όλα αυτά τα πλεονεκτήματα.
Μία ακόμη ιδιαιτερότητα της πολυεθνικής αποτελεί ο έλεγχος που ασκείται ακόμα και σήμερα από τα μέλη της οικογένειας χάρη σε ένα σύστημα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, τα οποία κατέχουν το 66% των μετοχών της κυριότερης εταιρείας χαρτοφυλακίου του ομίλου, της Tata Sons. Λόγω του φιλανθρωπικού χαρακτήρα τους, απολαμβάνουν μιας εξαιρετικά ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης, η οποία φτάνει μέχρι και την πλήρη απαλλαγή από τον φόρο επί των εταιρικών κερδών. Χρησιμοποιούν κατά μέσο όρο το 10% των τεράστιων εσόδων τους για να χρηματοδοτήσουν κοινωνικές και περιβαλλοντικές δραστηριότητες Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, εκπαιδευτικούς οργανισμούς, φορείς υγείας, πολιτιστικές δράσεις, ερευνητικά κέντρα… Όλα αυτά δημιουργούν μια βιτρίνα γενναιοδωρίας για τον όμιλο Tata.
Σύμφωνα με τον Ασόκ Κουμάρ Ματού, ο οποίος εργάστηκε επί είκοσι δύο χρόνια στην Tata Steel, στη διοίκηση των Ανθρώπινων Πόρων και των Κοινωνικών Υπηρεσιών της εταιρείας, κάθε επιχείρηση του ομίλου είναι υποχρεωμένη να πραγματοποιεί φιλανθρωπικές δράσεις με τα ίδια κεφάλαιά της, γεγονός που επιτρέπει την μείωση των φόρων που θα έπρεπε να καταβληθούν, αλλά και «εξασφαλίζει την καλύτερη ενσωμάτωση της εταιρείας μέσα στο γεωγραφικό της περιβάλλον». Όλα αυτά συμβάλλουν στην ακτινοβολία του ομίλου. Λόγου χάρη, η Tata Steel δημιούργησε μια ΜΚΟ στην Τζαμσεντπούρ, την Εταιρεία για την Ανάπτυξη της Υπαίθρου, η δραστηριότητα της οποίας αφορά περισσότερα από 600 χωριά στα ομόσπονδα κρατίδια του Ζαρκάντ και του Οντίσα (πρώην Ορίσσα).
Κανείς δεν έχει ξεχάσει το Nano, το φθηνότερο αυτοκίνητο στον κόσμο
Ο μύθος του ομίλου τροφοδοτείται και από άλλες πρακτικές. Το 2002, τη στιγμή που η θυγατρική του ομίλου Tata Finance έρχεται αντιμέτωπη με κρούσματα κατάχρησης και κακοδιαχείρισης και βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, ο Ρατάν Τάτα δεσμεύεται δημόσια ότι θα αποζημιώσει μέχρι και την τελευταία δεκάρα τους πελάτες της επιχείρησης, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ήταν ιδιώτες που κινδύνευαν να δουν όλες τις οικονομίες τους να εξανεμίζονται μονομιάς. Τήρησε τον λόγο του, με τίμημα ζημίες ύψους 700 εκατομμυρίων ευρώ. Αυτό που είχε ξεκινήσει ως απειλή για την φήμη του ομίλου παραδόξως εξελίχθηκε σε στοιχείο που ενίσχυσε την εικόνα του (4).
Η Tata επίσης προωθεί τη δημιουργία προϊόντων που απευθύνονται σε οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα: προχώρησε στην εφεύρεση μιας οικιακής συσκευής φιλτραρίσματος του νερού, που πωλείται στην εξαιρετικά χαμηλή τιμή των 1.000 ρουπιών (14 ευρώ) – ανεκτίμητη προσφορά για μια χώρα όπου εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό – ή, μετά το φονικό τσουνάμι του 2004, δημιούργησε ένα σύστημα μετεωρολογικού συναγερμού για τους ψαράδες. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά όμως το Nano: ο εταιρικός θρύλος λέει ότι ο Ρατάν Τάτα, παρατηρώντας μια τετραμελή οικογένεια πάνω σε ένα σκούτερ, έναν πολύ επικίνδυνο αλλά και πολύ συνηθισμένο τρόπο μετακίνησης στην Ινδία, σχεδίασε το αμάξωμα ενός αυτοκινήτου γύρω από ένα δίκυκλο και ζήτησε από τους μηχανικούς της Tata Motors να προχωρήσουν στην παραγωγή αυτού του οχήματος στην τιμή των 1.300 ευρώ.
Ο πατερναλιστικός τρόπος διοίκησης της εταιρείας και ένα σύστημα αφοσιωμένων στα συμφέροντα της εταιρείας συνδικάτων εγγυώνται τη σχεδόν πλήρη ανυπαρξία εργατικών κινητοποιήσεων. Οι επιχειρήσεις του ομίλου λειτουργούν αυτόνομα και κάθε μία διαθέτει το δικό της διοικητικό συμβούλιο και το δικό της συνδικάτο. Με εξαίρεση τα στελέχη, οι μισθωτοί του ομίλου ενθαρρύνονται να συνδικαλιστούν – στην πράξη, πρόκειται σχεδόν για υποχρέωσή τους. Παράλληλα, στον όμιλο υπάρχει κουλτούρα διαβούλευσης και διαπραγμάτευσης. Τα μισθολογικά ζητήματα, καθώς και οτιδήποτε αφορά τις συνθήκες εργασίας, ρυθμίζονται στο εσωτερικό των συμβουλευτικών επιτροπών που λειτουργούν σε κάθε εργοστάσιο. Τα τελευταία χρόνια έχουν ξεσπάσει μονάχα μερικές μεμονωμένες εργατικές κινητοποιήσεις, κυρίως στην Tata Motors το 1988 με αίτημα την αύξηση μισθού και την επαναπρόσληψη ενός απολυμένου συνδικαλιστή (ικανοποιήθηκε μονάχα το μισθολογικό αίτημα), καθώς και στην Titan Industries (κατασκευή ρολογιών, οπτικών ειδών…) το 2003 ενάντια στην απόπειρα να συνδεθούν οι μισθοί με την παραγωγικότητα.
Το συνδικάτο που δείχνει κατανόηση
Ωστόσο, ο καιρός του γενναιόδωρου πατερναλισμού φαίνεται ότι έχει πλέον παρέλθει. Τώρα, το ζητούμενο είναι η παγκοσμιοποίηση, οι αναδιαρθρώσεις και η μείωση του μισθολογικού κόστους. Παντού, η διοίκηση επιτυγχάνει μια «μείωση του κόστους παραγωγής» χωρίς να θίξει τους μισθούς των μόνιμων εργαζομένων, καταφεύγοντας ωστόσο στη απασχόληση εργαζομένων με επισφαλείς θέσεις εργασίας και αυξάνοντας την παραγωγικότητα. Για παράδειγμα, μεταξύ 1994 και 2013, στην Tata Steel Ινδίας καταργήθηκαν οι μισές θέσεις εργασίας: από 77.448 έμειναν μόνον 36.199. Ενθαρρύνθηκαν οι εθελούσιες έξοδοι και οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις. Σύμφωνα με έναν μισθωτό της Tisco που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του, το πρώτο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης κατά τη δεκαετία του 1990 στη Τζαμσεντπούρ πρότεινε την συνέχιση της καταβολής του μηνιαίου μισθού στον αποχωρούντα μισθωτό μέχρι την ηλικία των 60 ετών, χωρίς ωστόσο να αναπροσαρμόζεται λόγω πληθωρισμού (ο οποίος είναι της τάξης του 12-15% ετησίως). Σε περίπτωση θανάτου, η παροχή καταβαλλόταν στην οικογένειά του. Πολύ σύντομα, ακολούθησαν και άλλα προγράμματα αναδιάρθρωσης της εταιρείας, με πολύ λιγότερο ευνοϊκούς όρους. Επιπλέον, καταργήθηκαν ορισμένα από τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων, όπως ο όρος να προσλαμβάνεται υποχρεωτικά ένα μέλος της οικογένειας του συνταξιοδοτούμενου εργαζομένου, ο οποίος είχε εισαχθεί το 1968 από τον JRD Τάτα στον καταστατικό χάρτη του εργοστασίου. Τα σχέδια αναδιάρθρωσης τέθηκαν προς διαπραγμάτευση με την ηγεσία του Tata Workers Union (TWU), του μοναδικού συνδικάτου της Tata Steel, το οποίο είναι ένα εξαιρετικά πλούσιο νομικό πρόσωπο που διαθέτει ένα κοινωνικό ταμείο για τα μέλη του και τις οικογένειές τους. Όπως εξηγούν μακρηγορώντας οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι στην έδρα της TWU, ένα ωραίο διώροφο κλιματιζόμενο κτίριο στο κέντρο της πόλης, τα σχέδια κρίθηκαν «αναπόφευκτα για την επιβίωση της επιχείρησης».
Πάντοτε με τη συναίνεση του συνδικάτου της επιχείρησης, η διοίκηση του ομίλου αποφάσισε το 2008 να αποχωρήσει από την Εθνική Επιτροπή για τη Μεταλλουργία, η οποία διαπραγματεύεται τους μισθούς του κλάδου σε εθνικό επίπεδο. Το 2010, στην Tata Steel επιβλήθηκε – μετά από διαπραγματεύσεις – η αναθεώρηση του μισθολογίου. Παρά το γεγονός ότι στον βασικό μισθό ενσωματώθηκε το «επίδομα αντιμετώπισης της ακρίβειας», η συμφωνία προβλέπει ότι οι νέες προσλήψεις εργατών, εργοδηγών και μηχανικών θα πραγματοποιούνται με βάση ένα νέο μισθολόγιο, με το οποίο οι μισθοί μειώνονται κατά 25%. Το «επίδομα αντιμετώπισης της ακρίβειας» των νεοπροσληφθέντων δεν είναι πλέον αυτόματα συνδεδεμένο με τον πληθωρισμό (ο οποίος ωστόσο παραμένει υψηλός). Τα υπόλοιπα επιδόματα (κατοικίας, μετακινήσεων, νυχτερινής εργασίας) μειώθηκαν εξίσου. Έτσι, για την ίδια ακριβώς δουλειά, οι εργαζόμενοι λαμβάνουν διαφορετική αμοιβή, ανάλογα με την ημερομηνία της πρόσληψής τους. Στην ερώτηση γιατί το συνδικάτο δέχθηκε μια τέτοια οπισθοχώρηση στα δικαιώματα των εργαζομένων, οι επικεφαλής της συνδικαλιστικής οργάνωσης ρίχνουν την ευθύνη στους προκατόχους τους. Ωστόσο, δεν αμφισβητούν την συμφωνία που υπογράφηκε καθώς, σύμφωνα με τους ίδιους, η Tata δεν περιέκοψε παρά «μονάχα» το 20% των ιστορικών δικαιωμάτων που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι. Τα υπόλοιπα καλύπτονται από την υπερηφάνεια του να ανήκεις στην Tisco της Τζαμσεντπούρ.
Αν και ορισμένοι μισθωτοί που συναντήσαμε αμφισβητούν αυτούς τους συμβιβασμούς με την εργοδοσία, δεν τους φαίνεται εφικτή η δημιουργία ενός άλλου συνδικάτου. Όπως εξηγεί ένας από αυτούς, «όταν προσλαμβάνεσαι, είσαι υποχρεωμένος να γραφτείς σε αυτό το συνδικάτο. Είναι άγραφος κανόνας. Εξάλλου, όλοι οι μόνιμοι εργάτες είναι μέλη του συνδικάτου. Μερικές φορές, τα μέλη του Centre of Indian Trade Unions [CITU, η συνδικαλιστική οργάνωση που πρόσκειται στο Μαρξιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδίας] έρχονται να μοιράσουν προκηρύξεις μπροστά στο εργοστάσιο. Καλό θα ήταν όμως να μην σε δουν κοντά τους: αυτό μπορεί να σημάνει μέχρι και απόλυση…». Σπεύδει όμως να προσθέσει: «Όσο κι αν ορισμένα από τα κεκτημένα μας ροκανίζονται – ή ενδέχεται να ροκανιστούν στο μέλλον – μέσα σε αυτό το κλίμα απελευθέρωσης της οικονομίας που επικρατεί σήμερα, η Tisco δεν θα πάρει πίσω πολλές από τις παροχές που έδωσε σε εμάς και στις οικογένειές μας κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, όλη αυτήν την ποιότητα ζωής που απολαμβάνουμε σήμερα…». Είτε έτσι είτε αλλιώς, πολλοί εργαζόμενοι συμμερίζονται τη γνώμη του.
Η Tisco προσφεύγει ολοένα και περισσότερο σε ενοικιαζόμενο εργατικό δυναμικό, το οποίο της παρέχει ένας ανεξάρτητος από την εταιρεία μεσάζων. Αυτοί οι προσωρινά εργαζόμενοι δεν καλύπτονται από την TWU και δεν απολαμβάνουν το καθεστώς των μόνιμων εργαζομένων. Παρ’ όλα αυτά, προτιμούν να εργάζονται σε αυτήν την επιχείρηση. Συναντήσαμε την ώρα του σχολάσματος έναν τριαντάχρονο εργάτη, του οποίου ο πατέρας και ο θείος εργάστηκαν σε αυτό το εργοστάσιο μέχρι τη συνταξιοδότησή τους, και μας εξήγησε τους λόγους: «Είμαι σίγουρος ότι θα πληρωθώ στο τέλος του μήνα, δικαιούμαι να τρώω στο εστιατόριο του εργοστασίου, διαθέτω ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και οι εργασιακές σχέσεις είναι και πάλι καλύτερες απ’ ό,τι αλλού…» Αυτοί οι προσωρινά εργαζόμενοι εισπράττουν μονάχα τον βασικό μισθό που καθορίζεται από το ομόσπονδο κρατίδιο και είναι τέσσερις έως πέντε φορές χαμηλότερος από εκείνον που ισχύει για τους μόνιμους εργαζομένους. Επιπλέον, σε περίπτωση απόλυσης δεν καλύπτονται από τις διατάξεις του Εργατικού Κώδικα. Δεν προκαλεί λοιπόν καμία έκπληξη το γεγονός ότι ο αριθμός τους αυξάνεται, σε σημείο να έχει φθάσει τους 12.000 στην Τζαμσεντπούρ.
Σε άλλες επιχειρήσεις του ομίλου, όπως στις υπηρεσίες πληροφορικής Tata Consultancy Services – η οποία ιδρύθηκε το 1968 και αποτελεί το καύχημα του ομίλου και την πλέον κερδοφόρο εταιρεία του, απασχολώντας σχεδόν το 60% του συνολικού προσωπικού του ομίλου – ακόμα και οι μόνιμοι εργαζόμενοι είναι εκτεθειμένοι στην απειλή της απόλυσης. Καθώς δεν είναι συνδικαλισμένοι, μπορεί ανά πάσα στιγμή να απολυθούν, παρά την υψηλή εξειδίκευσή τους, με προειδοποίηση ενός μονάχα μηνός.
Οι σφοδρότερες κριτικές αφορούν τις δραστηριότητες της εταιρείας σε δασικές περιοχές, με υπέδαφος πλούσιο σε μεταλλεύματα, κατοικούμενες από έναν εξαιρετικά φτωχό πληθυσμό, που αποτελείται από φυλές (αυτόχθονες πληθυσμούς) και από νταλίτ (παρίες) (βλ. σχετικό ένθετο). Μια άλλη υποθυγατρική εταιρεία του ομίλου, η Amalgamated Plantations Private Limited (APPL), βρίσκεται αντιμέτωπη με κατηγορίες ότι παραβιάζει τα δικαιώματα των εργαζομένων σε ορισμένες φυτείες τσαγιού του Ασάμ και της Δυτικής Βεγγάλης. Το εργατικό δυναμικό – το οποίο στην πλειονότητά του αποτελείται από γυναίκες – στρατολογείται από τους πληθυσμούς των αυτοχθόνων και των νταλίτ. Η APPL, στους μετόχους της οποίας περιλαμβάνεται κι η IFC, ένας από τους οργανισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας, κατηγορείται ότι δεν σέβεται τους κανόνες του εργατικού δικαίου, ότι δεν προμηθεύει στους εργαζομένους προστατευτικό εξοπλισμό, ότι καταφεύγει σε βίαιες μεθόδους… Τα αποτελέσματα της επίσημης έρευνας που διεξήχθη μετά τις καταγγελίες Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί (5).
Από το 2012, το αφεντικό δεν ονομάζεται Τάτα
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι όλες αυτές οι ιστορίες καλύπτονται ελάχιστα από τα μεγάλα ινδικά μέσα ενημέρωσης, παρά το γεγονός ότι οι οργανώσεις των ακτιβιστών και οι πανεπιστημιακοί κύκλοι ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για αυτούς τους αγώνες. Με τα διαφημιστικά σποτ της «Jaago Re» («Ξυπνήστε!»), η Tata Tea δημιουργεί στο ινδικό κοινό θετικούς συνειρμούς και μια ευνοϊκή εικόνα για την επιχείρηση, με αποτέλεσμα να έχει ελάχιστη απήχηση η κριτική που της ασκείται για την κατάσταση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στις φυτείες της.
Ωστόσο, αυτό που βλάπτει περισσότερο την εταιρεία είναι η σύνδεση του ονόματός της με μια σειρά σκανδάλων που έπληξαν την απελθούσα κεντροαριστερή κυβέρνηση του Μανμοχάν Σινγκ (2009-2014). Αφορούσαν παρατυπίες στην χορήγηση αδειών τηλεπικοινωνιών και τις αποκαλύψεις των «Radia tapes», δηλαδή τη δημοσίευση των τηλεφωνικών συζητήσεων που αποδείκνυαν τη διαπλοκή ανάμεσα στον κόσμο των επιχειρήσεων, της πολιτικής, των μέσων ενημέρωσης και ηγετικών στελεχών της δημόσιας διοίκησης. Σε αυτές γίνεται λόγος για λαδώματα, στα οποία φέρεται να εμπλέκεται η Tata Motors, αναφορικά με μια πώληση λεωφορείων στο ομόσπονδο κρατίδιο του Ταμίλ Νάντου, και η Tata Steel, αναφορικά με την απόκτηση της άδειας εκμετάλλευσης ενός ορυχείου σιδήρου στο Τζαρκάντ (6). Οι έρευνες γύρω από αυτές τις υποθέσεις συνεχίζονται. Σε αυτές έχει προστεθεί και η διαμάχη με τις φορολογικές αρχές, η οποία αφορά ορισμένες εταιρείες του ομίλου, ανάμεσά τους και η Apex Investments, με έδρα τη Νήσο Μαυρίκιο, έναν φορολογικό παράδεισο.
Παρ’ όλα αυτά, τα αποθέματα αξιοπιστίας του ομίλου στην κοινή γνώμη κάθε άλλο παρά έχουν εξαντληθεί. Για πόσο ακόμη; Από τις 28 Δεκεμβρίου του 2012, η πολυεθνική δεν διευθύνεται πλέον από έναν Τάτα, αλλά από τον Σάιρους Παλόντζι Μίστρυ, κάτι πρωτοφανές στην ιστορία του ομίλου. Ωστόσο, ο πατέρας του κατέχει το 18% των μετοχών της Tata Sons και η αδελφή του έχει παντρευτεί τον Νόλε Τάτα, ετεροθαλή αδελφό του Ράταν Τάτα, που παραιτήθηκε από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου: δεν πρόκειται για πρόσωπο έξω από το στενό ηγετικό περιβάλλον του ομίλου. Το νέο αφεντικό αποκάλυψε τον Ιούλιο του 2014 το όραμά του για το 2025, υποσχόμενος επενδύσεις 35 δισ. δολαρίων μέσα στην τριετία, ώστε «να κάνει πιο συμπαγή και να επεκτείνει» την αυτοκρατορία.
O Ratan Tata μιλά στό Stanford Graduate School of Business
ΜΙΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΣΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ
Ίδρυση:
1868
Εταιρείες συμμετοχών:
Tata Sons (ιδρύθηκε το 1886) και Tata Industries (1944). Ο όμιλος «έσπασε» σε περισσότερες εταιρείες, μεταξύ των οποίων η Tata Consultancy Services (60% της κεφαλαιοποίησης του ομίλου), η Tata Motors (18,4%), η Tata Steel (6,4%) κ.λπ.
Κύκλος εργασιών:
103,27 δισ. δολάρια (φορολογικό έτος Μάρτιος 2013-Μάρτιος 2014), εκ των οποίων το 67,2% προέρχεται από δραστηριότητες στο εξωτερικό.
Κέρδη:
5 δισ. δολάρια για το φορολογικό έτος 2011-2012.
Αριθμός εργαζομένων:
581.473 μισθωτοί. Το 57,7% εργάζεται στον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας, το 15% στον τομέα της μηχανικής και των κατασκευών, το 13,9% στην παραγωγή σύνθετων υλικών, το 7% στις υπηρεσίες, το 3,7% στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, το 1,65% στην ενέργεια και το 1% στα χημικά προϊόντα.
Κυριότερες δραστηριότητες του ομίλου και θέση του στην παγκόσμια κατάταξη:
Ο όμιλος έχει επίσης ισχυρή παρουσία στους τομείς της τηλεφωνίας και του Διαδικτύου, στις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών προς επιχειρήσεις και στον ξενοδοχειακό τομέα (στον όμιλο ανήκουν τα Indian Hotels καθώς και το διάσημο Taj Mahal Hotel της Βομβάης).
Πηγή: «Tata Group presentation», Σεπτέμβριος 2014, www.tata.com
Ο ΣΦΕΤΕΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΑΡΧΕΣ
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η τοπική κυβέρνηση του ομόσπονδου κρατιδίου του Οντίσα (πρώην Ορίσα) αποφάσισε τη δημιουργία ενός βιομηχανικού συγκροτήματος και απαλλοτρίωσε τη γη των αγροτών του Καλινγκαναγκάρ. Καθώς οι κάτοικοι των γύρω χωριών περίμεναν ότι θα βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής τους, αρχικά συναίνεσαν σε αυτό το σχέδιο. Ωστόσο, πολύ γρήγορα κυριάρχησε η απογοήτευση. Δεδομένου ότι πολλοί από αυτούς δεν διέθεταν τίτλους κυριότητας της γης τους, δεν έλαβαν την παραμικρή αποζημίωση. Οι υπόλοιποι έλαβαν γελοία ποσά σε σχέση με τις τιμές με τις οποίες πουλήθηκε στη συνέχεια η γη στις επιχειρήσεις. Κι οι προσφορές μετακίνησής τους σε άλλη περιοχή ή βοήθειας για αλλαγή επαγγελματικής δραστηριότητας αποδείχθηκαν ελάχιστα ικανοποιητικές.
Ήδη από το 1997, όταν άρχισαν οι πρώτοι εκτοπισμοί, ξέσπασαν βίαια επεισόδια ανάμεσα στην αστυνομία και στους χωρικούς. Στη συνέχεια, δημιουργήθηκε το Φόρουμ των Λαών Ενάντια στην Εκτόπιση (Visthapan Virondi Jan Mancha) για να υπερασπιστεί τους χωρικούς. Όταν η Tata Steel αποφάσισε να δημιουργήσει στην περιοχή μια καθετοποιημένη χαλυβουργία δυναμικότητας έξι εκατομμυρίων τόνων, ξέσπασε πλήθος συγκρούσεων. Το 2006, οι άνθρωποι της εταιρείας κατόρθωσαν να παραλάβουν τις εκτάσεις που τους παραχώρησε η κυβέρνηση μονάχα χάρη στην προστασία που τους παρείχαν οι δυνάμεις της αστυνομίας. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, 13 άτομα έχασαν τη ζωή τους (ανάμεσά τους κι ένας αστυνομικός) και 37 τραυματίστηκαν.
Σύμφωνα με τον όμιλο, μετά από αυτά τα επεισόδια, καθώς και εκείνα που ακολούθησαν το 2010, οι τοπικοί πληθυσμοί έλαβαν υψηλότερες αποζημιώσεις και την υπόσχεση πρόσληψης τουλάχιστον ενός ενήλικου μέλους κάθε οικογένειας που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γη της. Η κατασκευή του εργοστασίου ολοκληρώθηκε και η παραγωγή άρχισε τον περασμένο Απρίλιο. Μελλοντικά, τα δύο εργοστάσια της Tata Steel στο Τζαρκάντ και στην Οντίσα θα παράγουν 16 εκατομμύρια τόνους χάλυβα.
Οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων πληθυσμών δίνουν μια εκδοχή της επικής πορείας του ομίλου εντελώς διαφορετική από την επίσημη αφήγηση. Παραθέτουν επίσης τα παραδείγματα της επέκτασης των ορυχείων σιδήρου στο Νοαμούντι και της χαλυβουργίας της Λοαντιγκούντα, δυναμικότητας 5 εκατομμυρίων τόνων. Όπως υποστηρίζουν, σε αυτήν την πόλη του κρατιδίου Τσατισγκάρχ χειραγωγήθηκαν οι προβλεπόμενες από τους νόμους διαδικασίες προκειμένου να επιτευχθεί η συναίνεση των κοινοτικών συμβουλίων των χωριών (των gram sabha) και η έκδοση των περιβαλλοντικών αδειών (7).
Παρόμοια διαμάχη έχει ξεσπάσει και στην περίπτωση της συμφωνίας για το ανθρακωρυχείο της Γκοπαλπούρ, επίσης στο ομόσπονδο κρατίδιο της Οντίσα. Οι χωρικοί υποστηρίζουν ότι ποτέ δεν ζητήθηκε η γνώμη τους, τη στιγμή που οι αρχές ισχυρίζονται το αντίθετο. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η άδεια ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, όπως και η συντριπτική πλειονότητα των αδειών που παραχωρήθηκαν την περίοδο 1993-2010, επειδή εκδόθηκαν «παρανόμως» και «αυθαιρέτως» από την ινδική κυβέρνηση.